Εκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου.
Προϋποθέσεις. Αδιατάρακτη νομή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003.
Η κοινοποίηση από το Ελληνικό Δημόσιο της απόφασηςτης Επιτροπής
Δημοσίων Κτημάτων περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, συνιστά
διατάραξη της νομής. Ο ασκών επί τριάντα χρόνια νομή καλόπιστα δεν
αποκτά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία αν του κοινοποιήθηκε τέτοια
απόφαση λίγο πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003.

 

Αριθμός 11/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ A` ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α` Σύνθεσης: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Αρτεμισία Παναγιώτου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη και Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 23 Aπριλίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – αναιρεσείουσας: Μ. Κ., συζ. Α., το γένος Γ. Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Του καθού η κλήση – αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Αγγελική Καστανά, Νομική Σύμβουλος του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/5/2005 αγωγή της ήδη καλούσας – αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6972/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1307/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 8-6-2012 αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η 159/2014 απόφαση του Γ` Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το μοναδικό λόγο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος αυτού της από 8/6/2012 αίτησης της Μ. Κ. περί αναιρέσεως της 1307/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την από 24/3/2014 κλήση της καλούσας – αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ο παραπεμφθείς αναιρετικός λόγος να κριθεί αβάσιμος και απορριπτέος. Kατά την 9η Ιουνίου 2015, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν παρόντες άπαντες οι Αντιπρόεδροι και Αρεοπαγίτες οι συμμετάσχοντες στη συζήτηση της υπόθεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 24-3-2014 κλήση της αναιρεσείουσας παραδεκτά εισάγεται στην Α` Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου ο από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. μοναδικός λόγος της από 8-6- 2012 και με αριθμό καταθέσεως 129/2012 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 1307/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραπέμφθηκε σ` αυτή με την 159/2014 απόφαση του Γ` Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ., επειδή η σχετική απόφαση ελήφθη με διαφορά μίας ψήφου και με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1β του Ν. 3127/2003 καθώς και εκείνες των άρθρων 984 και 989 του Α.Κ..

Με το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” ορίζονται τα εξής: “Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ” (παρ.1). “Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή” (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”. που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22.4/16- 5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 του Εισ.Ν.ΑΚ. και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της εκτάκτου χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-09- 1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ` εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, κατ` εξαίρεση είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ., εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-02- 1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή επί τριάντα έτη, εκτός αν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσεως της νομής στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 Α.Κ.. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ α` και β` του ίδιου νόμου και όχι εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του.

Τούτο προκύπτει τόσον από την γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων που χρησιμοποιούν τη φράση “νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα ετών” και όχι νεμήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους, ο οποίος συνίσταται στην κατ` εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις νομιμοποίηση των αυθαιρέτως κατεχομένων δημοσίων κτημάτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης ενόψει της σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, αλλά και στην προστασία των δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν συντελείται με την ολική κατάργηση του κανόνα του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης για τον μετά την 11-9-1915 χρόνο, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που γινόταν δεκτή η τελευταία εκδοχή. Αλλωστε στον ίδιο νόμο δεν περιέχεται όσον αφορά το άρθρο 4 η γενική καταργητική ρήτρα, που κατά κανόνα τίθεται στους νόμους, ότι κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν καταργείται. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 984 Α.Κ. η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Διατάραξη της νομής, η έννοια της οποίας δεν είναι νομοθετικά καθορισμένη, υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ` αυτό, συνιστά δε διατάραξη της νομής κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Δεν συνιστά διατάραξη η απλή προφορική αμφισβήτηση του δικαιώματος του νομέα, η οποία αντιμετωπίζεται με την αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ.). Η διατάραξη της νομής κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 984 του Α.Κ. αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη κατά το άρθρο 989 Α.Κ.. Η έννοια όμως του “νέμεται αδιαταράκτως” στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι και η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος, αφού με την κοινοποίηση αυτής γνωστοποιεί το Δημόσιο στον νεμόμενο το δημόσιο κτήμα ότι αυτό είναι κατά τον νόμο ο αληθής νομέας του και του καθορίζει την αποζημίωση που οφείλει να του καταβάλει για την αυθαίρετη και χωρίς τη συναίνεσή του χρήση του δημοσίου κτήματος.

Συνεπώς, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αν το Δημόσιο κοινοποιήσει στον νεμόμενο καλή τη πίστη δημόσιο κτήμα απόφαση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος, από της κοινοποιήσεως αυτής ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα παύει να το νέμεται αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού παρενοχλείται και διαταράσσεται από το τευλευταίο που είναι ex lege αληθής νομέας του δημοσίου κτήματος. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι η κοινοποίηση απόφασης περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος, αποτελεί συγχρόνως και πράξη ασκήσεως της κατά τον νόμο νομής του δημοσίου επί δημοσίου κτήματος και ως εκ τούτου και θετική διατάραξη της νομής του τρίτου που νέμεται το δημόσιο κτήμα, για την οποία όμως δεν έχει την προστασία της νομής από το άρθρο 989 Α.Κ., αλλά την προστασία που του παρέχεται με την προβλεπόμενη από το νόμο ανακοπή κατά του καθορισμού αποζημιώσεως αυθαίρετης χρήσης. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση ή μη του κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που (ανελέγκτως) δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1307/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το τελευταίο δέχθηκε τα εξής: “Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο, εμβαδού 240 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή “…” του Δήμου …, δηλαδή εντός σχεδίου πόλεως … Το εν λόγω οικόπεδο περιήλθε στην ενάγουσα, ως προίκα, κατ` αρχήν κατά ψιλή κυριότητα και ακολούθως, μετά την κατάργηση αυτής (προίκας) το 1983 με τον Ν. 1329/1983 … κατά πλήρη κυριότητα, με το υπ` αριθμ. …/1963 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … που μεταγράφηκε …, με το οποίο ο πατέρας της Γ. Μ. συνέστησε την προίκα υπέρ αυτής … Το εν λόγω οικόπεδο, ήταν επί Τουρκοκρατίας καλλιεργήσιμος αγρός και αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, το οποίο περιήλθε στον προικοδότη πατέρα της με κληρονομική διαδοχή δυνάμει της υπ` αριθμ. …./1944 δημόσιας διαθήκης της αποβιωσάσης την 10-11-1944 Α. χήρας Γ. Ρ., θυγ. Γ. Φ., την οποία συνέταξε ο συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης …… και δημοσιεύθηκε με το υπ` αριθμ. 56/1945 πρακτικό Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στη διαθέτιδα αυτή περιήλθε προηγουμένως με την υπ` αριθμ. …/1925 δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος την 8-4-1944 συζύγου της Γ. Ρ., την οποία συνέταξε ο άλλοτε συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης … και δημοσιεύθηκε με το υπ` αριθμ. 122/1944 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στον Γ. Ρ. περιήλθε αυτό εν μέρει από αγορά και εν μέρει από διανομή μεγαλύτερου ακινήτου και ειδικότερα: Ο Γ. Ρ., Δ. Σ. και Ι. Γ. αγόρασαν, με το υπ` αριθμ. …/1927 συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ….., από τους …, κατ` ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου έναν πρώην αγρό και ήδη οικόπεδο εκτάσεως ενός στρέμματος και 200 πήχεων ή μέτρων τετραγωνικών 1.712,50 ή όσης έκτασης και αν ήταν εντός των ορίων του, που βρισκόταν στη θέση … και συνόρευε … Οι πιο πάνω αγοραστές του εν λόγω μείζονος ακινήτου διένειμαν αυτό μεταξύ τους με το υπ` αριθμ. …/1929 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου και έλαβαν: α) ο Γ. Ρ. ένα τμήμα έκτασης 570,83 τ μ. συνορεύον …, β) ο Δ. Σ. ένα τμήμα οικοπέδου έκτασης 570,83 τ.μ. συνορεύον … Ακολούθως με το υπ` αριθμ. …/1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου …, ο Δ. Σ. μεταβίβασε στον Γ. Ρ. το διαιρετό τμήμα του οικοπέδου που είχε λάβει με τη διανομή, ο οποίος έτσι απέκτησε το παραπάνω ενιαίο οικόπεδο συνολικής έκτασης 1.141,66 τ.μ. και με νεώτερη καταμέτρηση 888,76 τ.μ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, το ως άνω ακίνητο των 888,76 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί, όπως προεκτέθηκε και το επίδικο, καταλήφθηκε στις 15-05-1931, με το υπ` αριθμ. 2626/15-05-1931 Πρωτόκολλο Καταλήψεως από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας ως ανταλλάξιμο και συγκεκριμένα ως ανήκον, με βάση τον υπ` αριθμό 381 μηνός Αυγούστου 1327 (καθ` ημάς έτος 1912) τίτλο ιδιοκτησίας του Τούρκικου Κτηματολογίου, στον ανταλλαγέντα μουσουλμάνο και παραδόθηκε από το Γραφείο Ανταλλαγής στην .. για λογαριασμό του Δημοσίου στις 05-08-1931 … Σε βάρος του ως άνω δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, όσο ζούσε, καθορίσθηκε με την υπ` αριθμ. 12558/16-06-1966 απόφασης της ΕΔΑΠ αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης για ολόκληρο το ακίνητο των 888,76 τ.μ., για το χρονικό διάστημα από 11-11-1944 μέχρι 04-10-1947. Εν συνεχεία κατέστη ο ίδιος αναγκαστικός μισθωτής και καθορίσθηκαν σε βάρος του αποζημιώσεις μέχρι την 31-12-1969 … ο οποίος ας σημειωθεί το έτος 1973 υπέβαλε στην ΔΑΠ αίτηση εξαγοράς του αριθμ. ..ανταλλαξίμου ακινήτου, δηλαδή ολόκληρου του ακινήτου των 888,76 τ.μ., το οποίο τελικά δεν εξαγόρασε. Ακολούθως καθορίστηκαν αποζημιώσεις χρήσεως και σε βάρος των κληρονόμων του καθώς και σε βάρος της ενάγουσας. Ειδικότερα σε βάρος της τελευταίας καθορίσθηκε για πρώτη φορά αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης με την υπ` αριθμ. 4347/126/16-07-2002 απόφαση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων Θεσσαλονίκης, που κοινοποιήθηκε σ` αυτήν στις 27-09-2002, για την εικοσαετή περίοδο από 01-01-1981 έως 31-12- 2001 και κατ` αυτής η ενάγουσα άσκησε ανακοπή, που εκκρεμεί, εν αναμονή εκδόσεως της παρούσας απόφασης. Όμως και τα παραπάνω γεγονότα, συνέβησαν μετά τη σύσταση της προίκας και την παράδοση σ` αυτήν του επιδίκου ακινήτου των 240 τ.μ.. Αποδεικνύεται συνεπώς ότι, από το έτος 1938 έως και το έτος 1966, δηλαδή επί 28 χρόνια, το εναγόμενο δεν προέβη σε καμία ενέργεια εναντίον του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας ως αυθαιρέτου κατόχου του πιο πάνω ανταλλαξίμου ακινήτου, ώστε να μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι, και η ενάγουσα, λόγω της στενής, πρώτου βαθμού, συγγενικής σχέσης της με αυτόν, γνώριζε, κατά το χρόνο σύστασης της προίκας το έτος 1963 και της παράδοσης του ακινήτου από εκείνον σ` αυτήν, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανταλλάξιμο και ανήκε στο εναγόμενο, ενώ, όπως ήδη πιο πάνω αναφέρεται, δεν αποδεικνύεται γνώση εκ μέρους αυτών των ενεργειών του εναγομένου σε βάρος του απωτέρου δικαιοπαρόχου τους Γ. Ρ..

Συνεπώς η ενάγουσα απέκτησε τη νομή του επιδίκου με καλή πίστη … Αποδείχθηκε εξάλλου ότι, από το έτος 1963 και μέχρι την 27-09-2002 η ενάγουσα νεμόταν το επίδικο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, καθώς, μόλις ο δικαιοπάροχος πατέρας της παρέδωσε σ` αυτήν τη νομή του επιδίκου, η ίδια περιέφραξε αυτό με συρματόπλεγμα, όπως ο μαρτυράς της κατέθεσε. Ακολούθως από το έτος 1964, οπότε και τελέσθηκε ο γάμος της με τον Α. Κ. και μέχρι το έτος 1986, επισκεπτόταν και επόπτευε αυτό, … Περαιτέρω όμως, παρότι η ενάγουσα κατά το χρόνο κτήσης της νομής τελούσε σε καλή πίστη και άσκησε την νομή επί του ακινήτου επί 39 συνεχή χρόνια μέχρι την 27-09-2002, δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον την 27-09-2002, κοινοποιήθηκε σ` αυτήν η υπ` αριθμ. 4347/126/16-07-2002 απόφαση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων Θεσσαλονίκης, περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, οπότε και διαταράχθηκε με τον τρόπο αυτό η νομή της, που έτσι δεν συνεχίσθηκε αδιατάρακτα μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, όπως θα έπρεπε να συμβεί για να αποκτήσει έναντι του εναγομένου την κυριότητα του ακινήτου σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε κατ` ουσίαν αβάσιμη την αγωγή κατά την δεύτερη επικουρική βάση αυτής που στηρίζει την κτήση της κυριότητας της ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο στην έκτακτη χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 β του Ν. 3127/2003 και απέρριψε την έφεση κατά της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, που έκρινε ομοίως.

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ότι δηλαδή η ενάγουσα νεμόταν αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο το επίδικο δημόσιο κτήμα, την νομή του οποίου απέκτησε με καλή πίστη, πλέον των τριάντα ετών όχι όμως μέχρι την ισχύ του Ν. 3127/2010 και ειδικότερα ότι αυτή νεμόταν αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο το επίδικο δημόσιο κτήμα από το 1963 μέχρι 27-9-2002 και ότι έκτοτε δεν το νεμόταν αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, αλλά παρενοχλήθηκε (διαταράχθηκε) με την κοινοποίηση σ` αυτήν την 27-9-2002 της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων Θεσσαλονίκης περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του επίδικου δημοσίου κτήματος και ότι κατά συνέπεια δεν κατέστη αυτή κυρία του επιδίκου δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν συνέτρεξαν οι αθροιστικώς προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1β του νόμου 3127/2010, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου αυτού και εκείνες των άρθρων 984 και 989 του Α.Κ., αφού στην προσβαλλόμενη απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού.

Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των προαναφερθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1β του Ν. 3127/2010, 984 και 989 του Α.Κ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, διότι κατά το άρθρο 4 παρ. 1β του παραπάνω νόμου, κατά την ερμηνευτική εκδοχή που αυτή υποστηρίζει σε σχέση με την χρησικτησία δημοσίου κτήματος, απαιτείται ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα να νέμεται αδιαταράκτως αυτό επί τριάντα έτη οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και όχι να νέμεται αδιαταράκτως αυτό μέχρι την έναρξη της ισχύος του, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται αδιαταράκτως αυτό και κατά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου, εφόσον έχει εν τω μεταξύ συμπληρωθεί αδιατάρακτη νομή τριάντα ετών, αλλά και διότι η κοινοποίηση της προαναφερόμενης απόφασης περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δεν διαταράσσει την νομή της επί του δημοσίου κτήματος, επειδή δεν συνιστά διατάραξη της νομής επί δημοσίου κτήματος, είναι αβάσιμα και ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως κατά το μέρος που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια είναι αβάσιμος.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν` απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 εδ. ε` Κ.Πολ.Δ.), πλην όμως να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη των διαδίκων επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής για τον ηττώμενο διάδικο (άρθρ. 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-6-2012 και με αριθμό καταθέσεως 129/2012 αίτηση αναιρέσεως κατά της 1307/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Και

Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *