Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων οι οποίες δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη την δίκη ή μόνον την δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι σε περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνον η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ ΑΠ 40/1996). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, καθ ο μέρος απευθύνεται κατά της υπ αριθμ. 201/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση, η οποία απερρίφθη ως κατ ουσίαν με την προσβαλλομένη υπ αριθ. 3289/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ: «Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών». Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. (Ολ ΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 43/2013, 335/2012). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου μόνου Ν 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων», όπως τροποποιήθηκε με το Ν 2243/1994, «ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται εις πλήρη αποζημίωσιν δια την παράνομον περιουσιακήν ζημίαν ως και εις χρηματικήν ικανοποίησιν δια την ηθικήν βλάβην, αι οποίαι υπαιτίως επροξενήθησαν δια δημοσιεύματος θίγοντος την τιμήν ή την υπόληψιν παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρον 914 του ΑΚ υπαιτιότης, ή η κατά το άρθρον 919 του ΑΚ πρόθεσις και η κατά το άρθρον 920 του ΑΚ γνώσις ή υπαίτιος άγνοια συντρέχη εις τον συντάκτην του δημοσιεύματος ή, εάν ούτος είναι άγνωστος, εις τον εκδότην ή τον διευθυντήν συντάξεως του εντύπου». Η ανωτέρω διάταξη, στην οποία, με το άρθρο 4 παρ. 10 του Ν 2328/1995 υπήχθησαν και οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση εξυβριστικού ή δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις. Ειδικότερα ο εκδότης και ο διευθυντής συντάξεως του εντύπου ευθύνονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 298, 299, 914, 932 ΑΚ, όταν περιέλαβαν στην ύλη του εντύπου δημοσίευμα εν γνώσει τους προσβλητικό για την προσωπικότητα άλλου προσώπου, καθώς και όταν κατά το άρθρο 922 AΚ συνδέονται με σχέση προστήσεως με το συντάκτη του δημοσιεύματος, ο οποίος δεν αποκλείεται να συνδέεται με όμοια σχέση και με τον ιδιοκτήτη του εντύπου. Η ευθύνη δηλαδή του ιδιοκτήτη του εντύπου είναι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γνήσια αντικειμενική, η οποία έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη αντίστοιχης υποκειμενικής ευθύνης του συντάκτη ή αναλόγως του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως του εντύπου, με τους οποίους συνευθύνεται κατά το άρθρο 926 ΑΚ εις ολόκληρον. Οι διατάξεις του Ν 1178/1981, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει και στον οποίο παραπέμπει και το άρθρο 4 παρ. 10 του Ν 2328/1995 προκειμένου για προσβολές της προσωπικότητας κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών, εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (internet) μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακινήσεως πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο, η δε πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου είναι η εξέλιξη της ηλεκτρονικής πληροφόρησης μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως (ΑΠ 1652/2013, 1701/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του ΠΔ 131/2003 με τον τίτλο «Προσαρμογή στην Οδηγία 2000/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο)», «για τους σκοπούς του παρόντος ΠΔ νοούνται ως α) «Υπηρεσίες της Κοινωνίας της Πληροφορίας» οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών κατά την έννοιαν της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ΠΔ 39/2001 (Α΄ 28) «για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 98/34/ΕΟΚ και 98/48/ΕΚ». β) «φορέας παροχής υπηρεσιών είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας…δ) «αποδέκτης της υπηρεσίας» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί, επαγγελματικώς ή άλλως, μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως για να αναζητήσει πληροφορίες ή για να προσφέρει πρόσβαση σε αυτές». Τέλος, με το άρθρο 13 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος υπό τον τίτλο «φιλοξενία» ορίζονται τα εξής: «1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τους όρους ότι: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, ή (β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή πρόληψη της παράβασης». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνη του άρθρου μόνου Ν 1178/1981 προκύπτει ότι η αντικειμενική ευθύνη του «φορέα παροχής υπηρεσιών» (αντίστοιχη με εκείνη του ιδιοκτήτη εντύπου) ισχύει για τις αναρτήσεις που γίνονται στο διαδικτυακό τόπο και όχι στο χώρο φιλοξενίας περιεχομένου, όπου αναρτώνται κείμενα «αποδεκτών της υπηρεσίας» (δηλαδή τρίτων χρηστών του διαδικτυακού τόπου). Για τις τελευταίες αυτές αναρτήσεις εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 ΠΔ 131/2003, δηλαδή υπάρχει ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: «Τον Ιούλιο του 2005 έγινε επιλογή μεταπτυχιακών φοιτητών στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου . Υπήρξαν 113 αιτήσεις για 23 θέσεις. Κατά το πρώτο στάδιο επελέγησαν 55 υποψήφιοι μετά από αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου τους από τριμελή επιτροπή στην οποία μετείχαν οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), ο πρώτος με την ιδιότητα του αναπληρωτή καθηγητή, προέδρου του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και κοσμήτορα του Πανεπιστημίου, ο δεύτερος με την ιδιότητα του αναπληρωτή καθηγητή και αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου και η τρίτη με την ιδιότητα της αναπληρώτριας καθηγήτριας και διευθύντριας του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών. Το δεύτερο στάδιο που θα οδηγούσε στην οριστική επιλογή συνίστατο σε προφορική συνέντευξη των υποψηφίων φοιτητών από πενταμελή επιτροπή, στην οποία μετείχαν και οι ενάγοντες. Στις 22.7.2005, κατά τη συνεδρίαση της γενικής συνελεύσεως ειδικής συνθέσεως του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης εγκρίθηκε ομόφωνα ο κατάλογος των 24 επιτυχόντων, καθώς και ο κατάλογος των επιλαχόντων κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά. Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνον ο αναπληρωτής καθηγητής, ο οποίος ζητούσε να του παραδοθεί αντίγραφο της αναλυτικής βαθμολογίας για κάθε φοιτητή, καθόσον είχαν προηγηθεί διαμαρτυρίες αποτυχόντων υποψηφίων. Ο ανωτέρω το Σεπτέμβριο του 2005 υπέβαλε ένσταση στη γενική συνέλευση ειδικής συνθέσεως του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και στη σύγκλητο ειδικής συνθέσεως του Πανεπιστημίου, αναφερόμενος σε παρατυπίες κατά την επιλογή των υποψηφίων μεταπτυχιακών φοιτητών, η οποία απερρίφθη. Συνέχισε τις καταγγελίες του για παρατυπίες και παρανομίες κατά την επιλογή των μεταπτυχιακών φοιτητών, απευθύνοντας επιστολές σε πολιτικά κόμματα, σε βουλευτές και στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Κατόπιν αυτών των καταγγελιών και των αναφορών των εναγόντων περί διασυρμού του Πανεπιστημίου … και των μελών του, ο πρύτανης ανέθεσε στον καθηγητή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ευσταθούσαν οι ανωτέρω καταγγελίες. Σύμφωνα με την έκθεση της προκαταρκτικής έρευνας, ήταν άψογη η διαδικασία επιλογής νέων μεταπτυχιακών φοιτητών και συνεπώς αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του . Κατ’ αυτού ο πρύτανης του Πανεπιστημίου … άσκησε πειθαρχική δίωξη για απάδουσα στην αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού συμπεριφορά, συνισταμένη στην αβάσιμη και δημόσια κριτική μελών και οργάνων του πανεπιστημίου σχετικά με την επιλογή μεταπτυχιακών φοιτητών και τους προσβλητικούς ισχυρισμούς του κατά των μελών της εισηγητικής επιτροπής που έκανε αρνητική εισήγηση για την επιλογή του καθηγητή στη βαθμίδα του επίκουρου, επισύρουσα την ποινή της οριστικής του απολύσεως. Στις 3.5.2006 κατά τη γενική συνέλευση του πανεπιστημίου ο ανακοίνωσε στους συναδέλφους του την πειθαρχική δίωξη του και δήλωσε ότι αρνείται το διάλογο με τους ενάγοντες που επιδιώκουν την επαγγελματική και επιστημονική του εξόντωση. Μετά ταύτα επέστρεψε στο γραφείο του, όπου απεβίωσε. Σύμφωνα με την /1.6.2006 έκθεση του ιατροδικαστή , ο θάνατος του οφείλεται σε υπερτασική – ισχαιμική καρδιοπάθεια, με χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων την αθηρωματοσκλήρυνση των στεφανιαίων αγγείων, τη γενικευμένη αρτηριοσκλήρυνση, ως επιπλοκή της υπερτάσεως, την υπερτροφία του μυοκαρδίου και ισχαιμία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο θανών πριν αποβιώσει έπασχε ήδη από βαρεία καρδιοπάθεια, η οποία εξαιτίας της έντονης συναισθηματικής φορτίσεώς του λόγω της ασκήσεως σε βάρος του πειθαρχικής διώξεως, τον οδήγησε στο θάνατο. Λόγω των αντιδράσεων που υπήρξαν στο Πανεπιστήμιο … αλλά και της δημοσιότητας που έλαβε η υπόθεση στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, η σύγκλητος του πανεπιστημίου όρισε τριμερή επιτροπή για να επανεξετάσει το θέμα της επιλογής των μεταπτυχιακών φοιτητών, καθώς και το θέμα της ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως κατά του … . Το μέλος της επιτροπής στο πόρισμα του αναφέρει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις εύνοιας για πέντε από τους επιτυχόντες, ενώ σε δύο από τις περιπτώσεις αυτές η εύνοια κρίνεται προφανής. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει στο πόρισμα της η πρόεδρος της επιτροπής η οποία αναφέρει ότι από τους ανωτέρω πέντε υποψηφίους, τουλάχιστον οι τέσσερες ήταν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους συνδικαλιστές. Το τρίτο μέλος της επιτροπής στο πόρισμα του αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε εύνοια ή αδικία στην επιλογή των μεταπτυχιακών φοιτητών και θεωρεί αναμενόμενη την ύπαρξη λαθών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο διαδικτυακός τόπος www ..gr αποτελεί ηλεκτρονική ιστοσελίδα με ενημερωτικό και ψυχαγωγικό περιεχόμενο, στην οποία απασχολούνται δημοσιογράφοι, οι οποίοι αρθρογραφούν συστηματικά και ασχολούνται με θέματα της επικαιρότητας. Η ιστοσελίδα αυτή παρέχει σε καθημερινή βάση κείμενα, εικόνες, οπτικοακουστικό υλικό, τα οποία αποθηκεύονται και είναι προσιτά σε απεριόριστο αριθμό ατόμων. Το ως άνω υλικό περιλαμβάνει ειδήσεις, συνεντεύξεις, αρθρογραφία για ζητήματα πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος.
Παράλληλα, στον επισκέπτη της ιστοσελίδας παρέχεται η δυνατότητα να σχολιάσει άμεσα τα μεταδιδόμενα κείμενα και έργα, αναρτώντας κείμενα και αναπτύσσοντας διάλογο με άλλους χρήστες στα σχετικά πεδία σχολιασμού. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών (ήδη αναιρεσείων) είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της παραπάνω ιστοσελίδας, έχει τη γενική διεύθυνση της λειτουργίας της και είναι υπεύθυνος για το υλικό που αναρτάται σε αυτήν. Στις 27.10.2009 αναρτήθηκε στην ανωτέρω ιστοσελίδα άρθρο της δημοσιογράφου με τίτλο «Νέα υπόθεση διαπλοκής στην εκλογή μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου …», το οποίο αναφέρεται σε ανορθόδοξες διαδικασίες με τις οποίες ένας λέκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης εξελέγη σε θέση αναπληρωτή καθηγητή, παρακάμπτοντας στην ουσία το ενδιάμεσο στάδιο του επίκουρου καθηγητή. Κάτω απ’ αυτό το άρθρο, στο διακριτό πεδίο τεχνικώς επιτρεπόμενου σχολιασμού, αναρτήθηκαν κείμενα χρηστών της ιστοσελίδας, μεταξύ των οποίων και το ακόλουθο: Στις 27.10.2009 από χρήστη της ιστοσελίδας με το ψευδώνυμο « » το εξής κείμενο: «Ο είναι η βιτρίνα του εμπνευστή της δίωξης … Η δίκη αρχίζει σε λίγες ημέρες στην , κάτι που απευχόταν η κλίκα που ήθελε να γίνει στο , για να πιέσει τους δικαστές αποτελεσματικότερα…». Η πρώτη αναφορά στο ως άνω κείμενο, ότι ο είναι η βιτρίνα του…αποτελεί αξιολογική κρίση που μπορεί να συνδεθεί με γεγονός, διότι εμφανίζει τον πρώτο των εναγόντων υπό την πανεπιστημιακή του ιδιότητα να ενεργεί παρασκηνιακά, ευρισκόμενος πίσω από κάθε ενέργεια του καθηγητή.
Η δεύτερη αναφορά του κειμένου στη δίκη αποδίδει στους ενάγοντες, τους οποίους σαφώς υπονοεί με τη χρήση της λέξεως «κλίκα», την πρόθεση να επέμβουν στο έργο των δικαστών που θα εκδικάσουν την υπόθεση τους σχετικά με τις καταγγελίες του. Εξάλλου στις 3.5.2009 αναρτήθηκε στην ίδια ως άνω ιστοσελίδα άρθρο με τον τίτλο «Ο αγώνας, ο θάνατος και η δικαίωση του». Κάτω από αυτό, στο διακριτό πεδίο τεχνικώς επιτρεπόμενου σχολιασμού, αναρτήθηκαν κείμενα χρηστών της ιστοσελίδας, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: α) Στις 5.5.2009 από χρήστη της ιστοσελίδας με το ψευδώνυμο « » το εξής κείμενο: «Είχα όμως την ατυχία, την ίδια περίοδο να έχω καθηγητή μου, τον μετέπειτα κοσμήτορα, ένα γλοιώδη υποκείμενο, με μόνιμο ειρωνικό ύφος απέναντι στους φοιτητές του, που σου δημιουργούσε μόνιμο πρόβλημα στους βαθμούς, αν δεν πήγαινες με τα νερά του και του δημιουργούσες πρόβλημα. Εκείνη την περίοδο το Πανεπιστήμιο … είχε καταπληκτικούς καθηγητές σε όλες τις σχολές και είναι κρίμα που το κατάντησαν να λειτουργεί με όρους Μαφίας, όπως λέει ο φίλος πολύ σωστάκαι μερικά άλλα ανθρωποειδή, που απέτρεψαν αρκετούς φοιτητές να ασχοληθούν με μεταπτυχιακά διπλώματα», β) στις 24.5.2009 από το χρήστη της ιστοσελίδας- με το ψευδώνυμο « » το εξής κείμενο: «Στη δίκη αυτή θα γίνουν μεγάλες αποκαλύψεις για τη διαφθορά στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της … … Η συμμορία θα ξεφτιλιστεί μαζί με τον προστάτη της τον περίφημο Κο και την θυγατέρα ταυ…», το οποίο (κείμενο) εμφανίζει τους δύο πρώτους των εναγόντων να προστατεύονται από πολιτικά πρόσωπα και γ) Στις 30.5.2009 από χρήστη της ιστοσελίδας το εξής κείμενο: «…Όπως και να έχει, η συγκεκριμένη κλίκα πέρα από μια φάση «ελεγχόμενης» ύφεσης (προφανώς αμέσως μετά τον θάνατο του και μέχρι τις καταλήψεις του Γενάρη του 2007) ζει και βασιλεύει στο Πανεπιστήμιο… Καλές οι δίκες και όλα, αλλά θέλει πίεση από τα μέσα για να φύγει η σαπίλα από το Πανεπιστήμιο».
Αυτό αποτελεί κρίση που μπορεί να συνδεθεί με γεγονότα, αφού υπονοεί ότι οι ενάγοντες μετά το θάνατο του, υπό την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα, ενεργούν συνασπισμένοι και μ αυτόν τον τρόπο προωθούν εντός του Πανεπιστημίου ιδιοτελείς σκοπούς. Τα προαναφερόμενα γεγονότα είναι αναληθή, η δε αναλήθεια αυτών δεν αμφισβητείται ειδικώς από τον εναγόμενο. Όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος γνώριζε το ψεύδος αυτών των γεγονότων και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως αλλά της απλής τοιαύτης. Τα παραπάνω αναφερόμενα στα εν λόγω κείμενα ήταν ικανά να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, αφού αυτοί εμφανίστηκαν ως άτομα που στερούνται ηθικής, που επιδιώκουν τον επηρεασμό των δικαστών προκειμένου να απαλλαγούν από τις κατηγορίες που τους βαρύνουν, που προωθούν ιδιοτελείς σκοπούς εντός του χώρου του πανεπιστημίου και που απολαμβάνουν της προστασία πολιτικών προσώπων. Επιπλέον ο πρώτος των εναγόντων εμφανίστηκε και ως άτομο που κατά την εκτέλεση των πανεπιστημιακών του καθηκόντων ενεργεί παρασκηνιακά, αντιμετωπίζει με ειρωνεία τους φοιτητές και τους δημιουργεί προβλήματα με τους βαθμούς. Ο εναγόμενος, ο οποίος είχε τη γενική διεύθυνση της λειτουργίας της ιστοσελίδας, γνώριζε το περιεχόμενο των ανωτέρω κειμένων και παρ’ όλα αυτά επέτρεψε τη διατήρησή τους έως τις 23.11.2009, οπότε τα αφαίρεσε μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής από τον πρόεδρο υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης ο εναγόμενος, ενώ γνώριζε ότι τα προαναφερθέντα κείμενα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, τα διατήρησε στην ιστοσελίδα και τα διέδωσε σε απροσδιόριστο αριθμό επισκεπτών αυτής. Η διάδοση αυτών των κειμένων δεν μπορεί να αποδοθεί σε δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον του εναγομένου προς ενημέρωση των επισκεπτών της ιστοσελίδας για τα σχόλια των χρηστών της σε ζητήματα μείζονος ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά δεν συνιστούν οξεία επιτρεπτή κριτική σε συγκεκριμένες πράξεις των εναγόντων δημοσίων λειτουργών, αφού δεν συνοδεύονται από παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών. Αντίθετα, από το ύφος και τον τρόπο που τα ανωτέρω κείμενα έχουν διατυπωθεί, με τη χρήση εκφράσεων που ενέχουν έντονη καταφρόνηση, όπως γλοιώδη υποκείμενο, ανθρωποειδή, προκύπτει σαφώς σκοπός προσβολής της τιμής και της υπολήψεως των εναγόντων. Τα ανωτέρω προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα των εναγόντων, οι οποίοι υπέστησαν ηθική βλάβη και δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως για την ανόρθωσή της. Ενόψει των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, του είδους της προσβολής των εναγόντων, της εκτάσεως της βλάβης τους, της ψυχικής ταλαιπωρίας τους, της κοινωνικής θέσεως και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 7.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική τους ικανοποίηση».
Με βάση αυτές τις παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί εν μέρει την κατ’ αυτού αγωγή και τον είχε υποχρεώσει να καταβάλει για την ίδια αιτία σε κάθε αναιρεσίβλητο το αυτό ως άνω χρηματικό ποσό των 7.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής έως εξοφλήσεως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου μόνου του Ν 1178/1981, τις οποίες εφήρμοσε ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, καθώς επίσης και τις διατάξεις του άρθρου 13 του ΠΔ 131/2003, τις οποίες δεν εφήρμοσε, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων δεν είναι φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας, ενώ οι διατάξεις αυτές ήταν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση. Ειδικότερα δέχθηκε ότι υπάρχει ευθύνη του αναιρεσείοντος ο οποίος είχε τη διεύθυνση ιστοσελίδος (δηλαδή είχε την ιδιότητα του «φορέα παροχής υπηρεσιών») από κείμενα τα οποία αναρτήθηκαν στο χώρο φιλοξενίας της ιστοσελίδος από χρήστες αυτής (δηλαδή από πρόσωπα που είχαν την ιδιότητα των «αποδεκτών της υπηρεσίας»), χωρίς να αναφέρει αν συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 ΠΔ 131/2003, υπό την ρυθμιστική εμβέλεια του οποίου έπρεπε να κριθεί η ένδικη διαφορά. Συνεπώς, κατά παραδοχή των δύο πρώτων (κυρίων) λόγων αναιρέσεως και παρελκούσης της ερεύνης του επικουρικού τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, κατά την παράγραφο 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, όπως ισχύει. Επί πλέον δε, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
[Απορρίπτει την αίτηση. Αναιρεί την υπ’ αριθ. 3289/2013 απόφαση ΕφΑθηνών.
Πηγή : ΔιΜΜΕ