Εύλογη αμοιβή για τη χρησιμοποίηση οπτικοακουστικού έργου -Παρουσίαση έργου στο κοινό Τηλεοράσεις σε δωμάτια ξενοδοχείου Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων -. Η απλώς και μόνο τοποθέτηση από τον ξενοδόχο στα δωμάτια του ξενοδοχείου συσκευών τηλεόρασης και η σύνδεσή τους με εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο κεντρική κεραία, χωρίς καμμία άλλη ενέργεια ή μεσολάβηση ή παρέμβαση του ξενοδόχου αποτελούν παρουσίαση του έργου στο κοινό. Δεκτή η αγωγή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων των ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών ως παραγωγών οπτικοακουστικών έργων κατά ανώνυμης εταιρίας που εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο, στα δωμάτια του οποίου έχει τοποθετήσει συσκευές τηλεόρασης συνδεδεμένες με την κεντρική κεραία, μέσω των οποίων οι πελάτες είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα εκπεμπόμενα τηλεοπτικά προγράμματα μεταξύ των οποίων και αυτά μελών του οργανισμού, χωρίς όμως η εταιρία να έχει λάβει την άδειά τους και να έχει καταβάλει την ελάχιστη εύλογη αμοιβή, βάσει του καταρτισθέντος αμοιβολογίου. Παράνομη και υπαίτια προσβολή συγγενικών δικαιωμάτων. Η εναγομένη υποχρεούται σε αποζημίωση που ανέρχεται στο διπλάσιο της αμοιβής η οποία συνήθως καταβάλλεται για το είδος αυτό εκμετάλλευσης, δηλ. βάσει του αμοιβολογίου.
Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ορίζει: «1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. 2. Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος: α) στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεων τους, β) στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματα τους, γ) στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους, δ) στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης».
Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και αυστηρού συστήματος προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι και να διασφαλιστούν η αυτονομία και η αξιοπρέπεια των δημιουργών και των ερμηνευτών. Ήτοι για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες, όπως και οι παραγωγοί, για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες, πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους και χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων (βλ. σχετ. αριθμούς 10 και 11 αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2001/29/ΕΚ). Εν συνεχεία, χρησιμοποίηση ενός οπτικοακουστικού έργου για «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης (παρ. 1) της οδηγίας συντρέχει και στην περίπτωση της διανομής σήματος από ξενοδοχειακό συγκρότημα μέσω συσκευών τηλεοράσεως σε πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια του, ασχέτως της τεχνικής μεταδόσεως του χρησιμοποιούμενου σήματος και ανεξαρτήτως του ιδιωτικού χαρακτήρα των δωματίων του συγκροτήματος αυτού (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C-306/05, SGAE κατά Rafael, ΧρΙΔ 2007.250, ΕφΑΘ 7196/2007 ΔΕΕ 2008.702). Και τούτο διότι, ο δημιουργός, όταν επιτρέπει την εκμετάλλευση του έργου του, λαμβάνει υπόψη του μόνον το κοινό της πρωτότυπης παρουσιάσεως του έργου, ήτοι τους άμεσους χρήστες, τους κατόχους συσκευών λήψεως οι οποίοι, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο του ιδιωτικού ή οικογενειακού τους περιβάλλοντος, λαμβάνουν τις εκπομπές. Από τη στιγμή όμως που η λήψη γίνεται για να μεταδοθεί σε ακροατήριο μεγαλύτερης κλίμακας, και ενίοτε με κερδοσκοπικό σκοπό, ένα νέο τμήμα του κοινού ή αποκτά πρόσβαση στην ακρόαση ή στη θέαση του έργου, η δε παρουσίαση της εκπομπής μέσω μεγαφώνου ή αναλόγου μέσου παύει να αποτελεί απλή λήψη αυτής καθαυτής της εκπομπής, αλλά ανεξάρτητη πράξη με την οποία το εκπεμπόμενο έργο παρουσιάζεται σε ένα νέο κοινό. Η δημόσια αυτή λήψη ενεργοποιεί το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να παράσχει τη σχετική άδεια. Άλλωστε, η διανομή του εκπεμπόμενου έργου στην πελατεία του ξενοδοχειακού συγκροτήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως δεν αποτελεί απλώς τεχνικό μέσο για την εξασφάλιση ή τη βελτίωση της λήψεως του πρωτοτύπου της εκπομπής εντός της ζώνης καλύψεως της. Αντιθέτως, το ξενοδοχειακό συγκρότημα είναι ο οργανισμός που παρεμβάλλεται, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, για να δώσει στους πελάτες του πρόσβαση στο προστατευόμενο έργο.
Συγκεκριμένα, ελλείψει της παρεμβάσεως αυτής, οι συγκεκριμένοι πελάτες, ευρισκόμενοι εντός της ζώνης αυτής, δεν θα μπορούσαν, κατ’ρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο. Συναφώς, δεν είναι κρίσιμο το ότι οι πελάτες που δεν έθεσαν σε λειτουργία τη συσκευή τηλεοράσεως δεν είχαν πραγματική πρόσβαση στα έργα, καθώς αρκεί να τεθεί το έργο στη διάθεση του κοινού με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που το συνθέτουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό (σκέψεις 41-43 απόφαση ΔΕΚ C-306/05, SGAE κατά Rafael). Εξάλλου, η μεσολάβηση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος από όπου παρέχεται στους πελάτες του πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή πρόσθετης υπηρεσίας η οποία πραγματοποιείται με σκοπό τον προσπορισμό ορισμένου οφέλους. Δεν μπορεί, πράγματι, να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι η προσφορά της υπηρεσίας αυτής δεν επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και, επομένως, την τιμή των δωματίων. Συναφώς, με την υπ’ αριθ. 161/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ, διότι διατυπώθηκε αμφιβολία ως προς αν το νομικό ζήτημα της επίδικης ενώπιον του υπόθεσης είχε επιλυθεί από το ΔΕΚ, με την ανωτέρω από 7-12-2006 απόφαση του. Το ερώτημα είχε το εξής περιεχόμενο: αν απλώς και μόνο η τοποθέτηση από τον ξενοδόχο στα δωμάτια του ξενοδοχείου συσκευών τηλεόρασης και η σύνδεση τους με εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο κεντρική κεραία, χωρίς καμία άλλη ενέργεια ή μεσολάβηση ή παρέμβαση του ξενοδόχου αποτελούν παρουσίαση του έργου στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ.1 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και ειδικότερα αν με την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΚ υπάρχει εν προκειμένω διανομή σήματος, μέσω συσκευών τηλεόρασης στους πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια του ξενοδοχείου, με σχετική τεχνική παρέμβαση του ξενοδόχου.
Κατόπιν των ανωτέρω, εκδόθηκε η από 18-3-2010 διάταξη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υπόθεση C-136/09-ΟΣΔΔΘΟΕ κατά Διβάνη Ακρόπολις ΑΞΤΕ, σύμφωνα με την οποία ο ξενοδόχος που τοποθετεί στα δωμάτια του ξενοδοχείου συσκευές τηλεοράσεως και τις συνδέει με την κεντρική κεραία του ξενοδοχείου προβαίνει, εξ αυτού του γεγονότος και μόνο, σε παρουσίαση του έργου στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (σκέψη 41 της εν λόγω διάταξης). Έτσι, με τη διάταξη του αυτή το ΔΕΚ, παραπέμποντας κατ’ουσίαν στην προηγούμενη απόφαση του, επιβεβαίωσε ότι δεν αναγνωρίζεται οποιαδήποτε ειδοποιός διαφορά ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προρρηθεισών διατάξεων και δη ως προς την έννοια της παρουσίασης στο κοινό κατ’άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Συνεπώς, σε περίπτωση που το ως άνω θέμα τεθεί εκ νέου ενώπιον Ελληνικού Δικαστηρίου, αυτό οφείλει κατ’εφαρμογή του άρθρου 234 παρ. 2 ΣυνθΕΚ να επιλύσει απευθείας την επίδικη διαφορά βασιζόμενο στην προεκτεθείσα νομολογία του ΔΕΚ και στην παρά του ΔΕΚ γενόμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου το οποίο άλλωστε, έχει μεταφερθεί στην ημεδαπή έννομη τάξη με την ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. η του Ν. 2121/1993 -, δεδομένου ότι η ως άνω διάταξη της Συνθήκης ΕΚ σκοπεί στην παρεμπόδιση της δημιουργίας νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων μη συμφώνου προς τη νομολογία του ΔΕΚ και την ενοποίηση της νομολογίας στο άνω πεδίο (βλ. ΕφΑΘ 915/2010 ΔΕΕ 2011/306, ΕφΑΘ 3095/2009, ΕφΘεσ 1636/2009, ΕφΑΘ 7196/2007, όλες δημ. ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το άρθρο 47 Ν. 2121/1993, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε το άρθρο 81 παρ. 4 Ν. 3057/2002, αναφορικά με την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων των παραγωγών υλικών φορέων ήχου και εικόνας, ορίζει τα εξής: «1. Οι παραγωγοί οπτικοακουστικών έργων έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν: α) την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, όσον αφορά τα πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους, β) τη διανομή στο κοινό των ως άνω υλικών φορέων που έχουν παραγάγει με πώληση ή με άλλους τρόπους , δ) τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους. Το δικαίωμα αυτό δεν αναλώνεται με οποιαδήποτε πράξη διάθεσης στο κοινό με την έννοιας της παρούσας ρύθμιση , στ) τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της δορυφορικής μετάδοσης ή καλωδιακής αναμετάδοσης των ως άνω υλικών φορέων, καθώς και την παρουσίαση αυτών στο κοινό». Τα ως άνω γενόμενα δεκτά από το ΔΕΚ περί της έννοιας «παρουσίαση στο κοινό» είναι κρίσιμα, όχι μόνον για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και για την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 2 στοιχ. δ και στ του Ν. 2121/1993 για την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων (εν προκειμένω των παραγωγών), ενόψει του ότι με αυτές τις διατάξεις μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη τα άρθρα 2, 3 παρ. 2 και 3, 4 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 και 7,-8 και 9 της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1992 (ήδη άρθρα 7, 8 και 9 της κωδικοποιητικής οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006) ως προς το συγγενικό δικαίωμα των παραγωγών οπτικοακουστικών έργων (βλ. και άρθρο 71 παρ. 2 και 6 Ν. 2121/1993) και (ενόψει του ότι) η προπαρατιθέμενη κοινοτική νομοθεσία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα δικαιώματα του δημιουργού και με τα συγγενικά δικαιώματα. Εξάλλου, η προστασία αυτή συγκεκριμενοποιείται στη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την οποία, όταν ο υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια ή για την παρουσία στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη χρειάζεται, επομένως, να διευκρινίζουν κάθε φορά την ειδικότερη σχέση τους συνδέει με τον καθένα από τους δικαιούχους, ημεδαπούς ή αλλοδαπούς (βλ.ΕφΘεσ 843/2010, ΕφΘεσ 2187/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 10947/2008 Αρμ 2008.1494, ΠΠΘεσ 3953/2008 Αρμ 2008.1509, Δ. Καλλινίκου, Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008, 3η έκδ., σελ. 334-336).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή της ότι είναι ο μόνος και πλέον αντιπροσωπευτικός οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων των ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών ως παραγωγών οπτικοακουστικών έργων. Ότι έχει καταρτίσει αμοιβολόγιο, που γνωστοποιήθηκε νομότυπα στο κοινό με δημοσιεύσεις σε εφημερίδες. Ότι η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία εκμεταλλεύεται το ξενοδοχείο με τον διακριτικό τίτλο «PRESlDENT», που κατατάσσεται στην κατηγορία των 4 αστέρων και διαθέτει 516 δωμάτια, στα οποία έχει τοποθετήσει συσκευές τηλεόρασης, συνδεδεμένες με την εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο κεντρική κεραία (κεντρικός διανεμητικός δέκτης). Ότι με τον τρόπο αυτό οι πελάτες της είχαν κατά τα έτη 2007-2010 την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τα εκπεμπόμενα τηλεοπτικά προγράμματα, μεταξύ των οποίων και τα αναφερόμενα δειγματοληπτικώς στην αγωγή έργα, παραγωγής των άνω μελών της, χωρίς όμως να έχει λάβει την άδεια τους και να έχει μέχρι σήμερα καταβάλει σε αυτούς την ελάχιστη εύλογη αμοιβή που προβλέπει ο νόμος, βάσει του καταρτισθέντος από την ενάγουσα αμοιβολογίου. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής των προστατευόμενων από την ενάγουσα συγγενικών δικαιωμάτων, η εναγομένη υποχρεούται σε αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο διπλάσιο της αμοιβής η οποία συνήθως καταβάλλεται για το είδος αυτό της εκμεταλλεύσεως και δη βάσει του αναφερόμενου αμοιβολογίου, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των 9.804 ευρώ για κάθε έτος. Ζητεί δε: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας το διπλάσιο της οφειλόμενης αμοιβής για τα έτη 2007 έως και 2010, ήτοι το συνολικό ποσό των 78.432 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και γ) να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική της δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ύλην και κατά τόπον, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, 3 παρ. 26α Ν. 2479/1997 σε συνδυασμό με Απόφαση Γ.Γ. Υπ. Δικ/νης 50726 Φ.Ε.Κ. Β 739/20.6.2006), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71 και 346 ΑΚ, 1, 2, 47,49, 54, 55, 56, 58 και 65 παρ. 2 Ν. 2121/1993, 907, 908 τταρ.1 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω, για να ελεγχθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’αριθ. 191672, 563707, 100648, 100649, 100650 αγωγόσημα με τα επικολληθέντα επ’αυτών ένσημα). Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, διότι εφόσον η εναγόμενη εταιρία ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της ενάγουσας εταιρίας, δεδομένου ότι θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εναγομένης (άρθρο 271 παρ.3 σε συνδυασμό με άρθρο 352 παρ.1 του ΚΠολΔ). Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η αμοιβή την οποία η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα για την χορήγηση της αδείας για την παρουσίαση των έργων παραγωγής των τηλεοπτικών σταθμών -μελών της στα δωμάτια των ξενοδοχείων αυτής για τα τέσσερα έτη, 2007, 2008, 2009 και 2010 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 39.216 ευρώ [(516 δωμάτια Χ 19 ευρώ ανά δωμάτιο) = 9.804 ευρώ κατ έτος Χ 4 έτη]. Συνεπώς, η αποζημίωση την οποία δικαιούται η ενάγουσα από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ανέρχεται στο ποσόν των (39.216 ευρώ Χ 2 =) 78.432 ευρώ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ουσία βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για την ως άνω αιτία το ποσόν των 78.432 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Περαιτέρω, το αίτημα της αγωγής περί προσωρινής εκτελεστότητας της απόφασης πρέπει ν’απορριφθεί κατ’ουσίαν, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση της άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από μέρους της εναγομένης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.