Τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρωπίνου βίου αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των
συλλογικών ταυτοτήτων και για τη διασφάλιση χάριν των επερχομένων γενεών της ιστορικής συνεχείας και παραδόσεως, συμβάλλουν δε στην ποιότητα ζωής και συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομίας, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και ευθύνη και δικαίωμα καθ΄ ενός. Ακίνητα μνημεία αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων 100 ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαιτέρας σημασίας τους, η οποία μπορεί να είναι αρχιτεκτονική ή ιστορική. Η νομιμότητα διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή των
σχετικών διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου,
εφ΄ όσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα προβλεπόμενα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό.

 

Πρόεδρος: Χ. Ράμμος, Προεδρεύων Σύμβουλος της Επικρατείας
Εισηγητής: Ρ. Γιαννουλάτου, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Δ. Δερβιτσιώτης, Α. Καστανά, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της …/30.3.2006 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ Β΄ …), με την οποίαν κατ΄ εφαρμογήν του Ν 3028/2002, εχαρακτηρίσθη ως διατηρητέο μνημείο η όψη κτιρίου ευρισκομένου στην πόλη των Αθηνών, επί της Λεωφ. Συγγρού … και … Στο ως άνω κτίριο η αιτούσα εταιρεία προβάλλει δικαίωμα κυριότητος. […]

4. Επειδή όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1446/2006, πρβλ. και ΣτΕ 4508/2009, 1100/2005, 3050/2004 7μ.), κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων [18] τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρωπίνου βίου, που αφ΄ ενός αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχομένων γενεών, της ιστορικής συνεχείας και παραδόσεως και αφ΄ ετέρου συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομίας, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, εν όψει και της διατάξεως του άρθ. 24 παρ. 1 Συντ., όπως ήδη ισχύει, ευθύνη και δικαίωμα του καθ΄ ενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαιτέρας σημασίας τους, η οποία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, είτε σημασία αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τα οικοδομήματα, που σημαδεύουν την εισαγωγή μίας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί μέσα από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, είτε αξία ιστορική, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεοτέρου Ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Περαιτέρω, η νομιμότης των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφ΄ όσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από τον νόμο για τον χαρακτηρισμό.

5. Επειδή εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, ο επίδικος χαρακτηρισμός, ο οποίος ερείδεται επί των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθ. 6 παρ. 1 περ. γ΄ Ν 3028/2002, προετάθη αρχικώς με το από 25.01.2006 εισηγητικό σημείωμα της Προϊσταμένης της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, στο οποίο εκτίθενται τα ακόλουθα: Πρόκειται για μεσοπολεμικό κτίριο, στο οποίο έχουν γίνει μεταγενέστερες επεμβάσεις «και κατ΄ επέκταση πρόχειρες προσθήκες». Βάσει του ιστορικού του κτιρίου, μεταξύ των ετών 1928 και 1932 ανηγέρθη μονώροφο, λιθόκτιστο κτίσμα, με ξύλινη στέγη, ύψους 10 μ., για βιοτεχνική χρήση, το οποίο «[λ]ειτούργησε ως μακαρονοποιία και στο πατάρι ήταν εγκατεστημένες οι ανέμες των μακαρονιών». Μεταξύ των ετών 1934 και 1937 η ξύλινη στέγη αντικατεστάθη με πλάκα ωπλισμένου σκυροδέματος και προσετέθη καθ΄ ύψος ένας όροφος, με χρήση κατοικίας, ο οποίος σήμερα αποτελεί τον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Εν συνεχεία, μεταξύ των ετών 1968 και 1970 έγιναν εκτεταμένες παρεμβάσεις στο εσωτερικό του κτιρίου καθώς και κατ΄ επέκταση προσθήκες, μεταξύ των οποίων προσθήκη ενδιάμεσης πλάκας από ωπλισμένο σκυρόδεμα στο ύψος περίπου του αρχικού παταριού (σημερινός πρώτος όροφος) και κατά συνέπεια τροποποίηση των ανοιγμάτων στις όψεις του ισογείου και του πρώτου ορόφου, κατασκευή κλιμακοστασίου από ωπλισμένο σκυρόδεμα επί της Λεωφ. Συγγρού και προσθήκη τμήματος της προσόψεως. Μεταξύ των ετών 1980 και 1982 έγιναν οι τελευταίες επεμβάσεις στο κτίριο μόνο στην επί της οδού … όψη του. Η επί της Λεωφ. … Συγγρού όψη του κτιρίου «παρουσιάζει ιδιαίτερο μορφολογικό ενδιαφέρον και με τη μεταγενέστερη (1968-1970) προσθήκη. Τα ανοίγματα είναι αυστηρά ταξινομημένα στον κάθετο άξονα και όλο το μέτωπο είναι επιχρισμένο εγχάρακτο κατά το ισόδομο. Ο εξώστης από οπλισμένο σκυρόδεμα είναι πλαισιωμένος από λιτά σιδερένια κιγκλιδώματα. Η απόληξη του κτηρίου κοσμείται με τραβηχτό γείσο με αραιούς γεισίποδες και στέφεται με πλήρες στηθαίο που διακόπτεται από λιτές μπαλούστρες στα τμήματα που αντιστοιχούν στα ανοίγματα. Η όλη μορφολόγηση της όψης καταδεικνύει επιρροές από τη νεοκλασική τεχνοτροπία. Το γεγονός ότι το κτήριο στέγαζε βιοτεχνία μακαρονοποιίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το μεταγενέστερο εργοστάσιο ΦΙ[Ξ] και σημαίνει ότι σε αυτό το σημείο της πόλης υπήρχε κάποια βιοτεχνική – βιομηχανική δραστηριότητα». Υπό τα δεδομένα δε αυτά και εν όψει του ότι «το εσωτερικό του κτίσματος έχει υποστεί μεγάλες αλλοιώσεις από εκτεταμένες παρεμβάσεις σε διάφορες φάσεις», προετάθη ο χαρακτηρισμός ως νεωτέρου μνημείου μόνον της επί της Λεωφ. Συγγρού … όψεως του κτιρίου, λόγω της ιδιαιτέρας αρχιτεκτονικής και ιστορικής του αξίας και ειδικότερα, διότι το κτίριο: «1. Στέγασε κατά τον μεσοπόλεμο βιοτεχνική δραστηριότητα και κατοικία. 2. Παρουσιάζει ιδιαίτερο μορφολογικό ενδιαφέρον και είναι δείγμα του ύστερου ανώνυμου νεοκλασικισμού του μεσοπολέμου. 3. Έχει ύψος περί τα 14,00 μ., που αντιστοιχεί με το ύψος τεσσάρων … ορόφων σημερινών κατασκευών και άρα αποτελεί μία κτηριακή οντότητα ανάμεσα στα όμορά του και τα άλλα γειτονικά νεωτερικά κτίσματα επί της Λεωφ. Συγγρού, που τεκμηριώνει τη δόμηση από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στην περιοχή. 4. Είναι σημαντικό δείγμα για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής της πόλης». Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της Δ/νσεως Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε προς το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (βλ. το από 24.2.2006 εισηγητικό του σημείωμα) τον μη χαρακτηρισμό της επί της Λεωφ. Συγγρού όψεως του επιμάχου κτιρίου ως μνημείου με την ακόλουθη αιτιολογία: Η όψη αυτή «είναι πλήρως αλλοιωμένη. Τα αρχικά ανοίγματα τόσο στο ισόγειο όσο και στους ορόφους έχουν τροποποιηθεί. Η αλλοίωση ενισχύεται από την προσθήκη στο δεξιό τμήμα του κτιρίου (κατασκευή κλιμακοστασίου από ωπλισμένο σκυρόδεμα επί της Λεωφ. Συγγρού καθώς και τμήματος «της πρόσοψης που μιμούμενο την αρχική μορφολογία του κτιρίου την αναπαρήγαγε»). Το ευρύτερο περιβάλλον χαρακτηρίζεται από πολυώροφες οικοδομές και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διατήρηση τη όψεως συντελεί στη διατήρηση ενός μετώπου στη Λεωφ. Συγγρού» και συνεπώς «πρόκειται για κατασκευή που έχει υποστεί εκτεταμένες επεμβάσεις, προσθήκες καθ΄ ύψος και κατ΄ επέκταση, με αποτέλεσμα να έχει απολέσει κάθε χαρακτηριστικό αυθεντικότητας. Βρίσκεται σε περιβάλλον που είναι πλήρως αλλοιωμένο και χαρακτηρίζεται από την παρουσία σύγχρονων και πολυώροφων οικοδομών και επομένως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθ. 6 παρ. 1 περ. γ΄ Ν 3028/2002». Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ), με το …/8.3.2006 Πρακτικό του, αφού έλαβε υπ΄ όψιν του την ως άνω αρνητική εισήγηση, το κείμενο της οποίας περιελήφθη αυτούσιο στο Πρακτικό αυτό, εγνωμοδότησε, κατά πλειοψηφίαν, υπέρ του χαρακτηρισμού της επί της Λεωφ. Συγγρού όψεως του επιμάχου κτιρίου ως μνημείου με την αιτιολογία ότι: «Πρόκειται για μία χαρακτηριστική μορφολογία του νεωτερισμού στην αρχιτεκτονική (Γιούγκεν στυλ – Jugendstil) της δεκαετίας του ΄20, που διαδέχθηκε τον εκλεκτικισμό, επομένως κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 6 παρ. 1γ΄ του … νόμου (3028/2002)». Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το ως άνω πρακτικό κατά τη συζήτηση των μελών του Συμβουλίου διετυπώθησαν μεταξύ άλλων και τα εξής: Το κτίριο εντάσσεται σε συγκεκριμένη εποχή της Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής, της δεκαετίας του ΄20, η οποία «αφορά τη μετάβαση της αρχιτεκτονικής από τα εκλεκτιστικά ρεύματα προς τον νεωτερισμό με τα σημαντικά ρεύματα «Γιούγκεν στυλ» και «αρτ νουβώ» (Art nouveau) και επομένως «είναι μιας συγκεκριμένης εποχής και μιας συγκεκριμένης μορφολογίας, επίσης μιας συγκεκριμένης κατασκευαστικής αντίληψης, όπου εισάγεται το μπετόν αρμέ με διάφορες μορφές, έστω πιο απλές, πιο πρόχειρες … το σκυρόδεμα … [η δε πρόσοψή του] είναι χαρακτηριστική της περιόδου αυτής απολύτως. Δηλ. η διακόσμηση, ο τρόπος με τον οποίον παρεμβάλλονται τα ανοίγματα και οι άξονες, τα διακοσμητικά στοιχεία, η άρνηση του ρυθμού [δηλαδή απουσία παραστάδων, γείσων, επιστυλίων] είναι χαρακτηριστικά της εποχής … [Β]έβαια το ισόγειο είναι παραμορφωμένο, [με] μαγαζιά, αυτό είναι κοινότατο σε όλη την Αθήνα, [όμως] οι όροφοι δεν είναι … Επιπλέον η Λεωφ. Συγγρού έχει 2-3 τέτοια δείγματα … ʼρα σηματοδοτείται και η περίοδος που κτίστηκε ο δρόμος … [Τ]ουλάχιστον αυτή η όψη να διατηρηθεί γιατί δίνει την κλίμακα της εποχής, τη νοοτροπία της εποχής και γενικώς [διότι] έχουν μείνει ελάχιστα δείγματα σε ένα δρόμο, ο οποίος έχει πλήρως “αμερικανοποιηθεί” …». Με την προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία υιοθέτησε την προπαρατεθείσα αιτιολογία της γνωμοδοτήσεως του ΚΣΝΜ, εχαρακτηρίσθη ως διατηρητέο μνημείο η επί της Λεωφ. Συγγρού όψη του εν λόγω κτιρίου. Επί αιτήσεως θεραπείας της ήδη αιτούσης, κατατεθείσης την 10.8.2006 στη Δ/νση «Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς», εξεδόθη η …/22.1.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ Β΄ …), με την οποίαν η Διοίκηση, κατόπιν της ομοφώνου θετικής γνωμοδοτήσεως του ΚΣΝΜ (Πρακτικό …/13.12.2006), ενέμεινε στον επίδικο χαρακτηρισμό «με την παρατήρηση ότι η όψη του ισογείου πρέπει να αποκατασταθεί στην αρχική της μορφή, βάσει των παλαιών μορφολογικών στοιχείων του κτιρίου».

6. Επειδή υπό τα ανωτέρω δεδομένα, νομίμως και επαρκώς αιτιολογείται ο χαρακτηρισμός της όψεως του επιδίκου κτιρίου ως διατηρητέου μνημείου, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως. Ειδικότερα ο ισχυρισμός, με τον οποίον προβάλλεται καθ΄ ερμηνείαν αυτού, ότι η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση, η οποία, όπως ήδη εξετέθη, υιοθέτησε την αιτιολογία της γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, είναι πλημμελής, διότι κατά τη διατύπωση της γνωμοδοτήσεως αυτής, δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η αρνητική προς το Συμβούλιο, από 24.2.2006 υπηρεσιακή εισήγηση του Προϊσταμένου της Δ/νσεως «Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς», εν πάση δε περιπτώσει η ως άνω γνωμοδότηση απέκλινε από την εν λόγω αρνητική εισήγηση άνευ ειδικής αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι αφ΄ ενός μεν η υπηρεσιακή εισήγηση προς το ως άνω αρμόδιο κατά νόμον για τη διατύπωση γνωμοδοτήσεως, Συμβούλιο δεν αποτελεί κατά νόμον δεσμευτική πρόταση, αφ΄ ετέρου δε η πληρότης, η επάρκεια και εφ΄ όσον πρόκειται για θέμα επιστημονικού χαρακτήρος, η επιστημονική αρτιότης της αιτιολογίας της σχετικής γνωμοδοτήσεως δεν είναι συνάρτηση του κατά πόσον η γνωμοδότηση αυτή υιοθετεί το περιεχόμενο της τυχόν υπηρεσιακής εισηγήσεως (ΣτΕ 4595/2012). Εν προκειμένω δε το ΚΣΝΜ αιτιολογεί ειδικώς κατά τα προπαρατεθέντα, την κρίση του περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του επιδίκου χαρακτηρισμού, με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία άλλωστε δικαιολογούν τόσο τη διαφοροποίησή του από την εισήγηση του Προϊσταμένου της Δ/νσεως «Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς» όσο και την υιοθέτηση της από 25.1.2006 εισηγήσεως της Προϊσταμένης της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής. Εξ άλλου η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως ως προς την αξία της χαρακτηρισθείσης ως μνημείου όψεως του επιμάχου κτιρίου εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου ο δε προβαλλόμενος σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

7. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Απορρίπτει την αίτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *