Εφ Λαρισ 422/2011  Η κάμερα που δεν λαμβάνει ούτε καταγράφει δεδομένα αλλά τοποθετήθηκε με σκοπό αποτροπής παράνομης εισόδου τρίτων σε ιδιοκτησία δεν συνιστά παραβίαση του νόμου προστασίας προσωπικών δεδομένων μήτε του άρθρου 370 Α ΠΚ

Περίληψη: Κάμερα  Προσωπικά δεδομένα Αδικοπραξία. Εικονική κάμερα που δεν λάμβανε ούτε κατέγραφε δεδομένα, αλλά τοποθετήθηκε με σκοπό την αποτροπή παράνομης εισόδου τρίτων στην ιδιοκτησία και διάπραξης κλοπών και φθορών. Μη παραβίαση του νόμου προστασίας δεδομένων και των πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αφού η εικονική κάμερα δεν λάμβανε, δεν μετέδιδε, ούτε κατέγραφε εικόνες προσώπων και δεν επεξεργαζόταν προσωπικά δεδομένα. Μη παραβίαση ούτε του 370 Α’ ΠΚ, καθόσον δεν υπήρχε δυνατότητα αποτύπωσης εικόνων. Μη αδικοπρακτική ευθύνη, διότι η άνω ενέργεια των εναγομένων με σκοπό την προστασία της απομονωμένης ιδιοκτησίας τους, δεν είναι παράνομη, ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη, μήτε υπαίτια
Η υπ’ αρ. κατ. 212/2009 έφεση των πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αρ. 40/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθόσον αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε στις εναγόμενες την 23-6-2009, η δε έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-7-2009, δηλαδή μέσα στη νόμιμη τριακονθήμερη προθεσμία (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ., 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την υπ’ αρ. κατ. 107/2008 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι είναι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος του περιγραφομένου σε αυτή ακινήτου (ελαιοπεριβόλου μετά της εντός αυτού υπάρχουσας ισόγειας οικίας), ότι στις 14-9-2008 αντιλήφθηκε ότι οι εναγόμενες, οι οποίες είναι συγκύριες του όμορου ακινήτου, εντός του οποίου βρίσκεται παλαιό διώροφο κτίσμα, είχαν εγκαταστήσει στο εν λόγω κτίσμα, στη θέση που προσδιορίζεται ειδικότερα στην αγωγή, κάμερα, η οποία ήταν στραμμένη προς την ιδιοκτησία της και μάλιστα προς την οικία της, ώστε να καταγράφει κάθε κίνησή της ακόμη και μέσα στην οικία της. Ότι η εγκατάσταση της κάμερας έγινε από ειδικούς τεχνικούς κατ’ εντολή των εναγομένων με σκοπό, καθώς υπάρχουν μεταξύ τους αντιπαλότητες και έριδες, να παρακολουθεί και να καταγράφει ποιοί εισέρχονται στην ιδιοκτησία της και με ποιούς συναναστρέφεται, αλλά και πώς συμπεριφέρεται μαζί τους μέσα στην ιδιοκτησία της. Ότι η ως άνω εγκατάσταση της κάμερας παρακολούθησης παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 370Α παρ. 2 ΠΚ και του Ν. 2472/1997 και προσβάλλει το δικαίωμά της για το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της και ότι από την πράξη αυτή των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 19.960 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν για την ίδια ως άνω αιτία, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της καταψηφιστικής διατάξεως της εκδοθησομένης αποφάσεως.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, στην ενάγουσα το ποσό των 11.960 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες για τους λόγους που αναφέρουν στο δικόγραφο της εφέσεως τους και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής. Η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα είναι πλήρως ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία, που τη θεμελιώνουν και συνεπώς ο λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν την απέρριψε ως αόριστη είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακολούθα: Η ενάγουσα είναι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος ενός ελαιοπεριβόλου, που βρίσκεται στη θέση Π., εκτός των ορίων του οικισμού Χ. του Δήμου Ζ. Μ., μέσα στο οποίο υπάρχει ισόγεια οικία, στην οποία αυτή διαμένει. Οι δε εναγόμενες είναι συγκύριες, συννομείς και συγκάτοχοι του όμορου προς ανατολάς ελαιοπεριβόλου, εντός του οποίου υπάρχει παλαιά διατηρητέα διώροφη οικία. Στην οικία αυτή, που δεν κατοικείται, εκτελούνται, από το έτος 2005 περίπου, οικοδομικές εργασίες διατήρησης και αναπαλαίωσής της και δεν είναι συνδεδεμένη με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Οι δύο οικίες των διαδίκων απέχουν μεταξύ τους περί τα 10 μ. και ανάμεσά τους παρεμβάλλονται καλντερίμι, που οδηγεί στην παραλία και ψηλά δένδρα. Οι εναγόμενες, οι οποίες κατοικούν στην Α., τον Σεπτέμβριο του 2008, για λόγους ασφάλειας των χώρων της ιδιοκτησίας τους, η οποία βρίσκεται έξω από τα όρια του οικισμού, τοποθέτησαν στην ως άνω οικία τους, μία εικονική κάμερα ασφαλείας. Συγκεκριμένα τοποθέτησαν σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους της ως άνω οικίας τους και σε ύψος 4 μ. από το έδαφος, μία απομίμηση εξωτερικής κάμερας ασφαλείας SVAT ISC 200 με LED φως που αναβοσβήνει, η οποία δεν ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα δε και με την από Ιανουάριο 2009 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ηλεκτρονικού μηχανικού Ε. Φ., που διορίσθηκε ως πραγματογνώμονας από το ΤΕΕ Μ., κατόπιν αιτήσεως των εναγομένων, επρόκειτο για ένα ομοίωμα κελύφους κάμερας, το καλώδιο που ξεκινούσε από την εικονική αυτή κάμερα και φαινόταν ότι τη συνδέει με το εσωτερικό της οικοδομής δεν κατέληγε πουθενά, στο εσωτερικό του κελύφους δεν υπήρχε άλλος ηλεκτρονικός εξοπλισμός κάμερας, παρά μόνο ένα μικρό φωτάκι, που άναβε με μικρή μπαταρία και έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για συνδεδεμένη και λειτουργούσα πραγματική κάμερα. Το ως άνω γεγονός ότι δηλ. επρόκειτο για εικονική κάμερα, που δεν ελαμβανε, δεν κατέγραφε και δεν μετέδιδε δεδομένα εικόνας αποδεικνύεται επίσης από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία η κάμερα είναι ψεύτικη, είναι στραμμένη προς την είσοδο της οικίας των εναγομένων και προς την παραλία και τοποθετήθηκε για να αποτραπεί η διάπραξη κλοπών και φθορών σε βάρος της ιδιοκτησίας των εναγομένων καθώς και από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό παραγγελίας αυτής από την εταιρία «A.com». Εξάλλου σύμφωνα με το υπ’ αρ. πρωτ. /20-5-2009 έγγραφο-απάντηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, επί σχετικής καταγγελίας της ενάγουσας, η επίμαχη κάμερα είναι εικονική (απομίμηση πραγματικής κάμερας ασφαλείας) και δεν λαμβάνει ή καταγράφει δεδομένα εικόνας και ότι ως εκ τούτου δεν υφίσταται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ενώ με την υπ’ αρ. 466/2009 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αρ. 54/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, απορρίφθηκαν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες οι από 29-10-2008 και 28- 11-2008 εγκλήσεις της ενάγουσας, με τις οποίες ζητούσε την ποινική δίωξη των εναγομένων για τα εγκλήματα του άρθρου 370Α παρ. 2 ΠΚ και του Ν 2472/1997, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για εικονική κάμερα και δεν λαμβάνει ή καταγράφει δεδομένα εικόνας και συνεπώς δεν υφίσταται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, αφού αυτός δεν καταθέτει με βεβαιότητα, αλλά πιθανολογεί ότι καταγράφει η κάμερα, αφού ανάβει ένα φωτάκι.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες τοποθέτησαν την ανωτέρω εικονική κάμερα με αποκλειστικό σκοπό να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο τρίτων στην ιδιοκτησία τους και την διάπραξη από αυτούς κλοπών και φθορών, δεδομένου ότι στο παρελθόν υπήρξαν τέτοια κρούσματα σε βάρος της ιδιοκτησίας τους, όπως τούτο προκύπτει ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, η οποία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι με την υπ’ αρ. 16/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ζαγοράς, που εκδόθηκε επί αγωγής των εναγομένων κατά του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Κ. Λ., επιδικάστηκε στις εναγόμενες αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω αδικοπραξίας και δη κλοπής τεμαχίων σκαλωσιάς από την ανωτέρω ιδιοκτησία τους, που τελέστηκε στις 8-3- 2008. Αντίθετα από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση της ως άνω εικονικής κάμερας έγινε από τις εναγόμενες με πρόθεση να προξενήσουν στην ενάγουσα ανησυχία και φόβο ότι παρακολουθείται. Από μόνο το γεγονός ότι μεταξύ των διαδίκων υπάρχουν έριδες και αντιδικίες με αφορμή τις οικοδομικές εργασίες, που εκτελούνται στην οικία των εναγομένων και αφορούν περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα δεν μπορεί να στηριχθεί τέτοια κρίση. Με τα δεδομένα αυτά των αποδείξεων η τοποθέτηση της ως άνω εικονικής κάμερας δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 ή των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, αυτή δεν ελάμβανε, ούτε μετέδιδε, ούτε κατέγραφε εικόνες προσώπων και συνεπώς δεν έλαβε χώρα επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ούτε δε υπήρξε παραβίαση της διάταξης του άρθρου 370 Α’ ΠΚ, καθόσον δεν υπήρχε δυνατότητα αποτύπωσης εικόνων. Επίσης δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη των εναγομένων στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, διότι η ως άνω ενέργεια των εναγομένων, που έγινε αποκλειστικά για την προστασία της απομονωμένης ιδιοκτησίας τους, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί παράνομη, ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, υπαιτιότητα των εναγομένων και μάλιστα με τη μορφή του δόλου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε, ότι οι εναγόμενες παρανόμως και υπαιτίως προσέβαλαν την προσωπικότητα της ενάγουσας και ακολούθως επιδίκασε στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τους σχετικούς λόγους της έφεσής τους. Κατά συνέπειαν πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *