Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα· συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αφορούν την υγεία του υποκειμένου χωρίς συγκατάθεση αυτού ή άδεια της ΑΠΔΠΧ· η συλλογή ιατρικών πληροφοριών, η αναπαραγωγή του περιεχομένου σε διάφορα δικόγραφα και η επίκληση και προσκομιδή σε πολιτικό Δικαστήριο, αποτελεί ανεπίτρεπτη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· προσβολή προσωπικότητας υποκειμένου· χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης υποκειμένου από την παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών δεδομένων.
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Παναγιώτα Παντελή, Πρόεδρο Εφετών, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Εφέτη, Χατζή Πρεσβεία, Εφέτη -Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Εμορφίλη Μπαλτατζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Σ. Μ. του Δ., κατοίκου Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε βάση δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Δέσποινα Κώτη (ΑΜ ΔΣΘ …), η οποία κατέθεσε προτάσεις .
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ε. Χ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε βάση δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Πλιάτσικα (ΑΜ ΔΣΘ …), ο οποίος προσκόμισε το με αριθμ. …/2020 ειδικό γραμμάτιο νομικής βοήθειας του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με την 87/2018 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και κατέθεσε προτάσεις .
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την με αριθ.καταθ. …/2015 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το ως άνω Δικαστήριο, εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμ. 15504/2017 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος, με την με αριθ.εκθεσ. καταθ. …/…/2018 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η παραπάνω αναφερομένη ημέρα συνεδρίασης, κατά την οποία έγινε η συζήτηση της υπόθεσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την εκφώνησή της από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως παραπάνω αναφέρεται.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜO
Η κρινόμενη με αριθ. έκθ. κατ. …/…/2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της με αριθμ. 15504/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 499, 511, 513, 516 παρ. και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό της έφεσης έχει, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, κατατεθεί κατά την άσκησή της το παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, η ένδικη έφεση, που αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την με αριθμ. εκθ. κατ. …/2015 αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του εναγομένου (ήδη εκκαλούντος), ιστορούσε ότι ο εναγόμενος παραβίασε τις διατάξεις του ν. 2472/1997, περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, διότι κατά την εκδίκαση των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο υποθέσεων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης προσκόμισε και επικαλέστηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα που αφορούν σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της κατάστασης υγείας της και της οικογενειακής ζωής της, χωρίς την άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και χωρίς τη συγκατάθεσή της, τα οποία επιπλέον δεν είχαν καμμία σχέση με το αντικείμενο της δίκης και ότι έγινε εν γνώσει του, με σκοπό την προσβολή της προσωπικότητάς της. Κατόπιν αυτού του ιστορικού ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος: α) να της παραδώσει τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα που αφορούν την κατάσταση της υγείας της και της δικαστικής διαμάχης με τον πατέρα της, τα οποία διατηρεί σε αρχείο του παράνομα, β) να απαγορευτεί στον εναγόμενο να κάνει χρήση στο μέλλον των αναφερόμενων στην αγωγή εγγράφων και να απειληθεί σε βάρος του ποινή 10.000 ευρώ για κάθε μελλοντική παραβίαση της απαγόρευσης, γ) να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού απέρριψε ως αόριστο το αίτημα για παράλειψη χρήσης των επιδίκων εγγράφων στο μέλλον και ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα κατά το σκέλος που αφορά την προσκόμιση των εγγράφων ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με την κρινόμενη έφεσή του, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα ειδικότερα σ’ αυτή αναφερόμενα και ζητά την εξαφάνισή της και την απόρριψη καθ’ ολοκληρίαν της αγωγής της αντιδίκου του.
Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με τον ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24.10.1955 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εκδόθηκε ο ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων…, γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα …, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο …, ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του, καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) «Εκτελών την επεξεργασία», οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «Τρίτος», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτον ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) «Αρχή», η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ΄ του παρόντος νόμου». Στο άρθρο 4 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας …». Αναφορικά με τον ορισμό των δεδομένων υγείας τέτοια θεωρούνται τα δεδομένα που έχουν σαφή και στενή σχέση με την υγεία και αναφέρονται σε παρελθούσα, παρούσα και μέλλουσα κατάσταση. Στην έννοια της υγείας υπάγεται τόσο η ψυχική όσο και η σωματική, τα δεδομένα δε που προστατεύονται αφορούν όλα τα στάδια της ιατρικής περίθαλψης ενός ατόμου, από την προληπτική εξέταση, στη διάγνωση και τέλος στην θεραπεία. Έτσι, γίνεται δεκτό πως δεδομένα υγείας αποτελούν οι πληροφορίες που περιλαμβάνουν οι ιατρικές διαγνώσεις, η φαρμακευτική αγωγή, οι ιατρικές εξετάσεις, οι επεμβάσεις, το ιατρικό ιστορικό, τα αρχεία που τηρούνται σχετικά με τους δωρητές και τους λήπτες ανθρωπίνων ιστών και οργάνων, ακόμη και οι διοικητικού χαρακτήρα πληροφορίες που σχετίζονται με την οργάνωση του συστήματος υγείας εν γένει, όπως είναι τα πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά π.χ. εισόδου σε νοσοκομείο και εξιτήριο, οριστικές ιατρικές διαγνώσεις για έγκριση αναρρωτικής άδειας κοκ (για τα ανωτέρω Ζ. Καρδασιάδου, Η προστασία των προσωπικών δεδομένων υγείας, στο Ιατρικό απόρρητο- Πληροφορίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα, ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος και αρχεία νοσοκομείων Πρακτικά Ημερίδας 29 Μαΐου 2006-Αθήνα, Συνήγορος του Πολίτη-Ανεξάρτητη Αρχή επιμ. εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 75). Στο άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: …, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών…». Στο άρθρο 11 ότι: «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης…. 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς…». Στο άρθρο 12 ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως…». Στο άρθρο 13 ότι: «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλει οποιεσδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν…». Στο άρθρο 15 ότι:«1. Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά…». Στο άρθρο 19 ότι: «1. Η αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες…. ι) εκδίδει κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών τεχνικών και λεπτομερειακών θεμάτων, στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος…». Στο άρθρο 23 ότι: «Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη…». Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου κατά την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσεώς τους (άρθρο 5Α Συντάγματος), η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν είναι απαραίτητη για το επιτρεπτό της επεξεργασίας, μεταξύ άλλων εξαιρέσεων, και όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας ή του τρίτου, προς τον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, και υπό τον όρο ότι το συμφέρον αυτό υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του. Η ανωτέρω εξαίρεση μπορεί να συντρέχει εφόσον η επεξεργασία γίνεται για ορισμένες κατηγορίες δεδομένων και για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος ορισμένων αποδεκτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ ΕΚ, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαίτια αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 353/2009 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 584/2018 δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 14/2017 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ.567/2014 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1437/2014 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1425/2011 δημ. Νόμος).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά συνεδρίασης, από την με αριθμ. …/20.2.2017 ένορκη βεβαίωση, η οποία προσκομίζεται με επίκληση από τον εναγόμενο μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την με αριθμ. …/16.2.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Γ. Δ.) και από όλα τα με επίκληση νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του ΔΠΘ και διαθέτει και τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών του τμήματος ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών της Σχολής Επιστημών της Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, κατά το έτος 2012 προσλήφθηκε από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Σ. Μ. και Σια ΕΕ», η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον κλάδο της εμπορίας τροφίμων και εκπροσωπείται από τον εναγόμενο, ο οποίος τυγχάνει ομόρρυθμος εταίρος της, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου και δη για απασχόληση επί τετράωρο ημερησίως και με μηνιαίες καθαρές αποδοχές, ύψους 300,00 ευρώ. Η σύμβαση αυτή καταρτίστηκε προφορικά την 6.7.2012, με κοινή συμφωνία των διαδίκων, διότι η ενάγουσα, κατά τον χρόνο εκείνο ελάμβανε επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, το οποίο δεν επιθυμούσε να απωλέσει, ενόψει και της εξαιρετικά άσχημης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν τόσο η ίδια, όσο και η μητέρα και η αδελφή της, με τις οποίες διέμενε. Εξάλλου και η εργοδότρια επιχείρηση θα απέφευγε έτσι την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών επιβαρύνσεων, που θα συνεπαγόταν η πρόσληψη της ενάγουσας. Στην ενάγουσα ανατέθηκαν καθήκοντα γραμματειακής υποστήριξης (έκδοση τιμολογίων, τήρηση βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, χειρισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, λήψη παραγγελιών, επικοινωνία με πελάτες κοκ). Όπως προεκτέθηκε, η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία είναι οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία φυσική παρουσία είχαν εκτός από την ενάγουσα, η αδελφή του εναγομένου, Γ. Μ., απασχολούμενη ιδίως στο λογιστήριο, οι γονείς του, Δ. και Ε. Μ., καθώς και ο ίδιος ο εναγόμενος, ο οποίος συγχρόνως ασχολούταν με τις διανομές των εμπορευόμενων από την επιχείρηση προϊόντων και για τον λόγο αυτό δεν βρισκόταν συνέχεια στον χώρο εργασίας. Μεταξύ των διαδίκων υπήρχε μία οικειότητα, ενόψει και του γεγονότος ότι ήταν συνομήλικοι. Ωστόσο από την πλευρά του εναγομένου, η οικειότητα αυτή έβαινε όλο και αυξανόμενη, μη δυνάμενη να ανακοπεί, ούτε και από την πληροφόρησή του υπό της ενάγουσας ότι κατά το χρόνο εκείνο διατηρούσε σταθερή σχέση. Περαιτέρω, προέκυψε ότι την 31.8.2012, και ενώ στον χώρο των γραφείων της επιχείρησης βρίσκονταν μόνο οι διάδικοι, ο εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της απουσίας τρίτων προσώπων στον εν λόγω χώρο, εισήλθε στο χώρο εργασίας της ενάγουσας και ενώ αυτή διεκπεραίωνε τις συνήθεις εργασίες της ημέρας καθισμένη στο γραφείο της, εκείνος την πλησίασε και άρχισε να τη φιλά ερωτικά και να τη θωπεύει αγγίζοντάς την και ψαύοντάς την σε απόκρυφα σημεία του σώματός της, της πρότεινε δε να συνευρεθούν και ερωτικά. Η ενάγουσα απώθησε άμεσα τον εναγόμενο, αρνούμενη τις προτάσεις του και εξ αρχής αποκόπτοντας κάθε προοπτική μιας τέτοιας εξέλιξης. Ανάλογες προτάσεις, αλλά και χειρονομίες έλαβαν χώρα και στις 06.09.2012, 11.09.2012, 13.09.2012, 20.09.2012, 27.09.2012, 01.10.2012 και 15.10.2012. Επειδή η εν λόγω κατάσταση έβαινε προς το χειρότερο η ενάγουσα ενημέρωσε την αδερφή του εναγομένου Γ. στις 15.10.2012 για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, πλην όμως στις 17.10.2012, η σύμβαση καταγγέλθηκε και η ίδια αποχώρησε οριστικά από τη θέση της. Με βάση την ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, η ενάγουσα άσκησε εναντίον την με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/3.12.2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατεινόμενη τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριάς της ετερόρρυθμης εταιρίας, «Σ. Μ. και Σία Ε.Ε.» να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 54.200 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή της, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη η προσωπικότητά της, συνεπεία της γενόμενης προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της υπό καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασιακής θέσης της που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας της και το ποσό των 4.200 ευρώ, λόγω αποζημίωσης, για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας που υπέστη από την τελεσθείσα ως άνω προσβολή της προσωπικότητάς της, διότι εργαζόμενη στην εν λόγω επιχείρηση, κατά το χρονικό διάστημα από 17.10.2012 μέχρι 16.10.2013, θα το αποκόμιζε με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, λόγω μισθών και επιδομάτων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 2948/2015 απόφαση, η οποία διέταξε επανάληψη της συζήτησης και ακολούθως η με αριθμ. 16628/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. O εναγόμενος, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής την 12.11.2013 κατέθεσε επί της έδρας, τις από 12.11.2013 έγγραφες προτάσεις του με τις οποίες προσκόμισε με επίκληση στο Δικαστήριο εκείνο, τα εξής έγγραφα: α) φωτοαντίγραφο της από 10.5.2012 αγωγής διατροφής της ενάγουσας κατά του πατέρα της Α. Χ. και απόσπασμα ηλεκτρονικής παρακολούθησης του εγγράφου σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξή της, όπου η ενάγουσα αναφέρεται σε προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει (κρίση επιληψίας, απώλεια συνείδησης και ψυχολογική αστάθεια), β) γνωμάτευση του νευρολόγου ψυχιάτρου Ν. Β., διευθυντή της Γ΄ Νευρολογικής κλινικής του ΑΠΘ, στην οποία αναφέρεται ότι η ενάγουσα πάσχει από επίμονες κρίσεις ημικρανίας και απώλειας συνείδησης, γ) αντίγραφο πιστοποίησης της αναπηρίας της ενάγουσας από την Ε. Ν., προϊσταμένη της διεύθυνσης αναπηρίας του ΙΚΑ και αντίγραφο εξιτηρίου από το νευρολογικό τμήμα του νοσοκομείου Παπανικολάου στις 8.3.2010, δ) αντίγραφο εξιτηρίου από το νοσοκομείο Παπανικολάου την 14.10.2010, στο οποίο βεβαιώνεται ότι η ενάγουσα έπασχε από θρομβοπενία και ανασοφαινότυπο περιφερειακού αίματος, ε) βεβαίωση του φυσικοθεραπευτή Α. Σ. ότι η ενάγουσα πραγματοποίησε 10 συνεδρίες αποκατάστασης από την 10.9.2010 έως τις 22.9.2010 με ιατρικό παραπεμπτικό εξαρθρώματος ώμου, στ) αντίγραφο εξιτηρίου από το γενικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης « Γ. Γεννηματάς» την 27.6.2009, στο οποίο βεβαιώνεται ότι η ενάγουσα έπασχε από αστάθεια, ζ) αντίγραφο εξιτηρίου από το νοσοκομείο Παπανικολάου την 4.11.2009, όπου βεβαιώνεται ότι η ενάγουσα νοσηλεύτηκε αφού υποβλήθηκε δε χειρουργική επέμβαση πολύποδος του λάρυγγα και η) αντίγραφα δύο αναφορών ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος με ημερομηνία 5.12.2011, σχολιάζοντας μάλιστα στις προτάσεις του ο εναγόμενος το περιεχόμενό τους. Επί πλέον πέραν της ως άνω αγωγής, η ενάγουσα υπέβαλε την 27.11.2012 σε βάρος του εναγομένου τη με αριθμό ΜΒ Β 2012 Εγχ/… έγκλησή της ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της υπό καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασιακής της θέσης (άρθρα 337 παρ. 1 και 5 ΠΚ) και ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη. Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στις 2.11.2015 ενώπιον του Δ΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ο εναγόμενος, ως κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του προσκόμισε και το Δικαστήριο ανέγνωσε τα προαναφερόμενα υπό στοιχείο α), β), γ) έγγραφα και το εν λόγω Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο της αποδιδόμενης πράξης, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 2 ετών και χρηματική ποινή 8.000 ευρώ. Επισημαίνεται ότι τα προαναφερόμενα έγγραφα, που προσκομίστηκαν από τον εναγόμενο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εμπεριέχουν προδήλως ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, διότι αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ως παρέχοντα πληροφορίες (άμεσα ή διηγηματικά) σχετικά με την υγεία της. Τα έγραφα αυτά, όπως αποδείχθηκε τα απέκτησε ο εναγόμενος μετά από έρευνα σε προσωπικό φάκελο της ενάγουσας στον οποίο διατηρούσε τα στοιχεία αυτά και ο οποίος βρισκόταν στο χώρο εργασίας της, όπως προκύπτει από την ένορκη κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της μάρτυρός της. Εξ άλλου ο εναγόμενος τα απέκτησε, χωρίς προηγούμενη νόμιμη άδεια, αφού κανένα σχετικό έγγραφο δεν επικαλείται, ούτε και προσκομίζει περί τούτου. Βέβαια ο εναγόμενος διατείνεται ότι εγκαταλείφθηκαν τα έγγραφα από την ενάγουσα στην επιχείρηση μετά την αποχώρησή της, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αναληθής και δεν αναιρεί τα παραπάνω, καθώς δεν χορηγεί το δικαίωμα στον εναγόμενο να τα συλλέξει και να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος κατά βούληση, χωρίς να την ενημερώσει και χωρίς τη συγκατάθεσή της. Στη συλλογή των πιο πάνω ιατρικών εγγράφων, των οποίων έκανε χρήση ο εναγόμενος, υπό την δικονομική θέση του εναγομένου κατά την εκδίκαση της με αριθμό κατάθεσης …/3.12.2012 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και η οποία (συλλογή) συνιστά μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που περιλαμβάνονται σε αρχείο, προέβη αυτός κατ’ αθέμιτο και μη νόμιμο τρόπο, με αποτέλεσμα να παραβιάσει τις γενικές αρχές του άρθρ. 4 του ν. 2472/1997 που πρέπει να διέπουν κατ’ αρχήν την επεξεργασία των δεδομένων. Επιπρόσθετα, η συλλογή των άνω στοιχείων που αφορούν προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, η τήρησή τους σε προσωπικό αρχείο του εναγομένου και η δυνατότητα εξαγωγής πλειόνων αντιγράφων εξ αυτών, η αναπαραγωγή του περιεχομένου σε διάφορα δικόγραφα και τελικά η επίκληση και προσκομιδή στο προαναφερόμενο πολιτικό Δικαστήριο, αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία είναι ανεπίτρεπτη, αφού παραβιάστηκαν οι γενικές διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 2472/1997 και συγκεκριμένα δεν συλλέχθηκαν κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα προαναφερθέντα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η επεξεργασία τους ήταν απολύτως απαγορευμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 7 του ως άνω νόμου, διότι δεν δόθηκε η συγκατάθεση της ενάγουσας προς τούτο, ούτε υπήρχε άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τη συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν την υγεία της ενάγουσας, ούτε και συνέτρεχε σωρευτικά στην προκειμένη περίπτωση κάποιος λόγος εξαίρεσης που επέτρεπε την επεξεργασία των ανωτέρω δεδομένων της ενάγουσας από τον εναγόμενο, διότι, όπως αποδείχθηκε η συλλογή και προσκομιδή των ως άνω στοιχείων δεν ήταν αναγκαία για την αναγνώριση, την άσκηση ή την υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Η επίκληση των ανωτέρω ιατρικών πληροφοριών όχι μόνο δεν ήταν απολύτως αναγκαία, αλλά δεν ήταν καν απαραίτητη για την απόδειξη της έλλειψης εργασιακής σχέσης των διαδίκων, διότι ο επιδιωκόμενος αποδεικτικός σκοπός μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Βέβαια ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, ήταν ανίκανη για εργασία. Τονίζεται όμως ότι η ενάγουσα όντως εμφάνισε ορισμένες ασθένειες κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και μία εξ αυτών ήταν νευρολογικού χαρακτήρα, χωρίς όμως να καθίσταται και παντελώς ανίκανη προς εργασία. Συγκεκριμένα ο πολύποδας στις φωνητικές χορδές το έτος 2009, το εξάρθρημα αριστερού ώμου του έτος 2010, αλλά και η θρομβοπενία, όπως και ο ανοσοφαινότυπος περιφερικού αίματος, που διαπιστώθηκαν κατά το ίδιο έτος, δεν καθιστούσαν ανίκανη την ενάγουσα προς εργασία. Επίσης, ούτε οι εμφανισθείσες στην ενάγουσα επιληπτικές κρίσεις ως νευρολογικής φύσης πρόβλημα υγείας, την καθιστούσαν ανίκανη προς εργασία. Επιπρόσθετα η ενάγουσα μπορεί να κρίθηκε ανάπηρη προς εργασία σε ποσοστό 55% για το χρονικό διάστημα από 24.04.2012 έως 30.04.2014, στην από 18.09.2012 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας, που επικαλέστηκε ο εναγόμενος, πλην, όμως, ρητά αναφέρεται στο εν λόγω πιστοποιητικό ότι η ενάγουσα δύναται να ασκήσει χωρίς βλάβη της υγείας της «…δουλειά γραφείου … κλπ», ενώ ήδη χορηγείται σε αυτήν και σχετική φαρμακευτική αγωγή. Η χρήση των ανωτέρω εγγράφων έγινε από τον εναγόμενο με σκοπό να παρουσιασθεί η ενάγουσα ως πρόσωπο ανερμάτιστο με προβληματική νευρολογική και ψυχολογική συγκρότηση προκειμένου να μειωθεί η αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Με τα δεδομένα αυτά η επίκληση νευρολογικών προβλημάτων και δη επιληπτικών κρίσεων της ενάγουσας, καθώς και της ψυχολογικής επιβάρυνσής της από τα οικογενειακού και μη χαρακτήρα ζητήματα, προς το σκοπό απομείωσης της αξιοπιστίας της, αποτελεί ενέργεια, που προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητα της ενάγουσας και υπερβαίνει και αυτό ακόμα το επιτρεπτό όριο υπερασπιστικής γραμμής, χωρίς να μπορεί να αποδοθεί σε δικαιολογημένο ενδιαφέρον και στην προάσπιση των συμφερόντων του εναγομένου. Άλλωστε ο τελευταίος προέβη στη συλλογή των ως άνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της ενάγουσας χωρίς την προηγουμένη ενημέρωση της τελευταίας, η οποία ήταν το υποκείμενο των δεδομένων, ενώ ακολούθως ανακοίνωσε τα δεδομένα αυτά σε τρίτους και ειδικότερα στο δικάζον πολιτικό Δικαστήριο χωρίς να ενημερώσει την ενάγουσα περί αυτού. Η παραβίαση αυτή των διατάξεων του ν. 2472/1997 από τον εναγόμενο τεκμαίρεται ότι οφείλεται σε υπαιτιότητά του (δόλο), διότι προσκόμισε τα πιο πάνω έγγραφα στην πολιτική δίκη και επικαλέσθηκε το περιεχόμενό τους περισσότερες φορές, γνωρίζοντας ότι παραβιάζει τις διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, αλλά και εν γνώσει της πιθανότητας να προκαλέσει την ηθική βλάβη αυτής, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή της. Άλλωστε ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αγνοούσε ανυπαίτια τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον μέχρι και σήμερα αυτός όχι μόνο συνεχίζει να αναφέρεται στα ιατρικά προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας στα δικόγραφά του, αλλά επιπλέον επικαλέστηκε τα ίδια τα έγγραφα που περιείχαν προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας ιατρικού περιεχομένου και με τις προτάσεις της παρούσας δίκης, κατά την οποία και προσκόμισε εκ νέου αντίγραφα των επίμαχων εγγράφων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία ανάγεται στην ως άνω παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, έβλαψε την τιμή και την υπόληψή της και την απαξίωσε ως άτομο ενώπιον των δικαστικών λειτουργών, των γραμματέων και των πληρεξουσίων δικηγόρων. Η όλη αυτή ενέργεια της προκάλεσε και της προκαλεί ακόμη ψυχική αναστάτωση, στεναχώρια και ψυχική ταλαιπωρία, γεγονότα που δεν θα επέρχονταν εάν ο εναγόμενος δεν προέβαινε στην παράνομη συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων. Επομένως, η ενάγουσα από την παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών δεδομένων της υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση από τον εναγόμενο, ο οποίος όφειλε να γνωρίζει και γνώριζε την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, της απαναληψημότητάς του, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου και της οικονομικής κατάστασης των μερών πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε σε διαφορετική κρίση και επιδίκασε για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 10.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης.
Με το άρθρο 281 του Α.Κ. ορίζεται ότι «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 5/2011 ΝοΒ 2011. 1.602, Ελλ.Δνη 2011.684, ΑΠ 612/ 2012 ΝοΒ 2012. 2.390). Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος, ισχυρίσθηκε πρωτόδικα και επαναφέρει τον ισχυρισμό του με λόγο της έφεσής τους, ότι η ενάγουσα ασκεί την αξίωσή της εναντίον του καταχρηστικά, διότι μοναδικός της σκοπός είναι η απόσπαση χρημάτων και όχι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με το ως άνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός των εναγομένων και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 του Α.Κ. καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθόσον δεν συγκροτεί τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκουμένου ως άνω δικαιώματος. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό του εναγομένου, δεν έσφαλλε στην ερμηνεία και στην εφαρμογή της ως άνω διάταξης, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον ως άνω λόγο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η έφεση, πρέπει, αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, το Δικαστήριο, να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την αγωγή στην ουσία. Μετά από αυτά η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 4.000 ευρώ. Η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει τον εναγόμενο, επειδή ηττάται, κατά την έκταση όμως της ήττας του (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), η οποία όμως επιδικάζεται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττεται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (άρθρο 12 του ν. 3226/2004). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της νίκης του εκκαλούντος η επιστροφή του παραβόλου σε αυτόν (εκκαλούντα) κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και από ουσιαστική άποψη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε, στον εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμ. 15504/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει, στην ενάγουσα, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ και επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκης, στις 5 Μαΐου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, στις 28 Μαΐου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή : Sakkoulas-online.gr