Εκ προθέσεως υποβάθμιση περιβάλλοντος κατ΄ εξακολούθηση. Ποινική ευθύνη Προέδρου Δ.Σ. και Αντιπροέδρου Δ.Σ. Α.Ε. Απαιτείται να διαπιστωθεί η ύπαρξη ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος. Δεν αρκεί η μη συμμόρφωση σε εγκριθείσες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Δεν αναφέρονται τα ανώτατα επίπεδα ρυπάνσεως, η παραβίαση των οποίων συνιστά ρύπανση. Δεν προσδιορίζονται τα επίπεδα των προκληθέντων ρύπων, από τα οποία θα μπορούσαν να προκληθούν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Δεν αναφέρεται ποια διάταξη νόμου καθορίζει τα ανώτατα όρια ρύπων, η μέθοδος μετρήσεώς τους κλπ. Για τα επικίνδυνα απόβλητα δεν αναφέρονται οι οριακές τιμές περιεκτικότητας επικινδύνων ουσιών. Παραγραφή κάποιων εκ των μερικοτέρων πράξεων και παύση της ποινικής δίωξης για αυτές. Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 584/2012 απόφαση του Τριμ. Εφ. Θράκης για τους ως άνω λόγους.

 

(ΝΟΒ 2014/124) Ρύπανση περιβάλλοντος. Εκ προθέσεως υποβάθμιση περιβάλλοντος κατ΄ εξακολούθηση. Ποινική ευθύνη Προέδρου Δ.Σ. και Αντιπροέδρου Δ.Σ. Α.Ε. Απαιτείται να διαπιστωθεί η ύπαρξη ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος. Δεν αρκεί η μη συμμόρφωση σε εγκριθείσες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Δεν αναφέρονται τα ανώτατα επίπεδα ρυπάνσεως, η παραβίαση των οποίων συνιστά ρύπανση. Δεν προσδιορίζονται τα επίπεδα των προκληθέντων ρύπων, από τα οποία θα μπορούσαν να προκληθούν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Δεν αναφέρεται ποια διάταξη νόμου καθορίζει τα ανώτατα όρια ρύπων, η μέθοδος μετρήσεώς τους κλπ. Για τα επικίνδυνα απόβλητα δεν αναφέρονται οι οριακές τιμές περιεκτικότητας επικινδύνων ουσιών. Παραγραφή κάποιων εκ των μερικοτέρων πράξεων και παύση της ποινικής δίωξης για αυτές. Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 584/2012 απόφαση του Τριμ. Εφ. Θράκης για τους ως άνω λόγους.

ΑΡΙΘΜΟΣ 911/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια και Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Ι. Δ. του Σ. και 2. Κ. Π. του Γ., κατοίκων ……… …. που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Παύλου, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 584/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2012 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1130/2012.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι από 10/10/2012 με χωριστά δικόγραφα ασκηθείσες αιτήσεις αναιρέσεως των Ι. Δ. και Κ. Π. κατά της 584/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς.

Κατά το άρθρο 28 παρ.1 εδ.α και β, 2 και 5 του Ν. 1650/1986, με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο έτη και με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη, που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κατ` εξουσιοδότησή του εκδιδομένων διαταγμάτων και υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων, ή ασκεί δραστηριότητα η επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού άδεια ή έγκριση και υποβαθμίζει το περιβάλλον, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου, σε περιπτώσεις δε τέλεσης των εγκλημάτων της παραγράφου 1 από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ένα έτος. Οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι εντεταλμένοι ή διευθύνοντες σύμβουλοι ανωνύμων εταιριών, οι διαχειριστές εταιριών περιορισμένης ευθύνης, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου συνεταιρισμών, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση ή τη διαχείριση άλλων νομικών προσώπων του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Για κάθε πράξη ή παράλειψη του νομικού προσώπου που εμπίπτει στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, τα πρόσωπα αυτά τιμωρούνται ως αυτουργοί, ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ευθύνη άλλου φυσικού προσώπου, εφόσον από πρόθεση ή από αμέλεια δεν τήρησαν την ιδιαίτερη νομική τους υποχρέωση να μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι βασικοί στόχοι αυτού είναι, μεταξύ άλλων, και η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτό, προληπτικών μέτρων και η διασφάλιση της ανθρώπινης υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ειδικότερα από τη ρύπανση και τις οχλήσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου ως “περιβάλλον” νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. “Ρύπανση” δε είναι η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημίες και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Τέλος, ως “υποβάθμιση” νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες”. “Προστασία του περιβάλλοντος” είναι “το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωσή του”. “Φυσικοί πόροι” είναι “κάθε στοιχείο του περιβάλλοντος που χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για την ικανοποίηση των αναγκών του και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο”. “Απόβλητα” είναι “κάθε ποσότητα ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας) σε οποιαδήποτε φυσική κατάσταση ή αντικειμένων από τα οποία ο κάτοχος τους θέλει ή πρέπει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, εφόσον είναι δυνατό να προκαλέσουν ρύπανση”. “Ουσίες” είναι “χημικά στοιχεία και οι ενώσεις τους, όπως παρουσιάζονται στη φυσική τους κατάσταση ή όπως παράγονται δευτερογενώς”. “Επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα” είναι “οι ουσίες ή τα παρασκευάσματα που είναι τοξικές, διαβρωτικές, ερεθιστικές, εκρηκτικές, εύφλεκτες, καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες, ραδιενεργές ή άλλες ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επιταχύνουν την καύση, να αλλοιώνουν την φυσική κατάσταση του νερού, του εδάφους ή του αέρα και να προσβάλλουν δυσμενώς τον άνθρωπο και όλα τα άλλα έμβια όντα καθώς και το φυσικό περιβάλλον”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 2 και 28 του Ν. 1650/1986 προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μεικτού εγκλήματος της ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη “ρυπάνσεως” ή “υποβαθμίσεως” του περιβάλλοντος, κατά την έννοια που προσδίδουν στους όρους αυτούς οι διατάξεις του άρθρου 2 και δεν αρκεί η μη συμμόρφωση στις, δια την συγκεκριμένη βιομηχανική εγκατάσταση, εγκριθείσες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) ή στους εγκριθέντες Περιβαλλοντικούς όρους (ΕΠΟ). Επιπλέον, η περί ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος γνωμάτευση διατυπούται από ειδικούς, οι οποίο ορίζονται και γνωματεύουν με βάση τις κείμενες διατάξεις και δεν αφίεται στην αντίληψη του “μέσου κοινωνικού ανθρώπου”.

Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 11, 25 και 26 του Ν. 1650/1986, καθορίζουν ή παραπέμπουν σε Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις τις αρμόδιες αρχές για την διεξαγωγή των περιβαλλοντικών επιχειρήσεων, για τις οριακές τιμές παραμέτρων ποιότητας της ατμόσφαιρας, για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσής τους, για την προστασία του εδάφους, ιδίως από επικίνδυνα απόβλητα, και για τον Ενιαίο Φορέα Περιβάλλοντος (Ε.Φ.Ο.Π.), ο οποίος μεταξύ άλλων καθορίζει σε Εθνικό επίπεδο, τις οριακές τιμές παραμέτρων ποιότητας περιβάλλοντος και τις οριακές τιμές αποβλήτων και τα κλιμάκια ποιότητας περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.ΠΕ). Ειδικά για τα επικίνδυνα απόβλητα ισχύει η Κοινή Υπουργική Απόφαση 13588/725/2006, με την οποία καθορίζονται οι οριακές τιμές εκπομπής παντός είδους επικίνδυνων αποβλήτων. Δηλαδή, ρύπανση του περιβάλλοντος, δεν συνιστούν οι σύμφυτοι με την λειτουργία της συγκεκριμένης βιομηχανικής εγκαταστάσεως, εκπεμπόμενοι συνήθεις ρύποι, αλλά οι ρύποι οι οποίοι κατά το άρθρο 2 “εκ της ποσότητας”, συγκεντρώσεως και διάρκειας αυτών είναι δυνατόν “να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία κατά την “φυσική, διανοητική και κοινωνική ευεξία του ατόμου ή του συνόλου του πληθυσμού” ή στους “ζωντανούς οργανισμούς” και τα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Και περαιτέρω, για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, απαιτείται “ρύπανση” υπό την προαναφερθείσα έννοια ή “οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στο περιβάλλον… κτλ”, όπως κατά τα άνω ορίζει η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 1650/1986. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν περιέχονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται με το διατακτικό με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα. Περαιτέρω, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν η απόφαση δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Aρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το κατ` έφεση δίκασαν Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη 584/2012 απόφασή του, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες για εκ προθέσεως υποβάθμιση περιβάλλοντος κατ` εξακολούθηση και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Για να καταλήξει στην καταδικαστική αυτή κρίση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι από την ακροαματική διαδικασία και τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: “Στη βιομηχανική περιοχή (ΒΙΠΕ) … η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, εκμεταλλεύεται βιομηχανική μονάδα ανάκτησης, αποθήκευσης, παραγωγής και εμπορίας ορυκτελαίων, γράσων και πετρελαιοειδών, καθώς και ανακύκλωσης χρησιμοποιουμένων ορυκτελαίων και πετρελαϊκών καταλοίπων, η οποία λειτουργεί βάσει της με αριθμό 748/ΔΒΕ/Φ 14.3/34/22/6/2000 απόφασης χορήγησης σχετικής άδειας του Νομάρχη Έβρου. Στην εταιρία αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος Ι. Δ. είναι Πρόεδρος του ΔΣ και ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Π. Αντιπρόεδρος του ΔΣ, ασκούντες αμφότεροι ουσιαστική διοίκηση. Ως εκ τούτου είναι και οι δύο υπεύθυνοι για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Με τις υπ` αριθμ. 32025/21/8/1996 ΚΥΑ και 144093/26/11/2007 ΚΥΑ αποφάσεις της Δ/νσης ΕΑΡΘ Τμ. Βιομηχανιών ΥΠΕΧΩΔΕ (ΕΠΟ), εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την λειτουργία της βιομηχανικής μονάδας, η τήρηση των οποίων ήταν απαραίτητη προς αποτροπή της περιβαλλοντικής ρύπανσης. Εν τούτοις, στις 10-2- 2005, 15-3-2005, 2-5-2006, 22-6-2007, 8-7-2008, 19-7-2008, 6-8-2008 αλλά και σε άλλες αδιακρίβωτες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος, από 10-2-2005 έως 6-8-2008, κατά τη λειτουργία της ανωτέρω μονάδας από τις εγκαταστάσεις της παραπάνω επιχείρησης, στην ατμόσφαιρα αέριοι ρύποι, υπήρχαν διαρροές υγρών αποβλήτων από τα βαρέλια αποθήκευσης, εντός και εκτός του γηπέδου της εγκατάστασης και διαπιστώθηκε ενταφιασμός υγρών απόβλητων της μονάδας (απόβλητα στυρενίου, τασιενεργών, εξουδετερωμένης όξινης ιλύος, στερεά υπολείμματα φιλτρόπρεσσας), χωρίς την απαιτούμενη άδεια διάθεσης για την ταφή των αποβλήτων αυτών στο χώρο του εργοστασίου, με αποτέλεσμα από όλα τα παραπάνω να προκαλείται έντονη δυσοσμία στην ευρύτερη περιοχή. Οι προηγούμενες εκπομπές και δυσοσμίες θα περιορίζονταν στο ελάχιστον, εάν οι κατηγορούμενοι υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους (α), σχετικά με τον έλεγχο και τη διάθεση των αερίων ρύπων που εκπέμπονταν από τις εγκαταστάσεις της παραπάνω επιχείρησης, διενεργούσαν μετρήσεις για τα αιωρούμενα σωματίδια και τις πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) που εκπέμπονταν από τον καυστήρα, ο οποίος χρησιμοποιεί ως καύσιμο τις εξατμίσεις που προέρχονται από τις αεραντλίες κενού, τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτ/σης, πραγματοποιούσαν αναλύσεις ποιότητας των χρησιμοποιούμενων καυσίμων ιδιοκατανάλωσης και ελάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή δυσοσμιών στο περιβάλλον, σύμφωνα με τους υπ` αριθμ., 4.1.4, 4.1.7 και 4.1.8 όρους, της ΕΠΟ 144093/26-11-2007 και 4.1.2 και 4.14 της ΕΠΟ 32025/21-8-1996, β) σχετικά με τη διάθεση των υγρών αποβλήτων του παραπάνω εργοστασίου, φρόντιζαν ώστε να μην υπάρχουν διαρροές επί του εδάφους και επί των ασφαλτοστρωμένων χώρων της εγκατάστασης, σύμφωνα με τον υπ` αριθμ. 4.1.8 όρο, της ΕΠΟ 144093/26-11-2007, εφάρμοζαν την καταγραφή των παραγόμενων στερεών αποβλήτων, σύμφωνα με τον όρο 4.3.4 της παραπάνω ΕΠΟ, πραγματοποιούσαν αναλύσεις της ποιότητας των επεξεργασμένων αποβλήτων, τηρούσαν βιβλίο καταγραφής των αποτελεσμάτων των αναλύσεων, καθώς και ημερολόγιο συντήρησης-ελέγχου, σύμφωνα με τα άρθρα 4.2.9 και 10 της παραπάνω ΕΠΟ, γ) σχετικά με τη αποθήκευση και διαχείριση της εγκατάστασης διέθεταν την απαιτούμενη άδεια διάθεσης για την ταφή των αποβλήτων αυτών στο χώρο του εργοστασίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΚΥΑ 50910/2003 και δ) σχετικά με την αποθήκευση και διαχείριση της εγκατάστασης, διέθεταν για τις εισαγωγές των Αποβλήτων Λιπαντικών Ελαίων (Α.Λ.Ε.) άδεια διασυνοριακής μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΚΥΑ 13588/725/2006 και του κεφαλαίου 1.3 του παρ/ματος της ΚΥΑ 24944/1159/06, φρόντιζαν ώστε η παραπάνω βιομηχανική μονάδα να είναι συμβεβλημένη με εγκεκριμένο σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης Α.Λ.Ε. σύμφωνα με τον όρο 4.4.22 της ισχύουσας Ε.Π.Ο., συμπλήρωναν τα ειδικά έντυπα αναγνώρισης αποβλήτων κατά τη συλλογή και διάθεση των Α.Λ.Ε. και πραγματοποιούσαν ελέγχους για τη διαπίστωση παρουσίας ΡCB/ΡCΤ και άλλων χλωριωμένων υδρογονανθράκων στις ποσότητες των ΑΛΕ που συλλέγονται από την ίδια την επιχείρηση, καθώς και στα παραγόμενα προϊόντα και τηρούσαν σχετικά αρχεία, σύμφωνα με τους όρους 4.4.2 και 4.4.3. της ισχύουσας Ε.Π.Ο., ενέργειες που δεν πραγματοποιήθηκαν εν γνώσει, των κατηγορουμένων κατά τους επίδικους χρόνους. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής υφίσταντο τη δυσοσμία από την εκπομπή των αερίων ρύπων στην ατμόσφαιρα, τη διαρροή των υγρών αποβλήτων εδάφους και την ταφή των αποβλήτων αυτών στο χώρο του εργοστασίου, η οποία ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες γινόταν κατά περιόδους εντονότερη. Η δυσοσμία αυτή υποβάθμιζε το περιβάλλον με το να προκαλεί αρνητικές στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής αυτής και είναι πιθανό να είχε βλαπτικές συνέπειες και στην υγεία τους, αφού αυτοί εξαναγκάζονται να ζουν σε ένα περιβάλλον ανθυγιεινό και οπτικά αντιαισθητικό. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, διότι από την λειτουργία της βιομηχανικής μονάδας, για την οποία αυτοί είναι συνυπεύθυνοι, προκλήθηκε κατά τους προαναφερόμενους χρόνους ρύπανση με την έκλυση δυσάρεστων οσμών, γεγονός που υποβάθμιζε το φυσικό περιβάλλον της περιοχής της βιομηχανικής μονάδας της περιοχής του …. καθώς επηρεαζόταν δυσμενώς η υγεία και η ποιότητα ζωής των κατοίκων. Η κρίση αυτή για την υποβάθμιση δεν προϋποθέτει μετρήσεις με βάση τεχνικούς κανόνες, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ως άνω κατηγορούμενοι, γιατί αφορά την αισθητική παρουσία του περιβάλλοντος χώρου, η οποία κρίνεται αντικειμενικά και σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και βιώνει ανάλογες συνθήκες, ούτε προϋποθέτει σχετικές δειγματοληψίες, εφόσον μάλιστα όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες, δεν υπήρχε τότε στην περιοχή το κατάλληλο όργανο. Το γεγονός δε της υποβάθμισης του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής σαφώς γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, ως συνυπεύθυνοι της λειτουργίας του εργοστασίου, και το αποδέχθηκαν. Εφόσον, όμως, οι κατηγορούμενοι έως την τέλεση των άνω εγκλημάτων έζησαν έντιμη ατομική, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή και δεν καταδικάστηκαν με οποιαδήποτε ποινή πρέπει να αναγνωριστεί σ` αυτούς το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2α Π.Κ., καθώς και της περιπτώσεως 84§2δ, καθόσον οι κατηγορούμενοι, επέδειξαν ειλικρινή μεταμέλεια (εκσυγχρόνισαν τον εργοστάσιό τους και έπαυσαν πλέον οι οσμές και η ρύπανση περιβάλλοντος, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες). Ακολούθως, το δικαστήριο, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους του ότι “Στην ΒΙΠΕ …. στις 10-2-2005, 15-3-2005, 2-5-2006, 22-6-2007, 8-7-2008, 19-7-2008, 6-8-2008 αλλά και σε άλλες αδιακρίβωτες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος, από 10-2-2005 έως 6-8-2008, ενεργώντας από κοινού, κατόπιν συναποφάσεως, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, ο μεν 1ος κατηγορούμενος (Δ. Ι.) ως πρόεδρος και ο β` κατηγορούμενος (Π. Κ.) ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…………” η οποία είναι βιομηχανία ανάκτησης, αποθήκευσης, παραγωγής και εμπορίας ορυκτελαίων γράσων και πετρελαιοειδών, καθώς και ανακύκλωσης χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων και πετρελαϊκών καταλοίπων, ασκώντας την παραπάνω δραστηριότητα και όντας υπόχρεοι ως εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων τους να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος, δεν συμμορφώθηκαν με τις διατάξεις αυτές και προκάλεσαν υποβάθμιση περιβάλλοντος, σε τέτοια ένταση και διάρκεια, που απέφεραν αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής των περιοίκων και ειδικότερα, με τις ως άνω ιδιότητές τους, σε αδιακρίβωτους χρόνους εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος, με πρόθεση παραβίασαν τις εγκεκριμένες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) της παραπάνω βιομηχανικής μονάδας, οι οποίες είχαν εγκριθεί δυνάμει των υπ` αριθμ. 32025/21-8-1996 ΚΥΑ και 144093/26-11-2007 ΚΥΑ, αποφάσεων της Δ/νσης ΕΑΡΘ Τμ. Βιομηχανιών ΥΠΕΧΩΔΕ, (ΕΠΟ), Α) σχετικά με τον έλεγχο και τη διάθεση των αερίων ρύπων που εκπέμπονταν από τις εγκαταστάσεις της παραπάνω επιχείρησης, καθόσον δεν διενεργούσαν μετρήσεις για τα αιωρούμενα σωματίδια και τις πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) που εκπέμπονταν από τον καυστήρα, ο οποίος χρησιμοποιεί ως καύσιμο τις εξατμίσεις που προέρχονται από τις αεραντλίες κενού, τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτ/σης, δεν πραγματοποιούσαν αναλύσεις ποιότητας των χρησιμοποιούμενων καυσίμων ιδιοκατανάλωσης και δεν ελάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή δυσοσμιών στο περιβάλλον, κατά παράβαση των υπ` αριθμ, 4.1.4, 4.1.7 και 4.1.8 όρων, της ΕΠΟ 144093/26-11-2007 και 4.1.2 και 4.14 της ΕΠΟ 32025/21-8- 1996, με αποτέλεσμα να διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα αέριοι ρύποι και να προκαλείται έντονη δυσοσμία στην ευρύτερη περιοχή, η οποία υποβάθμιζε τη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Β) Σχετικά με τη διάθεση των υγρών αποβλήτων του παραπάνω εργοστασίου, όπου δεν φρόντιζαν ώστε να μην υπάρχουν διαρροές επί του εδάφους και επί των ασφαλτοστρωμένων χώρων της εγκατάστασης, με αποτέλεσμα να υφίστανται τέτοιες διαρροές από τα βαρέλια αποθήκευσης, εντός και εκτός του γηπέδου της εγκατάστασης, οι οποίες προκαλούσαν έντονες δυσοσμίες στην ευρύτερη περιοχή, κατά παράβαση του όρου 4.1.8 της ΕΠΟ 144093/26-11-2007 και να προκαλείται κίνδυνος ρύπανσης υπεδάφους και των υπογείων υδάτων, δεν εφάρμοζαν την καταγραφή των παραγόμενων στερεών αποβλήτων, κατά παράβαση του όρου 4.3.4 της παραπάνω ΕΠΟ, δεν πραγματοποιούσαν αναλύσεις της ποιότητας των επεξεργασμένων αποβλήτων, δεν τηρούσαν βιβλίο καταγραφής των αποτελεσμάτων των αναλύσεων, καθώς και ημερολόγιο συντήρησης-ελέγχου, κατά παράβαση των άρθρων 4.2.9 και 10 της παραπάνω ΕΠΟ. Γ) Σχετικά με την αποθήκευση και διαχείριση της εγκατάστασης ενταφίασαν υγρά απόβλητα της μονάδας (απόβλητα στυρενίου, τασιενεργών, εξουδετερωμένης όξινης ιλύος, στερεά υπολείμματα φιλτρόπρεσσας), χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη άδεια διάθεσης για την ταφή των αποβλήτων αυτών στο χώρο του εργοστασίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΚΥΑ 50910/2003, και Δ) σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων λιπαντικών ελαίων, καθόσον δεν διέθεταν για τις εισαγωγές των Αποβλήτων Λιπαντικών Ελαίων (Α.Λ.Ε.) άδεια διασυνοριακής μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων, κατά παράβαση του άρθρου 7 της ΚΥΑ 13588/725/2006 και του κεφαλαίου 1.3 του παρ/ματος της ΚΥΑ 24944/1159/06, δεν φρόντισαν ώστε η παραπάνω βιομηχανική μονάδα να είναι συμβεβλημένη με εγκεκριμένο σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης Α.Λ.Ε. κατά παράβαση του όρου 4.4.22 της ισχύουσας Ε.Π.Ο., δεν συμπλήρωναν τα ειδικά έντυπα αναγνώρισης αποβλήτων κατά τη συλλογή και διάθεση των Α.Λ.Ε. και δεν πραγματοποιούσαν ελέγχους για τη διαπίστωση παρουσίας PCB/PCT και άλλων χλωριωμένων υδρογονανθράκων στις ποσότητες των ΑΛΕ που συλλέγονται από την ίδια την επιχείρηση, καθώς και στα παραγόμενα προϊόντα και δεν τηρούσαν σχετικά αρχεία, κατά παράβαση των όρων 4.4.2 και 4.4.3. της ισχύουσας Ε.Π.Ο., προκαλώντας υποβάθμιση του περιβάλλοντος”.

Με τις παραδοχές όμως αυτές η αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Τούτο γιατί: 1) τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό δεν αναφέρεται ποία διάταξη νόμου ή ποίο κατ` εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέν διάταγμα ή Υπουργική ή Νομαρχιακή απόφαση, καθορίζει τα ανώτατα για την περίπτωση όρια ρύπων, καθώς και ο τρόπος, η μέθοδος μετρήσεως αυτών, αλλά και η αρμόδια αρχή, η οποία διενεργεί τις μετρήσεις, 2) διότι όχι μόνον δεν αναφέρονται τα ανώτατα επίπεδα ρυπάνσεως, η παραβίαση των οποίων συνιστά “ρύπανση”, αλλά δεν προσδιορίζονται παντελώς επίπεδα των προκληθέντων ρύπων “κατά ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια” στο περιβάλλον της περιοχής, από τα οποία συγκεκριμένα επίπεδα θα ήταν δυνατόν να προκληθούν “αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στο οικοσύστημα ή υλικές ζημίες και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του”, ώστε συντρεχουσών όλων αυτών των προϋποθέσεων να υπάρξει “ρύπανση”, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 2 του Ν. 1650/1986, 3) διότι υπάρχει ουσιώδης αντίφαση ως προς την παραδοχή του είδους της ρύπανσης και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, καθόσον ενώ δέχεται ότι “οι κάτοικοι της περιοχής αυτής υφίσταντο τη δυσοσμία από την εκπομπή των αερίων ρύπων στην ατμόσφαιρα, την διαρροή των υγρών αποβλήτων εδάφους και την ταφή των αποβλήτων στο χώρο του εργοστασίου” και ότι “προκλήθηκε ρύπανση με την έκλυση δυσάρεστων οσμών, γεγονός που υποβάθμιζε το φυσικό περιβάλλον της περιοχής της βιομηχανικής μονάδας της περιοχής του …..”, εν τούτοις αντιφατικώς δέχεται ότι η ρύπανση αυτή και η εντεύθεν υποβάθμιση του περιβάλλοντος ήταν “αισθητική”, δεχθέν αυθαιρέτως ότι για την μέτρηση της ρύπανσης αυτής “δεν απαιτούνται τεχνικοί κανόνες αλλά η σχετική περί υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος κρίση διαμορφώνεται σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που βιώνει ανάλογες συνθήκες, ούτε προϋποθέτει σχετικές δειγματοληψίες, αφού μάλιστα στην περιοχή τότε δεν υπήρχε και το “κατάλληλο όργανο”, η έλλειψη του οποίου σημειωτέον δεν αποτελεί αιτιολογία, 4) διότι ούτε η παραδοχή της “υποβάθμισης” του περιβάλλοντος αιτιολογείται, αφού κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Ν. 1650/1986 “υποβάθμιση” είναι “η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες”, στην προσβαλλόμενη όμως απόφαση δεν εκτίθενται παντάπασι πραγματικά περιστατικά, ούτε με βάση αυτά αναπτύσσονται σκέψεις, ώστε να αιτιολογείται η πιθανότητα αρνητικών επιπτώσεων στους τομείς αυτούς, από την λειτουργία της συγκεκριμένης βιομηχανικής εγκατάστασης, 5) διότι, ειδικά για τα επικίνδυνα απόβλητα, δεν αναφέρονται οι οριακές τιμές περιεκτικότητας επικινδύνων ουσιών, όπως προσδιορίζονται από το παράρτημα 1 και το κεφάλαιο 13 της άνω 13588/725/2006 Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως και κατά πόσο αυτές παραβιάστηκαν, 6) διότι δεν αναφέρεται αν οι εγκεκριμένες μελέτες περιβαλλοντικών όρων και γενικά αν οι εγκριθέντες περιβαλλοντικοί όροι, οι οποίοι τέθηκαν για τη λειτουργία της συγκεκριμένης βιομηχανικής εγκατάστασης, προσδιορίζουν ποσοτικώς και ποιοτικώς τα ανώτατα επιτρεπόμενα επίπεδα ρυπάνσεως και αν αυτά παραβιάστηκαν και κατά πόσο, 7) τέλος, η μη συμμόρφωση των κατηγορουμένων στις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) ή στους Εγκεκριμένους Περιβαλλοντικούς Όρους (ΕΠΟ), όπως η μη διενέργεια μετρήσεων για τα αιωρούμενα σωματίδια και τις πτητικές οργανικές ενώσεις, η μη πραγματοποίηση αναλύσεων ποιότητας των χρησιμοποιουμένων καυσίμων ιδιοκατανάλωσης, η μη καταγραφή των παραγομένων στερεών αποβλήτων, η έλλειψη άδειας για την ταφή των αποβλήτων, η μη συμπλήρωση ειδικών εντύπων αναγνώρισης αποβλήτων και όλες οι άλλες παραλείψεις που αναφέρονται στο αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτές καθ` εαυτές, χωρίς να συνδέονται με την δημιουργία απαγορευμένων ρύπων, δηλαδή ρύπων καθ` υπέρβαση των επιτρεπομένων ορίων, δεν στοιχειοθετούν ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, κοινός και των δύο αναιρέσεων λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα του άλλου λόγου αναιρέσεως. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων παραγράφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου περί πλημ/των είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τρία έτη για τα πλημ/τα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ.β και 511 του ΚΠΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ, 5 του Ν. 3160/2003), προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ειδικότερα δε ο Aρειος Πάγος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων και κριθεί και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος, όπως επί του προκειμένου, οφείλει, αυτεπαγγέλτως, να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β του ΚΠΔ (ΑΠ 170/2012, ΑΠ 696/2010, ΑΠ 174/2010). Περαιτέρω, επί κατ` εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος, οι μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους.

Στην προκειμένη περίπτωση οι μερικότερες πράξεις της αξιόποινης πράξης της ρύπανσης περιβάλλοντος κατ` εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες, και η οποία φέρει τον χαρακτήρα πλημ/τος, φέρονται ότι τελέστηκαν την 10/2/2005, την 15/3/2005 (την 2/5/2006, 22/6/2007, 8/7/2008, 19/7/2008 και 6/8/2008) και σε άλλες αδιακρίβωτες ημερομηνίες εντός του χρονικού αυτού διαστήματος από 10/2/2005 έως 6/8/2008. Επομένως, το αξιόποινο των μερικότερων αυτών πράξεων που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, εξαλείφθηκε με την παραγραφή, αφού από τον χρόνο τελέσεώς τους ως άνω μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας απόφασης), παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των οκτώ ετών, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου της τριετούς αναστολής.

Συνεπώς, αφού η κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν, κατά τα παραπάνω, σαφή, ορισμένο και βάσιμο λόγο αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που έγινε δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων για τις ως άνω μερικότερες πράξεις της αξιόποινης πράξης της ρύπανσης περιβάλλοντος, ενώ για τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 584/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Παύει οριστικά την κατά των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων Ι. Δ. του Σ. και Κ. Π. του Γ., ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για τις μερικότερες πράξεις της κατ` εξακολούθηση ρύπανσης περιβάλλοντος, που φέρεται ότι τέλεσαν στην Βιομηχανική περιοχή … την 10/2/2005, την 15/3/2005 και σε άλλες αδιακρίβωτες ημερομηνίες εντός του χρονικού αυτού διαστήματος από 10/2/2005 έως και τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

Παραπέμπει την υπόθεση για τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιουνίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *