Αγωγή απόδοσης μισθίου κατόπιν καταγγελίας σύμβασης μίσθωσης κατ΄ άρθρο 608§2 ΑΚ. Απαιτούμενα εχέγγυα για τον θεμιτό περιορισμό των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του ατόμου κατά το Σύνταγμα. Όριο προς τούτο αποτελεί ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Περιεχόμενο της ως άνω συνταγματικής αρχής που απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Δεσμεύει τόσο την δράση της διοίκησης αλλά και τα δικαιοδοτικά όργανα όπως οι δικαστές που οφείλουν να τηρούν τις επιταγές αυτής κατά την εξέταση ιδιωτικών υποθέσεων. Θέσπιση του θεσμού της διαμεσολάβησης διά του Ν. 4640/2019. Περιεχόμενο της ως άνω διαδικασίας και κατηγορίες υποθέσεων που δύνανται να υπαχθούν σε αυτή. Κατ΄ άρθρο 3§2 του άνω νομοθετήματος ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εντολέα οφείλει να ενημερώσει τον τελευταίο για την δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της επίδικης διαφοράς ή μέρους αυτής διά διαμεσολάβησης. Η ως άνω ενημέρωση πρέπει να λάβει χώρα εγγράφως και το υπογεγραμμένο από άπαντα τα μέρη έντυπο πρέπει να προσκομισθεί δια του εισαγωγικού δικογράφου ή των προτάσεων επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η ως άνω ρύθμιση κατά το σκέλος που θεσπίζει επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής δικογράφου την υποχρεωτική τήρηση της ανωτέρω έγγραφης προδικασίας αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και ως αντισυνταγματική δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Επί ερημοδικίας του εναγομένου σε αγωγή κατά τις περιουσιακές διαφορές, τεκμαίρεται η ομολογία εκ μέρους του της ιστορικής βάσης της αγωγής. Δικάζει ερήμην εναγομένου. Δέχεται αγωγή.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 976/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Γεώργιο Δελή, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα Ιωάννα Κερασουνλή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23.10.2020, για να δικάσει την υπόθεση:
Της ενάγουσας ………………………….., με ΑΦΜ………………., κατοίκου ……….. Αττικής, επί της οδού………………., αρ…, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου της Σταυρούλας Φαρμάκη (ΑΜ ΔΣΑ 25341).
Της εναγόμενης…………………………, κατοίκου …. Αττικής, επί της οδού ……………………….., αρ………, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα με την, από 15.6.2020, αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό ………/…../16.6.2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ζητεί τα αναφερόμενα σε αυτή, για τους λόγους που επικαλείται.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια Δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ` αρ. ….. και ……./2020 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών, …….. ………… , που προσκομίζει, μετ΄επικλήσεως, η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου, και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στην εναγόμενη και στον σύνοικο συζυγό της,………………………………, η οποία, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην σειρά της εκ του οικείου πινακίου και δεν πήρε μέρος στην συζήτηση αυτής, με συνέπεια να δικάζεται ερήμην, κατ΄αρ. 271, 591 ΚΠολΔ. Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσττιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαίίκή αρχή. Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 10/2017 ΤΝΠ Νόμος). Με τον ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α` 190/30-11-2019 και Διορθώσεις Σφαλμάτων ΦΕΚ Α` 194/04-12-2019) εισήχθη ο θεσμός της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, προς περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα. Ως διαμεσολάβηση, κατά το αρ. 2 παρ. 2 του ως άνω νόμου, νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή, κατά, δε, το αρ. 3 παρ. 1 στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (εγγ. Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, Συμβολή στην ερμηνεία του ν. 4640/2019, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020). Περαιτέρω, με το αρ. 3 παρ. 2 εδ. α’ ν. 4640/2019 που ορίζει «Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1…» εισήχθη προδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης, που περιλαμβάνει την υποχρεωτική ενημέρωση του εντολέα από τον πληρεξουσίου Δικηγόρου του για τη δυνατότητα διενέργειάς της. Μέσω της καθιέρωσης προδικασίας διαμεσολάβησης επιδιώκεται η εξοικείωση, εν γένει, των πολιτών με τη δυνατότητα εθελούσιας χρήσης του θεσμού εναλλακτικού τρόπου διευθέτησης διαφοράς προ της δικαστικής προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη(Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.96επ.,διαθ.εδώ:……………. , με ημ. προσβ. 15.10.2020). Η ενημέρωση, κατά το αρ. 3 παρ. 2 εδ β’ του ως άνω νόμου που ορίζει ότι «Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής», περιβάλλεται νόμιμο, πανηγυρικό τύπο ιδιωτικού εγγράφου, το οποίο υποβάλλεται στο δικαστήριο μεταγενέστερης δίκης με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής, ή με τις προτάσεις, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, ως ειδικός όρος παραδεκτού της (Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 202 επ.). H κύρωση του απαραδέκτου αφορά σε όσες αγωγές κατατέθηκαν από 30.11.2019 και εντεύθεν (όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του αρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ΦΕΚ Α` 204/16.12.2019). Δεδομένου, δε, ότι ως ελέχθη είναι δυνατή η καθιέρωση, εν γένει, προδικασίας διαμεσολάβησης ως τυπική προϋπόθεση δίκης, η συνταγματικότητα της διάταξης του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, μόνο υπό το πρίσμα της ως άνω αρχής της αναλογικότητας μπορεί να νοηθεί (Ορφανίδης Γ., Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών – Συμφιλίωση – Διαμεσολάβη,διαθ.εδώ:, με ημ. προσβ. 7.10.2020). Συνεπώς, η καθιέρωση υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας, που εισήχθη με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ως ειδικός όρος παραδεκτού συζήτησης επιγενόμενης αγωγής που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης και σκοπό έχει, κατά την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης» αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης για την μη προσκόμιδη του ενημερωτικού εντύπου δεν είναι αναλογική, αλλά, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια προώθησης της εθελούσιας χρήσης του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφοράς (ADR), ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι ο συμβιβασμός, που, κατ΄αποτέλεσμα, επιδιώκει ομοίως τη λύση της έριδας με αμοιβαίες υποχωρήσεις (εγγ. Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984), αποτελεί, ούτως ή άλλως, λειτουργική υποχρέωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατ΄αρ. 37 παρ. 3 ΚΔ (ν. 4194/2013) και αρ. 7 περ. β΄ του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου ..και δημοσιεύτηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986, κυρίως, όμως, διότι, η σχετική πλημμέλεια του εντολοδόχου Δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, που αναπτύσσει την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική τους σχέση της αμοιβόμενης Δικηγορικής εντολής, απολήγει να μεταθέσει τις συνέπειες του πταίσματος στο πρόσωπο του διαδίκου (Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 203). Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011, ΑΠ 252/2018 δημ. ΤΝΠ Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα, κατ΄εκτίμηση, ιστορεί ό,τι με την, από 1.3.2004, σύμβαση μίσθωσης εκμίσθωσε στην εναγόμενη μίσθιο χώρο και, δη, το υπ’ αρ. …..διαμέρισμα του Β ορόφου πολυκατοικίας κείμενης στην Α…. Αττικής, επί της οδού …………………, αρ. ……, επιφανείας 47,00 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, χωλ, κουζίνα και WC, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία της ιδίας και του σύνοικου συζύγου της, για διάστημα δύο ετών, από καταρτίσεως της μίσθωσης και εντεύθεν, έναντι μισθώματος, αρχικά, 250,00 ευρώ και, ήδη, κατόπιν τροποποιήσεως 200,00 ευρώ, καταβλητέο το πρώτο τριήμερο έκαστου μισθωτικού μηνός, αντίστοιχα. Ό,τι παρέδωσε την χρήση του μισθίου στην τελευταία, η οποία την απολαύει, ήδη, από σύμβαση αορίστου χρόνου, εφόσον παρήλθε η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης και των αναφερόμενων παρατάσεών της, πλην αρνείται να το αποδώσει, καίτοι η ιδία, δια της αγωγής της, κατήγγειλε την μίσθωση, κατ΄αρ. 608 παρ. 2 ΑΚ και ζήτησε την απόδοση του μισθίου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, κατά την σύμβαση μίσθωσης και με την επέλευση των αποτελεσμάτων της ως άνω καταγγελίας της, κατ΄αρ. 608 παρ. 2 ΑΚ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη μισθώτρια, καθώς, και όποιος έλκει από αυτήν δικαιώματα, να της αποδώσει, με την απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το επίδικο μίσθιο και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτηματα η αγωγή, αρμόδια, κατ’ αρ. 14 παρ. 1 περ.β΄, 29 ΚΠολΔ, φέρεται να συζητηθεί, κατά τη διαδικασία περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 παρ.1 και 615 έως 620 ΚΠολΔ, είναι δε αρκούντως ορισμένη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 599, 608 ΑΚ, 176, 907 και 910 παρ. 1 ΚΠολΔ, και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, εφόσον για το παραδεκτό συζήτησής της, κατά την νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν απαιτείται η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019. Λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης, τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής και επιδεκτικά ομολογίας πραγματικά περιστατικά θεωρούνται ομολογημένα, κατ’αρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ και, αφού, δεν υφίσταται ένσταση αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να να υποχρεωθεί η τελευταία, καθώς και κάθε τρίτος που έλκει από αυτήν δικαιώματα, να αποδώσει στην ενάγουσα την χρήση του μίσθιου ακινήτου, λόγω λύσης της μίσθωσης, κηρυσσομένης της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, κατ΄αρ. 910 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ, επιπλέον, πρέπει να οριστεί το παράβολο ερημοδικίας, κατ΄αρ 495 επ., 501, 505 αρ.2 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εναγόμενη, την οποία και βαρύνουν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εναγόμενης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν είκοσι (120,00) ευρώ.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη, καθώς και κάθε τρίτο που έλκει από αυτήν δικαιώματα, να αποδώσει στην ενάγουσα ελεύθερη την χρήση του υπ’ αρ. ……………διαμερίσματος του Β ορόφου πολυκατοικίας κείμενης στην….. Αττικής, επί της οδού …………………….., αρ……….., επιφανείας 47,00 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, χωλ, κουζίνα και WC.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Επιβάλει τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις – -2020, σε έκτακτη, δημόσια και στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ
Πηγή : Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”