Ομιλία στην Επιστημονική Ημερίδα «Δασικοί Χάρτες και Προοπτικές»
«Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΙΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ»
Ομιλία στην Επιστημονική Ημερίδα «Δασικοί Χάρτες και Προοπτικές»
«Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΙΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ»

Νικόλαος Μόσχος
Δικηγόρος
Μ Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου. Δ.Π.Θ.- Ποινικού Δικαίου Δ.Π.Θ. –Πολεοδομίας, Χξιας, Π.Θ.
Yπ. Δρ. Πολεοδομίας – Χωροταξίας Π.Θ.
————————————————————–

1. Σκοπός της παρούσας είναι να παρουσιαστούν βασικές πτυχές της νομολογίας, κυρίως στην εννοιολογική προσέγγιση των βασικών εννοιών της δασικής νομοθεσίας, ώστε να μπορεί να αποτελέσει «εργαλείο», από όποιον ενδιαφέρεται και νομίζει ότι μπορεί να ισχυροποιήσει τις αντιρρήσεις του, ενώπιον της Επιτροπής. Δοθέντος και του επιμορφωτικού – ενημερωτικού χαρακτήρα της εκδήλωσης, δεν γίνεται ιστορική επισκόπηση της νομολογίας, ούτε κριτική προσέγγισή αυτής, ούτε προσεγγίζονται θέματα, που αναπτύχθηκαν από τους προλαλήσαντες συναδέλφους ή θα αναπτυχθούν από τους επόμενους, όπως αυτό των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα δάση.

2. Η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων έχει αποτελέσει από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έως σήμερα ένα από τα πιο ακανθώδη νομικά, διοικητικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που ανεφύησαν στο πεδίο του δικαίου περιβάλλοντος. Ο βασικός λόγος πρέπει να αναζητηθεί αφενός στις ισχυρές οικιστικές πιέσεις που ασκούνται στα δάση και τις δασικές εκτάσεις και στα μεγάλα και ανικανοποίητα δικαιώματα προσδοκίας που έχουν συνδεθεί με την αξιοποίησή τους και αφετέρου στην ύπαρξη μιας αυστηρής νομοθεσίας και την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής ή και υπέρμετρα προστατευτικής -κατά ορισμένους- νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που, όπως παρατηρείται μάλιστα στην επιστημονική αρθρογραφία, καταφεύγει συχνότερα ίσως από κάθε άλλο τομέα διοικητικής δράσης σε συνταγματικές αναγωγές και σε ευθείες νομολογιακές εφαρμογές των συνταγματικών διατάξεων. Είναι κοινά αποδεκτό ότι η εξατομικευμένη διαδικασία χαρακτηρισμού εκτάσεων ως δασικών ή μη που καθιερώνεται στο άρθρο 14 του ν. 998/1979, σε συνδυασμό με την έλλειψη δασικών χαρτών και σαφών κριτηρίων απόδειξης του δασικού χαρακτήρα, δημιουργεί προϋποθέσεις αδιαφάνειας και κακοδιοίκησης. Αντιστοίχως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η υπέρμετρη αυστηρότητα που αποτυπώνεται ενίοτε στη δασική νομολογία του ΣτΕ είναι αμφίβολο, αν τελεί σε αναλογία με άλλα συνταγματικά αγαθά που σχετίζονται με την ανάπτυξη ή την ιδιοκτησία

3. Σύμφωνα με το αρ. 24 Συντ «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός» […..για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δ.ε. ή την πρόκληση βλάβης…δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή απόφασης της Διοίκησης η έκταση αυτή επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της ελληνικής επικράτειας που φέρει τα χαρακτηριστικά της, αποτελεί δασική έκταση…] ΑΠ 721/2012 κ ΑΠ 605/2013

4. Το Σύνταγμα ανάγει το δάσος σε αγαθό ύψιστης σημασίας, θέτει τις βάσεις για την διατήρηση του με τη θέσπιση της αρχής της αειφορίας. Η προστασία του δάσους ρυθμίζεται με σειρά ειδικών νόμων, που συναποτελούν τη δασική νομοθεσία. Το νομικό καθεστώς του δάσους, αναπτύσσεται σε κανόνες του Συντάγματος, του Εμπραγμάτου Δικαίου, του Δασικού Δικαίου και του Κτηματολογικού Δικαίου, σε Υ.Α. Το νομικό αυτό καθεστώς συνιστά μια ιδιαίτερη ενότητα που διακρίνεται για την οργανική και λειτουργική σύνθεση της, που αποτελεί το Δασικό Δίκαιο.

5. Η διαδρομή του Δασικού Δικαίου στο χρόνο και στον τόπο, χαρακτηρίζεται έντονα από ένα συνδυασμό ιστορικών γεγονότων (λ.χ. ανεξαρτησία Ελλάδος, επέκταση σε Νέες Χώρες) και επιστημονικών αναζητήσεων (λ.χ. έννοια δάσους κ συναφών εννοιών, κατά την δασολογία, δασοπονία κ νομική επιστήμη). Στην ίδια διαδρομή εντυπωσιακή παρουσία έχουν οι δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες συμβάλλουν στην ορθολογική προστασία του εννόμου αγαθού του δάσους. […..με τις διατάξεις του Συντ. ιδίως με το αρ. 24 παρ. 1 κ 6 , το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό….] ΣτΕ Ολ 2489/2006 (σκ9)

[…Στο βιώσιμο κράτος κύριος εγγυητής του Περιβάλλοντος είναι ο Δικαστής ως φύλαξ της σχετικής συνταγματικής διάταξης και του δικαίου Περιβάλλοντος…] ΣτΕ 3478/2000 κ Δεκλερής

6. Το δάσος είναι αγαθό που προστατεύεται από το Σύνταγμα (αρ. 24 παρ. 1). Tα δικαστήρια, ειδικά το ανώτατο ακυρωτικό, ασκεί διαρκώς έναν συνεχή έλεγχο σε σχέση με την συνταγματικότητα συγκεκριμένων διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, όπως π.χ. του αρ. 3 του ν. 998/1979, όπως αντικ. από αρ. 1 ν. 3808/2003 κ αρ. 32 ν. 4280/2014.) […από το συνδυασμό των αρ. 24 παρ. 1 κ 177 παρ. 3 του Συντ, συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας υπάγονται σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς για να διατηρείται η κατά προορισμό χρήση τους και μόνο κατ’ εξαίρεση παρέχεται η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να επιτρέπει, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, επεμβάσεις, που μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν το δασικό χαρακτήρα τους και ειδικότερα, μόνο εάν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την επέμβαση. Προκειμένου να επιχειρηθεί η κατά τα ανωτέρω κατ’ εξαίρεση και μόνο υπό ειδικούς όρους επιτρεπόμενη επέμβαση σε δασική έκταση που στο παρελθόν κηρύχθηκε αναδασωτέα, πρέπει να έχει αρθεί κατά νόμιμο τρόπο η αναδάσωση…] ΣτΕ 452/2014 (ΝΟΜΟΣ
[…Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρουν προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα φυτά ή να συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής έκτασης και είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μια ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια, διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος…] ΑΠ 36/2009 (Ποιν)
[Εξάλλου ήδη το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικολογική ισορροπία προς χάρη των επόμενων γεννεών….] ΣτΕ Ολ 3478/2000 (σκ7)
Τα προστατευτικά μέτρα προληπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα του αρ. 24 του Συντ, εμπεριέχουν μια νέα ήδη εδραιωμένη προσέγγιση του δασικού φαινομένου, μια προσέγγιση που προβάλλει την οικολογική ενατένιση του δάσους, έναντι της παραγωγικής – οικονομικής που εστιάζε η αρχική προσέγγιση.
7. Σύμφωνα με το αρ. 24 παρ. 1 του Συντ η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.

8. Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 62 παρ. 1 ν. 998/1979 οποιοσδήποτε επικαλείται ή αξιώνει δικαίωμα εμπράγματο ή μη επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των αναφερομένων στο αρ. 74 του νόμου αυτών εδαφών, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του. Με την διάταξη αυτή εισάγεται δηλ. διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή του από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων κ.α. και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας.

9. ΑΕΔ 27/1999 – Για την έννοια του Δάσους
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το Συντ εισάγει τον ποιοτικό και όχι τον ποσοτικό προσδιορισμό των σχετικών εννοιών, αφού κυρίαρχη είναι και για τις δύο περιπτώσεις (δάσος και δασική έκταση) η έννοια της οργανικής ενότητας, κριτήριο κατεξοχήν ποιοτικό, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από την προστασία του δάσους ως απλού συνόλου σε εκείνη του οργανικού συνόλου και της δασοβιοκοινότητας

⦁ […το Σ. προστατεύτοντας δια του αρ. 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων, προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και νομοθέτης κατά την ειδικότερη οργάνωση συνταγματικής προστασίας…]
Με το αρ. 24 προστατεύεται το δάσος και οι δασικές εκτάσεις και γίνεται ρητή παραπομπή στην επιστημονική έννοια των οικοσυστημάτων.
⦁ […είναι δε κατά την οικεία επιστήμη, δάσος ή δασικό οικοσύστημα, οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους, ιδιαίτερη βιοικοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)…]
⦁ […εξάλλου δασική έκταση, υπάρχει, όταν στο ανωτέρο σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά….κρίσιμη επομένως για την έννοια του δάσους κ της δασικής έκτασης είναι οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους)βλαστήσεως η οποία «καθισταμένη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαιτέρα του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος…]
⦁ […παντως εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του εις τον κύκλο του άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου, η συγκράτηση των ομβρίων υδάτων κ.ο.κ.]
Υφίσταται αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους. Εισάγει ένα συγκεκριμένο τεκμήριο. Τεκμαίρεται ως αυτονόητη η λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, εφόσον εντοπίζεται η οργανική ενότητα.

10. ΣτΕ Ολ 32/2013
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3 του άρθ. 1 Ν 3208/2003 (νέο άρθ. 3 Ν 998/1979) και των στοιχ. α΄ και β΄ της αυτής περ. ΙΙΙ της παρ. 3, σχετικά με τον ορισμό της έννοιας του δασικού οικοσυστήματος, κρίνονται αντισυνταγματικές, για τον λόγο ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη δασοπονικών μόνον ειδών και μάλιστα επί αριθμητικώς προσδιοριζόμενης ελαχίστης εκτάσεως. Προσκρούουν δε και στο τελευταίο εδάφιο της υπό το άρθ. 24 Συντ. ερμηνευτικής δηλώσεως, για τον λόγο ότι δεν θέτουν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δάσους ή δασικής το αραιό ή μη της επ΄ αυτής δασικής βλαστήσεως, αλλ΄ άλλο κριτήριο συναπτόμενο με το ύψος της βλαστήσεως, εφ΄ όσον η άνω του 25% συγκόμωση επί εκτάσεως δασοπονικών ειδών συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό της τόσο ως δάσους, άρα μη αραιής βλαστήσεως, όσο και ως δασικής εκτάσεως, άρα αραιής βλαστήσεως, αρκεί στην τελευταία αυτή περίπτωση η βλάστηση να είναι θαμνώδης, άρα χαμηλή ακόμα και αν η συγκόμωσή της είναι 100%. Το δάσος και η δασική έκταση μπορούν ν΄ αποτελούνται από οποιοδήποτε είδος ή είδη αγρίων ξυλωδών φυτών, δασοπονικών ή μη, εφ΄ όσον αυτά αποτελούν οργανική ενότητα, η οποία δεν εξαρτάται από μαθηματικά οριζόμενο ποσοστό συγκομώσεως (μειοψ.). Τούτου έπεται ότι η νέα παρ. 3 του άρθ. 15 Ν 1734/1987, που θεωρεί μία έκταση ως έχουσα δασικό χαρακτήρα από την ύπαρξη σε αυτήν ορισμένων μόνο δασοπονικών φυτών και με μαθηματικώς οριζόμενο ποσοστό συγκομώσεως, είναι αντίθετη προς το άρθ. 24 Συντ. και την υπ΄ αυτό ερμηνευτική δήλωση και ως εκ τούτου, ανίσχυρη ως προσκρούουσα στην ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση

[…διότι κατά την αλληθή του έννοια το άρθρο τούτο δεν θέτει δυο αθροιστικές προϋποθέσεις, για την στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους, αλλά μόνο μία, ήτοι την οργανική ενότητα αυτού, ώστε αν αυτή υπάρχει έπεται κατ’ ανάγκην, πλεοναστικώς αναφερόμενη εις τον νόμον, η συμβολή του δάσους στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου ή με τα προϊόντα της δασοπονίας….] ΣτΕ 32/2013, ΝΟΜΟΣ

Επομένως ο ορισμός της επιστήμης και του αρ. 3 του ν. 998/1979 συμπίπτουν […το δασικό οικοσύστημα δυνάμενο να δημιουργηθεί από την οργανική ενότητα όλων των ειδών των άγριων ξυλώδων φυτών, δύναται μεν να προσφέρει και δασικά προϊόντα στον άνθρωπο, πλην δε παυει να υφισταται και όταν για ποικίλους λόγους δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, οπότε συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος…..] ΣτΕ 32/2013, ΝΟΜΟ
Είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη των άγριων ξυλωδών φυτών, από τα οποία αποτελούνται, δηλ. αν είναι δασοπονικά ή μη, εφ΄ όσον αποτελούν οργανική ενότητα και β) ότι η προσθήκη της λέξης «αναγκαία» εντάσσεται στους ορισμούς αυτούς και δεν τους ανατρέπει, απαιτώντας μία αριθμητικά προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του Ν 998/1979 ή προς ικανοποίηση της «κοινής λογικής», αλλά μία έκταση που είναι πράγματι αναγκαία, προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσης του (υψόμετρο, γεωγραφικό πλάτος και μήκος) και των εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών που επικρατούν σε αυτή (σκέψη 9)
[….κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του δάσους είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης. Υφίσταται δασοβιοκοινότητα και σε εκτάσεις με εμβαδόν μικρότερο από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με γειτονικές δασικές εκτάσεις…] ΣτΕ 2743/2011
11. Για να υπαχθεί μια έκταση στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς, που ισχύει για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η ολοκληρωτική ή μερική κάλυψη από άγρια ξυλώδη φυτά ούτε τα φυσικά χαρακτηριστικά αυτών. Η κάλυψη του εδάφους εμφανίζει, κατά το νόμο, διαχωρισμό στη διάκριση δασών και δασικών εκτάσεων διότι, επί δασών, χαρακτηριστικό είναι η ολική ή μερική, συνεχής ή πυκνότερη κάλυψη από άγρια ξυλώδη φυτά, ενώ στις μερικές δασοσκεπείς ή μερικώς δασοσκεπή λιβάδια, το χαρακτηριστικό εντοπίζεται στην αραιότητα και πενιχρότητα της δασικής ξυλώδους βλάστησης, υψηλής ή θαμνώδους, στα δε χροτολιβαδικά εδάφη, προέχει η ποώδης βλάστηση και η κάλυψη από συστάδες φρυγάνων. Επομένως σύμφωνα τόσο με τις διατάξεις του προισχύσαντος Ν. 998/1979 και ιδίως του αρ. 3 αυτού, όπως ήδη ισχύουν μετά τις μεταβολές με το Ν. 3208/2003 και κυρίως της διατάξεως του αρ. 1 αυτού, συνάγεται ότι για να υπαχθεί μια έκταση στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς των ως άνω διατάξεων, που ισχύουν για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, όπως η έννοια αυτών προσδιορίζεται σε αυτές (διατάξεις), ιδιαίτερη και πρωταρχική σημασία έχει η ολική ή μερική κάλυψη αυτών από άγρια ξυλώδη φυτά, ενταγμένα στο ενιαίο σύνολο (δασοβιοικοινότητα). Το ποσοστό της καλυπτόμενης έκτασης του εδάφους εμφανίζει διαφορές ανάμεσα στις παλαιότερες και νεότερες διατάξεις, ως προς τη διάκριση δασών και δασικών εκτάσεων, δεδομένου ότι επί των δασών προϋπόθεση είναι η ολική ή μερική και πάντως, αναγκαία κάλυψη, ενώ στις δασικές εκτάσεις η κάλυψη μπορεί να είναι και αραιά.
[…..Περαιτέρω από την αδιάστικτη διατύπωση των αρ. 24 και αρ. 117 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η συνταγματικώς επιτασσόμενη προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων επιβάλλεται και αναδρομικώς χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, ήτοι και στην περίπτωση που η βλάστηση των εκτάσεων αυτών καταστράφηκε από οποιαδήποτε αιτία και πριν την έναρξη του Συντάγματος του 1975…]. ΟλΣτΕ 2881-2/1992, ΟλΣτΕ 2757/1994, ΣτΕ 4231/1997, 2006/1997, 952/1990, 1818/1982, 162/1997

[…Είναι νομικά αδιάφορος ο χρόνος και ο τρόπος δημιουργίας του δασικού χαρακτήρα μίας έκτασης…] ΣτΕ 1151/1997, ΔκηΔνη 1997, σ.894
[….δια τούτο και αγροτικές εκτάσεις που διασώθηκαν αποβάλλουν αυτοδικαίως τον αγροτικό χαρακτήρα τους, απαγορευμένης της αυθαίρετης επαναφοράς στην αγροτική τους μορφή…] ΟλΝΣΚ 295/1992 και συναφώς αρ. 67 του Ν. 1734/1987
[…αν μια έκταση αποκτήσει οποτεδήποτε την δασική βλάστηση, που ορίζει ο νόμος εκ του Συντάγματος και ανευ άλλου τινός, προσλαμβάνει δασικό χαρακτήρα, προστατεύεται δε εντεύθεν όπως κάθε δασική έκταση, έστω κι αν συνέχεια η εν λόγω δασική έτκαση καταστραφεί από οποιαδήποτε αιτία] ΟλΝΣΚ 295/1992 και συναφώς άρ. 67 του Ν. 1734/1987
12. Παράνομες Επεμβάσεις
Κατ’ ακολουθίαν η εκάστοτε πραγματική κατάσταση της έκτασης που προέκυψε από παράνομες επεμβάσεις (υλοτομίες, εκχερσώσεις, αποψιλώσεις, οικοδομήσεις) ουδέποτε ανατρέπει τη νομική κατάσταση που η τελευταία προσέλαβε κατά τα ανωτέρω. Εν κατακλείδι : «ο δασικός χαρακτήρας άπαξ και κτηθεί ουδέποτε χάνεται κατά νόμον» ΣτΕ 2176/1993, Αρμ 1994, σ. 995, ΣτΕ 2560/1993, ΣτΕ 5211/1996, ΕλΔνη 38, σ. 2317

Σημειωτέον ότι άπαντα τα ανωτέρω που αποτελούν εκφάνσεις του αυστηρού προστατευτικού για τον δασικό πλούτο της χώρας καθεστώτος που θεσπίζουν τα αρ. 24 και 117 του Συντ. εχουν εφαρμογή τόσο επί των δημοσίων όσο και επί ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων ΣτΕ 253/1995, ΣτΕ 3526/1996, ΔκηΔνη 9, σ. 1035

13. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός των δασικών εδαφών και των δασικών εκτάσεων ακολούθησε μια πορεία με πολλά στάδια και παλινδρομήσεις, τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε ανάλογα και δεν διακρίνεται από μια σταθερότητα. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια, από το 1888 μέχρι το 1937, για να ξεκαθαριστεί η έννοιά τους και να είναι σαφής ο διαχωρισμός τους. Τελικώς δε, διευρύνθηκαν οι κατηγορίες των εκτάσεων με δασική μορφή με αποτέλεσμα να υπάγονται στη δασική νομοθεσία πλην της κατηγορίας των κυρίως δασών τόσο τα δασικά ή χορτολιβαδικά εδάφη όσο και οι μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις

Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπών σύνολο η άγρια ξυλώδη βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά.

[…ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος από τη δασική έκταση και προυποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών, επί της επιφανείας του εδάφους…] ΑΠ 605/2013 (ποιν)

14. [….Η μεταβολή ή αλλοίωση του δασικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο εάν η θυσία της δασικής βλάστησης αποτελεί το μοναδικό πρόσφορο μέσο για την ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών εφόσον οι επεμβάσεις περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο] ΣτΕ 2971/2010, ΣτΕ 2517/2009, ΣτΕ 3559/2009, ΣτΕ 3588/2007, ΣτΕ 2763/2006 κ.α. […η τήρηση των συνταγματικών αυτών επιταγών υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή ο οποίος υποχρεούνται να εξετάσει τη συγκεκριμένη περίπτωση τόσο τη συνδρομή των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την κατ’ εξαίρεση επέμβαση στα δάση και τις δασικές εκτάσεις όσο και την τήρηση του προσήκοντος μέτρου…] ΣτΕ 1421/2013, ΝΟΜΟΣ (σχ. 23)

15. Αρνητική Προσέγγιση. Τι δεν είναι δάσος
[…δεν είναι δάσος έκταση άγονη και βραχώδης κατάλληλη για βοσκή και καλυπτόμενη από ποώδη και φρυγανώδη είδη και από θάμνους νανώδους μορφής που δεν μπορεί να παράγει δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμεταλλέυσεως (ΑΠ 519/1977, ΝοΒ46.515) ή περιλαμβάνουσα τόσα αραιά άγρια ξυλώδη φυτά, ώστε να υπολείπεται κατ’ αναλογία του ενός κατά στρέμματος (ΑΠ 60/1978, ΝοΒ 26.1353, ΑΠ 311/1978, ΝοΒ 22.1288)]

[….δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη…..] ΑΠ 1254/2012, ΝΟΜΟΣ

Εκτάσεις που απώλεσαν το δασικό τους χαρακτήρα.
16. Εκτάσεις που έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975, λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, κατά την διαδικασία του αρ. 14 του ν. 998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες.
[…..ο κανόνας της ανωτέρω εξαίρεσης από την υποχρέωση αναδάσωσης εφαρμοζεται ανεξαρτήτως από το μέγεθος έκτασης και από τη φύση των επ’ αυτής επεμβάσεων ή από τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων….] ΣτΕ 1286/2009 (σκ9), στΕ 3107/2015 (σκ.8), ΣτΕ 92/2016

Ακάλυπτοι χώροι. Ασκεπείς εκτάσεις. Ασκεπείς κορυφές.
17. Οι ασκεπείς κορυφές είναι τεχνικός όρος που εξειδικεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπάγεται σε δικαστικό έλεγχο. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ως ένα από τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των «δασικών εκτάσεων» αρ. 3 παρ. 3 εδ α ν. 998/1979. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή «ως δάση κ δασικές εκτάσεις νοούνται κ οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι που περικλείονται από δάση κ δασικές εκτάσεις καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεν ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών.»

[…στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται κ οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση…] ΑΠ 822/2013, ΝΟΜΟΣ, επίσης ΑΠ 1524/2012, ΣτΕ 2938/2012, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3220/2012, ΝΟΜΟΣ

Κτηνοτρόφοι
18. […στις διατάξεις του ν. 998/1979 υπάγονται και οι εντός ή υπεράνω δασών και δασικών εκτάσεων ασκεπείς, χορτολιβαδικές ή μη εκτάσεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από δασική βλάστηση, ικανή να τις υπαγαγει, στις κατηγορίες των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι κ οι εν λόγω εκτάσεις αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα που συνδέονται με το δασικό οικοσύστημα των γύρω εκτάσεων και χρήζουν προστασίας…..στην επίδικη έκταση αρμόζει ο δασικός χαρακτήρας και όχι ο αγροτικός επειδή η έκταση εκμισθώνετο σε κτηνοτρόφους της πρώην Κοινότητας είναι ασκεπής – γυμνή έκταση που περιβάλλονται από πυκνό δάσος ελάτης…..] ΣτΕ 3734/2010, ΠερΔικ 2011.296

[..Αγροτικές εκτάσεις που απέκτησαν δασική βλάστηση λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειας τους, δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό και μόνο τον αγροτικό χαρακτήρα τους, ούτε καθίστανται ανευ ετέρου δάση ή δασικές εκτάσεις…] ΓνμΝΣΚ 163/2011 ΠερΔικ 2011.537
[… η απόφαση του Δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με το χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάστησης, ο χαρακτήρας δε μιας έκτασης ως βοσκοτόπου δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό της ως δασικής…]. ΣτΕ 1148/2014 ΠερΔικ 2014, σ. 33
Όρια Οικισμών
19. […δεν έχουν χαρακτήρα δάσους και δασικής έκτασης, εκτάσεις περιλαμβανομένες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923. Δεν αποκλείεται να περιλαμβάνονται εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα στα όρια οικισμού προ του 1923, η κρίση όμως των δασικών οργάνων ότι η έκταση περί της οποίας πρόκειται αν κ εμπίπτει στα όρια οικισμού, έστω κ μη νομίμως οριοθετηθέντος, έχει παρα ταύτα χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης και κατά συνέπεια σε περίπτωση καταστροφής της δασικής βλάστησης είναι αναδασωτέα, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς…..] ΣτΕ 2264/2014, ΠερΔικ 2014.710
[…….η εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας επί εκτάσεων καλυπτομένων από δασική βλάστηση δεν συναρτάται προς το χαρακτήρα των εκτάσεων αυτών ως δημοσίων ή ιδιωτικών, ο κανόνας δε αυτός ισχύει και για τις περιοχές της χώρας στις οποίες έχει εφαρμογή η ειδική διάταξη του αρ. 62 παρ. 1 ν. 998/1979. Το γεγονός ότι η υπάρχουσα βλάστηση, αποτελούμενη κυρίως από πεύκα, αναπτύχθηκε με φροντίδα της αιτούσας, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της, φύτεψε και περιποιήθηκε τα δεδρύλια, που ευδοκίμησαν και δημιούργησαν τη βλάστηση αυτή, δεν ανατρέπει το δασικό χαρακτήρα του τμήματος της εν λόγω έκτασης, αφού η τεχνητή έστω δάσωση ορισμένης έκτασης αρκεί κατ’ αρχήν για την υπαγωγή στη δασική νομοθεσία….] ΣτΕ 355/2007, ΠερΔικ 2008, σ. 246 επ.

Δασικά και γεωργικά Οικοσυστήματα
20. [Δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας ιδιωτικές εκτάσεις, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ήταν αγροτικές πριν την έναρξη του πολέμου, ήτοι προ του 1940, επανακαλλιεργηθείσες δε το αργότερο προ του 1960, εμφαίνονται ως αγροτικές στις Α/Φ του 1945 ή του 1960 ή σε αμφότερες, ανεξαρτήτως εάν οι εκτάσεις αυτές κατά τη διάρκεια του πολέμου ή μετά τη λήξη του δεν καλλιεργήθηκαν και απέκτησαν έτσι προσωρινά χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως για κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1940-1960, έως την επανακαλλιέργειά τους, που έλαβε χώρα μετά τη λήξη των εκτάκτων συνθηκών και πάντως προ του 1960,
β) δεν απέκτησαν με οποιονδήποτε τρόπο μετά το 1960 δασικό χαρακτήρα, συνεπώς δεν εμφανίζονται ως δασικού χαρακτήρα σε αεροφωτογραφίες μεταγενέστερες του έτους αυτού και
γ) για τις εκτάσεις αυτές υπάρχουν σχετικοί τίτλοι, αναγόμενοι σε χρόνο προγενέστερο της 23.2.1946 και έχουν μεταγραφεί.
Εξακολουθούν όμως να υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας ιδιωτικές υπό την ανωτέρω έννοια εκτάσεις, οι οποίες σε αεροφωτογραφίες προγενέστερες του έτους 1945 είχαν δασικό χαρακτήρα και εκχερσώθηκαν μεταγενεστέρως, καθ΄ όσον σκοπός των σχετικών διατάξεων, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους από άλλης απόψεως, είναι η προστασία δασωθέντων κατά τη διάρκεια του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, ιδιωτικών αγρών και όχι η αποδέσμευση από το καθεστώς προστασίας των εκχερσωθέντων κατά την ίδια περίοδο δασών. …..] ΣτΕ 2275/2014, ΠερΔικ 2014, 614 ΣτΕ 4456/2010

Επίκληση από το Δημόσιο προσωρινών δασικών χαρτών
21. [ …μόνο οι οριστικοί χάρτες, οι οποίοι προκύπτουν από κύρωση, αφού πρώτα εξεταστούν οι αντιρρήσεις κ συντελεστούν οι ανάλογες διορθώσεις έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή….] ΑΠ 202/2016

Xορτολιβαδικές εκτάσεις
22. […σύμφωνα με α/φ 1945 και την φωτοερμηνεία αρμοδίου δασολόγου, προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο αφορά χορτολιβαδική έκταση, καλυπτόμενη από ποώδη βλάστηση μικρού ύψους, αποτελώντας συνέχεια ευρύτερης βιοκοινότητας στην περιοχή. Εντός αυτής δεν εμφανίζονται ίχνη καλλιέργειας ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ανθρωπογενούς επέμβασης (κτισματα, πεζουλια) ενώ εμφανίζονται έντονα σημάδια διάβρωσης του εδάφους. Σύμφωνα με την ίδια φωτοερμηνεία των ορθοφωτοχαρτών 1996 κ 2008, η έκταση δεν εμφανίζει κανενός είδους βλάστησης καθώς διαφαίνονται σε όλο το μέγεθος της ανθρωπογενείς επεμβάσεις, διανοίξεις δρόμων, χωματουργικές εργασίες και κτίσματα. Προκειμένου όμως να χαρακτηριστεί μια έκταση ως δασική, δεν αρκεί να είναι χορτολιβαδική, αλλά πρέπει να περικλείεται και από δάση ή δασικές εκτάσεις ή να βρίσκεται πάνω από αυτές. Στις εν λόγω α/φ γίνεται αναφορά μόνο σε χορτολιβαδική έκταση ως τμήμα ευρύτερης όμοιας έκτασης χορτολιβαδικής μορφής, χωρίς γειτνίαση με δασικές εκτάσεις ή σύνδεση με δασικά οικοσυστήματα, ώστε να προκύπτει ότι συγκροτεί με αυτά δασική οργανική ενότητα. Συνεπώς δεν πρόκειται για διάκενα δασών και για αλπικές και ψευδαλπικές εκτάσεις, οι οποίες λόγω υψομέτρου και δυσμενών για την ανάπτυξη υψηλής ξυλώδους βλάστησης συνθηκών παραμένουν γυμνές, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις…] ΑΠ 202/2016

Είναι σαφές, ότι στην προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, ο νόμος υπάγει και τα εντός ή υπεράνω δασών και δασικών εκτάσεων ορεινά χορτολιβαδικά εδάφη, που δεν έχουν ξυλώδη (υψηλή ή θαμνώδη), αλλά ποώδη ή φρυγανώδη βλάστηση και, συνεπώς, δεν υπάγονται στις κατηγορίες των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 δεδομένου ότι και τα ορεινά αυτά χορτολιβαδικά εδάφη αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα που συνδέονται με το δασικό οικοσύστημα των γύρω εκτάσεων και χρήζουν προστασίαςΤα εδάφη δε αυτά υπάγονται στο θεσπιζόμενο από το νόμο καθεστώς προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων σύμφωνα και με το νεότερο νόμο (ν. 3208/2003) ΣτΕ 1309/2005

[…η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με το χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη πρέπει να αιτιολογείται. Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή με πλημμελή αιτιολογία έκρινε ότι το επίδικο εμπίπτει στην κατηγορία των χορτολιβαδικών εκτάσεων της παρ. 6β του άρθρου 3 του ν. 998/1979 παραλείποντας να αξιολογήσει αν βρίσκεται σε οργανική ενότητα με όμορη δασική έκταση»….]. ΣτΕ 631/2011

Καρποφόρα Δεντρα
23. [….τα δάση και οι δασικές εκτάσεις δεν μεταβάλλουν τον , κατά τις ανωτέρω διατάξεις, χαρακτήρα τους και όταν ακόμη εντός αυτών υφίστανται μεμονωμένα ή εγκατασπαρμένα καρποφόρα δέντρα ή συστάδες τέτοιων δέντρων…] ΑΠ 1379/1990, ΕλΔνη 33.1992, ΑΠ 136/2015 (ποιν), ΜονΠρωτΧαλκ 644/2002, ΑρχΝ 2003.90

Περιφράξεις
24. [….Δασικές εκτάσεις που περιφράχθηκαν αυθαίρετα εξακολουθούν και μετά την περίφραξη τους να φέρουν δασικό χαρακτήρα, ο οποίος κρίνεται παρεπιμπτόντως. Για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους αρκεί η ύπαρξη βλάστησης δασικής μορφή] ΣτΕ 171/2003
Δικαστικές Αποφάσεις – Αποδεικτικά Στοιχεία
25. Οι αποφάσεις αυτές δεν δεσμεύουν τα αρμόδια όργανα ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης κατά τη διαδικασία του αρ. 14 του Ν. 998/1979.

Αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που επιλύουν αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της κρίσεως των αρμοδίων οργάνων της διοίκησης ως προς το χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη, εκτός εάν βεβαιώνουν την ύπαρξη ή μη πραγματικών περιστατικών, ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της σχετικής διοικητικής πράξης. Τυχόν χαρακτηρισμός εκτάσεων ως δασικών ή μη από συμβαλλόμενους ιδιώτες κατά την κατάρτιση των μεταξύ τους συμβάσεων, δεν δεσμεύει ούτε επηρεάζει τη κρίση της Διοίκησης περί του δασικού ή μη χαρακτήρα των εκτάσεων αυτών. ΣτΕ 178/2009, ΠερΔικ 2008.σ.75 επ.

Τα πολιτικά δικαστήρια μόνο παρεμπιπτόντως μπορούν να κρίνουν για το δασικό ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης, ενώ αποφάσεις τους με τις οποίες επιλύονται με δύναμη δεδικασμένου αμφισβητήσεις, για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων, δεν δεσμεύουν τα αρμόδια όργανα ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης. Ωστόσο αποτελούν στοιχεία τα οποία πρέπει να συνεκτιμώνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής με τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στη διάθεση της διοίκησης, ώστε η σχετική κρίση της να διαλαμβάνει ειδική και επαρκής αιτιολογία. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις αντίστοιχες κρίσεις των ποινικών δικαστηρίων. Εφόσον σε απόφαση πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου κρίθηκε παρεμπιπτόντως ο χαρακτήρας έκτασης ως δάσους ή δασικής τα αρμόδια όργανα οφείλουν να τη λάβουν υποψη τους και να τη συνεκτιμήσουν αιτιολογώντας ειδικώς και επαρκώς την αντίθετη απόφαση τους….] (μειοψ) ΓνωμΝΣΚ 444/2007, ΠερΔικ 2008, 314

Γίνεται δεκτό από το ΣτΕ, ότι τα προαναφερόμενα διοικητικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων στις οποίες αναφέρονται στοιχεία σχετικά με τη μορφή μιας έκτασης, διότι παράλειψη τους να λάβουν αυτά υπόψη και να φέρουν ειδική κρίση σχετικώς στην απόφαση τους, καθιστά την απόφαση αυτή ακυρωτέα ως αναιτιολόγητη. Έχει κριθεί επίσης ότι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων με τις οποίες διαπιστώνεται ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε απόφαση της Διοίκησης περί δασικού χαρακτήρα, δύναται να κλονίσουν την πραγματική βάση και κατά συνέπεια την αιτιολογία της απόφασης αυτής, εκτός εάν η αρμόδια υπηρεσία αιτιολογεί την κρίση της ειδικώς και εμπεριστατωμένως με βάση τα στοιχεία τα οποία διαθέτει.
ΣτΕ 2763/2006, ΣτΕ 674/2006, ΣτΕ 315/2006, ΣτΕ 1309/2005, ΣτΕ 794/1999, ΣτΕ 1868/1994, ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 566/2001, ΓνωμΝΣΚ 459/1994

Kατάρτιση Δασικών Χαρτών και Διαδικασία Κτηματογράφησης – ΣτΕ 805-9806/2016
26. Με τις προσφάτως δημοσιευθείσες αποφάσεις του (805-808/2016 7μ.), αποφαίνεται επί του εξής νομικού ζητήματος: Οι διαδικασίες κατάρτισης των δασικών χαρτών και σύνταξης του Κτηματολογίου πρέπει να είναι αυτοτελείς και παράλληλες τόσο ως προς το χρονικό σημείο εκκίνησης όσο και ως προς τον χρόνο περαίωσής τους; Ή μήπως η κύρωση των δασικών χαρτών θα πρέπει να προηγείται της λειτουργίας του Κτηματολογίου

27. Με την 2818/1997 ΣτΕ ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την κατάρτιση και τήρηση του Δασολογίου, παρά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, ήτοι πέραν της 10ετίας από τη θέση σε ισχύ του οικείου κανονιστικού πλαισίου με το π.δ. 1141/1980. Η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής έγκειται στα εξής δύο σημεία: α) στο ότι ανέδειξε το Δασολόγιο και την μέσω αυτού έγκυρη, συστηματική και επιστημονική απογραφή των δασών και δασικών εκτάσεων ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο για την προστασία και διαχείριση του δασικού πλούτου και ανήγαγε σε συνταγματικό επίπεδο την υποχρέωση της Διοίκησης να συντάξει το Δασολόγιο, παρά την απουσία ρητής σχετικής διατύπωσης στο άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 και β) στο γεγονός ότι οριοθέτησε, για πρώτη φορά, τη σχέση μεταξύ των διαδικασιών της κατάρτισης των δασικών χαρτών και της σύνταξης του Κτηματολογίου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, η διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών είναι αυτοτελής και δεν εξαρτάται από τη διαδικασία κατάρτισης του Κτηματολογίου, του οποίου η ολοκλήρωση, συνδεόμενη με την κρίση επί ιδιοκτησιακών ζητημάτων, απαιτεί πολυετή προσπάθεια

28. Ο τρόπος οργάνωσης της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών, από την οποία εξαρτάται η σύνταξη του δασολογίου της χώρας, ανήκει στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή πληροί τα εχέγγυα της ορθής και αξιόπιστης αποτύπωσης των δασών και δασικών εκτάσεων.

29. Το μείζον ζήτημα που ανέκυψε είναι εάν η παράλειψη της Διοίκησης να ολοκληρώσει τη διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών σε περιοχές που κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση είναι συμβατή με τις συνταγματικές επιταγές και το νομοθετικό καθεστώς που τις υλοποιεί και ποιο είναι το απώτατο χρονικό σημείο, κατά το οποίο η διαδικασία αυτή θα πρέπει, πάντως, να έχει ολοκληρωθεί.

Το Δικαστήριο ως προς το ζήτημα αυτό υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, τη συνταγματική υποχρέωση της Διοίκησης να μεριμνήσει για την άμεση εκκίνηση της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών και την ταχεία ολοκλήρωσή της στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, κατά προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, εμμένοντας στα κριθέντα με την 2818/1997 προηγούμενη απόφασή του. Μάλιστα, οι χάρτες αυτοί θα πρέπει να καταρτισθούν και να κυρωθούν σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με την 32/2013 απόφαση της Ολομελείας, δηλαδή χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν πράξεις που έχουν εκδοθεί υπό την ισχύ των αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 3208. Έκρινε δε ακολούθως -σταθμίζοντας, αφ’ ενός μεν τη συνταγματική επιταγή περί ολοκληρώσεως του Κτηματολογίου και του ικανού χρόνου που απαιτείται για την ολοκλήρωση της κτηματογράφησης, αφ’ ετέρου δε την ανάγκη ορθής και ασφαλούς καταγραφής των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των δασών και δασικών εκτάσεων της Χώρας, εν όψει του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επ’ αυτών, αλλά και της αποτελεσματικής τους προστασίας έναντι οιασδήποτε αμφισβητήσεως, είτε ιδιοκτησιακής είτε δασικής- έκρινε λοιπόν ότι δεν αποκλείεται η κύρωση των δασικών χαρτών να έπεται της εκκίνησης της διαδικασίας κτηματογράφησης ορισμένων περιοχών, υπό την προϋπόθεση όμως, στην περίπτωση αυτή, ότι η κύρωση των δασικών χαρτών θα ολοκληρώνεται πριν την περαίωση του σταδίου της κτηματογράφησης, και μάλιστα σε χρονικό σημείο τέτοιο ώστε τα οριστικά δεδομένα των κυρωθέντων χαρτών να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την αποτύπωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία. Σε διαφορετική περίπτωση, η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης είναι νομικώς πλημμελής.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, εδράζεται στα ακόλουθα νομικά δεδομένα: Σκοπός της κτηματογράφησης είναι η ορθή και ακριβής αποτύπωση των υφιστάμενων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί της εγγείου ιδιοκτησίας. Ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί όσον αφορά στη δημόσια κτήση επί των δασών και δασικών εκτάσεων χωρίς την κύρωση των δασικών χαρτών. Τούτο διότι ο δασικός χαρακτήρας επηρεάζει άμεσα και σε ορισμένες περιπτώσεις καθορίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί των εκτάσεων αυτών, αποτελώντας έτσι προκριματικό ζήτημα για τη διερεύνηση του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος

Η επιρροή του ζητήματος του δασικού χαρακτήρα μιας έκτασης στον καθορισμό των προϋποθέσεων κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτών καταδεικνύεται από μία δέσμη διατάξεων: Κατά πρώτον, από τις διατάξεις του β.δ. της 17.11/1.12.1836 «περί ιδιωτικών δασών», κατά το οποίο δικαιώματα ιδιώτη σε δάση και δασικές εκτάσεις που προϋπήρχαν του χρόνου ισχύος του πρέπει είτε να στηρίζονται σε τίτλους που έχουν υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης ενιαύσιας προθεσμίας και έχουν αναγνωρισθεί από τον Υπουργό Οικονομικών είτε σε στοιχεία που να αποδεικνύουν έκτακτη χρησικτησία με καλή πίστη που έχει συμπληρωθεί μέχρι 11.9.1915, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 του ν.δ. της 22.4./26.5.1926 και 4 του ν. 1539/1938 και τη σχετική νομολογία του ΑΠ.

Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 998/1979, στο οποίο αποτυπώνεται το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί των δασικών περιοχών, που ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των δασικών περιοχών της χώρας, μέχρι την αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, σύμφωνα με τις οποίες για τη μη προβολή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Δημοσίου επί δασικών περιοχών απαιτείται να έχει αρμοδίως αναγνωρισθεί, σύμφωνα με τις παρατιθέμενες στο άρθρο αυτό διατάξεις, ιδιωτικό δικαίωμα επ’ αυτών. Τούτο αποτυπώνεται και στο άρθρο 28 του ν. 2664/1998, το οποίο επιχειρεί να ρυθμίσει τα ζητήματα που ανακύπτουν σε παράλληλες εκκρεμείς διαδικασίες κτηματογράφησης και αναγνώρισης ιδιωτικού δικαιώματος σε δάση και δασικές εκτάσεις, και στο οποίο ορίζεται ότι η εγγραφή κατά την κτηματογράφηση ιδιωτικού δικαιώματος σε δάσος ή δασική έκταση προϋποθέτει την, κατά τις κείμενες διατάξεις, αναγνώρισή του. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι χωρίς κυρωμένους δασικούς χάρτες αυτό που θα αποτυπωθεί στα κτηματολογικά βιβλία δεν είναι οι βάσει νομίμων τίτλων δικαιούχοι, αλλά οι υφιστάμενες καταπατήσεις των δημοσίων δασών, όλες δε οι σχετικές διενέξεις δασικές-ιδιοκτησιακές θα μεταφερθούν στο στάδιο λειτουργίας του Κτηματολογίου, οδηγώντας σε λανθασμένες εγγραφές, οι οποίες θα είναι πλέον δημόσιες και θα αναπτύξουν, κατά νόμο, άμεσα μαχητό τεκμήριο ακρίβειας μέχρι την οριστικοποίησή τους εντός 5 ετών για τους ιδιώτες και 7 για το Δημόσιο, οπότε θα καταστούν αμάχητες. Τούτο, ωστόσο, θα διακύβευε τόσο την αποτελεσματική προστασία του δασικού πλούτου, όσο και τους σκοπούς που οφείλει να υπηρετεί το Κτηματολόγιο, δηλαδή την προστασία της δημόσιας περιουσίας, την ασφάλεια των συναλλαγών μέσω της δημόσιας πίστης στις εγγραφές του, την ορθολογική οργάνωση και ανάπτυξη της χώρας και την προστασία του περιβάλλοντος σκοποί που μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της ασφαλούς απογραφής των προστατευόμενων περιοχών και της οριοθέτησης της δημόσιας περιουσίας σε σχέση με την ιδιωτική. Την ίδια δε ασφάλεια λόγω της δημοσιότητάς τους θα πρέπει να παρέχουν και οι πρόσθετες πληροφορίες που καταχωρούνται στην κτηματολογική μερίδα του ακινήτου, όπως ο δασικός ή μη χαρακτήρας του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *