Το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρατήσει και να δικάσει κατ΄ ουσίαν υπόθεση, η οποία κατ΄ άρθ. 1 Ν 702/1977 υπάγεται στην αρμοδιότητα
του διοικητικού Εφετείου, όταν για την υπόθεση αυτή επιτρέπεται άσκηση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του διοικητικού Εφετείου. Η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητος και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Η παρ. 3 του άρθ. 14 Ν 998/1979 παρέχει την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της υφισταμένης καταστάσεως της εξεταζομένης εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως συμμετοχή του ενδιαφερομένου κατά τη διενέργεια της αυτοψίας ούτε τη σύνταξη
ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα δε της αυτοψίας επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, της οποίας η κρίση υπόκειται
σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας. Ο χαρακτηρισμός ως δασικής εκτάσεως εκτός σχεδίου πόλεως, μη προοριζομένης
για άλλη χρήση και ειδικότερα για δόμηση, δεν προσβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εφ΄ όσον ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στον αληθή
χαρακτήρα της εκτάσεως και δεν παρεμποδίζει την κατά προορισμόν χρήση της.

Πηγή : Περιβάλλον και Δίκαιο 2014/3

 

Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Ζ. Βισβάρδη, Χ. Διβάνη, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την …/30.7.1999 αίτηση του προς το Δασαρχείο Πολυγύρου ο πρώτος αιτών ζήτησε τον χαρακτηρισμό εκτάσεως εμβαδού 24.029,13 τ.μ. στη θέση Α δημοτικού διαμερίσματος Αγ. Νικολάου Δήμου Σιθωνίας Ν. Χαλκιδικής. Με την πράξη …/18.10.1999 του Δασάρχη Πολυγύρου χαρακτηρίσθηκαν: α) τμήμα εμβαδού 12.365,06 τ.μ. της ανωτέρω εκτάσεως ως μη δασική έκταση, β) τμήμα εμβαδού 1.048,5 τ.μ. ως δασική έκταση και γ) τμήμα εμβαδού 10.615,57 τ.μ. επίσης ως δασική έκταση. Αντιρρήσεις των ήδη αιτούντων, φερομένων ως συγκυρίων της όλης εκτάσεως, έγιναν εν μέρει δεκτές με την απόφαση …/15.9.2003 της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΕΕΔΑ) Ν. Χαλκιδικής, με την οποία το ανωτέρω τμήμα β΄ καθώς και έκταση εμβαδού 1.779,43 τ.μ. του τμήματος γ΄ χαρακτηρίσθηκαν ως μη δασικές εκτάσεις, ενώ η υπόλοιπη έκταση του τμήματος γ΄, εμβαδού 8.836,14 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. Προσφυγή των αιτούντων κατά της ανωτέρω αποφάσεως απερρίφθη με την απόφαση …/11.8.2005 της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων περιφέρειας Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκρινε ότι έκταση των 8.836,14 τ.μ. αποτελεί δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο βλάστηση αειφύλλων – πλατυφύλλων κατ΄ άρθ. 1 παρ. 1 και 3 εδάφ. ΙΙΙα Ν 3208/2003. Με την κρινομένη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας Επιτροπής και της πράξεως χαρακτηρισμού.

3. […] [1] Εξ άλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθ. 34 Ν 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150), το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρατήσει και να δικάσει κατ΄ ουσίαν υπόθεση, η οποία υπάγεται, κατά το άρθ. 1 Ν 702/1977, στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, όταν για την υπόθεση αυτή επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου (πρβλ. ΣτΕ Ολ 735/2008).

4. Επειδή κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία εκκρεμούσε κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3900/2010, κατέστη ήδη το διοικητικό Εφετείο, του οποίου η απόφαση υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν όψει όμως του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να διακρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθ. 34 παρ. 1 Ν 1968/1991 (ΣτΕ 972/ 2013, 940/2011 κ.ά.).

5. Επειδή η πράξη χαρακτηρισμού και η απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής προσβάλλονται απαραδέκτως, διότι ενσωματώθηκαν, κατόπιν τηρήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθ. 14 Ν 998/1979, στην απόφαση της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ, η οποία είναι η μόνη εκτελεστή και παραδεκτώς προσβαλλομένη (ΣτΕ 3572/2009, 355/2007 κ.ά.). […]

7. […] Από τις διατάξεις αυτές [2] προκύπτει ότι η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή μη, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 3944/2009, 2959/2006, 2997/2003 κ.ά.).

8. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την από 3.9.1999 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου του Δασαρχείου Πολυγύρου …, στην οποία ερείδεται η πράξη χαρακτηρισμού, η έκταση των 10.615,57 τ.μ., στην οποία εμπίπτει η επίδικη, συνορεύει βόρεια «με χωράφι των ενδιαφερομένων» [ήτοι των νυν αιτούντων], νότια με δημόσια δασική έκταση, ανατολικά με δημόσια δασική έκταση (βραχώδη έκταση, ενώ σε μικρή απόσταση υπάρχει θάλασσα) και δυτικά με δημόσια δασική έκταση και δρόμο πρόσβασης. Στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960 η εν λόγω έκταση είναι δημόσια δασική με αείφυλλα – πλατύφυλλα και διάσπαρτα πεύκα, στις α/φ του 1971 είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δάσος αειφύλλων – πλατυφύλλων, ενώ ένα τμήμα της εμβαδού 1.043,38 τ.μ. είναι χέρσο χωρίς βλάστηση, στις δε α/φ του 1993 η έκταση καλύπτεται κατά το πλείστον με αείφυλλα – πλατύφυλλα, ενώ το ανωτέρω τμήμα της είναι χέρσο με ένα ξύλινο σπίτι και δύο πεύκα. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο συντάξεώς της η επίμαχη έκταση έχει κυπαρίσσια, ρείκια και ελιές, διάσπαρτα πεύκα, βράχια (ιδίως Β-Α) και μία ξύλινη αποθήκη, εκτός από το προαναφερθέν τμήμα των 1.043,38 τ.μ. που είναι χέρσο με μια ξύλινη αποθήκη και δύο πεύκα και ότι η υπόλοιπη έκταση των 10.615 τ.μ. περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής …/6.10.1974 «το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα». Η πρωτοβάθμια Επιτροπή με την απόφαση …/15.9.2003, χαρακτήρισε ως μη δασική έκταση τμήμα εμβαδού 1.779,43 τ.μ. της εκτάσεως των 10.615 τ.μ., έκρινε δε ότι η υπόλοιπη έκταση των 8.836,14 τ.μ. (επίδικη) είναι δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. δ΄ και ε΄ και 2 περ. β΄ και γ΄ Ν 998/1979. Ως προς την έκταση αυτή αναφέρεται ειδικότερα ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1971 και 1993 καλυπτόταν με δασική βλάστηση αειφύλλων – πλατυφύλλων, όπως και σήμερα. Για την κρίση της η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη, εκτός από την φωτοερμηνεία των ανωτέρω αεροφωτογραφιών, ορθοφωτοχάρτη έτους 1996, τις καταθέσεις των διαδίκων, όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα, το από 9.7.2002 υπόμνημα των προσφυγόντων και αυτοψία που διενέργησε η επιτροπή παρουσία των διαδίκων. Τέλος, η προσβαλλομένη απόφαση …/23.5.2005 της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε κατ΄ εκτίμηση όλων των εγγράφων και στοιχείων του φακέλου και μετά από αυτοψία που διενήργησαν τα μέλη της στις 11.3.2005, διαλαμβάνει ως προς την επίδικη έκταση τα εξής: «Η έκταση … καλύπτεται από δασική βλάστηση αειφύλλων – πλατυφύλλων, διάσπαρτα πεύκα και βράχια. Το ποσοστό συνολικά της βλάστησης είναι 70% ενώ ο ανόροφος αποτελείται από πεύκα σε ποσοστό άνω του 20%. Η ανωτέρω έκταση αποτελεί οργανική ενότητα με την παρακείμενη ευρύτερη έκταση και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 1 Ν 3208/2003 … είναι δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αειφύλλων – πλατυφύλλων …». Περαιτέρω, η Επιτροπή απαντώντας σε σχετικό ισχυρισμό των αιτούντων, έκρινε ότι «οι υπ΄ αριθ. 188/1982 απόφαση του μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1142/1988 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης, 52/2000 απόφαση του πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1863/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης και η 963/2003 απόφαση του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, είναι αποφάσεις που δεν έχουν διάδικο το Δημόσιο, αλλά είναι μεταξύ ιδιωτών. Από τα ανωτέρω Πολιτικά Δικαστήρια δεν ήταν αντικείμενο έρευνας ο χαρακτηρισμός της επίδικης έκτασης ως δασικής ή μη δασικής».

9. Επειδή η παρ. 3 του άρθ. 14 Ν 998/1979 παρέχει μεν την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της «υφισταμένης καταστάσεως» της εξεταζομένης εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου κατά τη διενέργεια της αυτοψίας ούτε τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα δε της αυτοψίας επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, της οποίας η κρίση, που στηρίζεται στο πόρισμα της τυχόν γενομένης αυτοψίας περί του δασικού ή μη χαρακτήρα της εκτάσεως, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας (ΣτΕ 2696/2007, 3891/2006, 2996/2003 κ.ά.). Επομένως ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελής, διότι ενώ αναφέρει ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη, μεταξύ άλλων και την από 11.3.2005 αυτοψία, που διενήργησαν τα μέλη αυτής, δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την κλήτευση των αιτούντων, η οποία δεν έλαβε χώρα, τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, ούτε παραθέτει το πόρισμα της αυτοψίας και τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

10. Επειδή με το εκτεθέν περιεχόμενο η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως διότι από την απόφαση αυτή και τα στοιχεία του φακέλου που προαναφέρθηκαν προκύπτει η ταυτότητα της επίδικης εκτάσεως και το είδος, η σύνθεση, η κάλυψη καθώς και τα χαρακτηριστικά της δασικής βλαστήσεως, δεν προκύπτει δε ότι αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, ενώ εξ άλλου, όπως βεβαιώνει η Επιτροπή, για την έκδοσή της ελήφθησαν υπ΄ όψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα στοιχεία του φακέλου. Η ανωτέρω αιτιολογία δεν κλονίζεται από την Τεχνική Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή …, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες, δεδομένου ότι στην έκθεση αυτή δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη έκταση έφερε δασική βλάστηση τα έτη 1945, 1960 και 1993, αλλ΄ απλώς εκτιμάται ότι το ποσοστό δασοκάλυψης και το εμβαδόν της είναι μικρότερα ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά στο έτος 1971. Η έκθεση αυτή, η οποία βρίσκεται στον αποσταλέντα από τη Διοίκηση φάκελο, ελήφθη υπ΄ όψη με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, από τη δευτεροβάθμια Επιτροπή, η οποία νομίμως απέδωσε μείζονα βαρύτητα στις εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας που προσκόμισε η δασική αρχή. Περαιτέρω, η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζεται από τις αποφάσεις 188/1982 του μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που επικυρώθηκε με την απόφαση 1142/ 1988 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την απόφαση 52/2000 του πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που επικυρώθηκε με τις αποφάσεις 1863/2001 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και 963/2003 του Αρείου Πάγου, οι οποίες εκδόθηκαν επί διεκδικητικών αγωγών μεταξύ των δικαιοπαρόχων των αιτούντων και τρίτων, διεκδικούντων τμήμα του μείζονος ακινήτου των 24 περίπου στρ., που φέρεται ότι ανήκει στους αιτούντες και στις οποίες η μείζων έκταση των 24 περίπου στρ. αναφέρεται ως «ενιαίος αγρός». Και τούτο, διότι κατά το Σύνταγμα οι αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων και όχι τον χαρακτήρα μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, η κρίση περί του οποίου απόκειται στα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως και σε περίπτωση αμφισβητήσεως, στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο (ΣτΕ 3875/2008). Τέλος, αναποδείκτως ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι η επίδικη έκταση είναι γεωργική και εκαλλιεργείτο αδιαλείπτως, δεδομένου μάλιστα ότι η ανωτέρω ιδιωτική τεχνική έκθεση αναφέρει ότι τόσο κατά τις στις α/φ των ετών 1993 και 1996 όσο και κατά τον χρόνο συντάξεως της εκθέσεως (2005), ακόμη και εκτάσεις που είχαν παλαιότερα γεωργικό χαρακτήρα είναι χέρσες και καλύπτονται από χαμηλή φρυγανώδη βλάστηση. Συνεπώς όλοι οι λόγοι περί αναιτιολογήτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εφ΄ όσον δε, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και δεν παρίσταται προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, η περαιτέρω αμφισβήτηση της επάρκειας των αντίστοιχων τεχνικών κρίσεων και εκτιμήσεων της Επιτροπής εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου.

11. Επειδή προβάλλεται ότι με τον επίδικο χαρακτηρισμό προσβάλλεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας των αιτούντων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθ. 17 Συντ. και το άρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε με το άρθ. πρώτο ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), διότι οι αιτούντες στερούνται, χωρίς αποζημίωση και χωρίς να υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, από την ελεύθερη χρήση και κάρπωση της ιδιοκτησίας τους και από τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, όπως αυτό της οικοδομήσεως. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η κατά τις ανωτέρω διατάξεις προστασία της ιδιοκτησίας καλύπτει την ελεύθερη χρήση και κάρπωση του πράγματος κατά τον προορισμό του και επομένως, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας των δασών, ο χαρακτηρισμός ως δασικής μιας εκτάσεως που ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και δεν προορίζεται επομένως κατ΄ αρχήν, για άλλη χρήση και ειδικότερα για δόμηση, δεν προσβάλλει το δικαίωμα αυτό, εφ΄ όσον ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται, κατά τα εκτεθέντα σε προηγουμένη σκέψη, στον αληθή χαρακτήρα της εκτάσεως και δεν παρεμποδίζει πάντως την κατά προορισμό χρήση της (ΣτΕ Ολ 2009/2003, 3739/2007 κ.ά.). […]

Απορρίπτει την αίτηση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *