αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων,
ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να τροποποιήσει το σχέδιο με σκοπό την άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους, να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει τήρηση ορισμένων διατυπώσεων. Εφ΄ όσον η νομική έννοια του ευλόγου χρόνου εξειδικεύεται μέσω των πραγματικών δεδομένων, ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου κατ΄ άρθ. 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989 μπορεί να τεθεί, μόνον αν έχει επιλυθεί από το δικαστήριο υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για το ίδιο νομικό ζήτημα. Προκειμένου να κριθεί, αν η διατήρηση των επιμάχων ρυμοτομικών επιβαρύνσεων υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά χρονικά όρια, νομίμως συνεκτιμήθηκε ότι οι αναιρεσείοντες όχι μόνο δεν είχαν επιδιώξει την άρση των επιβαρύνσεων, αλλ΄ αντιθέτως έχουν προβεί σε ενέργειες που προϋποθέτουν διατήρησή τους.
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Κ. Βατάλης, Ι. Φαρίνης, Γ. Τριανταφύλλου
Κ. Παπαδόπουλος, Κ. Χριστοπούλου, Πάρεδρος ΝΣΚ
5. [ ] Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις [26] για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο παραπάνω παραγράφων, δηλ. και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των ειδικοτέρων προϋποθέσεων της πιο άνω παρ. 3. Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, για το οποίο είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία σχετικά με το ίδιο νομικό ζήτημα ενός τουλάχιστον από τα τρία ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε νομικό ζήτημα που κρίθηκε με αυτές πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση των αντίστοιχων διαφορών (ΣτΕ 2301/2011 7μ., 2115, 797/2013).
6. Επειδή το κρίσιμο για την επίλυση της παρούσας υπόθεσης νομικό ζήτημα είναι αν έχει παραβιαστεί το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ιδιοκτησία λόγω της διατήρησης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και του ρυμοτομικού βάρους, αντιστοίχως, στα προαναφερόμενα δύο ακίνητα των αναιρεσειόντων χωρίς να έχει συντελεστεί κατά νόμο η απαλλοτρίωσή τους. Στις συνταγματικές διατάξεις δεν ορίζεται το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είναι ανεκτή η διατήρηση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, σύμφωνα δε με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων αυτών, η διατήρηση της ρυμοτομικής επιβάρυνσης, όπως έχει εκτεθεί στη σκ. 3, είναι ανεκτή μόνο για εύλογο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση και το βάρος. Εξάλλου, ο εύλογος χρόνος, που αποτελεί στοιχείο του συνταγματικού κανόνα, εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, δηλαδή από πραγματικά δεδομένα, όπως είναι το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την επιβολή της ρυμοτομικής επιβάρυνσης, οι ενέργειες, στις οποίες έχει τυχόν προβεί η Διοίκηση και από τις οποίες μπορεί να συναχθεί πρόθεσή της για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, και οι τυχόν ενέργειες των ιδιοκτητών. Εφ΄ όσον επομένως η νομική έννοια του ευλόγου χρόνου εξειδικεύεται μέσω των πραγματικών δεδομένων, ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθ. 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989, όπως ισχύει, μπορεί να τεθεί μόνον αν έχει επιλυθεί από το δικαστήριο υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για το ίδιο νομικό ζήτημα.
7. Επειδή όπως εκτίθεται στη σκ. 4, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αν και διαπιστώθηκε ότι παρήλθε «σημαντικό χρονικό διάστημα» από την αρχική δέσμευση των επίδικων ακινήτων, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται υπέρβαση των ορίων του εύλογου χρόνου, εντός των οποίων είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτή η διατήρηση της δέσμευσης και ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση της απαλλοτρίωσης και του ρυμοτομικού βάρους, αντιστοίχως, με τις σκέψεις αφ΄ ενός ότι στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ανερχόμενο σε σαράντα έτη, η Διοίκηση προέβη στη σύνταξη της Πράξης Εφαρμογής και την κύρωσή της με την /25.4.1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης καθώς και στην κύρωση της διορθωτικής Πράξης Εφαρμογής με την /28.2.2005 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, οι ενέργειες δε αυτές καταδεικνύουν σοβαρή πρόθεσή της να ολοκληρώσει τη συντέλεση των απαλλοτριώσεων αυτών και αφ΄ ετέρου ότι με την υποβολή αίτησης διόρθωσης της Πράξης Εφαρμογής, οι αναιρεσείοντες συνέπραξαν σε διαδικασίες που προϋποθέτουν τη διατήρηση των ανωτέρω ρυμοτομικών δεσμεύσεων. Εν όψει της ανωτέρω αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η έννοια του εύλογου χρόνου συναρτάται στην κρινομένη υπόθεση από τα εξής πραγματικά περιστατικά: α) Σύνταξη και κύρωση της προαναφερομένης Πράξης Εφαρμογής και κύρωση της διορθωτικής πράξης, οι οποίες θεωρήθηκαν ότι συνιστούν αλλεπάλληλες ουσιώδεις ενέργειες της Διοίκησης που κατατείνουν στην ολοκλήρωση της επίδικης απαλλοτρίωσης. β) Υποβολή στη Διοίκηση από τους αναιρεσείοντες αίτησης, η οποία θεωρήθηκε ως σύμπραξή τους στην παράταση της διατήρησης της απαλλοτρίωσης και του ρυμοτομικού βάρους.
8. Επειδή με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται αντίθεση της κρίσης του δικάσαντος δικαστηρίου προς το άρθ. 17 Συντ. και το άρθ. 1 παρ. 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς αμφότερα τα σκέλη της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δηλ. τόσο ως προς τη σκέψη ότι η Διοίκηση προέβη σε αλλεπάλληλες ουσιώδεις ενέργειες για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης των επίδικων ακινήτων, οι οποίες δικαιολογούν τη διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και του ρυμοτομικού βάρους, αντιστοίχως, στα επίδικα ακίνητα, όσο και ως προς τη σκέψη ότι οι αναιρεσείοντες δεν επιδίωξαν την άρση της επίδικης απαλλοτρίωσης, αλλ΄ αντίθετα συνέπραξαν σε διαδικασίες που προϋποθέτουν τη διατήρησή της. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η μεν έκδοση και κύρωση διορθωμένης της προαναφερόμενης Πράξης Εφαρμογής της πολεοδομικής ενότητας Δήμου Πυλαίας, αποτελεί απλώς την πράξη, με την οποία εξειδικεύονται οι προβλέψεις της πολεοδομικής μελέτης και όχι πράξη, με την οποία συντελείται η απαλλοτρίωση, η δε /28.2.2005 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία κυρώθηκε η διορθωτική πράξη της Πράξης Εφαρμογής εκδόθηκε ύστερα από αίτηση των αναιρεσειόντων και αφορούσε αποκλειστικά τη διόρθωση των φαινομένων ιδιοκτητών και την ακύρωση της επίμαχης πράξης εφαρμογής ως προς τη δημιουργία νέων οικοπέδων, με σκοπό την επιστροφή του πρώτου επίδικου ακινήτου, προβάλλουν δε ότι μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο στήριξε την κρίση του στο γεγονός της έκδοσης των ανωτέρω πράξεων. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση της Διοίκησης να άρει μη συντελεσθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος μετά την πάροδο σαράντα ετών από την επιβολή τους δεν επηρεάζεται πάντως από την αδράνεια των ιδιοκτητών ούτε από ενέργειές τους που λαμβάνουν χώρα μέχρι την υποβολή του αιτήματος για άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους, εφ΄ όσον οι ενέργειες αυτές δεν εμποδίζουν κατά τον νόμο την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας. Τέλος, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, συναφώς προς τους ανωτέρω λόγους, ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τα ανωτέρω ζητήματα είναι ελλιπής, διότι αρκείται σε συμπερασματικές κρίσεις, που δεν στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Εξ άλλου, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ότι οι πληττόμενες με τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης κρίσεις του δικάσαντος δικαστηρίου έρχονται σε αντίθεση προς τις μνημονευόμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ισχυρισμός όμως αυτός, όπως προβάλλεται, είναι αβάσιμος διότι, όπως συνάγεται από το σκεπτικό τους, οι μνημονευόμενες αποφάσεις έχουν εκδοθεί σε υποθέσεις, στις οποίες οι πραγματικές συνθήκες δεν ήταν ίδιες ούτε ουσιωδώς παρεμφερείς προς τα δεδομένα της ήδη κρινόμενης υπόθεσης. Δεδομένου όμως ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται νομολογία ως προς την κρίσιμη έννοια του εύλογου χρόνου υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, ο ισχυρισμός περί του παραδεκτού των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως είναι από την άποψη αυτή βάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκ. 6.
9. Επειδή με τα ανωτέρω δεδομένα, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι κατά την υποβολή του σχετικού αιτήματος των αναιρεσειόντων στη Διοίκηση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, ώστε να στοιχειοθετείται υποχρέωση άρσης των επίμαχων ρυμοτομικών δεσμεύσεων, είναι νόμιμη και αιτιολογείται επαρκώς με βάση τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία ανελέγκτως κατ΄ αναίρεση δέχεται το δικάσαν δικαστήριο. Ειδικότερα, νομίμως το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την αρχική επιβολή των επιβαρύνσεων αυτών συνεκτιμήθηκε από το δικάσαν δικαστήριο αφ΄ ενός με ενέργειες της Διοίκησης, οι οποίες απαιτούνται για την κατά νόμο αποζημίωση των θιγόμενων από ρυμοτομικές επιβαρύνσεις ιδιοκτητών και συγκεκριμένα με την έκδοση της /25.4.1994 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία κυρώθηκε διορθωμένη η Πράξη Εφαρμογής της επίδικης πολεοδομικής ενότητας καθώς και με τη μεταγενέστερη έκδοση της /28.2.2005 απόφασης του ίδιου Νομάρχη και περαιτέρω κρίθηκε ότι από την έκδοση των διοικητικών αυτών πράξεων συνάγεται σοβαρή πρόθεση της Διοίκησης να χωρήσει στη συντέλεση της επίδικης απαλλοτρίωσης, εν όψει και του μικρού χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της προαναφερομένης /28.2.2005 απόφασης του Νομάρχη και της υποβολής, στις 27.5.2005, στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας της αίτησης των αναιρεσειόντων για την άρση των δεσμεύσεων των ακινήτων τους λόγω μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης. Εξ άλλου, προκειμένου να κριθεί, αν η διατήρηση των επίμαχων ρυμοτομικών επιβαρύνσεων υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά χρονικά όρια, νομίμως επίσης συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες όχι μόνο δεν είχαν επιδιώξει την άρση των επιβαρύνσεων, αλλ΄ αντιθέτως έχουν προβεί σε ενέργειες που προϋποθέτουν τη διατήρησή τους και συγκεκριμένα, υπέβαλαν αίτηση για τη διόρθωση της Πράξης Εφαρμογής Κατά συνέπεια, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη όμως των Παρέδρων Ρ. Γιαννουλάτου και Μ. Τριπολιτσιώτη, η έκδοση της /25.4.1994 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης τριάντα περίπου χρόνια μετά την επιβολή των επίμαχων δεσμεύσεων στα ακίνητα των αναιρεσειόντων δεν καταδεικνύει σοβαρή πρόθεση της Διοίκησης να ολοκληρώσει την επίδικη απαλλοτρίωση, τέτοια δε πρόθεση δεν προκύπτει ούτε από την έκδοση της /28.2.2005 απόφασης του Νομάρχη, αφού αυτή δεν οφείλεται στην πρωτοβουλία της Διοίκησης, αλλ΄ είναι συνέπεια της μερικής ακύρωσης της αρχικής πράξης εφαρμογής με την /26.9.1994 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ και εκδόθηκε με πρωτοβουλία των αναιρεσειόντων. Κατά τη γνώμη επομένως αυτή, ο σχετικός λόγος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Απορρίπτει την αίτηση