Το βίντεο αποτελεί αρχείο προσωπικών δεδομένων όταν διακρίνονται σώμα, φωνή και χαρακτηριστικές εκφράσεις κατά την ερωτική συνέυρεση – Αναίρεση της απόφασης για το αξιόποινο των πράξεων και τη συνολική ποινή
Αριθμός 505/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Ζωή Κωστόγιαννη – Καλούση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 10 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Α. του Μ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γραμματικό, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 274/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Σ. Λ. του Α., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική Δαφνή.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.5.2019 αίτησή του και τους από 3.9.2019 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 746/2019.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 2.5.2019 δήλωση – αίτηση του Σ. Α. του Μ., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθ. 274/2019 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 473 παρ. 2 Κ.Π.Δ., στις 3.5.2019, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Με την ως άνω αίτηση αναίρεσης πρέπει να συνεκδικασθούν και οι με το αυτοτελές από 3.9.2019 δικόγραφο ασκηθέντες νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 Κ.Π.Δ.) πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος κατά της άνω απόφασης, λόγω της προδήλου μεταξύ αυτών συναφείας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 362 παρ. 1 και 367 του ισχύοντος Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι σε περίπτωση που το δικαστήριο λάβει υπόψη του για τον σχηματισμό της κρίσης του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο, που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζεται η άσκηση του απορρέοντος από την αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 358 δικαιώματος του κατηγορούμενου να προβαίνει σε δηλώσεις και να παρέχει εξηγήσεις επί του αποδεικτικού αυτού μέσου και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, ιδρύουσα λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ.. Όταν, όμως, δεν πρόκειται για αποδεικτικό της κατηγορίας έγγραφο, αλλά για έγγραφο που συνάπτεται με την κατηγορία και αποτελεί κατ’ αυτή, προσδιοριστικό στοιχείο του υλικού αντικειμένου του εγκλήματος, δεν υπάρχει αναγκαιότητα ανάγνωσής του, αφού το κατηγορητήριο προεπιδίδεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος είναι, κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης (κατηγορίας), γνώστης αυτού και επομένως δύναται, κατά την απόκρουση της κατηγορίας, να εκθέσει τις απόψεις του και να παράσχει τις απαιτούμενες επί του εγγράφου αυτού εξηγήσεις. Εξ άλλου, στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία, που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, με τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 Κ.Π.Δ. ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφ’ όσον συντελείται η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στα πρακτικά το αναγνωσθέν έγγραφο. Φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις δεν “αναγιγνώσκονται” κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.
Συνεπώς, όταν στα πρακτικά αναγράφεται ότι αναγνώσθηκαν και τέτοια έγγραφα, η αναγραφή αυτή έχει την πρόδηλη έννοια ότι αυτά επισκοπήθηκαν από τους διαδίκους, οι οποίοι, έτσι, έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους και τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το περιεχόμενο τους. Περίπτωση μη ανάγνωσης εγγράφου, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, υπάρχει και όταν το έγγραφο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και αναγνώσθηκε, χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενο του. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, πρέπει, για να επέλθει ακυρότητα, να αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και ποιά ακριβώς και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων, που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: “2) ένα εξωτερικό μέσο αποθήκευσης “…” που επισκοπήθηκε και 3) Αντίγραφο συνομιλίας
Αριθμός … …”. Με την αναφορά αυτή στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων, εν όψει και της αρίθμησης αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία πρόσθετα στοιχεία προσδιορισμού τους, όπως ποιο αποδεικτικό θέμα αφορούσαν, ούτε ήταν αναγκαία η αναφορά του περιεχομένου τους (εγγράφων αυτών). Επί πλέον, από τον προσδιορισμό του υπό αριθμητικό στοιχείο “3” εγγράφου στα πρακτικά, δεν προκύπτει, ότι το έγγραφο αυτό είχε συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και σε κάθε περίπτωση, ότι αυτό αναγνώσθηκε αυτούσιο και όχι σε ελληνική μετάφραση, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο αναιρεσείων στερήθηκε του δικαιώματος του να προβεί σε δηλώσεις ή εξηγήσεις επί τούτων, διότι δεν κατανοούσε τον όρο “…” και το περιεχόμενο του εγγράφου. Εξ άλλου, με την επ’ ακροατηρίω πραγματική ανάγνωση του κειμένου του δευτέρου εγγράφου και την επίδειξη και επισκόπηση του πρώτου από τους παράγοντες της δίκης, συνάγεται μετά βεβαιότητος, το μεν ότι αυτά τα έγγραφα και όχι άλλα ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, το δε ότι έγιναν γνωστά κατά το περιεχόμενο τους, τόσον στον παριστάμενο κατηγορούμενο, όσον και την συνήγορο του, οι οποίοι, ένεκα τούτου, είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν, κατά το άρθρο 358 Κ.Π.Δ., σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός μάλιστα που δεν εξαρτήθηκε από τον ως άνω τρόπο προσδιορισμού των εγγράφων αυτών στα πρακτικά. Άλλωστε, γίνεται ρητή μνεία στα πρακτικά ότι, πριν την ανάγνωση κάθε εγγράφου, η Πρόεδρος ανακοίνωνε ποιο έγγραφο επρόκειτο να αναγνωσθεί και ρωτούσε την Εισαγγελέα, τους Δικαστές και τις συνηγόρους της πολιτικώς ενάγουσας και του κατηγορουμένου εάν είχαν αντίρρηση για την ανάγνωση, εκείνοι δε απαντούσαν αρνητικά. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, επί πλέον, ότι στο αιτιολογικό της σημειώνεται “…από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης….αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος…”, ενώ στα ίδια πρακτικά σημειώνεται ότι αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο, μεταξύ άλλων εγγράφων η υπ’ αριθμό 6000/29.6.2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης” ήτοι της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν και τα “πρακτικά” της απόφασης αυτής. Όμως, τα συντασσόμενα κατά τα άρθρα 140 επ. Κ.Π.Δ. πρακτικά της δίκης και η απόφαση συνιστούν ενιαίο σύνολο και όχι χωριστό έγγραφο. Όταν δε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης σημειώνεται ότι αναγνώσθηκε η υπ’ αριθμό 6000/29.6.2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σαφώς συνάγεται ότι αναγνώσθηκε η πρωτόδικη αυτή απόφαση μαζί με τα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά, και από προφανή παραδρομή παραλείπεται η φράση “και τα πρακτικά αυτής”. Επομένως, δημόσια αναγνώσθηκε η 6000/29.6.2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και τα πρακτικά αυτής.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, δεν παραβιάσθηκε η εκ μέρους του κατηγορουμένου άσκηση του από το άρθρο 358 Κ.Π.Δ., δικαιώματος του και οι σχετικοί περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος και έκτος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Π.Δ., με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την έννοια της στέρησης απ’ τον αναιρεσείοντα του κατ’ άρθρο 358 Κ.Π.Δ. υπερασπιστικού δικαιώματος αυτού και της παραβίασης των αρχών της δημοσιότητας της διαδικασίας, επειδή, κατά τον αναιρεσείοντα, το δικάσαν Εφετείο α) έλαβε υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα, η ταυτότητα των οποίων, δεν προσδιορίζεται στα πρακτικά με επάρκεια, β) δεν διαλαμβάνεται μετάφραση της λέξης “…”, αναφορικά με το δεύτερο (έγγραφο) και γ) δεν ανεγνώσθησαν τα πρακτικά της πρωτόδικης υπ’ αριθμό 60Θ0/29.6.2Θ17 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, είναι αβάσιμοι, κατά τα προαναφερόμενα μέρη.
Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β’, 9Α, 19 παρ. 1 και 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων και, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Επιπλέον, κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 2 και 4 του νόμου 2472/1997 “Προστασία από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων”, που ίσχυε κατά την τέλεση (Ιούνιος 2012 έως 9.5.2014) των αξιόποινων πράξεων της διατήρησης αρχείων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μετάδοσης – ανακοίνωσης διαδικτυακά των αρχείων αυτών, “Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του νόμου αυτού διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών” και “Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα…., επεξεργάζεται μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη διακαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων…, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες πράξεις.”, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 και 2 του νόμου 4624/2019 “Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (EE)”, “Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών, β) τα αντιγράφει
συλλέγει, …αποθηκεύει… τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη”, και “όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει,…ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.”. Οι διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου που ισχύει από 29 Αυγούστου 2019, με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω νόμος 2472/1997 (άρθρο 84 ν. 4624/2019) με την επιφύλαξη των σ’ αυτό αναφερομένων διατάξεων, περιέχουν ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση, αφού με το άρθρο 38 παρ. 1, για την αξιόποινη πράξη αποθήκευσης προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους και με το άρθρο 38 παρ. 2 του ιδίου νόμου, ως προς την αντικειμενική υπόσταση της μετάδοσης, ανακοίνωσης κλπ δεδομένων, προσθέτει το επί πλέον στοιχείο της απόκτησης αυτών σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α’ του αυτού άρθρου, δηλαδή την απόκτηση με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο και το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής κυμαίνεται από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 44 στοιχ. α’, β’, στ’, θ’, ιβ’ και ιδ’ του ιδίου νόμου 4624/2019, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως: α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”) το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμματικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική, ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου”, β) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται, με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή, στ) “σύστημα αρχειοθέτησης”: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση. θ) “αποδέκτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, προς τα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι… ιβ) “βιομετρικά δεδομένα”: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου, και τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω φυσικού προσώπου, όπως εικόνες προσώπου ή δακτυλοσκοπικά δεδομένα και ιδ) “ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”: δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, γενετικά δεδομένα, βιομετρικά δεδομένα για την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου, δεδομένα που αφορούν την υγεία, δεδομένα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό φυσικού προσώπου. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται & αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής απόφασης, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ιδίου Κώδικα και δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωμάτευσης ή γνωμοδότησης) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει απόφασης πολιτικού ή άλλου δικαστηρίου, το πόρισμά της εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ. αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 4411/2016: 1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: … β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δυο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ” αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 274/2019 απόφασης του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’ εξακολούθηση και μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α’του Π.Κ. και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών με τριετή αναστολή, τα ακόλουθα, κατά το ουσιαστικό μέρος: “ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έως την Φ Μαΐου 2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, επενέβη χωρίς δικαίωμα και συγκατάθεση του υποκειμένου με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι σε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και δη σε δεδομένα που αφορούν και σχετίζονται με την ερωτική ζωή του υποκειμένου των δεδομένων, δηλαδή του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή, έλαβε γνώση και διατήρησε αυτά ως αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς σχετική άδεια. Πιο συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, Σ. Α. χωρίς δικαίωμα και δίχως τη συγκατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, Σ. Λ. του Α., με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, αφού προέβη αρχικά κατά τις αρχές του έτους 2012 στην καταγραφή και μαγνητοσκόπηση τουλάχιστον δύο (2) φορές, με τη χρήση ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο και απεικονιζόταν η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα κατά τη διάρκεια ερωτικών συνευρέσεών της με τον κατηγορούμενο και το οποίο καταγραφέν, με τη μαγνητοσκόπηση δια της χρήσης ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, από τον ίδιο οτπικοακουστικό υλικό, αποτελεί κατά την έννοια του Νόμου (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχεία β’ και ε’ Νόμου 2472/1997) αρχείο αποθήκευσης που περιείχε ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία όχι μόνο δεν συναίνεσε στη διατήρηση του εν λόγω αρχείου, αλλά ρητά απαίτησε από τον κατηγορούμενο να προβεί στη διαγραφή αυτού από τη συσκευή του, ενώ περαιτέρω η εν γένει επεξεργασία αυτών δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του Ν. 2472/1997, στις οποίες δεν απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Η επιμονή, άλλωστε, του κατηγορουμένου στην καταγραφή των ερωτικών συνευρέσεων της πολιτικώς ενάγουσας μαζί του, τις οποίες παρακολουθούσε ακολούθως με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, είχε σαν αποτέλεσμα και τη λήξη της σύντομης σχέσης με πρωτοβουλία της τελευταίας. Ειδικότερα, στο παραπάνω οπτικοακουστικό υλικό ήταν ορατό και ευδιάκριτο το σώμα και μέρος του προσώπου της πολιτικώς ενάγουσας (περιοχή από τα μάτια και κάτω), ενώ η φωνή και ο λόγος αυτής ακούγονταν καθαρά. Παρά την έκδηλη επιθυμία της πολιτικώς ενάγουσας για διαγραφή του ως άνω οπτικοακουστικού υλικού, ο κατηγορούμενος κατά το επίδικο διάστημα διατήρησε στην κατοχή του το αρχείο αποθήκευσης που περιείχε τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα, και μετά τον χωρισμό τους τα επεξεργάσθηκε και τα ανακοίνωσε καθιστώντας αυτά προσιτά σε απροσδιόριστο αριθμό μη δικαιούμενων προσώπων με την ανάρτηση διαδικτυακά των σχετικών δύο (2) αρχείων κατά την 13η-2-2014 και την 9η-5-2014 αντίστοιχα στην ιστοσελίδα “….”, στην οποία διέθετε πρόσβαση και συνακόλουθα δυνατότητα παρακολούθησης απροσδιόριστος αριθμός χρηστών του διαδικτύου, ενώ περαιτέρω η εν γένει επεξεργασία αυτών δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, για τις οποίες δεν απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Δηλαδή τα δεδομένα, που έλαβε γνώση ο κατηγορούμενος, είναι προσωπικά δεδομένα της πολιτικώς ενάγουσας που προηγουμένως μαγνητοσκόπησε. Δηλαδή το αρχείο στο οποίο ο κατηγορούμενος επενέβη και έλαβε γνώση, είναι το αρχείο αποθήκευσης της ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής που ο ίδιος χρησιμοποίησε για τη μαγνητοσκόπηση, δηλαδή αρχείο που ο ίδιος δημιούργησε με την μαγνητοσκόπηση και στη συνέχεια, αφού έλαβε γνώση αυτών των δεδομένων τα επεξεργάστηκε και τα ανακοίνωσε σε τρίτους. Επομένως υπάρχει επέμβαση σε αρχείο και γνώση και στη συνέχεια επεξεργασία και ανακοίνωση των δεδομένων αυτού σε τρίτους. Η ως άνω παράνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου έγινε αντιληπτή από τον μετέπειτα και τωρινό σύζυγο της πολιτικώς ενάγουσας, Β. Ζ., ο οποίος ως επισκέπτης στην προαναφερθείσα διαδικτυακή ιστοσελίδα αναγνώρισε σε δύο από τα ελληνικά βίντεο ερωτικού περιεχομένου που επέλεξε την πολιτικώς ενάγουσα, αφού διέκρινε το σώμα, την ελιά του προσώπου της, τη φωνή και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε η πολιτικώς ενάγουσα κατά τις ερωτικές της συνευρέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η τελευταία άμεσα παραδέχθηκε στον εν λόγω αρραβωνιαστικό της ότι η ίδια απεικονιζόταν στα επίδικα δύο βίντεο που είχε μαγνητοσκοπήσει με το κινητό του τηλέφωνο ο κατηγορούμενος, ύστερα από συνεχή πίεση από τον τελευταίο για τη λήψη αυτών, τη διατήρηση και επεξεργασία των οποίων η ίδια αγνοούσε, καθόσον ήδη σε πολύ προγενέστερο χρόνο και δη από τη λήψη του εν λόγω οπτικοακουστικού υλικού ερωτικού περιεχομένου η πολιτικώς ενάγουσα είχε απαιτήσει τη διαγραφή αυτού από τη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του κατηγορουμένου, ενός δε εκ των δύο βίντεο η πολιτικώς ενάγουσα κατέθεσε ότι το είχε διαγράψει η ίδια. Η άρνηση δε του τελευταίου ότι προέβη σε καταγραφή των ερωτικών συνευρέσεων της πολιτικώς ενάγουσας μ’ αυτόν, πολλώ δε μάλλον σε διατήρηση και επεξεργασία των παραπάνω προσωπικών δεδομένων, καταρρίπτεται από τη σαφή και λεπτομερή περιγραφή της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου από τη πολιτικώς ενάγουσα κατά τη διάρκεια των δύο επιδίκων ερωτικών τους συνευρέσεων, λεπτομέρειες εξ άλλου που οδήγησαν την τελευταία να κατονομάσει με σχετική έγκληση τον κατηγορούμενο και όχι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται, ενώ η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από ης προσκομιζόμενες από τον κατηγορούμενο γνωμοδοτήσεις των προαναφερθέντων ιατρών που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν την παρούσα δίκη, ούτε από την κατάθεση του πρώτου από αυτούς Δ. Γ. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, καθόσον αυτός δεν απέκλεισε τη δυνατότητα επεξεργασίας ενός βίντεο από ειδικό τεχνικό σε ειδικό στούντιο ώστε αυτή να μη μπορεί να γίνεται αντιληπτή από τον απλό παρατηρητή. Επίσης το δικαστήριο κρίνει ότι η αναβολή δεν παρίσταται αναγκαία, καθόσον τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη διαμόρφωση ασφαλούς και αναμφίβολης δικανικής κρίσης και ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης δεν θα παρείχε κάτι διαφορετικό και ουσιώδες, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν παραβάσεις της διατήρησης χωρίς άδεια και επεξεργασίας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του Ν. 2472/1997, τελεσθείσες κατ’ εξακολούθηση, πλην όμως πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρ. 84 παρ. 2 α’ του Π.Κ., αφού αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος μέχρι την τέλεση των ως άνω πράξεων έζησε έντιμη ατομική και κοινωνική ζωή, εργαζόμενος στα Σώματα Ασφαλείας και δη αρχικά στην Αστυνομία και μεταγενέστερα στο Πυροσβεστικό Σώμα, επιδεικνύοντας θετική κοινωνική συμπεριφορά (εθελοντής αιμοδότης), όπως άλλωστε του αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως (άρθρο 470 ΚΠοινΑ).”.
Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε αυτόν ένοχο του ότι: “στη Θεσσαλονίκη, Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έως την 9η-5-2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, επενέβη χωρίς δικαίωμα και άνευ της συγκατάθεσης του υποκειμένου με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι σε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και δη σε δεδομένα που αφορούν και σχετίζονται με την ερωτική ζωή του υποκειμένου των δεδομένων, δηλαδή του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, έλαβε γνώση και διατήρησε αυτά ως αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, άνευ σχετικής άδειας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος χωρίς δικαίωμα και άνευ της συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων – εγκαλούσας (Σ. Λ. του Α.), αφού προέβη αρχικά κατά τις αρχές του έτους 2012 στην καταγραφή και μαγνητοσκόπηση, δια της χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, οπτικοακουστικού υλικού στο οποίο και απεικονιζόταν η ανωτέρω εγκαλούσα κατά τη διάρκεια ερωτικών συνευρέσεών της με τον κατηγορούμενο, παραβιάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις σχετικές διατάξεις του Νόμου 2472/1997 “Περί Προστασίας του Ατόμου από την Επεξεργασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα”, καθόσον εν προκειμένω το ανωτέρω καταγραφέα οπτικοακουστικό υλικό αποτελεί κατά την έννοια του Νόμου (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. β’ και ε’ Νόμου 2472/1997) ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων – πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ουδέποτε παρείχε την σχετική της ρητή συγκατάθεση ή συναίνεση προς διατήρηση του εν λόγω αρχείου, ενώ περαιτέρω η εν γένει επεξεργασία αυτών δεν εμπίπτει σε οιαδήποτε των τιθέμενων υπό του ως άνω Νόμου εξαιρέσεων, ούτως ώστε να μην απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εν συνεχεία κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έως την 9η-5-2014, διατήρησε στην κατοχή του τα ως άνω αρχεία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα άνευ οιασδήποτε γνώσης και συναίνεσης του υποκειμένου των δεδομένων και δη της πολιτικώς ενάγουσας. Β) Κατά την 9η-5-2014 και την 13η-2-2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος επενέβη χωρίς δικαίωμα και άνευ της συγκατάθεσης του υποκειμένου με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι σε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και δη σε δεδομένα που αφορούν και σχετίζονται με την ερωτική ζωή του υποκειμένου των δεδομένων, δηλαδή του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, έλαβε γνώση και αφού αρχικά διατήρησε αυτά εν συνεχεία τα επεξεργάσθηκε και τα ανακοίνωσε καθιστώντας αυτά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, επιτρέποντας στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, εκμεταλλευόμενος αυτά με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος χωρίς δικαίωμα και άνευ της συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων – πολιτικώς ενάγουσας (Σ. Λ. του Α.), αφού προέβη αρχικά στην καταγραφή – μαγνητοσκόπηση, δια της χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας οπτικοακουστικού υλικού στο οποίο και απεικονιζόταν η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα κατά τη διάρκεια ερωτικών ανευρέσεών της με τον κατηγορούμενο, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις σχετικές διατάξεις του Νόμου 2472/1997 “Περί Προστασίας το Ατόμου από την Επεξεργασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα”, καθόσον εν προκειμένω το ανωτέρω καταγραφέν οπτικοακουστικό υλικό αποτελεί κατά την έννοια του Νόμου (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. β’ Νόμου 2472/1997) ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων και δη της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ουδέποτε παρείχε τη σχετική της ρητή συγκατάθεση ή συναίνεση προς δημιουργία και διατήρηση του εν λόγω αρχείου και εν συνεχεία μετέδωσε, ανακοίνωσε και τα κατέστησε αυτά προσιτά σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων – μη δικαιούμενων όπως λάβουν γνώση αναρτώντας διαδικτυακά τα σχετικά δύο αρχεία κατά την 13η-2-2014 και 9η-5-2014 αντίστοιχα στην ιστοσελίδα “…”, όπου και διέθετε πρόσβαση και συνακόλουθα δυνατότητα παρακολούθησης απροσδιόριστος αριθμός χρηστών του διαδικτύου, ενώ περαιτέρω η εν γένει επεξεργασία αυτών δεν εμπίπτει σε οιαδήποτε των τιθέμενων υπό του ως άνω Νόμου εξαιρέσεων, ούτως ώστε να μην απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.”.
Από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, αναφορικά με το υπό αλφαβητικό στοιχείο “Α” πλημμέλημα της διατήρησης (αποθήκευσης) των αρχείων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 38 παρ 1 β’ του ισχύοντος από τον 29.8.2019 Ν. 4624/2019, το οποίο εφαρμόζεται, εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος ΑΚ και 511 του Κ.Π.Δ., διότι οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, και είχε τελεστεί από τον αναιρεσείοντα από Ιούνιο 2012 έως 9.5.2014, ήτοι πριν την 31.3.2016, πρέπει να εφαρμοσθεί, αυτεπαγγέλτως το άρθρο όγδοο του Ν. 4411/2016, καθόσον δεν υπάγεται σε κάποια από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Καθόσον αφορά στη δεύτερη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Β” αξιόποινη πράξη της μετάδοσης – ανακοίνωσης με την ανάρτηση διαδικτυακά των επισημαινομένων αρχείων, με τις ως άνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων και δη: της με τη χρήση ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητού τηλεφώνου δημιουργίας οπτικοακουστικού υλικού ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας (βιντεοσκόπηση ερωτικών συνευρέσεών του με αυτή), στο οποίο επενέβη και το οποίο επεξεργάσθηκε και στη συνέχεια μετάδωσε και ανακοίνωσε, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων αυτών, τα παραπάνω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περαιτέρω σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, αναρτώντας διαδικτυακά τα σχετικά δύο αρχεία στην ιστοσελίδα …, όπου διέθετε πρόσβαση και συνακόλουθα δυνατότητα παρακολούθησης απροσδιόριστος αριθμός χρηστών του διαδικτύου, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 εδ. α’, β’, ε’, 4, 5 παρ. 1-2, 7 παρ. 1, 2, 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 και του άρθρου 7 παρ. 3 Ν 4239/2014 (και ήδη των άρθρων 44 παρ. 1 α, β’, στ’, θ’, ιβ’, ιδ’, και 38 παρ. 2 Ν. 4624/2019), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 2 και 22 Ν. 2472/1997 (ήδη 44 και 38 Ν. 4624/2019) αναφορικά: α) με τα αναφερόμενα στοιχεία ως προσδιοριστικά της ταυτότητας της εγκαλούσας, β) με την έννοια της επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και γ) με την έννοια του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι αβάσιμες. Η πρώτη διότι, κατά τις παραδοχές, ήταν ορατό και ευδιάκριτο το σώμα και μέρος του προσώπου της εγκαλούσας (περιοχή από τα μάτια και κάτω), καθώς και η φωνή, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται (εικόνα προσώπου, συμπεριφορικά χαρακτηριστικά), με τα οποία επιβεβαιώθηκε η ταυτοποίηση της εγκαλούσας. Η δεύτερη διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις της καταγραφής – μαγνητοσκόπησης, με τη χρήση ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας οπτικοακουστικού υλικού στο οποίο και απεικονιζόταν η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα κατά τη διάρκεια ερωτικών ανευρέσεών της με τον κατηγορούμενο, της επέμβασης και επεξεργασίας, της διατήρησης (αποθήκευσης) και ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, στην έννοια της οποίας (επέμβασης) γίνεται ειδική αναφορά τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, και η τρίτη διότι, κατά τις παραδοχές, ο αναιρεσείων δημιούργησε στο κινητό τηλέφωνο του με μαγνητοσκόπηση της ερωτικής συνεύρεσής του με την εγκαλούσα ένα αρχείο, το οποίο μετά τη λήψη δεν διέγραψε, αλλά παράνομα αποθήκευσε και διατήρησε στο τηλέφωνο του, χωρίς την συγκατάθεση της εγκαλούσας, έχοντας σκοπό τη διάδοση των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων σε τρίτους, την οποία (διάδοση) πραγματοποίησε αργότερα, αναρτώντας διαδικτυακά το παραπάνω ψηφιακό υλικό από το αρχείο που δημιούργησε με κριτήριο την εγκαλούσα, δυνάμενο να είναι αντικείμενο επεξεργασίας, υπό μορφή ανάρτησης, με αυτόματο τρόπο, στην ιστοσελίδα “…”, στην οποία είχαν πρόσβαση απροσδιόριστος αριθμός τρίτων προσώπων, τα οποία έλαβαν γνώση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας, που είναι σαφώς προστατευόμενο από το νόμο υποκείμενο των δεδομένων αυτών. Η με την μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης αυτού και της εγκαλούσας δεν χρειαζόταν καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσω του κινητού τηλεφώνου, στο οποίο είχε αποθηκευθεί, γι’ αυτό και συνιστά τούτο αρχείο με την έννοια του παραπάνω νόμου. Αβάσιμη κρίνεται και η αιτίαση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δημιουργείται ασάφεια αναφορικά με το μέσο καταγραφής και μαγνητοσκόπησης του προαναφερθέντος οπτικοακουστικού υλικού. Είναι γεγονός ότι στη μείζονα σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται αναφορά ότι “αρχείο προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι σύγχρονες βιντεοκάμερες, οι οποίες διαθέτουν λογισμικά προγράμματα…”, ωστόσο, στη συνέχεια, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό γίνεται ρητή αναφορά ότι η καταγραφή και μαγνητοσκόπηση του προαναφερθέντος οπτικοακουστικού υλικού έγινε με τη χρήση ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας. Από τις παραδοχές αυτές δεν δημιουργείται ασάφεια αναφορικά με τον τρόπο δημιουργίας του “αρχείου”.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω το Δικαστήριο της ουσίας για την καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων η από 8.9.2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση της ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή – διδάκτωρος ιατρικής σχολής Α.Π.Θ. Α. Α. και η από 10.9.2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Δ. Γ. και η απολογία κατηγορουμένου στο ακροατήριο), από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τί προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξήρε απόσπασμα από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και του δεύτερου μάρτυρα Β. Ζ., δεν σημαίνει ότι δεν συνεκτίμησε και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων η από 8.9.2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση της ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή – διδάκτωρος ιατρικής σχολής Α.Π.Θ. Α. Α. και η από 10.9.2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Δ. Γ., οι οποίες δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και τις οποίες με ειδική αιτιολογία αξιολογεί, εκθέτοντας και τον λόγο της κατ’ αυτόν τον τρόπο αξιολόγησης αυτών, όπως και την κατάθεση του δεύτερου εξ αυτών ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Δ. Γ..
Επομένως, οι σχετικοί τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της αίτησης αναίρεσης και τρίτος λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., κατά τις αιτιάσεις με τις οποίες ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών, με τις οποίες ο αναιρεσείων παραπονείται για την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστώσες αμφισβήτηση των σε βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, ως αναφερόμενες σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού με αυτές ο αναιρεσείων, υπό την επίφαση και το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα πλήττει απαραδέκτως την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας.
Περαιτέρω, 1) αναφορικά με την πρώτη υπό αλφαβητικό στοιχείο “Α” αξιόποινη πράξη, της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως προαναφέρθηκε, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου όγδοου του Ν. 4411/2016 και β) αναφορικά με την δεύτερη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Β” αξιόποινη πράξη, μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 4624/2019 προβλέπεται, όπως προαναφέρθηκε, ποινή φυλάκισης. Ήδη με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 του ισχύοντος από την 1- 7-2019 Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι “όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα”.
Συνεπώς, στην προβλεπόμενη από το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 4624/2019 ποινή φυλάκισης προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή. Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ’ του Κ.Π.Δ., το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρέπει αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τις ως άνω ηπιότερες για τον αναιρεσείοντα διατάξεις.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ενόψει του ότι εμφανίστηκε ο αναιρεσείων και είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης περιέχουσα τους προαναφερθέντες λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Γ’, Δ’ και Ε’ Κ.Π.Δ., συντρέχει δε νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο των ως άνω επιεικέστερων για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο διατάξεων (άρθρο 511 του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ.), πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 274/2019 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης α) ως προς την διάταξη περί ποινής, αναφορικά με την δεύτερη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Β”, αξιόποινη πράξη, μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και καθορισμού συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση για νέα κατά τούτο συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από τους ίδιους δικαστές (άρθρο 522 Κ.Π.Δ του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ., που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση κατά το άρθρο 590 του ιδίου κώδικα, σύμφωνα με το οποίο “υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας σε οποιοδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα”) και β) να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς την πρώτη υπό αλφαβητικό στοιχείο “Α” αξιόποινη πράξη της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και να διαβιβαστεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η ως άνω με αριθμό 274/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, προκειμένου να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο ως προς την παραπάνω πράξη και γ) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την απόφαση με αριθμό 274/2019 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, ως προς την περί ποινής διάταξη, αναφορικά με την δεύτερη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Β”, αξιόποινη πράξη, μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και καθορισμού συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος περί ποινής αναφορικά με την δεύτερη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Β”, αξιόποινη πράξη, ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων για νέα κατά τούτο συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από τους ίδιους δικαστές.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς την πρώτη, υπό αλφαβητικό στοιχείο “Α”, αξιόποινη πράξη της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και διατάσσει να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η με αριθμό 274/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, προκειμένου αυτός να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο ως προς την παραπάνω πράξη. Και,
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 2.5.2019 δήλωση – αίτηση του Σ. Α. του Μ., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθμό 274/2019 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ