Προσβολή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· μετάδοση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (βίντεο προσωπικών ερωτικών στιγμών) υποκειμένου στο διαδίκτυο χωρίς τη συναίνεσή του· προσβολή προσωπικότητας· χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προσβληθέντος
Αριθμός 12/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 3.12.2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …/2018) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄αριθμ. 4732/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1, 2, 3, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1, 517 εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (αρθρ.524, 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη. Σύμφωνα με το άρθρο 301 του ΠΚ «όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ’αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση». Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα νοούνται κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων, ως ευαίσθητα δεδομένα νοούνται τα δεδομένα που αφορούν στην φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, καθώς και στα σχετικά με τις ποινικές διώξεις ή καταδίκες, ως υποκείμενο δεδομένων νοείται το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, ως υπεύθυνος επεξεργασίας νοείται οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, ως επεξεργασία νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ή ένωση προσώπων, ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς την βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων, και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή και η καταστροφή και ως συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων θεωρείται κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική, δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρει επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται, ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του και στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 ορίζεται, ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (και) όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων. Στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Και στο άρθρο 23 παράγρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. Οι ως άνω διατάξεις ερμηνεύονται με βάση: α) το σκοπό του ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής αναπτύξεως και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσωρεύσεως και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του ανθρώπου, και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητες του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ, μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητας του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αορίστου νομικής εννοίας “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Σε περίπτωση δε παραβιάσεως τους εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω, ως προς την έννοια του “προσωπικού δεδομένου”, αυτή προσδιορίζεται από το νόμο, ως “κάθε πληροφορία, που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τις λοιπές του άρθρου 2 του Ν. 2472/1997, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, για να εμπίπτει η “πληροφορία” αυτή στην έννοια του προσωπικού δεδομένου, θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενο και τις, προσωπικού χαρακτήρα, ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού, οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποίησης (διάδοσης), εκτός εάν το ίδιο το “υποκείμενο” συγκατατεθεί σ’ αυτό (ΑΠ 637/2013 δημ. Νόμος, ΑΠ 1107/2011 Δ/νη 2011.1608, ΕφΑθ 1437/2014 ΝοΒ 2014.849). Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι με το Ν 2472/1997 οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου, όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, και για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ρύθμιση του Ν 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρο 2 § 1, 5 § 1, 9 § 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, 57 του ΑΚ, 362, 363 ΠΚ κ.λπ.) συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται – κατ’ αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (ΕφΑθ 1437/2014, ΕφΘεσ 87/2013 δημ. Νόμος, μελέτη Μ. Σταθόπουλου ΝοΒ 48,1 επ.). Από τις διατάξεις τέλος του προαναφερθέντος άρθρου 23 παρ. 1 και 2, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του Ν 2472/1997 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 1257/2005 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1597/2007 ΔΕΕ 2008/603).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 3.10.2017 (γεν.αριθμ.καταθ. …/2017) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι με τον εναγόμενο από το έτος 2008 είχε συνάψει ερωτική σχέση χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός ήταν παντρεμένος πλην όμως η σχέση τους συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη από εκείνη του γεγονότος αυτού, λόγω συναισθηματικής εξάρτησής της από εκείνον. Ότι μετά από επιθυμία του εναγομένου βιντεοσκοπήθηκαν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες οι διάδικοι συνευρίσκονταν ερωτικά οι οποίες παρέμειναν στο αρχείο του εναγομένου και ο οποίος την είχε διαβεβαιώσει ότι μόνο εκείνος θα είχε πρόσβαση σε αυτό, χωρίς αυτή να συναινέσει στην κοινοποίηση του αρχείου αυτού σε τρίτους. Ότι όταν διέκοψαν τη σχέση τους αυτή το Μάιο του 2013, ο εναγόμενος συνέχιζε να την παρενοχλεί αποστέλλοντάς της καταιγισμό προσβλητικών και απειλητικών μηνυμάτων κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ άρχισε να την απειλεί ότι θα δημοσιοποιούσε όλα τους τα βίντεο, ότι θα διασύρει εκείνη και την οικογένειά της και ότι ως «λύση» σε όλα αυτά, της πρότεινε να αυτοκτονήσει. Ότι λόγω του αδιεξόδου στο οποίο εκείνη είχε περιέλθει, την 30.6.2013 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ ο εναγόμενος, μετά από περίπου δύο μήνες, ξεκίνησε πάλι τις απειλές και τις ύβρεις, αιτία για την οποία αποπειράθηκε και πάλι στις 15.9.2013 να αυτοκτονήσει. Ότι ευρισκόμενη σε κατάσταση τέλματος και κατάθλιψης έχοντας καταρρεύσει ψυχολογικά και σωματικά παρακολουθείται έκτοτε συστηματικά από ψυχολόγο και ψυχίατρο, ενώ συνεπεία όλων των ανωτέρω, με βάση τις ιατρικές γνωματεύσεις που ενσωματώνει σ’αυτήν (αγωγή) πάσχει από μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο και η κατάστασή της εμφανίζει μεν σαφή βελτίωση πλην όμως παραμένει εύθραυστη και ευμετάβλητη, ιδιαίτερα δε όταν αντιλαμβάνεται ότι τα επίμαχα βίντεο αναρτώνται εκ νέου από πορνογραφικές ιστοσελίδες, (αναφέροντας τις ιστοσελίδες στις οποίες ισχυρίζεται ότι αναρτήθηκαν όλες οι προσωπικές τους στιγμές), ενώ συνεπεία των ανωτέρω και προβάλλοντας ότι έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, υποχρεώθηκε να απευθυνθεί στο Τμήμα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος το οποίο επελήφθη, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ποινικής δικογραφίας και την άσκηση σε βάρος του εναγομένου ποινικής δίωξης και την παραπομπή του σε δίκη στο ακροατήριο για τις προαναφερόμενες πράξεις, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα σ’αυτήν (αγωγή). Στη συνέχεια η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με τις παραπάνω ενέργειές του ο εναγόμενος ενήργησε χωρίς να λάβει την άδειά της και με σκοπό τον διασυρμό της στον στενό αλλά και στον ευρύτερο κύκλο της, πράγμα που πέτυχε, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί σοβαρή προσβολή στην προσωπικότητά της και δη σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, αποτέλεσμα το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με τις ανωτέρω ενέργειες του εναγομένου.
Τέλος η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου προξένησε σ’αυτήν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 50.000,00 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 50.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ.1, 9Α και 19 του Συντάγματος, 1,12, 14, 18 εδ.β΄ και 27 παρ.1, 51, 52, 53, 79, 94 παρ.1, 98 παρ.1 και 301 ΠΚ, 1, 2, 3 παρ.1, 3 ,4, 5 παρ.1, 7 παρ.1, 13, 22 παρ.4 και 6 και 23 Ν.2472/1997, 14 Ν.3471/ 2006, 57, 59, 299, 330 εδαφ.α΄, 346, 914, 919 και 932 επ. ΑΚ, 68, 176, 908 και 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) εν μέρει ως και κατ’ουσίαν βάσιμη, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.500,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος επιβλήθηκαν σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 800,00 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος- εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από τις υπ΄αριθμ. … και …/10.01.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας … και … αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ληφθείσες νομοτύπως και εμπροθέσμως κατόπιν κλήτευσης του εναγομένου, από τις υπ΄αριθμ. … και …/ 10.01.2018 και …./11.01.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου … αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά … ληφθείσες νομοτύπως και εμπροθέσμως κατόπιν κλήτευσης της ενάγουσας, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος γεννήθηκε το έτος 1977, είναι μόνιμος κάτοικος Κορυδαλλού και έγγαμος μετά της … και από τον γάμο τους έχουν αποκτήσει δύο άρρενα τέκνα. Η ενάγουσα δε, γεννήθηκε το έτος 1988, είναι μόνιμη κάτοικος Περιστερίου και άγαμη. Οι διάδικοι γνωρίστηκαν στην επιχείρηση με την επωνυμία «…» όπου εργάζονταν και οι δύο. Το έτος 2008 συνήψαν εκτός γάμου σχέση την οποία ο εναγόμενος είχε καταφέρει να κρατήσει μυστική από την οικογένειά του και από την οποία δεν είχε ανακύψει κάποιο πρόβλημα τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της άνοιξης του 2013, σχέση στην οποία οι διάδικοι είχαν επενδύσει και συναισθηματικά. Σταδιακά τότε η ενάγουσα επιδίωξε να απαγκιστρωθεί από τον εναγόμενο, ανεπιτυχώς όμως, συνάπτοντας, χωρίς να έχουν διακόψει ακόμη τις επαφές τους, περιστασιακές σχέσεις, αιτία για την οποία ο εναγόμενος ενοχλήθηκε, εφόσον το γεγονός αυτό του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και για την μετάδοση σ’αυτόν και κατ’επέκταση στην οικογένειά του, σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, με αποτέλεσμα να της ζητήσει να διακόψουν την σχέση τους. Το γεγονός δε ότι ο εναγόμενος αντιλήφθηκε την ενάγουσα δύο φορές τον Ιούνιο του 2013 να έχει περιστασιακές σεξουαλικές επαφές στην Κηφισιά, δείχνει ότι το ενδιαφέρον του δεν είχε μειωθεί καθόλου, εφόσον είναι πολύ πιθανό είτε με κάποιο τρόπο να την είχε παρακολουθήσει και να βρέθηκε στον ίδιο τόπο μαζί της (όπως πχ μετά από ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι βρίσκεται στην Κηφισιά), είτε να γνωρίζει ότι μεταβαίνει εκεί η ενάγουσα και να επιδίωκε να την συναντήσει, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και το αντίστροφο. Στη συνέχεια, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα στις 30.6.2013 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα χαπιών (αντιεπιληπτικών, κατασταλτικών υπνωτικών και αντιπαρκινσονικών), αιτία για την οποία διακομίστηκε στο νοσηλευτικό ίδρυμα «…», από όπου εξήλθε την επομένη (01.7.2013), νοσηλευόμενη για 24 περίπου ώρες. Σχετικά δε με την ενέργεια της αυτή δεν προέκυψε ότι υπάρχει κάποιο μήνυμα (γραπτό στο κινητό της, είτε μέσω κάποιου μέσου κοινωνικής δικτύωσης ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο) το οποίο να έχει αποσταλεί από τον εναγόμενο στην ενάγουσα το χρονικό εκείνο διάστημα, που να την προτρέπει να προβεί στην παραπάνω ενέργεια, ενώ η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι η ενάγουσα ενήργησε έτσι νιώθοντας ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένη από την απόφαση του εναγομένου να τερματίσουν την σχέση τους. Μετά από το γεγονός αυτό οι επαφές των διαδίκων αραίωσαν για ένα διάστημα. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2013 η ενάγουσα πραγματοποίησε δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας η οποία ήταν ηπιότερη από τη πρώτη αφού δεν χρειάστηκε αυτή τη φορά η διακομιδή της στο νοσοκομείο, αλλά αντιμετωπίστηκε με την παροχή από τους οικείους της πρώτων βοηθειών, ενώ όπως αποδείχθηκε, και ως προς τη δεύτερη αυτή απόπειρα αυτοκτονίας δεν υπήρχε μήνυμα του εναγομένου πριν το Σεπτέμβριο του 2013, με το οποίο να προτρέπει την ενάγουσα σε αυτοχειρία.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε αποστείλει πληθώρα μηνυμάτων στην ενάγουσα με την οποία την απειλούσε ότι θα αναρτούσε στο διαδίκτυο βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα ερωτικών τους συνευρέσεων και παράλληλα της ανέφερε ότι υπήρχε η δυνατότητα να αντιγράψει τα αποσπάσματα αυτά σε δέκα συσκευές αποθήκευσης usb και (δήθεν) να τα χάσει, ώστε άλλοι να προβούν στην ενέργεια αυτή, επισημαίνοντάς της ότι είχε τον κωδικό της για την πρόσβαση στο διαδίκτυο. Σε άλλα δε μηνύματα της ανέφερε ότι θα απέστελνε τα εν λόγω αποσπάσματα, με μήνυμα ή μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο του πατέρα της, ότι θα διέσυρε την οικογένειά της στη γειτονιά τους και στον περίγυρό τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξέλθουν της οικίας τους, να υποχρεωθούν σε αλλαγή του τόπου κατοικίας τους και να μην μπορούν καν να επιβιώσουν, στερούμενοι εργασίας και σπιτιού, ενώ και ως προς τον αδερφό της ανέφερε ότι λόγω της διαπόμπευσης που θα τους προκαλούσε, δεν θα είχε τη δυνατότητα να πάει στην εργασία του. Ο ίδιος δε ο εναγόμενος σε μήνυμά του, λίγες ημέρες προ της μετάβασης του … – πατέρα της ενάγουσας στην Υποδιεύθυνση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που έλαβε χώρα την 09.11.2013, συνομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς ότι είχε αναρτήσει τα μαγνητοσκοπημένα αυτά αποσπάσματα σε διάφορες ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου. Συγκεκριμένα το μήνυμα αυτό είχε το εξής περιεχόμενο: «Είσαι σε όλα τα σάιτ και θες να μου πεις ότι ο πατέρας σου τα είδε και απλά δεν κάνει τίποτα. Απλά κάθεται και σημειώνει τα σάιτ πολύ προοδευτικός πατέρας. Κάθεται και καμαρώνει.». Από το κείμενο του μηνύματος αυτού, σε συνδυασμό τόσο με τα προηγούμενα όσο και με το γεγονός ότι ο πατέρας της ενάγουσας, όπως τούτο προκύπτει από την κατάθεσή του την 09.11.2013 στην ανωτέρω Αστυνομική Αρχή, πράγματι παρέθεσε συγκεκριμένες ιστοσελίδες στις οποίες είχαν αναρτηθεί τα επίμαχα αποσπάσματα (οι οποίες αναφέρονται κατωτέρω), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ιστοσελίδες για τις οποίες κάνει λόγο ο εναγόμενος, δεν έχουν καθόλου κολακευτικό περιεχόμενο για μία γυναίκα της ηλικίας της ενάγουσας και κατ’επέκταση και για την οικογένεια και τους οικείους της και ότι δεν μπορεί να είναι άλλες από τις ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου τις οποίες αναλυτικά ο πατέρας της ενάγουσας μνημονεύει στην ως άνω κατάθεσή του. Εκτός αυτού, ο εναγόμενος απέστειλε στην ενάγουσα έξι τουλάχιστον μηνύματα στα οποία παραθέτει αντίστοιχες ιστοσελίδες στις οποίες ανήρτησε τα επίμαχα αποσπάσματα, ήτοι: … … … … … … . Επίσης, όπως κατέθεσε ενόρκως ο … στην από 9.11.2013 κατάθεσή του που λήφθηκε στην Υποδιεύθυνση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, από περιήγησή του στο διαδίκτυο διαπίστωσε ότι στις ιστοσελίδες: … … … … …, είχαν αναρτηθεί μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα της ενάγουσας σε προσωπικές ερωτικές της στιγμές. Ο χρόνος δε ανάρτησης των εν λόγω αποσπασμάτων τοποθετείται περίπου κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2013 μέχρι και την 5.11.2013,ημέρα κατά την οποία ο … κατέθεσε ότι ενημερώθηκε από φίλο του για την ανάρτησή τους, και σε κάθε περίπτωση όχι μεταγενέστερα από την 9.11.2013, χρόνο λήψης της κατάθεσής του αυτής στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ενώ το γεγονός ότι σε εκ των υστέρων γενομένη έρευνα το υλικό αυτό δεν ανευρέθη, δεν αναιρεί την ανάρτηση των αποσπασμάτων τουλάχιστον κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Μετά δε της παραπάνω καταγγελίας του πατέρα της ενάγουσας σχηματίστηκε ποινική δικογραφία στο πλαίσιο της οποίας έγινε νομότυπη έρευνα στην οικία του κατηγορουμένου στις αρχές του 2014, όπου κατασχέθηκε προσωπικός φορητός του ηλεκτρονικός υπολογιστής και δύο συσκευές κινητών τηλεφώνων με κάρτες μνήμης, συσκευές στις οποίες ανευρέθησαν καταγεγραμμένες ερωτικές στιγμές του εναγομένου, εκτός της ενάγουσας και με άλλες γυναίκες. Κατόπιν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εναγομένου και δυνάμει του υπ΄αριθμ. 205/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά παραπέμφθηκε αυτός στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος α) των πράξεων της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’εξακολούθηση και β) της παραβίασης του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων κακουργηματικού χαρακτήρα, με την μορφή της μετάδοσης, σε τρίτα, μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν στην ενάγουσα στο βαθμό που, καθώς κρίθηκε από το Συμβούλιο, αποσκοπούσε ο εναγόμενος με τις ενέργειές του αυτές, στην πρόκληση βλάβης στην ενάγουσα και συγκεκριμένα, στην βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς της, επιχειρώντας να την παρουσιάσει ως άτομο ελαφρών ηθών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό βάναυσα την προσωπικότητά της. Συνεπεία λοιπόν της αυθαίρετης, χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας, αυτής μετάδοσης των προσωπικών ερωτικών της στιγμών με τον εναγόμενο, που συνιστούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν.2472/1997, η ενάγουσα έχει υποστεί σοβαρή προσβολή στην προσωπικότητά της και τούτο διότι η παρά τη θέλησή της ηλεκτρονική διαπόμπευση της προκαλούσε συνεχές και έντονο άγχος ότι οποιαδήποτε στιγμή στη συνέχεια της ζωής της, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σ’αυτό το υλικό (όπως και πράγματι έγινε εφόσον ο πατέρας της ενημερώθηκε για την ανάρτηση των επίμαχων αποσπασμάτων από τρίτο πρόσωπο- φίλο του), καθώς και ένα βαθύ αίσθημα ντροπής, ταπείνωσης και αναξιότητας για τον εαυτό της και για τους λόγους αυτούς η ενάγουσα εκδήλωνε όλα τα τυπικά συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης που εκδηλώνουν άνθρωποι που έχουν δεχθεί ανάλογη ψυχική βία. Μετά δε από όλα αυτά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ των διαδίκων, στα οποία περιλαμβάνεται και το γεγονός της ανάρτησης των επίμαχων αποσπασμάτων στο διαδίκτυο, γεγονός το οποίο συνετέλεσε στην επιδείνωση της ψυχολογικής της κατάστασης, η ενάγουσα για μεγάλο διάστημα σταμάτησε να εργάζεται, δεν έβγαινε από το σπίτι της, αδυνατούσε να έχει διαπροσωπικές σχέσεις (φιλικές και κοινωνικές) και βίωνε άγχος, θλίψη και πανικό, ενώ παρά την πρόοδο που είχε επιτευχθεί μέσα από την ψυχοθεραπευτική εργασία και φαρμακευτική υποστήριξη, η ενάγουσα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης και είχε κριθεί σκόπιμη η συνέχιση της ψυχοθεραπευτικής παρακολούθησης σε αραιότερη βάση, όπως τούτο βεβαιώνεται στην από 13.10.2017 ψυχολογική αναφορά της ψυχολόγου … Παράλληλα δε με βάση την από 2.10.2017 ιατρική γνωμάτευση του ψυχίατρου …, για χρονικό διάστημα τριών ετών από τον χρόνο έναρξης παρακολούθησης (Σεπτέμβριος 2013), η ενάγουσα τελούσε υπό συστηματική αντικαταθλιπτική και αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή, τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση και παράλληλα ψυχοθεραπεία η οποία συνεχίστηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2017 και κατά το χρόνο εκείνο η κατάσταση της ψυχικής υγείας της ενάγουσας ήταν σαφώς βελτιωμένη, ωστόσο παρέμενε εύθραυστη και ευμετάβλητη, ιδιαίτερα όταν αντιλαμβανόταν ότι τα εν λόγω βίντεο αναρτούνταν εκ νέου από διάφορες πορνογραφικές ιστοσελίδες.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με τις παραπάνω ενέργειες του εναγομένου προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα της ενάγουσας, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή της και προκλήθηκε σ’αυτήν ηθική βλάβη. Προκειμένου δε να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη της ενάγουσας πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτής ανάλογη χρηματική ικανοποίηση.
Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων (12.500,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25 § 1 του Συντάγματος και 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε ,κατ’ άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4732/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με κωδικό …/2018 άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ