Με την κρινόμενη αίτηση ακύρωσης προβάλλεται ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας οι αιτούντες δεν προσκλήθηκαν ποτέ να παραστούν κατά την εκδίκαση των τεσσάρων (4) ενστάσεών τους κατά της πράξης εφαρμογής και να προβούν σε απόδειξη των ισχυρισμών μας και ανταπόδειξη κατά της πράξης εφαρμογής. Όπως, όμως, προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 5, 6 του ν. 1337/1983, σχετικά με την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 2242/1994 , στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9 παρ. 1 του από 16.8.1985 π.δ/τος , σε συνδυασμό με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ 79881/3445/6.12.1984 σχετικά με τον καθορισμό του χρόνου , του τρόπου δημοσιότητας της πρόσκλησης για την υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, του περιεχομένου αυτών, των προθεσμιών υποβολής και κάθε άλλης σχετικής λεπτομέρειας, δεν προβλέπεται κλήση για παράσταση ενώπιον των αρμοδίων οργάνων όσων υπέβαλαν ενστάσεις κατά της πράξης εφαρμογής δεδομένου ότι όλοι ο, ισχυρισμοί τους πρέπει να περιλαμβάνονται στην ένσταση. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η θέσπιση παρεκκλίσεων, ακόμη και στις περιοχές β’ κατοικίας, έχει κριθεί ότι γίνεται ανεκτή, κατ’ εξαίρεση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, συνδεόμενες αποκλειστικά με πολεοδομικά κριτήρια που συναρτώνται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία της περιοχής που έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν, όχι αυθαιρέτως, αλλά βάσει του προϋφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος. Στην προκειμένη δε περίπτωσή, οι θεσπισθείσες με το άρθρο 6 παρ. 2 περ. β του εν προκειμένω ελεγχόμενου παρεμπιπτόντως, από 16.3.2000 π.δ/τος παρεκκλίσεις, οι οποίες συνοδεύονται από πρόσθετους όρους αρτιότητας και οικοδομησιμότητας που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, συναρτώνται με τα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει ο ενιαίος οικισμός του Πόρτο Ράφτη, βάσει σειράς πολεοδομικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν για τον οικισμό αυτό και επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του από 16.3.2000 π.δ/τος βρίσκουν έρεισμα στις μνημονευόμενες στο προοίμιο του διατάγματος αυτού διατάξεις. Όπως παγίως έχει κριθεί, ο νομάρχης, στον οποίο ανήκει η αρμοδιότητα να κρίνει τις υποβαλλόμενες από τους ενδιαφερομένους ιδιοκτήτες ενστάσεις κατά της πράξης εφαρμογής και να κυρώσει αυτήν οφείλει να εξετάζει ειδικώς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που προβάλλονται, η σχετική κρίση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, η δε αιτιολογία μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου.
Εξάλλου, κατά τη σύνταξη της πράξεως εφαρμογής της οικείας πολεοδομικής μελέτης επιτρέπεται η τακτοποίηση των οικοπέδων, η οποία υπαγορεύεται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από λόγους αναγόμενους στην προστασία της ακίνητης περιουσίας, αποσκοπεί δε στην αρτιοποίηση των μη άρτιων οικοπέδων, αλλά και στον πλήρη, κατά το δυνατόν ορθογωνισμό, και ευθυγράμμιση των πλευρών τους, ώστε να καταστεί δυνατή η ανέγερση σε αυτά αρτίων οικοδομών. Κατά τη διενέργεια της τακτοποίησης παρέχεται στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο πραγματοποίησής της, και ειδικότερα επιτρέπεται η μεταβολή του σχήματος, της θέσης και του μεγέθους των τακτοποιούμενων οικοπέδων, ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία οικοπέδων τα οποία, ως εκ του σχήματός τους, θα είναι κατάλληλα για την πληρέστερη οικοδομική τους εκμετάλλευση σε συνάρτηση και με τις πολεοδομικές ανάγκες της περιοχής. Η ουσιαστική δε εκτίμηση των αρμόδιων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποίησης δεν είναι ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή, ως κρίση τεχνικής φύσης. Πρέπει όμως η κρίση αυτή να αιτιολογείται προσήκοντος, με την αναφορά των πραγματικών δεδομένων και των λόγων, ενόψει των οποίων κατέστη αναγκαίος ο προκριθείς τρόπος πραγματοποίησης της τακτοποίησης, όταν μάλιστα κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία είχαν προβληθεί συγκεκριμένοι ισχυρισμοί από τους θιγόμενους ιδιοκτήτες ή όταν το αποτέλεσμα της τακτοποίησης εμφανίζεται σε προφανή αντίθεση με τους προαναφερθέντες σκοπούς του νόμου.
Η Διοίκηση έχει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια ως προς την αποδοχή ή μη αιτήματος μετατροπής εισφοράς γης σε χρηματική εισφορά, μη απαιτούμενης κατ’ αρχήν ειδικής αιτιολογίας για την απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Όταν, όμως, κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της κύρωσης της πράξης εφαρμογής προβληθούν από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη ειδικοί ισχυρισμοί αναγόμενοι στην κατ’ αρχήν συνδρομή των κρίσιμων προϋποθέσεων για τη μετατροπή της εισφοράς, υποχρεούμαι η Διοίκηση να αντιμετωπίσει αιτιολογημένα τους ισχυρισμούς αυτούς.
H πράξη εφαρμογής ή η κυρωτική αυτής απόφαση του Νομάρχη πρέπει να περιέχουν αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει σαφώς η τήρηση της τασσομένης στην παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 σειράς προτεραιότητας κατά την διάθεση των εδαφικών τμημάτων, των προελθόντων από τις εισφορές σε γη σε δεδομένη πολεοδομική ενότητα. Ειδικότερα, από την αιτιολογία αυτή, η οποία μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, πρέπει να συνάγεται σαφώς εάν τα συγκεντρωθέντα εκ των εισφορών σε γη εδαφικά τμήματα επαρκούν ή μη για τη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων. Περαιτέρω δε να αναφέρεται επακριβώς ποιων ιδιοκτητών τα ακίνητα ρυμοτομούνται και δη εξ ολοκλήρου ή μη, για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και ποιων για την δημιουργία κοινωφελών χώρων, αναγραφομένης και της ακριβούς εκτάσεως αυτών. Τούτο δε προκειμένου να διακριβώνεται εκάστοτε η ορθή τήρηση της σειράς προτεραιότητας, η οποία τάσσεται με τις ανωτέρω διατάξεις, κατά τη διάθεση εδαφικών τμημάτων στους βλαπτόμενους ιδιοκτήτες και να μην αφήνεται ανέλεγκτη η Διοίκηση κατά την άσκηση της ανωτέρω δραστηριότητας.
Προβάλλεται ότι στην περίπτωση της ιδιοκτησίας των αιτούντων υπήρξε άνιση και μεροληπτική μεταχείρισή της, διότι από την αντιπαραβολή των στοιχείων του πίνακα και του κτηματογραφικού διαγράμματος που συνοδεύουν την πράξη εφαρμογής, προκύπτει για το Ο.Τ Γ 1400 ότι, εκτός της μεταβολής του σχήματος της ιδιοκτησίας των αιτούντων, επέρχεται μετατόπιση αυτής από τη θέση της κατά 411 τ.μ., δηλαδή κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, ενόψει του ότι με τη μη νόμιμη δημιουργία του νέου οικοπέδου αφαιρούνται από την ιδιοκτησία των αιτούντων 260,22 τ.μ., ενώ για τις άλλες ιδιοκτησίες δεν υφίσταται καμία μετατόπιση ή αυτή είναι ελάχιστη. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώνεται πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου.
Άλλωστε, η μετατόπιση αυτή δεν απαγορεύεται από το νόμο, εφόσον πάντως η τελικώς αποδιδόμενη έκταση, ταυτιζόμενη εν μέρει με την αρχική θέση του οικοπέδου, δεν υπολείπεται εκείνης που τελικώς, μετά την αφαίρεση των εισφορών, αναλογεί στην ιδιοκτησία. Με αυτό το δεδομένο ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν ουσιώδης και επομένως, δεν έχρηζε ειδικής απαντήσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία ευχέρεια κατά την τακτοποίηση οικοπέδων, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και αλλαγή θέσης. Συναφώς δε προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, διότι δεν απάντησε στον πρώτο κατά σειρά ισχυρισμό των ενστάσεων, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στο δικόγραφο, σύμφωνα με τον οποίο, εξαιτίας της μετακίνησης της ιδιοκτησίας των αιτούντων ως προς όλα τα όριά της επέρχεται καταστροφή των επικειμένων, τα οποία , λόγω της μετατόπισης της ιδιοκτησίας, θα χρειαστεί να επανακατασκευαστούν σε άλλη θέση, γεγονός που θα δημιουργήσει επιπλέον δαπάνες. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι τα νόμιμα επικείμενα θα αποζημιωθούν από το Δήμο. Με τον τρόπο αυτό, η προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση αιτιολογείται νομίμως, δεδομένου ότι τα ζητήματα της αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει τα επικείμενα ρυθμίζονται ειδικώς από το νόμο.
Ο προβαλλόμενος λόγος περί αντιθέσεως του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 24 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, καθ’ ο μέρος με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται δυνατότητα μετακίνησης των οικοπέδων και αλλαγής του σχήματος αυτών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι οι ανωτέρω επεμβάσεις κατά τη διαδικασία της τακτοποίησης υπαγορεύονται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από λόγους αναγόμενους στην προστασία της ακίνητης περιουσίας, αποσκοπούν δε στην αρτιοποίηση των μη άρτιων οικοπέδων, αλλά και στον πλήρη, κατά το δυνατόν, ορθογωνισμό και ευθυγράμμιση των πλευρών τους, ώστε να καταστεί δυνατή η ανέγερση σε αυτά αρτίων οικοδομών.
Προβάλλεται ότι δεν προκύπτει εάν η εισφορά σε γη του ακινήτου των αιτούντων είναι ή δεν είναι πολεοδομικώς αξιοποχήσιμη ούτε εάν η αφαίρεση της εισφοράς σε γη είναι ή όχι επιζήμια για την ιδιοκτησία τους. Ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται με την αιτηθείσα με τις ενστάσεις μετατροπή της οφειλόμενης εισφοράς σε γη, πλην του ρυμοτομούμενου τμήματος, σε χρηματική εξαιτίας της αλλαγής θέσεως και του σχήματος του ακινήτου, (απόκτηση ακανόνιστου σχήματος, όπως αναφέρεται σε άλλον ισχυρισμό της ένστασης σχετικά με την μελλοντική προοπτική οικοδομήσεως της ιδιοκτησίας). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα υποβληθέντα με τις ενστάσεις αιτήματα των αιτούντων να παραμείνει ως έχει η ιδιοκτησία τους και να μετατραπεί η εισφορά σε γη σε εισφορά σε χρήμα και να μην δημιουργηθεί στο ΟΤ νέο οικόπεδο κατά παρέκκλιση άρτιο ή να δημιουργηθεί σε άλλη θέση, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα. Το σκεπτικό απόρριψης των ανωτέρω αιτιάσεων ήταν ότι η ιδιοκτησία παίρνει το τελικό εμβαδό που της αναλογεί μετά και την παρακράτηση της εισφοράς γης. Η παρακράτηση της νόμιμης εισφοράς γης από τις ιδιοκτησίες, όσο αυτό ήταν δυνατόν και από τα δεδομένα της πράξης εφαρμογής, κρίθηκε απαραίτητη για την αποκατάσταση ιδιοκτησιών που ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου. Με τον τρόπο αυτό η Διοίκηση η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη μετατροπή της εισφοράς σε γη σε χρήμα, απάντησε ειδικώς στους προβληθέντες με τις ενστάσεις ισχυρισμούς περί της ανάγκης μετατροπής σε χρήμα της οφειλόμενης εισφοράς σε γη, ενώ αιτιολόγησε νομίμως την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, εφόσον, ενόψει και των οριζομένων στο άρθρο 6 παρ. 5 και παρ. 6 του από 16.8/30.8.1985 π.δ/τος και των ταυτόσημων διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 7 και παρ. 8 του ν. 1337/1983, σχετικά με τις προϋποθέσεις μετατροπής σε χρήμα εισφοράς σε γη και της σειράς προτεραιότητας των εδαφικών τμημάτων που προέρχονται από εισφορά σε γη, η οφειλόμενη εισφορά της ιδιοκτησίας των αιτούντων κρίθηκε πολεοδομικά αξιοποιήσιμη για την αποκατάσταση ιδιοκτησιών που ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου.
Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αντιθέσεως προς τις διατάξεις των άρθρων 17 και 24 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος του άρθρου 8 παρ. 8 περ. β του ν. 1337/1983, (αντίστοιχου προς το άρθρο 6 παρ. 6 περ. β του από 16.8/30.8.1985 π.δ/τος), με το οποίο οι ιδιοκτήτες ακινήτων της ίδιας ενότητας, των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το νομίμως οριζόμενο, αναλόγως της επιφάνειας της ιδιοκτησίας, τοποθετούνται δεύτεροι στη σειρά προτεραιότητας διάθεσης των εδαφικών τμημάτων που προέρχονται από εισφορά σε γη, είναι απορριπτέος, διότι η εν λόγω διάταξη είναι σύμφωνη με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, ενόψει του ότι με αυτήν επιδιώκεται η αποκατάσταση ιδιοκτητών που έχουν θιγεί υπέρμετρα από την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού, η δε αποκατάστασή τους έπεται πάντως της ανάγκης χρησιμοποίησης των διαθέσιμων εδαφικών τμημάτων για την κάλυψη των αναγκών της ενότητας σε κοινοχρήστους χώρους, με αποτέλεσμα την διασφάλιση κατά προτεραιότητα των προβλεπόμενων από την πολεοδομική μελέτη αναγκαίων ελεύθερων χώρων.
Ο προβαλλόμενος λόγος περί μη νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας της νομαρχιακής απόφασης είναι αβάσιμος, διότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν ήταν ουσιώδεις και, ως εκ τούτου, δεν έχρηζαν απαντήσεως, καθώς αναφέρονται σε απλώς ενδεχόμενη μελλοντική κατασκευή των προαναφερόμενων οικοδομών, η οποία θα διέπεται από την ισχύουσα κατά το χρόνο εκείνο νομική και πραγματική κατάσταση και ουδόλως αποκλείεται, δεν συναρτώνται δε με πολεοδομικές παραμέτρους οικοδομησιμότητας.
Ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης ιδιοκτησιών στην αυτή ευρύτερη πολεοδομική ενότητα ως προς το εμβαδόν των αφαιρούμενων εδαφικών τμημάτων, προβαλλόμενος κατ’ επίκληση απλής αναφοράς στη διαφορά εμβαδού μεταξύ αφαιρούμενων τμημάτων, δεν ήταν ουσιώδης, διότι η τακτοποίηση, ως προς την οποία η Διοίκηση διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, δεν γίνεται μηχανικά αλλά συναρτάται με την εκάστοτε θέση και πραγματική κατάσταση καθεμιάς των εμπλεκομένων, εντελώς διαφορετικών κατά τα χαρακτηριστικά, ιδιοκτησιών, με συνέπεια να προκαλείται, από τη φύση του πράγματος, αριθμητική διαφορά στα τελικά στοιχεία των ιδιοκτησιών, χωρίς αυτό να συνιστά άνιση μεταχείρισή τους.
Πηγή: Νόμος και Φύση
ΣτΕ 203/2023 [Νόμιμη κύρωση πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης]