Μη νόμιμη μερική ανάκληση πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης επέκτασης του σχεδίου πόλεως του Δήμου Θήβας

ΣτΕ 2129/2014

Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη
Δικηγόροι: Μ. Χαϊνταρλής, Γ. Λασπονίκος, Ιω. Κτιστάκις

Οι περιοχές που εντάχθη­καν στο σχέδιο με τα από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ. υπήχθη­σαν στο καθε­στώς εισφοράς σε γη του ν. 1337/1983, αυτές όμως δεν συμπίπτουν με τις πε­ριοχές προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικι­σμών, οι οποίες εντά­χθηκαν στο σχέδιο με το από 19.3.1984 π.δ., και οι οποίες δεν υπάγονται στο καθεστώς εισφοράς σε γη του παραπάνω ν. 1337/1983. Συνε­πώς, μη νομίμως έγινε δεκτό με την απόφαση του Νομάρχη Βοιωτίας και επικυ­ρώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι οι ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων δεν υπόκεινται σε εισφορά σε γη κατά το ν. 1337/1983. Πρέ­πει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, η εκκα­λούμενη απόφαση να εξαφα­νισθεί, να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως και να γίνει δεκτή για τον ίδιο λόγο, να απορριφθεί δε η παρέμβαση. Κατόπιν της αποδοχής της αιτή­σεως η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοί­κηση, δηλαδή στην ήδη αρμόδια για την κύρωση της πράξης εφαρμογής και την εξέταση των εν­στάσεων Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, προκειμέ­νου να εξετασθεί εξυπαρ­χής η ένσταση των εφεσίβλητων.

Βασικές σκέψεις

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία ασκείται κατά το νόμο χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 1338/2012 από­φασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος Δήμου κατά της 1210/07, 3472/07/3.3.2009 απόφασης του Νομάρχη Βοιωτίας και κατά της σιω­πηρής απόρριψης από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελ­λάδας της από 7.4.2009 προσφυγής που άσκησε ο Δήμος  κατά της πα­ραπάνω νομαρχιακής απόφασης, έγινε δε δεκτή η παρέμβαση των ήδη εφεσίβλη­των Σ. Χ., Κ. Χ. και Ε. Ζ. – Χ. Εξάλλου, με την εν λόγω 1210/07, 3472/07/3. 3.2009 από­φαση του Νομάρχη Βοιωτίας ανακλήθηκε η 192/2002 απόφαση του ίδιου οργάνου, με την οποία είχε κυρωθεί η 1/1998 πράξη εφαρμογής της πο­λεοδομικής μελέτης επέκτασης του σχεδίου πό­λεως του Δήμου Θη­βαίων, κατά το μέρος που αφορούσε τις ιδιοκτησίες των Σ., Α. και Κ. Χ. και Ε. Ζ. – Χ., διότι αυτές δεν υπάγονταν σε καθεστώς εισφορών του ν. 1337/1983.

2. Επειδή, στο άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 947/1979 “περί οικιστικών πε­ριοχών” (Α΄ 169), ορίζεται ότι «Επεκτάσεις υφισταμένων εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών υφισταμένων προ του 1923 ή καθορισμός ει­δικών χρήσεων γης ή δεσμεύσεις και διαθέσεις γης δι’ οικιστικούς σκο­πούς ενεργούνται βάσει του παρόντος νόμου. Αρξάμεναι διαδικασίαι επεκτάσεως εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εγκρίσεως νέων τοιούτων, εφ’ ων μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος έχει ληφθεί θετική γνω­μοδό­τησις του οικείου Συμβουλίου δημοσίων ΄Εργων, δύνανται να συνεχι­σθούν και ολοκληρωθούν κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17-7/16.8.1923 …. Επί των ούτως εγκρινομένων σχεδίων πόλεων ή των επεκτάσεων εγκεκριμέ­νων τοιούτων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 17 έως 21 και 54 του παρόντος νόμου ….», οι διατάξεις δε στις οποίες παραπέμπει το εδάφιο αυτό  αφορούν τις εισφορές σε γη και χρήμα και τις πράξεις εφαρ­μογής της πολεοδομικής μελέτης. Με το άρθρο 43 παρ. 4 του ν. 1337/1983 (Α 33) ορίζεται ότι “4. Στις διατάξεις του Κεφ. Α΄ του νόμου αυ­τού μπορεί να υπαχθούν και περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί σαν οικι­στικές βάσει του Νόμ. 947/1979, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. Ι του παρόντος νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές ανακαλείται το σχε­τικό Π.Δ/γμα ή η απόφαση του Νομάρχη. Με απόφαση του Υπουργού Χω­ροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος ή του οικείου Νομάρχη αντίστοιχα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβου­λίου, μπορεί, σε περιπτώσεις που έχουν εγκριθεί ρυμοτομικά σχέδια κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρ. 62 του Νόμ. 947/1979, να ορισθεί ότι αντί των άρθρ. 17 έως 21 και 54 του ν. 947/1979 εφαρμόζονται ανά­λογα τα άρθρ. 8, 9 και 12 του παρόντος νόμου.” Οι διατάξεις των τελευ­ταίων αυτών άρθρων αφορούν την ρύθμιση των εισφορών σε γη και χρήμα και την εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών κατά τον νεότερο νόμο.

3. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1337/1983, το περιεχόμενο του οποίου αποδίδεται με το άρθρο 37 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νο­μοθεσίας (π.δ. της 14.7.1999 – Δ΄ 580) ορίζονται τα εξής: «1. Επιτρέπεται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου: α) Η επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, β) η ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και η επέκταση οικισμών μετα­γενέστερων του 1923 που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, γ) … 3. Οι εντάξεις και επεκτάσεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 γίνο­νται κατά οργανικές πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές) σύμφωνα με τις αρ­χές της πολεοδομικής επιστήμης και κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 αυτού του νόμου. Οι επεκτάσεις γίνονται κυρίως σε πυκνο­δομημένες περιοχές καθώς και στις αραιοδομημένες ή αδόμητες που μαζί με τις πυκνοδομημένες ολοκληρώνουν μία ή περισσότερες πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές) οργανικά συνδεδεμένες με τον υπάρχοντα πολεοδο­μικό ιστό της πόλης ή του οικισμού. … 4. Στις πολεοδομικές ενότητες της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου μπορεί να υπάγονται και τμήματα εγκε­κριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του 1923, οι ρυθμίσεις όμως αυτού του νόμου εφαρμόζονται μόνο στο μέρος εκείνο των πολεοδομικών αυτών ενοτήτων που απομένει μετά την εξαίρεση των πυκνοδομημένων περιοχών των οικισμών προ του 1923 καθώς και τμημάτων με εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13. 5. …». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στις πολεοδομικές ενότητες του άρθρου 1 του ν. 1337/1983 μπορεί να υπάγονται αραιοδομημένες ή αδό­μητες περιοχές, πυκνοδομημένες περιοχές στερούμενες σχεδίου εκτός ορίων οικισμών προ του 1923, καθώς και τμήματα εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφισταμένων του 1923. Οι ρυθμίσεις όμως του ν. 1337/1983, καθώς και οι σχετικές με την υποχρέωση εισφοράς σε γη και σε χρήμα των εντασσομένων στο σχέδιο ιδιοκτησιών (άρθρα 8 και 9 του ν. 1337/1983, το περιεχόμενο των οποίων αποδίδεται με τα άρθρα 45 και 46 του Κ.Β.Π.Ν.), εφαρμόζονται, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέ­σεις, μόνο στο μέρος εκείνο των πολεοδομικών αυτών ενοτήτων που απο­μένει μετά την εξαίρεση των πυκνοδομημένων περιοχών είτε των οικισμών προ του 1923 είτε των τμημάτων που διαθέτουν εγκεκριμένο σχέδιο πό­λεως, με την επιφύλαξη πάντοτε των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 1337/1983 και του άρθρου 15 του ν. 2508/1997 (βλ. ΣτΕ 3488/2001, 382/ 1997, 2571/1991, Π.Ε. 192/2010, 294/1999, 634/1998).

4. Επειδή, με την παρ. ΙΙ ΣΤ περ. 41 του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α´ 87), η οποία προστέθηκε με την παρ. 10ε του άρθρου 44 του ν. 3979/2011 (Α´ 138), η αρμοδιότητα κύρωσης της πράξης εφαρμο­γής της πολεοδομικής μελέτης κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 (Συνολική Π.Ε., Μεμονωμένη Π.Ε., Διορθωτική Π.Ε.) και η κρίση των εν­στάσεων που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής περιήλθαν στην αρμο­διότητα των Περιφερειών.

5. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, με τα από 21.11/27.12.1979 (Δ΄ 718) και 31.12. 1982/9.3.1983 (Δ΄ 54) π.δ/τα αναθεωρήθηκε και επεκτάθηκε το ρυ­μοτο­μικό σχέδιο των Θηβών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 2 του ν. 947/1979. Με την 72043/2932/12.10.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Δ΄ 577), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 1337/1983 και ύστερα από την 190/1983 από­φαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εκκαλούντος Δήμου, ορίσθηκε ότι για τα τμήματα του ρυμοτομικού σχεδίου Θηβών που εγκρίθηκαν με τα ανω­τέρω π.δ. κατά τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 2 του ν. 947/1979 εφαρμό­ζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983. Εξάλ­λου, με το από 19.3./18.5.1984 π.δ. (Δ΄ 308) εγκρίθηκε το ρυμοτο­μικό σχέδιο των υφιστάμενων προ του έτους 1923 οικισμών, οι οποίοι περιβάλ­λονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο Θηβών, τροποποιή­θηκε το εγκεκριμένο σχέδιο με καθορισμό χώρου για ανέγερση Δικαστικού Μεγά­ρου και δημιουργία κοινόχρηστου χώρου και καθορί­στηκαν όροι και περιο­ρισμοί δόμησης. Κατόπιν τούτων, συντάχθηκε η 1/1998 πράξη εφαρ­μογής της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Θηβαίων, με την οποία επιβλή­θηκε στους ήδη εφεσίβλητους, ως ιδιοκτήτες ακινήτων στην περιοχή «Πυρί», τα οποία είχαν ενταχθεί στο σχέδιο με τα από 21.11/27.12.1979 και 31.12/9.3.1983 π.δ/τα, εισφορά σε γη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1337/1983. Κατά της 1/1998 πράξης εφαρμογής οι εφεσίβλητοι άσκησαν την 23/18.1.1999 ένστασή τους, η οποία συμπλη­ρώθηκε με το από Νοεμ­βρίου 2001 υπόμνημα. Με την ένσταση και το υπόμνημα προέβαλαν ότι οι ιδιοκτησίες τους εντάχθηκαν στο σχέδιο με τα προαναφερόμενα από 21.11/27.12.1979 και 31.12/9.3.1983 π.δ. επέκτα­σης του σχεδίου της πό­λης των Θηβών, ότι, λόγω της επέκτασης, καθορί­σθηκε η οφειλόμενη εκ μέρους τους εισφορά κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, σε συνδυασμό με αυτές του ν.δ. 690/1948, η οποία κατα­βλή­θηκε σε αρκετές περιπτώσεις και ότι, κατόπιν τούτου, οι δια­τάξεις των άρθρων 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983 δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν, αφού προϋπέθεταν την προηγούμενη εκπόνηση πολεοδο­μικής μελέτης. Εξάλλου, οι εκ των εφε­σιβλήτων Κ. Χ. και Α. Χ. προέβαλαν ειδικότερα ότι για την ένταξη των ιδιοκτησιών τους στο σχέδιο πόλεως με τα προαναφερόμενα από 21.11/27.12.1979 και 31.12/9.3.1983 π.δ/τα προσδιορίσθηκε σε βάρος τους χρηματική εισφορά, ύψους 217.755 δραχμών, λόγω επέκτασης του σχεδίου με τις διατάξεις του ν.δ της 17.7/16.8.1923, την οποία κατέβαλαν κατά τα έτη 1983 και 1986 στον εκκαλού­ντα Δήμο. Το Σ.Χ.Ο.Π. της Ν.Α. Βοιωτίας, με το 8/24.11.1999 πρακτικό του, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν της από 15.6.1999 ει­σήγησης, πρότεινε την μερική αποδοχή της ένστασης των εφεσίβλητων. Ειδικότερα, ενόψει του ότι εδαφικά τμήματα από τις ιδιο­κτησίες τους, εμβαδού 1.233 τ.μ., 630 τ.μ. και 602 τ.μ. είχαν αφεθεί συμ­βολαιογραφικώς στην κοινή χρήση πριν από την υπαγωγή της περιοχής στις διατάξεις του ν. 1337/1983, έξι δε ακίνητά τους είχαν πωληθεί ομοίως πριν από το πα­ρα­πάνω χρονικό ση­μείο, το Ν.Σ.Χ.Ο.Π. πρότεινε τα αφεθέ­ντα στην κοινή χρήση να συμ­ψη­φισθούν με τις εισφορές των εφεσιβλήτων, ενώ τόσο τα πωληθέντα όσο και τα αφεθέντα στην κοινή χρήση να αφαι­ρεθούν από τον αρχικό υπο­λογι­σμό των αντίστοιχων ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό των εισφο­ρών. Στη συνέχεια, το ίδιο Σ.Χ.Ο.Π., με το 6/28.11.2001 πρακτικό του, «… μετά την εκδίκαση των ενστάσεων και μετά την έγκριση των τροποποιήσεων από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., που δημοσιεύθη­καν με το ΦΕΚ 472 Δ/20-6-2001 για τα Ο.Τ. 460 – 477 και με το ΦΕΚ 291 Δ/19-4-2001 για τα Ο.Τ. 364 – 365», γνωμοδότησε υπέρ της έγκρισης της πράξης εφαρμογής από το Νομάρχη. Πράγματι, η 1/1998 πράξη εφαρμογής επικυρώθηκε με την 192/ 2002 απόφαση του Νομάρχη Βοιω­τίας, στο προοίμιο της οποίας γίνε­ται μνεία των παραπάνω πρακτικών του Σ.Χ.Ο.Π. Ν. Βοιωτίας. Σύμφω­να με το απόσπασμα του σχετικού κτηματο­λογικού πίνακα της πράξης αυτής, η ιδιοκτησία του Σ. Χ., αρχικού εμβαδού 18.253,27 τ.μ., η οποία εμπίπτει στα Ο.Τ. 367, 461, 462, 645, 648, 650 και 651, υπόκειται σε εισφορά σε γη εμβαδού 9.576,96 τ.μ., η ιδιοκτησία του Κ. Χ., αρχικού εμβαδού 14.103,80 τ.μ., η οποία εμπίπτει στα Ο.Τ. 363, 365, 366, 367, 368, 459, 460 και 460Α, υπόκειται σε εισφορά σε γη εμβαδού 7.087,28 τ.μ. και η ιδιοκτησία της Ε. Χ. – Ζ., αρχικού εμβαδού 9.139,71 τ.μ., η οποία εμπίπτει στα Ο.Τ. 472 και 473, υπόκειται σε εισφορά σε γη εμβαδού 4.194,86 τ.μ. Κατά της παρα­πάνω 192/2002 απόφασης του Νομάρχη Βοιω­τίας οι εφεσίβλητοι άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμμα­τέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, η οποία απορρίφθηκε με την 5824/2.5.2002 απόφαση του εν λόγω οργά­νου, και, στη συνέχεια, αίτηση ακυ­ρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφε­τείου Πειραιά. Με την 8/2007 από­φαση του Δικαστηρίου αυτού, όπως διορθώθηκε με την 1211/2007 όμοια, ακυρώθηκαν η παραπάνω 192/2002 απόφαση του Νομάρχη, κατά το μέρος που αφορά τις ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων, καθώς και η 5824/2.5.2002 απόφαση του Γενικού Γραμ­ματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελ­λάδας, για το λόγο ότι ο Νομάρχης δεν είχε αποφανθεί σχετικά με την έν­σταση των εφεσίβλητων, αλλά επικύρωσε την πράξη εφαρμογής αναφε­ρόμενος απλώς στα πρακτικά του Σ.Χ.Ο.Π. της Ν.Α. Βοιωτίας, ανα­πέμφθηκε δε η υπόθεση στο Νομάρχη Βοιωτίας για νό­μιμη κρίση. Κατόπιν αυτών, με την 1210/07, 3472/07/3.3.2009 απόφαση του Νομάρχη Βοιωτίας, που υπογρά­φηκε με εντολή του από την Αντινομάρχη, ανακλήθηκε, κατ’ αποδοχή της ένστασης των εφεσίβλητων, η 192/2002 κυρωτική της 1/1998 πράξης εφαρ­μο­γής προηγούμενη απόφαση του ίδιου Νομάρχη, κατά το μέρος που αφο­ρούσε τις ιδιοκτησίες των εφε­σίβλητων και του Α. Χ., διότι δεν υπάγονται σε καθε­στώς εισφορών του ν. 1337/1983, ως τμήμα προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικισμών. Στην ανακλητική από­φαση αναφέρονται ειδικότερα τα εξής: «Η επέκταση και η ένταξη σε ρυμοτομικό σχέδιο περιοχών πέριξ της Θήβας και των παλαιών οικισμών προ του έτους 1923, μεταξύ των οποίων και η περιοχή Πυρίου, όπου βρίσκονται και οι ιδιοκτησίες των ενισταμέ­νων, εγκρίθηκαν μετά την ισχύ του ν. 947/1979: α) Με τα Π.Δ. 21.11.79 (ΦΕΚ 718/Δ/27-12-79) κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 62 παρ. 2 του Ν. 947/1979 και β) Με το Π.Δ. 31.12.1982 (ΦΕΚ 54/Δ/9-03-83), με το οποίο αναθεωρή­θηκε και συμπλη­ρώθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο Θηβών κατ’ εξου­σιοδό­τηση του άρθρου 62 παρ. 1, 2 του ίδιου νόμου. Οι περιοχές που εγκρίθη­καν με τα προαναφε­ρόμενα π.δ/ματα υπήχθησαν σε καθεστώς εισφο­ράς σε γη και χρήμα σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 947/ 1979. Επειδή εντός του ρυμο­τομικού σχεδίου Θήβας συμπεριλαμβάνονταν και οι οικι­σμοί προ του 1923 και επειδή ο Ν. 947/1979, δια του άρθρου 6 παρ. 2, δεν έθιγε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, όπως και ο Ν.1337/1983, δια του άρθρου 4 παρ. 1 αυ­τού, η Διοίκηση εξέδωσε το Π.Δ. της 19/03/1984 (ΦΕΚ 308/Δ/18-05-84) για την εκ νέου έγκριση των ρυμοτομικών σχεδίων των οικισμών, του αυτού κατ’ ουσίαν περιεχομένου με κάποιες τροποποιήσεις, επί διαφορετι­κής όμως νομοθετικής βάσεως, σύμφωνα και με το πρακτικό επεξεργασίας 37/84 του ΣτΕ που συνοδεύει το παραπάνω Π.Δ., όπου συνάγε­ται ότι οι οικισμοί αυτοί δεν υπάγονται σε καθεστώς εισφο­ρών του Ν. 1337/1983 και, επομένως, δεν συντάσσεται πράξη εφαρ­μογής του άρ­θρου 12 του Ν.1337/1983. Εν προκειμένω, οι περιοχές των οικισμών προ του έτους 1923 που εγκρίθηκαν με το άρθρο 1 του Π.Δ. 19/03/84 και περι­βάλλονται (περικλείονται) από το εγκεκριμένο σχέδιο Θηβών, αφορούν όλη την απεικονιζόμενη έκταση του συνοδευτικού του ρυμοτομικού δια­γράμματος και όχι τμήματα αυτού, διότι σε αντίθετη περί­πτωση θα έπρεπε κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό ή να διαχωρίζεται το εγκεκριμένο ρυμο­τομικό σχέδιο δια διακριτής οριογραμμής, προσδιορίζο­ντας επ’ αυτού τα τμήματα στα οποία παραπέμπει το άρθρο 1, χαρα­κτηριζόμενα ως οικισμοί προ του 1923, ή στα έχοντας υπόψη του ανωτέρω Π.Δ. να αναφερόταν τυχόν εγκεκριμένο περίγραμμα ορίων οικισμού της Θήβας προ του ’23, ή να συμπεριλαμβανόταν και διευκρινιζόταν σε συνοδευτικό διάγραμμα δη­μοσιευμένο σε ΦΕΚ στη μεταγενέστερη υπ’ αριθμ. 72043/1984 (ΦΕΚ 577/Δ) απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ». Η από 7.4.2009 προσφυγή του εκκαλούντος Δήμου κατά της παραπάνω 1210/07, 3472/07/3.3.2009 από­φασης του Νομάρχη Βοιωτίας απορρίφθηκε σιωπηρά από το Γενικό Γραμ­ματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (βλ. σχετικά το 47779/8564/11.6.2009 έγγραφό του προς το Δή­μο Θηβαίων). Στη συνέ­χεια, ο ήδη εκ­καλών Δήμος άσκησε αίτηση ακυ­ρώ­σεως κατά της εν λόγω 1210/07, 3472/07/3.3.2009 νομαρχιακής από­φασης και κατά της σιωπη­ρής απόρριψης της προσφυγής που είχε κα­ταθέσει κατ’ αυτής, οι δε εφε­σίβλητοι άσκησαν παρέμβαση για την υπο­στήριξη του κύρους αυτών των πράξεων. Με την αίτηση ακυρώσεως προέβαλε ο εκκαλών, μεταξύ άλλων, ότι το συμπέρα­σμα της νομαρχιακής απόφασης, δηλαδή ότι με το Π.Δ. της 19.3.1984 κα­ταρ­γούνται τα Π.Δ. της 21.11.1979 και της 31.12.1982 και επανεγκρίνονται με το ίδιο περιεχόμενο αλλά χωρίς την ισχύ της παρ. 2 του άρθρου 62 του Ν. 947/1979, είναι αυθαίρετο και αντίθετο τόσο στο ίδιο το Π.Δ. της 19.3.1984, όσο και στην μεταγενέστερη 72043/1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., την οποία η παραπάνω αιτιολογία της νομαρ­χιακής από­φασης καθιστά ανί­σχυρη και χωρίς αντικείμενο. Με την εκκα­λούμενη από­φαση η αίτηση ακυ­ρώσεως απορρίφθηκε και έγινε δεκτή η παρέμβαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι ο προαναφερόμε­νος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το συμπέ­ρασμα στο οποίο κατέληξε η 1210/07, 3472/07/3.3.2009 νομαρχιακή απόφαση είναι ότι οι ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων δεν υπόκεινται σε ει­σφορά σε γη ως κείμενες εντός οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, του οποίου το ρυ­μοτομικό σχέδιο επανεγκρίθηκε με το π.δ. της 19.3.1984 επί διαφορετικής νομικής βάσεως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα αυτών των οικισμών, τούτο δε δεν απο­τελεί κατάργηση των προηγούμενων π.δ/των για επέ­κταση και τροπο­ποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Θηβών, ούτε κα­θιστά ανίσχυρη στο σύνολό της την 72043/1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία απλώς δεν αφορά τις ιδιοκτησίες που κείνται εντός του οικισμού του προϋφισταμένου του 1923, όπως οι επίδικες ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων.

6. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/ 1989 (Α΄ 8) το ακόλουθο εδάφιο: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προ­βάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχο­νται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμ­βουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστη­ρίου». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω νόμου «Η ισχύς του πα­ρόντος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2011 εκτός εάν ορίζεται διαφορε­τικά σε επιμέρους διατάξεις». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 12, ως ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων με το δικό­γραφο της εφέσεως απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμη­νεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη από­φαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπό­θεσης (πρβλ. ΣτΕ 4482, 3371/2013, 706/2013, 4328/2012 κ.ά.).

7. Επειδή, με την έφεση προβάλλεται ότι η ερμηνεία που δόθηκε με την 1210/07, 3472/07/3.3.2009 νομαρχιακή απόφαση στα π.δ. της 21.11.1979, της 31.12.1982 και της 19.3.1984, σε συνδυασμό με την 72043/2832/12.10.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., όπως αυτή επικυρώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, οδηγεί στο μη νόμιμο συμπέ­ρασμα ότι οι ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων δεν οφείλουν εισφορά σε γη κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983, επειδή όλη η περιοχή που εντάχθηκε στο σχέδιο με τα π.δ. της 21.11.1979 και της 31.12.1982 είναι περίγραμμα οικισμών προ του έτους 1923, και συνεπώς δεν υπόκειται σε εισφορά σε γη, παρότι πολεοδομείται για πρώτη φορά, κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος. Περαιτέρω προβάλλεται ότι για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

8. Επειδή, κατά την ερμηνεία που υιοθετήθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, το ζήτημα αν οι ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων υπάγονται σε ει­σφορά σε γη κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983 συναρτάται προς το ζή­τημα του νομικού καθεστώτος που διέπει την εισφορά σε γη των ακινήτων που εντάχθηκαν στο ρυμοτομικό σχέδιο Θηβών με τα π.δ. της 21.11.1979, της 31.12.1982 και της 19.3.1984, σε συνδυασμό με την κα­νονιστική 72043/2832/12.10.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το ζήτημα δε αυτό δεν έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

9. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, με το π.δ της 21.11.1979 εγκρί­θηκε η αναθεώρηση και επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου Θηβών, κατ΄ επίκληση του άρθρου 62 παρ. 2 του ν. 947/1979, καθορίσθηκαν δε τομείς Α, Α1, Β και Δ όρων και περιορισμών δόμησης. Στη συνέχεια, με το π.δ της 31.12.1982 εγκρίθηκε, κατ’ επίκληση της ίδιας διάταξης, η αναθεώ­ρηση και η περαιτέρω επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου Θηβών (άρθρο 1), ενώ διευρύνθηκαν τα όρια των παραπάνω τομέων Α, Α1, Β και Δ, με την υπαγωγή σε αυτούς των οικοπέδων της περιοχής στην οποία αναθεω­ρήθηκε και επεκτάθηκε το σχέδιο με το άρθρο 1 (άρθρο 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του π.δ. της 19.3.1984 εγκρίθηκε, κατ΄ επίκληση της ίδιας πα­ραπάνω διάταξης του άρθρου 62 παρ.1 του ν. 947/1979 αλλά και διατά­ξεων του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, το ρυμοτομικό σχέδιο των οικισμών των υφισταμένων προ του έτους 1923 που περιβάλλονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο Θηβών καθώς και η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχε­δίου με τον καθορισμό χώρου για ανέγερση Δικαστικού Μεγάρου και τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, με το δε άρθρο 3 του ίδιου π.δ. διευρύν­θηκαν τα όρια των προαναφερόμενων τομέων Β και Δ, με την υπαγωγή σε αυτούς ορισμένων οικοπέδων της περιοχής επέκτασης το σχεδίου, και καθορίσθηκε νέος τομέας όρων και περιορισμών δόμησης Γ για τα λοιπά οικόπεδα της ίδιας περιοχής. Από την αντιπαραβολή του τοπογραφικού διαγράμματος που δημοσιεύεται με το εν λόγω π.δ. προς τα διαγράμματα που δημοσιεύονται με τα από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ. συνάγεται ότι το π.δ. της 19.3.1984 αφορά διάσπαρτα τμήματα, περι­βαλλόμενα από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, τα οποία δεν ταυτίζο­νται με τα τμήματα στα οποία επεκτάθηκε το σχέδιο με τα από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ. Εξάλλου, στο 37/1984 πρακτικό επεξεργασίας του Συμ­βουλίου της Επι­κρατείας, κατόπιν του οποίου εκδόθηκε το παραπάνω από 19.3.1984 π.δ., αναφέρεται ότι το σχέδιο υπόκειται σε επεξεργασία, παρότι με το 517/1983 πρακτικό του Δικαστηρίου έτυχε επεξεργασίας και κρίθηκε ως κατ’ αρχήν νόμιμο σχέδιο διατάγματος όμοιου κατ’ ουσία πε­ριεχομένου, διότι το νεότερο σχέδιο δεν προτείνεται κατ’ επίκληση των άρθρων 1 παρ. 4, 2 παρ. 3, 6 παρ. 6 και 13 του ν. 1337/1983, όπως το αρχικό, αλλά κατ’ επίκληση του άρθρου 1 του ν.δ. της 17-7/16-8-1923, με αποτέλεσμα να συνάγεται πρόθεση της Διοίκησης να εκδώσει το διάταγμα ερειδόμενο σε διαφορετική νομοθετική βάση. Με το ανωτέρω 37/84 πρα­κτικό επεξερ­γασίας έγινε επίσης δεκτό ότι, κατά το μέρος που με το προ­τεινόμενο σχέ­διο διατάγματος εγκρίνεται ρυμοτομικό σχέδιο οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, το σχέδιο αυτό ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις εξουσιοδοτι­κές διατάξεις του ν.δ. 17-7/16-8-1923, εφόσον στους εν λόγω οικισμούς δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4, 2 παρ. 3, 6 παρ. 6 και 13 του ν. 1337/1983, λόγω του ιδιαίτερου πολεοδομι­κού χαρακτήρα αυτών των οικισμών. Τέλος, με την 72043/2832/12.10. 1984 απόφαση του Υπουρ­γού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ορίσθηκε ότι για τα τμήματα του ρυμοτομικού σχε­δίου Θηβών που είχαν εγκριθεί με τα ανωτέρω από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ. κατά τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 2 του ν. 947/1979 εφαρμό­ζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι περιοχές που εντάχθη­καν στο σχέδιο με τα από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ. υπήχθη­σαν στο καθε­στώς εισφοράς σε γη του ν. 1337/1983, αυτές όμως δεν συμπίπτουν με τις πε­ριοχές προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικι­σμών, οι οποίες εντά­χθηκαν στο σχέδιο με το από 19.3.1984 π.δ., και οι οποίες δεν υπάγονται στο καθεστώς εισφοράς σε γη του παραπάνω ν. 1337/1983, όπως τούτο προ­κύπτει από τα διαγράμματα που συνοδεύουν τα προαναφερόμενα προεδρι­κά διατάγματα αλλά και από την 72043/2832/12.10.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία, επιτάσσοντας την εφαρμογή των δια­τάξεων του ν. 1337/1983, αναφέρεται μόνο στις περιοχές που εντάχθηκαν στο σχέδιο με τα από 21.11.1979 και 31.12. 1982 π.δ. και όχι σε αυτή που εντάχθηκε με το από 19.3.1984 π.δ. Συνε­πώς, μη νομίμως έγινε δεκτό με την 1210/07, 3472/07/3.3.2009 απόφαση του Νομάρχη Βοιωτίας και επικυ­ρώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι οι ιδιοκτησίες των εφεσίβλητων δεν υπόκεινται σε εισφορά σε γη κατά το ν. 1337/1983 επειδή με το παρα­πάνω από 19.3.1984 π.δ. επανεγκρίθηκε η ένταξη στο σχέδιο των περιο­χών που είχαν ήδη ενταχθεί με τα προγε­νέστερα από 21.11.1979 και 31.12.1982 π.δ., εξαιτίας της υποχρέωσης να μην εφαρμοσθούν οι περί εισφοράς σε γη διατάξεις του ν. 1337/1983, λόγω του ότι όλες οι παρα­πάνω ενταχθείσες στο σχέδιο περιοχές αποτε­λούν προϋφιστάμενους του έτους 1923 οικισμούς. Για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέ­πει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, η εκκα­λούμενη απόφαση να εξαφα­νισθεί, να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως και να γίνει δεκτή για τον ίδιο λόγο, να απορριφθεί δε η παρέμβαση. Κατόπιν της αποδοχής της αιτή­σεως η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοί­κηση, δηλαδή στην ήδη αρμόδια για την κύρωση της πράξης εφαρμογής και την εξέταση των εν­στάσεων Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, προκειμέ­νου να εξετασθεί εξυπαρ­χής η ένσταση των εφεσίβλητων, κατά το ακριβές περιεχόμενο των δια­λαμβανόμενων σε αυτήν πραγματικών ισχυρισμών τους, ανεξαρτήτως της παράθεσης αυτών στο ιστορικό της 8/2007 απόφα­σης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία δεν είναι, κατά τούτο, δεσμευτική για το απο­φασίζον διοικητικό όργανο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *