Έκτακτη χρησικτησία. Πράξεις νομής συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις, που δηλώνουν τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το ακίνητο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του πράγματος. Τέτοια πράξη νομής θεωρείται η τοποθέτηση φράχτη και η φύτευση δένδρων. Πράγματα ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν κατέστη πράγμα εκτός συναλλαγής, λόγω μη συντέλεσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσής της από το Δήμο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Νομέας δε είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτήν με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα περιορισμό του πράγματος. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, κ.ά., χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 311/2012).

Εξάλλου, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή ή η ένσταση ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 9/2016). Επομένως, ο λόγος αυτός από το άρθρο 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, εάν το σφάλμα της ελάσσονος πρότασης αναφέρεται σε γεγονότα που δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται σαφώς, καθώς και εκείνα που θεμελιώνουν αλυσιτελή ισχυρισμό, δηλαδή ισχυρισμό, που και αν δεν τον λάμβανε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας θα κατέληγε στο ίδιο διατακτικό (ΟλΑΠ 24/1992).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ.), το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσίβλητων και την ένσταση της πρώτης απ’ αυτούς περί ιδίας αυτής κυριότητα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Ο ενάγων δυνάμει των με αριθ. …/1982 και …/1983 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων της Συμβολαιογράφου, Κ.Β., νόμιμα μεταγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο, τυγχάνει αποκλειστικός κύριος ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στο εγκεκριμένο σχέδιο του Δήμου …., απέναντι από το Δημοτικό Πάρκο …, εν μέρει στο με αριθ. 140 και εν μέρει στο με αριθ. 141 οικοδομικά τετράγωνα επί της οδού …. Το εν λόγω οικόπεδο κατά τα παραπάνω κτητικά συμβόλαια και βάσει του συνημμένου σε αυτά από Ιούνιο 1982 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α.Ν. έχει εμβαδά 367 τ.μ., αποτυπώνεται με τους αριθ. … και συνορεύει… Η πρώτη εναγομένη δυνάμει των με αριθ. [… συμβολαίων] νόμιμα μεταγραμμένων, είναι αποκλειστικά κυρία ενός οικοπέδου (με την μέσα σε αυτό οικοδομή του) εμβαδού 213,32 τ.μ., που βρίσκεται στο 140Α Οικοδομικό Τετράγωνο της πόλεως του …. επί της δημοτικής οδού …, το οποίο κατά τα άνω κτητικά συμβόλαια και βάσει του από Ιούνιο 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού, Β.Μ., εμφαίνεται υπό τα στοιχεία […]. Οι όμορες κατά τα παραπάνω ιδιοκτησίες του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης διαχωρίζονται σε κάποιο μήκος του κοινού ορίου τους με συρματοφράχτη μήκους περίπου είκοσι (20) μέτρων, ο οποίος υπήρχε στο ίδιο σημείο, κατά το μάρτυρα ανταποδείξεως, Χ. Χ., πριν από είκοσι οκτώ (28) χρόνια, που ο ίδιος διαμένει στην περιοχή απέναντι από τις ιδιοκτησίες των διαδίκων, ο οποίος καταθέτει: «Διαμένω στην περιοχή … 28 χρόνια … Υπήρχε ο φράχτης από τότε που πήγα εκεί και υπάρχει μέχρι σήμερα. Φαίνεται η παλαιότητά του. Δεν μετακινήθηκε ποτέ. Δεν έγινε καμία αντικατάστασή του …». Την ύπαρξη του εν λόγω συρματοφράχτη στο ίδιο σημείο μέχρι σήμερα, χωρίς καμία απολύτως μετακίνησή του, βεβαιώνουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο Β.Ψ. από το έτος 1980 μέχρι σήμερα και ο Χ.Γ. από το έτος 1977 μέχρι σήμερα. Τα παραπάνω, μάλιστα, συνάδουν και με το με ημερομηνία σύνταξης 30.6.1998 υπόμνημα της πρώτης εναγομένης ενώπιον του Πολεοδομικού Γραφείου του Δήμου …., σχετικό με την με αριθμ. 4/1997 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεων προς διάνοιξη οδών στα Ο.Τ. 140-141 του Σχεδίου πόλης …, όπου αυτή ισχυρίζεται ότι η εν λόγω πράξη συντάχτηκε με πλάνη περί τα πράγματα ως προς την θέση του δυτικού ορίου της ιδιοκτησίας της αφού ελήφθη ως όριο η μη υλοποιημένη στο έδαφος και οπωσδήποτε ανύπαρκτη γραμμή που φαίνεται στο διάγραμμα και όχι το συρματόπλεγμα που έχοντας τοποθετηθεί πριν πολλές δεκαετίες στην συγκεκριμένη θέση και επισκευασθεί πρόσφατα, το έτος 1994, υλοποιώντας το πραγματικό όριο των ιδιοκτησιών II και III, απεικονίζεται ευκρινέστερα στο εν λόγω διάγραμμα. Δηλαδή και η πρώτη εναγομένη υποστηρίζει το έτος σύνταξης του άνω υπομνήματος (1998) ότι το επίδικο συρματόπλεγμα έχει τοποθετηθεί πριν πολλές δεκαετίες στην συγκεκριμένη θέση, καθώς και ότι επισκευάσθηκε το έτος 1994 και όχι ότι κατά την επισκευή του μετακινήθηκε. Εξάλλου, κατά τον μάρτυρα αποδείξεως (Χ.Χ.) όταν κατοίκησε στην περιοχή απέναντι από τις ιδιοκτησίες των διαδίκων υπήρχαν τα δέντρα, τότε μικρά, που υπάρχουν και σήμερα μεγάλα, που βρίσκονται στο οικόπεδο της πρώτης εναγομένης δίπλα ακριβώς στον άνω συρματοφράχτη, των οποίων η ηλικία κατά την από 27.9.2014 γνωμάτευση του γεωπόνου Π. Μ. είναι 25 ετών περίπου. Έτσι, ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι η πρώτη εναγομένη κατέλαβε το πρώτον κατά το έτος 1994 με την μετακίνηση του αρχικού φράχτη, την επίδικη εδαφική λωρίδα, εμβαδού 18 τ.μ., όπως αυτή εμφαίνεται στο από 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Σ. Κ. με την από 20.11.2011 σχετική σημείωση, με στοιχεία … οπότε τότε (1997) κατά τον ισχυρισμό του τη σύνταξη του άνω τοπογραφικού έλαβε γνώση της κατάληψης του επιδίκου, δεν αποδείχθηκε βάσιμη από ουσιαστική άποψη, αφού κατά τα προαναφερθέντα, η επίδικη εδαφική λωρίδα βρισκόταν στη νομή του δικαιοπαρόχου της εναγομένης και εν συνεχεία της ίδιας με την άσκηση σε αυτήν εμφανών πράξεων νομής και κατοχής με διάνοια κυρίου (ύπαρξη, διατήρηση και μη μετακίνηση από την αρχική θέση του, παρά την επισκευή του από την πρώτη εναγομένη το έτος 1994 του προαναφερθέντος συρματοφράχτη, που διαχωρίζει εμφανώς στο σημείο εκείνο τις δύο όμορες ιδιοκτησίες των διαδίκων, φύτευση από την πρώτη εναγομένη των δύο καλλωπιστικών δέντρων στην επίδικη εδαφική λωρίδα) πολύ πριν το έτος 1994, τουλάχιστον από το έτος 1980 περίπου, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Ούτε έχει σημασία, και αληθής υποτιθέμενος, ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι θεωρούσε ευλόγως ότι δεν υπάρχει λόγος διαμαρτυρίας του για την συνέχιση της ύπαρξης του συρματοφράχτη στην ίδια θέση και έγερσης όλα αυτά τα χρόνια της διεκδικητικής αγωγής, λόγω του ότι αυτός (ενάγων) εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης της επίδικης εδαφικής λωρίδας και στα κτητικά του συμβόλαια και στα σχέδια της πράξης τακτοποίησης της Πολεοδομίας Αγρινίου και θα πληρωνόταν αυτός για την επίδικη εδαφική λωρίδα με βάση την με αριθμ. 73/1993 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ως δικαιούχος του οικοπέδου του, μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν και η επίδικη εδαφική λωρίδα (ενώ το σχέδιο ρυμοτομίας τελικά ανακλήθηκε με την με αρ. 5/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγρινίου), αφού ανεξάρτητα από τα όρια της ιδιοκτησίας του κατά τα κτητικά του συμβόλαια και κατά τα σχέδια της Πολεοδομίας, ο συρμάτινος φράχτης εμφανώς τοποθετημένος και αμετακίνητος από το έτος 1980 περίπου και μετά, ήταν αυτός που στην πράξη καθόριζε το όριο των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων στο σημείο εκείνο, και οι εναγόμενοι ασκούσαν στην επίδικη εδαφική λωρίδα εμφανείς υλικές πράξεις με τις οποίες εκδήλωναν την θέλησή τους να την εξουσιάζουν με διάνοια κυρίου. Έτσι, λοιπόν, οι εναγόμενοι κατέστησαν με την άσκηση πράξεων νομής με διάνοια κυρίου στην εν λόγω εδαφική λωρίδα κύριοι αυτής με έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ). Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση είναι ανεπίδεκτη έκτακτης χρησικτησίας κρίνεται αβάσιμος, καθώς το σχέδιο ρυμοτομίας ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 5/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγρινίου, γεγονός το οποίο συνομολογεί και ο ίδιος ο εκκαλών».

Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που δέχθηκε τα ίδια και είχε απορρίψει την ένδικη διεκδικητική κυριότητας αγωγή αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι η πρώτη εναγόμενη έγινε κυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας με έκτακτη χρησικτησία. Έτσι που έκρινε το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται σαφώς, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ, αφού, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές του, και ο δικαιοπάροχος της πρώτης αναιρεσίβλητης οπωσδήποτε είχε καταστεί κύριος της επίδικης εδαφικής λωρίδας με έκτακτη χρησικτησία, και, σε κάθε περίπτωση, με τον τρόπο αυτόν κατέστη κυρία του εν λόγω ακινήτου η ίδια η πρώτη αναιρεσίβλητη, συνυπολογίζοντας το δικό της χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου της, αλλά και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ’ αυτήν, κατά τα προεκτιθέμενα, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για την κρίση του αναφορικά με τις παραπάνω παραδοχές του, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αναφέρονται στο θέμα της, κατά τα πιο πάνω, ασκήσεως από την πρώτη αναιρεσίβλητη και το δικαιοπάροχό της συνεχούς και χωρίς καμία διακοπή νομής για χρησικτησία επί χρόνο μείζονα της εικοσαετίας με τη θέληση να εξουσιάζουν το επίδικο ως κύριοι, και στο ότι η λωρίδα αυτή δεν είναι κοινόχρηστο πράγμα, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και ιδίως των άρθρων 974 επ., 1045 και 1051 του ΑΚ. Επίσης, ορθώς δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 966, 967, 1041, 1033 και 1094 του ΑΚ, αφού τα προαναφερόμενα περιστατικά δεν πληρούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών. Ενόψει τούτων και αυτών που εκτίθενται στη μείζονα πρόταση της παρούσας σκέψεως, τόσο οι από το άρθρο 560 αριθ.1 ΚΠολΔ αφενός δεύτερος, πέμπτος, όγδοος και ένατος λόγοι αναίρεσης του κύριου δικογράφου και αφετέρου πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, πέμπτος, έκτος, δέκατος και ενδέκατος, κατά το σχετικό μέρος του, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, όσο και οι από τον αριθμό 6 του ίδιου άρθρου τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, έκτος, έβδομος, όγδοος και ένατος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται, αντιστοίχως, τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι πλήττουσες δε την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα αναφορικά προς το χρόνο έναρξης της νομής επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο της πρώτης αναιρεσίβλητης, αιτιάσεις των αυτών λόγων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.

Από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αριθ. 1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ, η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει ότι μεταξύ των κοινόχρηστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως (δημοτικές ή κοινοτικές κ.λπ.). Οι εν λόγω οδοί αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος α) από το νόμο, ήτοι με το χαρακτηρισμό τους ως οδών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (όπως διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή και γ) με την αμνημόνευτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπαν οι διατάξεις ν. 3 § 2 Πανδ. 43.7 του προϊσχύσαντος βυζαντινορρωμαϊκού δίκαιου (ΑΠ 1594/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ανωτέρω, δεν αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα από τα αξιούμενα από τις προμνημονευόμενες ουσιαστικές διατάξεις για την παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτισία ως ουσιαστικά βάσιμης, αφού υπάρχει παραδοχή σ’ αυτήν (απόφαση) ότι ο δικαιοπάροχος της εναγόμενης και εν συνεχεία η ίδια από το έτος 1980 συνεχώς και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας ασκούσαν στην επίδικη εδαφική λωρίδα εμφανείς υλικές πράξεις με τις οποίες εκδήλωναν τη θέλησή τους να την εξουσιάζουν με διάνοια κυρίου και ότι αυτή δεν κατέστη εκτός συναλλαγής πράγμα, αφού δεν δέχεται ότι συντελέσθηκε απαλλοτρίωση αυτής, πράγμα το οποίο ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε. Επομένως, ο ενδέκατος, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με την παραπάνω κρίση του, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 966, 967, 974 και 1045 ΑΚ είναι με το να μη δεχθεί ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα ήταν ανεπίδεκτη χρησικτησίας κατά τα έτη 1965-2007, απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού δεν συντρέχουν οι προεκτεθείσες νόμιμες προϋποθέσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *