Προστασία προσωπικών Δεδομένων. Έννοια αρχείου Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατά τον Ν. 2472/1997. Περιπτώσεις όπου κατ εξαίρεση και κατόπιν άδειας της αρμοδίας αρχής επιτρέπεται η χρήση προσωπικών δεδομένων άνευ συγκατάθεσης του δικαιούχου αυτών. Τέτοια περίπτωση συνιστά όταν τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται και επεξεργάζονται είναι τα απολύτως απαραίτητα, αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου κατ` αναλογική εφαρμογή της νομοθεσίας για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από δικηγόρους στα πλαίσια παροχής νομικών υπηρεσιών προς τους εντολείς τους δεν απαιτείται άδεια της αρχής ενώ οι τελευταίοι δεσμεύονται από το επαγγελματικό τους απόρρητο να μην διαβιβάζουν ή κοινοποιούν αυτά σε τρίτους καθ υπέρβαση της εντολής του πελάτη τους. Τυχόν παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων επιφέρει ποινικές κυρώσεις κατά του υπαιτίου αλλά και αστική ευθύνη προς αποζημίωση του παθόντος. Αντισυνταγματική η νομοθετική πρόβλεψη ελάχιστου ποσού επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί παράνομης χρήσης προσωπικών δεδομένων. Ορθώς το εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση λόγω επιδίκασης υπέρογκου ποσού χρηματικής ικανοποίησης ένεκα ηθικής βλάβης υπέρ των αναιρεσιβλήτων και εν συνεχεία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή τους καθότι ο αναιρεσείων ορθώς έλαβε αντίγραφο ποινικής απόφασης που περιείχε προσωπικά δεδομένα τους ως δικηγόρος του πολιτικώς ενάγοντος στην δεδομένη δίκη αλλά εσφαλμένα χρησιμοποίησε αυτή άνευ αδείας της αρμόδιας αρχής σε προσωπική του υπόθεση και καθ’ υπέρβαση της εντολής του πελάτη του. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ` αριθμ. 22/ΕΡ-ΔΙ/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας.
Αριθμός 252/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την υπ` αριθμ. ../2017 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δήμητρας Παπαντωνοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: …. κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) … κατοίκου …, 2) …., κατοίκου … και 3) ….., κατοίκου …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-7-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 207/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 22/ΕΡ- ΔΙ/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-6-2016 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 § 4 και 576 §§ 1-2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς το διάδικο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο δεν εμφανίσθηκαν ούτε παραστάθηκαν νόμιμα οι αναιρεσίβλητοι. Προς απόδειξη της κλητεύσεώς τους ο αναιρεσείων προσκομίζει τις υπ` αριθμ. … … και … από 18-1-2017 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης …, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι, μετά από παραγγελία του ιδίου, ακριβές αντίγραφο της από 21 Ιουνίου 2016 αιτήσεώς του για αναίρεση της 22/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε καθέναν από τους αναιρεσίβλητους. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, παρά την απουσία των τελευταίων.

ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απορριπτική της από 7-7-2015 εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθμ. 207/2015 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Βεροίας, που είχε δεχθεί εν μέρει κατ` ουσίαν την από 1-7-2014 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον καθένα τους χρηματικό ποσό λόγω ηθικής βλάβης που είχαν υποστεί από τη συμπεριφορά του, που στοιχειοθετούσε εις βάρος τους το αδίκημα του άρθρου 22 § 4 του ν. 2472/1997.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2016 και έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου…, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος…, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναιρέσεως είναι μόνο έξι και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναιρέσεως που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, όταν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και όταν δεν κήρυξε παρά το νόμο ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Οι λόγοι, επομένως, της αναιρέσεως, με τους οποίους, υπό την επίκληση των αριθμών 10 και 11 περίπτ. γ`, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλονται οι πλημμέλειες, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις) που ο αναιρεσείων προσκόμισε και ότι δέχθηκε πράγματα (δηλ. ότι οι αντίδικοί του υπέστησαν ηθική βλάβη, καθώς επίσης ότι δεν ήταν ευρεία η δημοσιοποίηση της αναφερόμενης ποινικής αποφάσεως) ως αληθινά χωρίς απόδειξη, ακολούθως δε να δεχθεί την ένδικη αγωγή ως κατ` ουσίαν βάσιμη, επικυρώνοντας, έτσι, κατά το κύριο μέρος της την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

IV. Επειδή, κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως : α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων “, β).., γ).., δ) “επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή”, ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την § 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (“αρχείο”) κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”, στ)…, ζ) “υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, η) …, θ) …, ι) “αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι”…. Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 ε` του ίδιου νόμου, “Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ` του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, “Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Κατά το άρθρο 7Α § 1 περίπτ. ε` του ίδιου νόμου, ως αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 23 § 1 του Ν. 3471/2006, “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: …ε) . Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ή εταιρείες των προσώπων αυτών και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας και τα μέλη των εταιρειών δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει νόμος, και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη”. Τέλος, στο άρθρο 22 § 4 του ίδιου Ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, ενώ στη μεν § 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο “αστική ευθύνη” ορίζεται, ότι “φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”, στη δε § 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ` ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.

Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011).

V. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, που δίκασε ως εφετείο, προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν την αναιρετική διαδικασία: “ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων έχει την ιδιότητα του δικηγόρου του δικηγορικού συλλόγου …, ενώ είχε διατελέσει … με μεταβιβαζόμενες σε αυτόν αρμοδιότητες -εκτός των άλλων- την … για το σύνολο του ενιαίου Δήμου …, Στις 31-8-2012 κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, την με αριθμό κατάθεσης …/31-8-2012 προσωπική του αγωγή με αντικείμενο αξίωση για προσβολή της προσωπικότητάς του κατά του ………, δικάσιμος της οποία ορίσθηκε αρχικά η 5-6-
2013. Στη συνέχεια στις 20-3-2013 κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης με κατηγορούμενους τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους, ο εναγόμενος διορίσθηκε πληρεξούσιος δικηγόρος του νομίμως παρασταθέντος στην άνω ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “…”. Μετά την εκδίκαση της ως άνω υπόθεσης, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 2087/2013 απόφαση του ανωτέρω ποινικού Δικαστηρίου, με την οποία οι ενάγοντες κηρύχθηκαν ένοχοι και ειδικότερα ο πρώτος για το αδίκημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000 ευρώ κατ` εξακολούθηση και οι λοιποί για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στο ως άνω αδίκημα που τέλεσε ο πρώτος, με αποτέλεσμα να καταδικασθούν ο πρώτος σε ποινή φυλάκισης 4 ετών και οι λοιποί σε ποινή φυλάκισης 2 ετών ο καθένας…. Τα στοιχεία που περιέχονται στην ως άνω απόφαση αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα διότι αφορούν ποινικές διώξεις και καταδίκη των εναγόντων, οι οποίοι αποτελούν έτσι το υποκείμενο των δεδομένων που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή. Επίσης τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων που περιέχονται στην ανωτέρω απόφαση εντάσσονται- περιλαμβάνονται σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 εδ ε` και 3 § 1 του Ν. 2472/ 1997 με αποτέλεσμα να υπάρχει εν προκειμένω και να στοιχειοθετείται η έννοια του αρχείου, που λειτουργεί ως “πύλη” εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου, καθώς τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, εφόσον τηρούνται και είναι προσβάσιμα με συγκεκριμένα κριτήρια ταξινόμησης, βάσει του αύξοντος αριθμού του βιβλίου μηνύσεων, των αποφάσεων και των δικογραφιών και του έτους έκδοσης των αποφάσεων, αλλά και βάσει αλφαβητικού ευρετηρίου των εγκαλουμένων και μηνυομένων, και περιέχουν πληροφορίες σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες των φυσικών προσώπων που αφορούν. Κατ` ακριβολογία, πρόκειται για τμήματα- υποσύνολα ενός συνολικού αρχείου ποινικών αποφάσεων της ελληνικής επικράτειας, που τηρείται στα επιμέρους ποινικά δικαστήρια σε όλη την επικράτεια, με κριτήριο την έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (βλ. …, καθηγητή Πανεπιστημίου .., τακτικού μέλους ΑΠΔΠΧ, Προσωπικά Δεδομένα, ανάλυση-ερμηνεία-εφαρμογή, σελ. 68, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι με την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της απόφασης δεδομένο που εμπεριέχεται σε αρχείο συνιστά κατά την έννοια του Ν. 2472/1997 και η εκδοθείσα απόφαση). Στη συνέχεια ο εναγόμενος με την ιδιότητα του συνηγόρου πολιτικής αγωγής νομίμως, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 147 ΚΠΔ, ζήτησε για λογαριασμό του εντολέα του … και του χορηγήθηκε φωτοαντίγραφο της εν λόγω απόφασης από το διαρθρωμένο αρχείο του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, αρχικά, ο εναγόμενος νομίμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 7Α του Ν. 2472/1997 σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 147 ΚΠΔ, ζήτησε και έλαβε αντίγραφο της ανωτέρω ποινικής απόφασης, καθώς ενήργησε ασκώντας τα δικηγορικά του καθήκοντα και εκπροσωπώντας τον εντολέα του και ως εκ τούτου στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη (7Α περ. ε`), ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 147 ΚΠΔ, καθώς επρόκειτο για επεξεργασία που έγινε από αυτόν ως δικηγόρο και αφορούσε στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς τον πελάτη εντολέα του. Εξάλλου αυτός, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, δεσμευόταν από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει ο νόμος, έτσι ώστε τα δεδομένα αυτά να μην είναι επιτρεπτό να διαβιβασθούν ούτε να κοινοποιηθούν σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό ήταν αναγκαίο και συνδεόταν άμεσα με την εκπλήρωση της εντολής του πελάτη του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7Α § 1 περ. ε` του Ν. 2472/1997, η απαλλαγή από την υποχρέωση γνωστοποίησης και λήψης άδειας ίσχυε μόνο για την κάθε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων του αρχείου που θα επιχειρούσε ο εναγόμενος και θα αφορούσε στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς τους πελάτες του, καθώς αυτός δεσμευόταν από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει ο νόμος με την υποχρέωση να μη διαβιβάζει ούτε να κοινοποιεί τα δεδομένα σε τρίτους, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό θα ήταν αναγκαίο και θα συνδεόταν άμεσα με την εκπλήρωση της εντολής του πελάτη-εντολέα του. Από την ανωτέρω παραδοχή συνάγεται ότι η ως άνω απόφαση που περιείχε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων θα μπορούσε να τύχει περαιτέρω επεξεργασίας από τον εναγόμενο με βάση την ανωτέρω εξαίρεση από την υποχρέωση λήψη άδειας της αρχής που προβλέπεται την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, μόνο αν αυτός έπαιρνε σχετική εντολή από τον πελάτη του (εν προκειμένω από τον …) και μόνο προς εκπλήρωση αυτής της εντολής, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε τυχόν προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του εντολέα του και των εναγόντων και μόνο αν η ενέργεια αυτή ήταν αναγκαία και πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι προς επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έγινε η αρχική της λήψη και η συλλογή των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των εναγόντων (…) Προσέτι, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ενόψει της συζήτησης της παραπάνω με αριθμό κατάθεσης …/2012 προσωπικής αγωγής του σε βάρος του …., που είχε ως αντικείμενο την αξίωσή του για επιδίκαση σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω διάδοσης ψευδών για το πρόσωπό του πραγματικών περιστατικών από αυτόν σε βάρος του, με την επίκληση μεταξύ άλλων ότι ο εναγόμενος είχε επισκεφθεί τον … προκειμένου να επηρεάσει το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών, κατέθεσε στις 2-4-2014 προτάσεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας και στη συνέχεια την από 7-4-2014 προσθήκη-αντίκρουσή του κατά των προτάσεων του αντιδίκου του, με τις οποίες έκανε επίκληση της ανωτέρω απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, την οποία και προσκόμισε ενώπιον του δικάζοντος ως άνω Δικαστηρίου, ήτοι την προσκόμισε και τη χρησιμοποίησε ως αποδεικτικό μέσο. Η επίκληση και προσκόμιση της ανωτέρω απόφασης στην παραπάνω αστική υπόθεση αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία είναι ανεπίτρεπτη, αφού παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997, ενόψει του ότι αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς άδεια της αρχής και χωρίς την συνδρομή κάποιας από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις επιτρεπτής επεξεργασίας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2, καθώς δεν ίσχυε εν προκειμένω η απαλλαγή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 7Α του ίδιου νόμου, διότι η επεξεργασία αυτή, ήτοι η διαβίβαση και κοινοποίηση της απόφασης σε τρίτα πρόσωπα και δη στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας και στον γραμματέα της έδρας, αποτελεί επεξεργασία που δεν ήταν αναγκαία και δεν συνδεόταν άμεσα με την εκπλήρωση της εντολής του πελάτη του, αφορούσε δε προσωπικής φύσης υπόθεση του εναγομένου με τρίτο πρόσωπο και όχι τους ενάγοντες. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται…, ότι προέβη στην ανωτέρω ενέργεια, διότι η ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης αποτελούσε αναγκαίο αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη που την προσκόμισε, έχοντας έννομο συμφέρον και ειδικότερα προκειμένου να αποδείξει με την προσκόμισή της ότι ο … αντιμετώπιζε προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης, με συνέπεια να καθίσταται αναγκαία η επίσκεψη του εναγομένου στα γραφεία του νομικού προσώπου για τη διενέργεια ελέγχου, αντικρούοντας με τον τρόπο αυτό τον ισχυρισμό του αντιδίκου του ότι η επίσκεψη του εναγομένου στα γραφεία του νομικού προσώπου είχε σα σκοπό τον επηρεασμό του αποτελέσματος στις επικείμενες εκλογές του οργανισμού. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός, ως αρνητικός των θεμελιωτικών περιστατικών της ιστορικής βάσης της αγωγής, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφενός διότι σύμφωνα με τα προαναφερθέντα όταν πρόκειται για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ο λόγος εξαίρεσης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 7 § 2γ, δηλαδή η άρση της απαγόρευσης επεξεργασίας όταν υφίσταται αναγκαιότητα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (και ενόψει ότι εν προκειμένω δεν ίσχυε η απαλλαγή του άρθρου 7, καθώς δεν επρόκειτο για δίκη του εντολέα του με τους ενάγοντες), τίθεται με τη σωρευτική προϋπόθεση της άδειας της αρχής, δηλαδή η απαγόρευση αίρεται εφόσον συντρέχει ο ανωτέρω λόγος μετά από προηγούμενη άδεια της αρχής και αφετέρου διότι σε κάθε περίπτωση δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση και ο ουσιαστικός αυτός λόγος επιτρεπτού της επεξεργασίας, διότι όπως αποδείχθηκε η προσκόμιση της ανωτέρω απόφασης δεν ήταν αναγκαία σύμφωνα με τις αρχές της προσφορότητας και αναγκαιότητας…, για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος του ενάγοντος ενώπιον του αστικού δικαστηρίου και την απόδειξη του ανωτέρω αγωγικού ισχυρισμού του. Και τούτο διότι η ανωτέρω αγωγή στο αστικό δικαστήριο του εναγομένου, είχε αντικείμενο διαφορετικό, που δεν είχε άμεση σχέση με το γεγονός για το οποίο εκδόθηκε η ανωτέρω ποινική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, επομένως τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που εμπεριείχοντο στην προσκομισθείσα από τον ενάγοντα ποινική απόφαση ήταν διαφορετικά των περιστατικών που έπρεπε να αποδειχθούν στην ανωτέρω αγωγή, με αποτέλεσμα να μην είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα (…) να στηρίξουν το δικαίωμα του ενάγοντος, αφού αφορούσαν υπόθεση που είχε διαφορετικό αντικείμενο από το αντικείμενο της τότε κρινομένης αλλά και μη συναφές και μη συναπτόμενο με την τελευταία κατά τις περιστάσεις χρόνου, τόπου και λοιπών περιστατικών. ʼλλωστε, η επίκληση της ανωτέρω ποινικής απόφασης και η προσκόμιση της στην ανωτέρω πολιτική δίκη δεν αποτελούσε απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, καθώς ο εναγόμενος και ενάγων στην αγωγή εκείνη, ως …, ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την … στο σύνολο του Ενιαίου Δήμου …, άρα και του … και επομένως οι επισκέψεις του στα γραφεία του … και οι έλεγχοι που διενεργούσε δικαιολογούνταν και μόνον από την ιδιότητά του αυτή, ενώ η απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού του στην ανωτέρω πολιτική δίκη μπορούσε να αποδειχθεί και με άλλα ηπιότερα αποδεικτικά μέσα, όπως με επίκληση σχετικών εγγράφων του Δήμου … αλλά και με μάρτυρες. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν μπορεί να κριθεί πειστικός ο ισχυρισμός, με τον οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν φέρει υπαιτιότητα για την ανωτέρω ενέργεια, προβάλλοντας ότι είχε την πεποίθηση ότι ενεργεί νόμιμα, καθώς αυτός λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ότι από την προσκόμιση της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης ενώπιον του προαναφερθέντος δικαστηρίου και με την επίκληση αυτής ως αποδεικτικού στοιχείου σε δίκη με τρίτο πρόσωπο και όχι τους ενάγοντες, που δεν αφορούσε την εκπλήρωση εντολής του πελάτη εντολέα του και με αντικείμενο που δεν σχετιζόταν ως προς πραγματικά περιστατικά με αυτά που αφορούσαν τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων, προς απόδειξη του επικαλούμενου ισχυρισμού του και χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997, ήταν ενδεχόμενη η δυνατότητα πρόκλησης ηθικής βλάβης των εναγομένων, γεγονός το οποίο και αποδέχθηκε ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του (…). Επομένως, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αστικής εκ του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνης σε βάρος του ενάγοντος και ειδικότερα: α) συμπεριφορά που παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, ήτοι παράνομη και δη μη αυτοποιημένη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των εναγόντων που εντάσσονται σε αρχείο, β) στοιχειοθέτηση της έννοιας του αρχείου που λειτουργεί ως “πύλη” εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου και στα οποία εντάσσονται τα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων, καθώς σύμφωνα με τις παραδοχές της προηγηθείσας οικείας νομικής σκέψης, τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ το γεγονός ότι αρχικά ο ενάγων προέβη σε νόμιμη λήψη της απόφασης που εμπεριείχε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων δεν αναιρεί την αστική ευθύνη του εκ της διάταξης του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 για την μετέπειτα χρήση και επεξεργασία αυτής που πραγματοποιήθηκε χωρίς τις προβλεπόμενες εκ του άρθρου 7 διατυπώσεις, οι οποίες στη διάταξη του άρθρου 7 τίθενται τόσο για τη συλλογή όσο και για κάθε επεξεργασία. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ότι είχε λάβει χώρα ευρεία δημοσιοποίηση της υπ` αριθμ. 2087/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα καταχρηστικά να ασκείται εν προκειμένω το δικαίωμα των εναγόντων με την υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι το επικαλούμενο γεγονός ότι γνώριζαν για αυτή τα μέλη του … και το ότι είχε προσκομισθεί αυτή και στα πλαίσια άλλων δικών, αφενός δεν καθιστά ευρεία τη δημοσιοποίησή της, και αφετέρου διότι ο νόμος ρητά αναφέρει στο άρθρο 2 αυτού ότι οι ποινικές διώξεις και καταδίκες αποτελούν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για την επεξεργασία των οποίων θέτει τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ενώ η ένταξη των σχετικών με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δεδομένων στην κατηγορία των ευαίσθητων δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την συνταγματική αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 Σ.), ήτοι η δημοσιότητα των δικαστικών αποφάσεων δεν αναιρεί την προστασία που παρέχεται με τον ανωτέρω νόμο, ενώ περαιτέρω η συνταγματική αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων να απαγγέλλουν τις αποφάσεις τους σε δημόσια συνεδρίαση δεν θίγεται από την απαγόρευση της επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Μετά ταύτα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος που στηριζόταν στον ισχυρισμό αυτό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε (…). Εξάλλου, ο ενάγων με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ήτοι τη χωρίς δικαίωμα διαβίβαση, μετάδοση και ανακοίνωση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των εναγομένων σε τρίτα πρόσωπα (ήτοι στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας και τον γραμματέα της έδρας) προσέβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής τους, ήτοι κατ` επέκταση την ιδιωτικότητά τους, που αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς τους, γεγονός που επέφερε διατάραξη της ψυχικής τους ηρεμίας. Εξάλλου, η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας των εναγόντων επήλθε από την παράνομη ως άνω επεξεργασία, χρήση και ανακοίνωση των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών και δεν θα επερχόταν αν ο ενάγων δεν προέβαινε στην ενέργειά του αυτή. Επομένως, οι ενάγοντες από την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, ενόψει του ότι συντρέχει εν προκειμένω και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. ʼλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, δεν απαιτείται πέραν από την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου να γίνει επίκληση και να αποδειχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία των εναγόντων είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη, κλπ, ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του”. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους εφέσεως του αναιρεσείοντος, πλην αυτού που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το εύλογο του χρηματικού ποσού (6.000 €) που επιδίκαζε προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εναγόντων, τον οποίο έκανε δεκτό και, εξαφανίζοντας την απόφαση, επιδίκασε μικρότερο χρηματικό ποσό (3.500 €) σε καθένα από τους αναιρεσίβλητους.

VI. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 (κατ` εκτίμηση από τους αρ. 1 και 6 του άρθρου 560) του Κ.Πολ.Δικ. με την αιτίαση ότι με την κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ότι το γεγονός ότι ο αναιρεσείων αρχικά προέβη σε νόμιμη λήψη της ποινικής αποφάσεως που περιείχε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, δεν αναιρεί την αστική ευθύνη του για τη μετέπειτα χρήση και επεξεργασία της αποφάσεως αυτής που πραγματοποιήθηκε χωρίς τις προβλεπόμενες εκ του άρθρου 7 του ν. 2472/1997 διατυπώσεις, αφενός ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 23 του άνω νόμου και αφετέρου περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι το δικαστήριο, κρίνοντας ότι ο αναιρεσείων ανεπιτρέπτως επικαλέστηκε και προσκόμισε στην πολιτική δίκη την προμνησθείσα ποινική απόφαση που περιείχε τα ευαίσθητα δεδομένα των αναιρεσιβλήτων, ορθώς εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη και περιέλαβε πλήρεις και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό του πόρισμα. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως και με την επίκληση πλημμελειών από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 (κατ` εκτίμηση 1 και 6 του άρθρου 560) του ΚΠολΔικ ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το δικάσαν δικαστήριο, με την κρίση του ότι αυτός δεν είχε το δικαίωμα να επικαλεστεί στην προσωπική του δίκη την ανωτέρω ποινική απόφαση, προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή στη διάταξη του άρθρου 7Α του ν. 2472/1997, αφού αυτός ως δικηγόρος απαλλάσσεται από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του νόμου αυτού. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, κατά το πρώτο σκέλος του, εφόσον το δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την άνω διάταξη, δεχόμενο ότι η επίδικη ποινική απόφαση που περιείχε ευαίσθητα δεδομένα χρησιμοποιήθηκε ανεπιτρέπτως σε δίκη με άλλους διαδίκους, ασχέτως του ότι ο αναιρεσείων την είχε λάβει κατά νόμιμο τρόπο. Κατά το δεύτερο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος αφού, εκτός από τον ως άνω επικαλούμενο αριθμό της αναιρετικής πλημμέλειας, δεν αναφέρεται σε τί συνίσταται η έλλειψη νόμιμης βάσεως (έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής ή αντιφατική τοιαύτη). Τέλος με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως και με την επίκληση πλημμελειών από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 (κατ` εκτίμηση 1 και 6 του άρθρου 560) του ΚΠολΔικ προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόρριψη του ισχυρισμού του από το δικάσαν δικαστήριο ότι είχε λάβει ευρεία δημοσιοποίηση η επίμαχη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και άρα το δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων ασκείται καταχρηστικά, με το αιτιολογικό ότι η απόφαση αυτή είχε γίνει γνωστή μόνο σε ελάχιστα πρόσωπα, αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 22 § 4 του ν. 2472/1997, η οποία προϋποθέτει επεξεργασία κρυφού αρχείου, πράγμα που δεν συνέβαινε κατά τον αναιρεσείοντα και ταυτόχρονα η απόφαση περιλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος, διότι υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο. Ωσαύτως, ο ίδιος, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι απορριπτέος ως αόριστος αφού, εκτός από τον ως άνω επικαλούμενο αριθμό της αναιρετικής πλημμέλειας και τη αιτίαση περί αντιφατικών αιτιολογιών, δεν αναφέρεται συγκεκριμένα το σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενώ λόγω της ερημοδικίας των αναιρεσιβλήτων δεν θα γίνει λόγος περί δικαστικών εξόδων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21 Ιουνίου 2016 αίτηση του …………. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 22/ΕΡ- ΔΙ/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2018.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή : ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Βλ και Ελένη 2018, σ. 127 σχετικό σημείωμα Α. Πανταζόπουλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *