Αριθμός 163/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη – Εισηγητή και Αγγελική Τζαβάρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. συζύγου Π. Γ., το γένος Α. Α., κατοίκου … 2) Ά. Γ. του Π., κατοίκου …, 3) Α. Γ. του Π., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύσιο Πρωτόπαπα και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. συζύγου Α. Χ., το γένος Α. Α., 2) Ε. Χ. του Α., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούτση και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 14/3/2008 και 14/3/2010 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1370/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 744/2017 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31/3/2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, υπ’ αριθ. 744/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η επίδοση της οποίας δεν προκύπτει, με την οποία το Εφετείο αυτό δέχθηκε κατά τους τύπους και κατ’ ουσίαν την από 7-3-2014 έφεση των εκκαλουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά της, επίσης κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσης, υπ’ αριθμ. 1370/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν γίνει δεκτές εν μέρει κατ’ ουσίαν οι συνεκδικασθείσες από 14-3-2008, υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 2892/2008 και 3010/2010, αγωγές των τελευταίων κατά των εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσειουσών και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη αυτή απόφαση, κατά το εκκληθέν, απορριπτικό των αγωγικών αξιώσεών τους για χρηματική ικανοποίησή τους, λόγω της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους από τους αντιδίκους τους, κεφάλαιό της και κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει τις αγωγές και ως προς το σχετικό αίτημά τους. Η υπό κρίση αίτηση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρα 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, με εκείνες της υπ’ αριθμ. 1122/2000 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα “για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου και τροποποιήθηκε με τη μεταγενέστερη υπ’ αριθμ. 2162/2005 όμοια, και τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεοράσεως, εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου αυτού. 2) Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο οσάκις από εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι, όπως μεταξύ άλλων είναι και οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί που τον περιβάλλουν, ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψεως, αποθηκεύσεως ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, σύμφωνα με τον προορισμό τους, διότι τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί μέσα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που δεν έχουν σχέση με το χώρο, αυτό. 3) Η επεξεργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 και, επειδή προσβάλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του τρίτου, κατ’ αρχήν απαγορεύεται. 4) Κατ’ εξαίρεση όμως αυτή επιτρέπεται, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών, β) είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, με την έννοια ότι αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά με άλλα λιγότερο επαχθή για το υποκείμενο της επεξεργασίας μέσα, γ) το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας υπερέχει καταφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων αυτής και η επεξεργασία δεν βλάπτει τις προσωπικές τους ελευθερίες, δ) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας έχει γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του με όλα τα στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997 και ε) με την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, αυτός έχει επισημάνει στα υποκείμενα της επεξεργασίας το χώρο που εμπίπτει στην εμβέλεια της κάμερας και βιντεοσκοπείται, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997. Και 5) Η μη τήρηση ή μη συνδρομή μιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνομη την δια κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάμερας εγκατεστημένων σε ιδιωτικό χώρο λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που διέρχονται έξω από αυτόν, όπως μεταξύ άλλων είναι και η εικόνα τους, ως προσβάλλουσα το δικαίωμα της προσωπικότητάς τους, και δικαιούνται αυτά, κατ’ άρθρο 57 ΑΚ, να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Εξ άλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων προσώπων, δημιουργείται, μεταξύ τους, παθητική εις ολόκληρον ευθύνη, και καθένα φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, από κοινού με άλλο, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη, είναι υποχρεωμένο, εις ολόκληρον, να καταβάλει αυτήν. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. Στην δε παράγραφο 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, για παράβαση του Ν. 2472/1997 ορίζεται, κατ’ ελάχιστο, στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 2245/2013, ΑΠ 2244/2013). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ανεπαρκής αιτιολογία, υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, ενώ αντιφατική αιτιολογία υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Δεν υπάρχει δε ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τις αγωγές τους οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες ισχυρίστηκαν, ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, όντες συγκύριοι οικίας κειμένης παραπλεύρως της δικής τους, εγκατέστησαν επτά βιντεοκάμερες, προβαίνοντας σε βιντεοσκόπησή τους κατά την είσοδο και έξοδό τους από την οικία τους, κατά παράβαση του Ν. 2472/97. Ισχυρίσθηκαν ακόμη, ότι, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων, προσεβλήθη η προσωπικότητά τους και εξ αυτού υπέστησαν ηθική βλάβη. Στη συνέχεια ζήτησαν να υποχρεωθούν οι αναιρεσείοντες να αφαιρέσουν τις βιντεοκάμερες που έχουν τοποθετήσει επί μανδροτοίχου του ακινήτου αυτών και των αντιδίκων τους, να παραλείπουν στο μέλλον την βιντεοσκόπησή τους και να τους καταβάλουν ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των 18.000 ευρώ, στην καθεμιά αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 1370/2012 οριστική απόφασή του, υποχρέωσε τους εναγομένους – αναιρεσείοντες, με απειλή καθ’ εκάστου αυτών χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως, να αφαιρέσουν τις εν λόγω βιντεοκάμερες και να παύσουν στο μέλλον την βιντεοσκόπησή των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε δε ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν τις αγωγές κατά το αίτημά τους για επιδίκαση σε έκαστο των αναιρεσιβλήτων χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την πράξη των αντιδίκων τους. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν έφεση οι ενάγουσες ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποία το Εφετείο, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής: “Οι διάδικοι, οι οποίοι τυγχάνουν συγγενείς, είναι συγκύριοι δυο όμορων ακινήτων και εφαπτόμενων μεταξύ τους οικοπέδων, εμβαδού 4.253 και 1.864 τ.μ., που βρίσκονται στην θέση … του Δήμου … Τα οικόπεδα αυτά έχουν χωρίσει σε δυο τμήματα περιφραγμένα με υψηλό μανδρότοιχο και σιδερένιο κιγκλίδωμα και επ’ αυτών έχουν ανοικοδομήσει μονοκατοικίες στις οποίες και διαμένουν. Το τμήμα των εναγόμενων μετά της επ’ αυτού οικίας βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος του όλου ακινήτου και εφάπτεται της δημοτικής οδού …, στην οποία έχει πρόσοψη. Το τμήμα των εναγουσών μετά της επ’ αυτού οικίας βρίσκεται στο οπίσθιο μέρος του όλου ακινήτου και επικοινωνεί με την πιο πάνω δημοτική οδό μέσω διόδου, κοινής όλων των διαδίκων, η οποία αρχίζει καθέτως από την ως άνω δημοτική οδό, διέρχεται παραλλήλως και σε επαφή με τον μανδρότοιχο της οικίας των εναγόμενων και στο βάθος καταλήγει στην είσοδο της δικής τους οικίας. Οι εναγόμενοι το Σεπτέμβριο του έτους 2007 εγκατέστησαν στον μανδρότοιχο που περιβάλλει την οικία τους, πάνω σε κολώνες, τέσσερις (4) βιντεοκάμερες, με τις οποίες βιντεοσκοπούν μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης την επί της παραπάνω δημοτικής οδού και διόδου, κίνηση προσώπων και οχημάτων, μεταξύ των οποίων και των εναγουσών, που τις χρησιμοποιούν ελευθέρως για να μεταβαίνουν προς ή να εξέρχονται από την οικία τους, έχοντας έτσι την δυνατότητα να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνουν κάθε φορά την εικόνα τους και να την επεξεργάζονται κατά βούληση, χωρίς οι ίδιες να έχουν συναινέσει σ’ αυτό. Με την υπ’ αρ. 1873/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσης κατόπιν αιτήσεως των εναγουσών κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι εναγόμενοι διατάχθηκαν να αφαιρέσουν προσωρινά τις άνω βιντεοκάμερες. Μετά την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στους εναγομένους αυτοί δεν συμμορφώθηκαν προς το διατακτικό της και τοποθέτησαν επί του ιδίου μανδρότοιχου μια ακόμη βιντεοκάμερα, ενώ το Νοέμβριο του 2009, έχοντας εν τω μεταξύ διακόψει την λειτουργία των άνω βιντεοκαμερών, χωρίς όμως να τις έχουν αφαιρέσει, εγκατέστησαν σε άλλα σημεία του ιδίου μανδρότοιχου δυο νέες βιντεοκάμερες, χωρίς τη συναίνεση των εναγουσών, με τις οποίες και πάλι βιντεοσκοπούν τις κινήσεις τους. Οι εναγόμενοι προέβησαν στην εγκατάσταση των προαναφερόμενων επτά (7) συνολικά βιντεοκαμερών χωρίς προηγουμένως να έχουν γνωστοποιήσει και μάλιστα εγγράφως προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την τοποθέτηση αυτών στο ακίνητο τους και την έναρξη λειτουργίας του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και των καμερών μέσω των οποίων λαμβάνουν και επεξεργάζονται, μεταξύ άλλων προσώπων και την εικόνα των εναγουσών, κάθε φορά που αυτές διέρχονται ελευθέρως από τις προαναφερόμενες δημοτική οδό και δίοδο, ούτε έχουν με την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, επισημάνει τον χώρο που βιντεοσκοπείται προς ενημέρωση εκείνων που προσεγγίζουν, όπως ο νόμος απαιτεί. Εξ άλλου, η δια χρήσεως κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και καμερών βιντεοσκόπηση του εξωτερικού χώρου που περιβάλλει το ακίνητο τους δεν είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας τους από ενδεχόμενες εγκληματικές ενέργειες τρίτων, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, διότι την προστασία αυτή μπορούν να επιτύχουν εξίσου αποτελεσματικά με άλλα σύγχρονα και λιγότερο επαχθή, σε σχέση με την βιντεοσκόπηση των εναγουσών, μέσα, όπως για παράδειγμα με την εγκατάσταση συστήματος συναγερμού και ανίχνευσης ή ακόμη και με την βιντεοσκόπηση του εσωτερικού χώρου της οικίας τους. Επομένως οι ενέργειες των εναγομένων να εγκαταστήσουν στο ακίνητό τους και να θέσουν σε λειτουργία κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης με κάμερες που τους παρέχει ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα να λαμβάνουν, να αποθηκεύουν ή να επεξεργάζονται κατά βούληση την εικόνα των εναγουσών, υπεισερχόμενοι έτσι στα προσωπικά δεδομένα αυτών, είναι παράνομες και προσβάλλουν την προσωπικότητα των εναγουσών. Τα παραπάνω κρίθηκαν τελεσίδικα με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται κατά το κεφάλαιο αυτό (παράνομο της προσβολής) με την υπό κρίση έφεση των εναγουσών, οι οποίες, εξ άλλου δεν έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο, ενώ οι εναγόμενοι δεν άσκησαν έφεση κατ’ αυτής η οποία δεν επιδόθηκε, παρελθούσης απράκτου της προς τούτο καταχρηστικής προθεσμίας των τριών ετών από την έκδοσή της. Επομένως η απόφαση αυτή αποτελεί δεδικασμένο, κατ’ αρ. 321 ΚΠολΔ, ως προς το κριθέν ουσιαστικό ζήτημα της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας των εναγουσών από τις προαναφερόμενες ενέργειες των εναγομένων ήτοι ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 57 εδ. α’ ΑΚ., ζήτημα το οποίο το παρόν δικαστήριο οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του, ήτοι ως αμάχητη αλήθεια προκειμένου να κρίνει την αξίωση των εναγουσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι από τις προαναφερόμενες ενέργειες των εναγομένων, οι οποίες εκτός από παράνομες, ήσαν και υπαίτιες, διότι προέβησαν σ’ αυτές χωρίς να ζητήσουν την συναίνεση των εναγουσών και γνωρίζοντας ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου για την εγκατάσταση των επίμαχων βιντεοκαμερών και ότι συνεπώς έτσι υπεισέρχονται στα προσωπικά δεδομένα των εναγουσών και προσβάλλουν την προσωπικότητά τους, οι τελευταίες υπέστησαν ηθική βλάβη, διότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε αυτές υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακωλύτου αναπτύξεως της προσωπικότητας τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγουσών κατά τις διατάξεις των άρθρων 4,5 και 7 του Ν. 2472/1997, αφού η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος, που επέτρεπε την λήψη εικόνων των εναγουσών που συνιστά επίσης μη νόμιμη επεξεργασία, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει σ’ αυτές την παραπάνω αίσθηση και επηρεασμό της συμπεριφοράς τους. Επομένως αυτές δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των, το ύψος της οποίας πρέπει να καθοριστεί, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τελέσεως των άνω αδικοπραξιών, του μεγέθους της προσβολής, της υπαιτιότητας των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, στο εύλογο ποσό των 5.900 Ευρώ εις εκάστη των εναγουσών για κάθε αδικοπραξία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι εν προκειμένω οι εναγόμενοι διέπραξαν δύο, διαδοχικά τελεσθείσες και σε διαφορετικό χρόνο εκάστη, άδικες πράξεις, κάθε μια από τις οποίες συνιστά ιδίαν και αυτοτελή αδικοπραξία από την οποία επέρχεται νέα ζημία και γεννάται νέα αξίωση προς αποζημίωση, ήτοι μια άδικη πράξη τον Σεπτέμβριο 2007 και μια δεύτερη τον Νοέμβριο 2009, με την τοποθέτηση δύο νέων βιντεοκαμερών, διό και ασκήθηκαν δύο διαφορετικές αγωγές …….. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε, με την εκκαλούμενη απόφαση του, ότι οι ενάγουσες δεν υπέστησαν ηθική βλάβη απορρίπτοντας το σχετικό περί χρηματικής ικανοποίησης αίτημα αυτών, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, καθώς και ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων τα οποία θα καθοριστούν ενιαίως. να κρατηθεί κατά τούτο η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθούν κατ’ ουσίαν οι αγωγές (αρ.535 παρ.1 ΚΠολΔ) να γίνουν αυτές εν μέρει δεκτές ως βάσιμες και κατ’ ουσίαν ως προς το περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγουσών αίτημα ως προς το οποίο είναι ορισμένες, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους και να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, εις εκάστη των εναγουσών το ποσό των 5.900 Ευρώ για κάθε αγωγή, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση εκάστης αγωγής μέχρι εξοφλήσεως”. Με βάση τις παραδοχές και τις κρίσεις αυτές, στη συνέχεια, το Εφετείο, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος, με το οποίο είχαν απορριφθεί ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν οι αγωγικές αξιώσεις των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων για επιδίκαση σε αυτές χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης, που προεκλήθη σε αυτές από την γενομένη από τους αναιρεσείοντες προσβολή της προσωπικότητός τους και αφού κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν τις αγωγές κατά το αντίστοιχο αίτημά τους, δέχθηκε εκάστη αυτών ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη και υπεχρέωσε τους εναγομένους και ήδη αναιρεσείοντες να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εις ολόκληρον έκαστος, σε εκάστην των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων το ποσό των 5.900 ευρώ δι’ εκάστην αγωγή.
Με αυτά, που δέχθηκε το Εφετείο και ειδικότερα, ότι οι εναγόμενοι – αναιρεσείοντες, με τις κάμερες που τοποθέτησαν στον ως άνω μανδρότοιχο, χωρίς την συναίνεση των αντιδίκων τους και χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, βιντεοσκοπούν μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης την επί της ως άνω δημοτικής οδού και διόδου, κίνηση των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, που τις χρησιμοποιούν ελευθέρως για να μεταβαίνουν προς ή να εξέρχονται από την οικία τους, και κατά τον τρόπο αυτόν έχουν την δυνατότητα να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνουν κάθε φορά την εικόνα τους και να την επεξεργάζονται κατά βούληση, χωρίς οι ίδιες (ενάγουσες – αναιρεσίβλητες) να έχουν συναινέσει σ’ αυτό, υπεισερχόμενοι έτσι στα προσωπικά δεδομένα των αντιδίκων τους εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, ότι οι ενέργειες τους αυτές συνιστούν μη νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων τους αυτών και ως εκ τούτου είναι παράνομες και προσβάλλουν την προσωπικότητα των εναγουσών, με συνέπεια οι τελευταίες να υφίστανται ηθική βλάβη, αξία αποκαταστάσεως, με την επιδίκαση σε αυτές χρηματικής ικανοποιήσεως, διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το κρίσιμο ζήτημα, ότι, η, κατά τα ανωτέρω, δυνατότητα λήψεως, δια της βιντεοσκοπήσεως, της εικόνας των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, χωρίς την συναίνεσή τους, συνιστά επεξεργασία των προσωπικών τους αυτών δεδομένων, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων και ως παράνομη και υπαιτία πράξη, προξενεί ηθική βλάβη στις τελευταίες, αξία αποκαταστάσεως με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ουδεμία δε αντίφαση υφίσταται μεταξύ της παραδοχής της αναιρεσιβαλλομένης, ότι με την εγκατάσταση των εν λόγω βιντεοκαμερών οι εναγόμενοι – αναιρεσίβλητοι λαμβάνουν και επεξεργάζονται την εικόνα των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων και εκείνης (παραδοχής), ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνας και ήχου των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, ενόψει της ανωτέρω παραδοχής του Εφετείου, ότι μόνη η δυνατότητα λήψεως και επεξεργασίας, κατά το δοκούν, από τους εναγομένους – αναιρεσείοντες των εικόνων των αντιδίκων τους, χωρίς την συναίνεσή τους, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία, κατά την έννοια των προαναφερομένων σχετικών διατάξεων, των δεδομένων τους αυτών (ΑΠ 2244/2013). Επομένως, τα αντίθετα, που υπό την επίκληση του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, προσάπτουν με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως οι αναιρεσείοντες στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Έτσι, με την συνεκδίκαση, κάθε αγωγή κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητάς της. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως, οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση των αναιρετικών λόγων από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, προβάλλουν τις αιτιάσεις α) της παραβιάσεως των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, συνισταμένης στο ότι το Εφετείο επεδίκασε στις αναιρεσίβλητες κεχωρισμένως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τις πράξεις εκάστης αγωγής και όχι ενιαίως για αμφότερες, αφού οι πράξεις αυτές συνιστούν μια ενότητα και συνεπώς οι αντίδικές τους δικαιούντο μια μόνον παροχή ως χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης και β) της ελλείψεως νομίμου βάσεως, συνισταμένης στο ότι την παραδοχή του ότι “…. ότι εν προκειμένω οι εναγόμενοι διέπραξαν δύο, διαδοχικά τελεσθείσες και σε διαφορετικό χρόνο εκάστη, άδικες πράξεις, κάθε μια από τις οποίες συνιστά ιδίαν και αυτοτελή αδικοπραξία από την οποία επέρχεται νέα ζημία και γεννάται νέα αξίωση προς αποζημίωση, ήτοι μια άδικη πράξη τον Σεπτέμβριο 2007 και μια δεύτερη τον Νοέμβριο 2009, με την τοποθέτηση δύο νέων βιντεοκαμερών, διό και ασκήθηκαν δύο διαφορετικές αγωγές”, το Εφετείο την στηρίζει στην χρονική διαφορά της τοποθετήσεως των εν λόγω βιντεοκαμερών (Σεπτέμβριος 2007 και Νοέμβριος 2009), η οποία όμως δεν αναιρεί την ενότητα της επελθούσης προσβολής που οι αναιρεσείοντες προκάλεσαν στις αναιρεσίβλητες.
Αναφορικά με τις αιτιάσεις αυτές, από τα διαδικαστικά έγγραφα της οικείας δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκαν και εκκρεμούσαν οι ακόλουθες δύο αγωγές των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων και ειδικότερα η από 14-3-2008 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 2892/2008) και η, επίσης, από 14-3-2010 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 3010/2010). Με την πρώτη των αγωγών αυτών οι αναιρεσίβλητες, ισχυριζόμενες, ότι κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2007, οι αντίδικοί τους, επί μανδροτοίχου του ακινήτου τους, που είναι όμορο του ακινήτου των ιδίων (αναιρεσιβλήτων), ο οποίος (μανδρότοιχος) καταλήγει στην είσοδο της κατοικίας τους (αναιρεσιβλήτων), εγκατέστησαν πέντε βιντεοκάμερες με τις οποίες βιντεοσκοπούν, μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως, τις κινήσεις των ιδίων (αναιρεσιβλήτων) και των επισκεπτών τους, χωρίς προς τούτο συναίνεσή τους και χωρίς τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου, με συνέπεια να προσβάλλεται η προσωπικότητά τους και εκ τούτου υφίστανται ηθική βλάβη, ζήτησαν, εκτός άλλων, να υποχρεωθούν οι αναιρεσείοντες να καταβάλουν σε εκάστη αυτών το ποσό των 18.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Με την δε δεύτερη των ως άνω αγωγών τους οι αναιρεσίβλητες επικαλούμενες ότι οι αναιρεσείοντες, έχοντας διακόψει προσωρινά την λειτουργία των αναφερομένων στην προηγούμενη αγωγή τους βιντεοκαμερών, τον μήνα Νοέμβριο 2009 εγκατέστησαν σε άλλα σημεία του ακινήτου τους δύο νέες βιντεοκάμερες με τις οποίες και πάλι τις βιντεοσκοπούν χωρίς την συναίνεσή τους, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά τους, ζήτησαν, εκτός άλλων, να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να καταβάλουν σε εκάστη αυτών ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που τους προκάλεσαν με την πράξη τους αυτή το ποσό των 18.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Το ως άνω Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών συνεκδίκασε τις αγωγές αυτές και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1370/2012 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το αγωγικό αίτημα αμφοτέρων των αγωγών αυτών των αναιρεσιβλήτων για την επιδίκαση της αιτουμένης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Κατ’ αυτής της αποφάσεως οι αναιρεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 7-3-2014 έφεσή τους, με την οποίαν ζήτησαν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο απερρίφθησαν οι ως άνω αγωγές τους, και να γίνουν δεκτές αυτές και ως προς τα ανωτέρω αιτήματα τους για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Το Εφετείο Αθηνών επί της ως άνω εφέσεως εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, με την οποία, κατά παραδοχή της ως και ουσία βασίμου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούσαν την απόρριψη των ως άνω αγωγικών απαιτήσεων των αναιρεσειουσών και αφού κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν τις αγωγές κατά τα προαναφερόμενα αιτήματα (της επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης) δέχθηκε τις εν λόγω αγωγές και ως προς τα αιτήματά τους αυτά, υποχρεώνοντας τους αναιρεσείοντες, να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος σε εκάστη των αναιρεσιβλήτων και για κάθε αγωγή, το ποσό των 5.900 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεώς της. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το Εφετείο, επεδίκασε τα ανωτέρω ποσά κεχωρισμένως για κάθε μια των ως άνω αγωγών, δεχόμενο ότι οι αναιρεσείοντες διέπραξαν δύο διαδοχικά τελεσθείσες και σε διαφορετικό χρόνο άδικες πράξεις, εκάστη των οποίων περιγραφόταν σε κάθε μια των συνεκδικασθεισών αγωγών των αναιρεσιβλήτων. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα κρίνοντας, επεδίκασε σε εκάστη των αναιρεσιβλήτων και κεχωρισμένως για κάθε αγωγή, χρηματική ικανοποίηση, όμως η προς τούτο ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεώς του είναι εσφαλμένη και πρέπει να αντικατασταθεί, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, με την προαναφερομένη ορθή, που συνίσταται στο ότι η επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως για κάθε αγωγή, γίνεται λόγω του ότι οι συνέπειες και η βασιμότητα εκάστης των συνεκδικασθεισών αγωγών κρίνονται αυτοτελώς και όχι ενιαίως, όπως θα συνέβαινε, εάν τις ανωτέρω αξιώσεις τους οι αναιρεσίβλητες τις ασκούσαν με ενιαία, αυτοτελή αγωγή προσβολής της προσωπικότητός τους, η οποία (προσβολή) γινόταν με περισσότερες πράξεις, οι οποίες ενόψει των περιστάσεων εμφανίζουν ενότητα και παρίστανται ως ενιαία βλάβη, ώστε να οφείλεται μια χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αμφότερες οι ανωτέρω αιτιάσεις του ως άνω δευτέρου λόγου της αιτήσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, ως στηριζόμενες επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως, ότι οι επίδικες προσβολές αποτελούσαν περιεχόμενο της αυτής, ενιαίας, αγωγής, και όχι, ως εν προκειμένω συμβαίνει, των ως άνω αυτοτελών αγωγών, που κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, συνεκδικάσθησαν και έγιναν αμφότερες δεκτές εν μέρει, ως προς τις με αυτές ασκούμενες επίδικες αγωγικές απαιτήσεις, ως εν μέρει βάσιμες.- Τέλος, αφού δε δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλαν οι αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προσετέθη με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012) και να καταδικασθούν οι τελευταίοι (αναιρεσείοντες) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191§2 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 31-3-2017 αίτηση των Ε. συζ. Π. Γ., Α. Γ. του Π. και Α. Γ. του Π., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 744/2017 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.- Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.-
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ