Μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου του δικτύου Natura 2000, οι ενταχθέντες στον εθνικό κατάλογο τόποι απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατήρησής τους, έως ότου συνταχθεί ο κατάλογος τόπων κοινοτικής σημασίας και τύχουν προστασίας βάσει των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και πάντως απαγορεύεται ν΄ ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες συνεπαγόμενες υποβάθμισή τους. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των τόπων αυτών, ικανά να διαφυλάξουν το ουσιώδες οικολογικό ενδιαφέρον τους, δεν μπορούν δε να επιτρέπουν παρεμβάσεις, που δύνανται να ελαττώσουν σημαντικά την έκταση του τόπου ή να προκαλέσουν εξαφάνιση ειδών προτεραιότητος, που απαντούν σε αυτόν. Δεν αποκλείεται εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεομένου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείρισή της ή ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφ΄ όσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του έργου και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής. Κατ΄ άρθ. 6 παρ. 3 Οδηγίας 92/43/ΕΚ, κάθε σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου γίνεται αντικείμενο της δέουσας εκτίμησης ως προς τις επιπτώσεις του επί του τόπου σε σχέση
με τους σκοπούς της διατήρησής του, σε περίπτωση που δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι μπορεί να επηρεάσει τον
τόπο αυτό, καθ΄ εαυτό ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, κατά τρόπο σημαντικό. Σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διατήρηση ενός
τόπου πρέπει να θεωρείται ως δυνάμενο να επηρεάσει τον συγκεκριμένο τόπο κατά τρόπο σημαντικό, σε περίπτωση που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της διατήρησής του, η εκτίμηση δε του εν λόγω κινδύνου πρέπει να γίνεται ιδίως υπό το πρίσμα των ειδικών
περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του τόπου, στον οποίο αναφέρεται το σχέδιο. Η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου επί του οικείου
τόπου έχει την έννοια ότι προ της εγκρίσεως του σχεδίου πρέπει να εντοπιστούν, λαμβανομένων υπ΄ όψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών
γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον σκοπό της διατήρησης του οικείου τόπου, μπορεί δε να
επιτραπεί η υλοποίησή του μόνο σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές διαμορφώνουν την πεποίθηση ότι δεν θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την
ακεραιότητα του τόπου. Μια τέτοια πεποίθηση διαμορφώνεται, όταν από επιστημονικής απόψεως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ως προς την
απουσία τέτοιων επιπτώσεων. Δεν είναι νόμιμη η έκδοση διοικητικών πράξεων καθορισμού της θέσεως συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας
κατά παράλειψη του προσήκοντος επιπέδου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, πριν δηλ. εγκριθεί για την περιοχή το προβλεπόμενο οικείο
σχέδιο χρήσεων γης. Τούτο δε ανεξαρτήτως των εφαρμοζομένων επί μέρους μεγεθών και χαρακτηριστικών του έργου, ως και του εύρους, της πληρότητος και της επιστημονικής επάρκειας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που συνοδεύουν τη σημειακή αυτή χωροθέτηση, διότι αυτές εκπονούνται και αφορούν το τελικό επίπεδο εφαρμογής (πραγμάτωσης) του έργου και δεν δύνανται να υποκαταστήσουν τυχόν ελλείπον ενδιάμεσο, κρίσιμο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος, Προεδρεύων Σύμβουλος της Επικρατείας
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Ε. Μαριά, Δ. Κατωπόδης, Πάρεδρος ΝΣΚ
4. Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει, εάν και πότε συντελέστησαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθ. 5 παρ. 1 της ΗΠ 37111/2021/26.9.2003 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β΄ 1391), στις οποίες υπόκειται η προσβαλλομένη έγκριση περιβαλλοντικών όρων (εφ΄ εξής: ΕΠΟ), ήτοι η δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στον τοπικό Τύπο και σε περίπτωση έλλειψής του, σε μία εφημερίδα με ευρύτερη τοπική εμβέλεια καθώς και η ανάρτηση της ανακοίνωσης αυτής στον πίνακα ανακοινώσεων της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Επίσης δεν προκύπτει ούτε ότι η προσβαλλομένη ΕΠΟ κοινοποιήθηκε στους αιτούντες ή ότι έλαβαν πλήρη γνώση της σε χρόνο προγενέστερο των 60 ημερών από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (11.7.2005). Τέλος, δεν προκύπτει κοινοποίηση στους αιτούντες ή γνώση εκ μέρους των της δεύτερης προσβαλλομένης πράξεως σε χρόνο προγενέστερο της 11.7.2005. Συνεπώς η κρινομένη αίτηση ακυρώσεως έχει εμπρόθεσμως ασκηθεί κατά των προσβαλλομένων πράξεων.
5. Επειδή στο άρθ. 24 παρ. 1 Συντ. ορίζεται ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξη αυτού. Σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική αυτή επιταγή εκδόθηκε ο Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α΄ 160), με τον οποίο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων, στη διαδικασία και στις προϋποθέσεις για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή πραγματοποίησης έργων, από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ακολούθησε η έκδοση του νεωτέρου Ν 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄ 91), με τον οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση του Ν 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11/ΕK «Για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» και 96/61/ΕK «Για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης». [ ] [1] *
6. Επειδή εξ άλλου βάσει εξουσιοδοτήσεων παρεχομένων με διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και σε συμμόρφωση με τις ήδη μνημονευθείσες Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 96/61/ΕΚ εκδόθηκε η κοινή απόφαση ΗΠ 15393/2332/5.8.2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Β΄ 1022). Ειδικότερα, οι εγκαταστάσεις εκτροφής χοιρομητέρων με τα παράγωγά τους ανήκουν στην 7η Ομάδα (κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές εγκαταστάσεις), Κατηγορία 2η, Υποκατηγορία 3η από 60 έως 11 χοιρομητέρες με τα παράγωγά τους. Τέλος, κατ΄ επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων του ιδίου ως άνω νόμου και ιδίως του άρθ. 2 αυτού, εκδόθηκε η κοινή απόφαση ΗΠ 11014/703/Φ104/14.3.2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημ. Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Β΄ 332), με την οποία ορίσθηκε η διαδικασία αφ΄ ενός προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) και αφ΄ ετέρου έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατά κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων. Με το άρθ. 8 του κεφ. Γ΄ αυτής, που αφορά τη διαδικασία ΠΠΕΑ και διαδικασία ΕΠΟ για έργα και δραστηριότητες της υποκατηγορίας 3 της δεύτερης (β΄) κατηγορίας, ορίζεται ότι έργα και δραστηριότητες από τα αναφερόμενα στην υποκατηγορία 3, τα οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν εν μέρει ή στο σύνολό τους σε περιοχές του εθνικού καταλόγου του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000, σύμφωνα με την 33318/3028/1998 ΚΥΑ «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων κ.λπ.» (ΦΕΚ Β΄ 1289) δεν υπάγονται στις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού, αλλ΄ ακολουθούνται οι διαδικασίες των διατάξεων των άρθ. 6 και 7 του κεφ. Β΄ της απόφασης. Σύμφωνα δε με το άρθ. 7 για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων: «1. Ο ενδιαφερόμενος φορέας ή ιδιώτης υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της Περιφέρειας, που συνοδεύεται από φάκελο, ο οποίος περιέχει: α) Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) τύπου ΙΙ σε έξι (6) τουλάχιστον αντίγραφα, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας, περιγραφή της υφισταμένης καταστάσεως του περιβάλλοντος με τα απαραίτητα στοιχεία και τεκμηριώσεις, προκειμένου να γίνει αξιολόγηση και εκτίμηση των κυριότερων άμεσων και έμμεσων περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας στον άνθρωπο, στην πανίδα και στη χλωρίδα, στο έδαφος, στα νερά, στον αέρα, στο κλίμα και στο τοπίο στις προηγούμενες περιπτώσεις συνοπτική περιγραφή των μέτρων, που προβλέπονται να ληφθούν, προκειμένου ν΄ αποφευχθούν, να μειωθούν και εφ΄ όσον είναι δυνατόν να επανορθωθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, συνοπτική περιγραφή των κυρίων εναλλακτικών λύσεων, που μελετά ο κύριος του έργου και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής του, λαμβανομένων υπ΄ όψη των επιπτώσεων στο περιβάλλον, απλή (μη τεχνική) περίληψη των πληροφοριών που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις ».
7. Επειδή περαιτέρω με το άρθ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ «Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (EE L 206/22.7.1992) συνεστήθη ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (Natura 2000). Σε συμμόρφωση δε προς την Οδηγία αυτή, κατ΄ επίκληση και του Ν 1650/1986, εκδόθηκε η αναφερομένη στην προηγούμενη σκέψη 33318/30281/28.12.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημ. Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, ΠΕΧΩΔΕ, Γεωργίας, Εμπ. Ναυτιλίας και Πολιτισμού «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας».
8. Επειδή από τις διατάξεις των εν λόγω νομοθετημάτων προκύπτει ότι μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου του εν λόγω δικτύου Natura 2000, οι ενταχθέντες στον εθνικό κατάλογο τόποι απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατήρησής τους, έως ότου συνταχθεί ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας και τύχουν προστασίας βάσει των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και πάντως απαγορεύεται να ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες συνεπαγόμενες την υποβάθμισή τους. Εξ άλλου κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν, για τους εν λόγω τόπους, μέτρα προστασίας ικανά να διαφυλάξουν το ουσιώδες οικολογικό ενδιαφέρον τους (ΔΕΚ απόφ. της 13.1.2005, Dragaggi, C-117/2003), δεν μπορούν δε να επιτρέπουν παρεμβάσεις, που μπορεί να ελαττώσουν σημαντικά την έκταση του τόπου ή να προκαλέσουν την εξαφάνιση ειδών προτεραιότητος, που απαντούν στον τόπο (ΔΕΚ απόφ. της 14.9.2006, Bund Naturschutz, C-244/2005). Δεν αποκλείεται πάντως από τις διατάξεις αυτές η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεομένου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτής ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφ΄ όσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής (βλ. ΣτΕ 2059, 1990/2007, 2547/2005 κ.ά.), δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των περιοχών, που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο και η σημασία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων καθώς και τα αναγκαία για τη διαφύλαξή τους μέτρα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό (βλ. ΣτΕ 2059, 1990/2007).
9. Επειδή εξ άλλου ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή έχει ήδη εγκριθεί με την 2006/613/ΕΚ απόφαση της Επιτροπής (ΕΕ L 259/21.9.2006), εν όψει δε των οριζομένων στην παρ. 5 του άρθ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, οι τόποι που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο αυτόν υπόκεινται πλέον ευθέως στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθ. 6 της ίδιας Οδηγίας, στην οποία ορίζονται τα εξής: «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατό να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθ΄ εαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπ΄ όψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο, μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου, περί του οποίου πρόκειται και ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη».
10. Επειδή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής: α) Κάθε σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου γίνεται αντικείμενο της δέουσας εκτίμησης ως προς τις επιπτώσεις του επί του τόπου σε σχέση με τους σκοπούς της διατήρησής του, στην περίπτωση που δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι μπορεί να επηρεάσει τον τόπο αυτό, καθ΄ εαυτό ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, κατά τρόπο σημαντικό. β) Σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διατήρηση ενός τόπου πρέπει να θεωρείται ως δυνάμενο να επηρεάσει τον συγκεκριμένο τόπο κατά τρόπο σημαντικό, στην περίπτωση που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της διατήρησής του, η εκτίμηση δε του εν λόγω κινδύνου πρέπει να γίνεται ιδίως υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του τόπου, στον οποίο αναφέρεται το σχέδιο. γ) Η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου επί του οικείου τόπου έχει την έννοια ότι προ της εγκρίσεως του σχεδίου πρέπει να εντοπιστούν, λαμβανομένων υπ΄ όψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες εκείνες οι πτυχές του σχεδίου, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον σκοπό της διατήρησης του οικείου τόπου, μπορεί δε να επιτραπεί η υλοποίησή του μόνο στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές διαμορφώνουν την πεποίθηση ότι δεν θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του τόπου. Μια τέτοια πεποίθηση διαμορφώνεται εξ άλλου, όταν δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία από επιστημονικής απόψεως ως προς την απουσία τέτοιων επιπτώσεων (βλ. ΔΕΚ απόφ. της 7.9.2004, Waddenzee, C-127/2002, ΣτΕ 293/2009 σκ. 13, 2473/2010 σκ. 8).
11. Επειδή τέλος, στο άρθ. 3Β της 25291/25.6.2003 απόφασης Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Έγκριση Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Κρήτης» (ΦΕΚ Β΄ 1486) ορίζεται ότι: «Β2.3. Ορεινές – ημιορεινές και μικρές νησιωτικές περιοχές. Είναι διάσπαρτες και πολυπληθέστατες τον αριθμό οι μνημειακές θέσεις σε όλο τον χώρο της Κρήτης και από αυτές, εκτός από τα σημαντικά ιστορικά κέντρα, είναι κηρυγμένοι από το ΥΠΠΟ 74 θέσεις τοπίων ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους Αξιολογείται ότι συνολικά μπορούν να ενταχθούν σε σύστημα χωρικών συνόλων, δικτύων και πολιτιστικών διαδρομών, συνδυασμένες μάλιστα με τις επίσης πολυπληθείς και σημαντικές ενότητες του φυσικού αποθέματος του νησιού, μιας και τα δύο αυτά στοιχεία συνθέτουν τα κύρια συγκριτικά πλεονεκτήματά του. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να διακριθούν: … ή σε συνολικά χωρικά συστήματα, που από τη θέση τους στον χώρο συνδυάζονται με ευαίσθητες ορεινές ή ημιορεινές περιοχές ή και μικρές νησιωτικές περιοχές, όπου μπορεί -ή ήδη γίνεται- να αναπτυχθούν δραστηριότητες πολιτιστικού αγροτοτουρισμού και επαφής με το φυσικό περιβάλλον. Η κατεύθυνση και η έμφαση, στα ορεινά, ημιορεινά και μικρά νησιωτικά χωρικά σύνολα, πρέπει -και αξιολογείται ότι μπορεί- να δοθεί στην άρρηκτη σχέση της φυσικής και της πολιτισμικής προσωπικότητας του καθέκαστα χώρου και του συνόλου του νησιού, διότι υπάρχουν ακόμη ισχυρές επιβιώσεις στην κοινωνία του Β2.4. Δίκτυα φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Με αφετηρία τα παραπάνω διαμορφώνονται εκ των πραγμάτων οι μεγάλες ενότητες χώρου, που δύνανται να οργανωθούν ως δίκτυα φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος: Στον Νομό Ρεθύμνης, τέσσερις μεγάλες ενότητες χώρου ευαίσθητων προστατευόμενων περιοχών, εκ των οποίων οι δύο είναι ορεινές και οι δύο βρίσκονται σε εύφορες γεωργικές περιοχές και ενσωματώνουν τα φαράγγια Κουρταλιώτη και Πρασιανό, οικισμούς, μνημεία Αναμφισβήτητα η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των εκτεταμένων χωρικών συνόλων θα επιτρέψει τη διερεύνηση των ιδιαιτεροτήτων και την προστασία και αξιοποίηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομίας, την ευαισθητοποίηση των τοπικών φορέων και του πληθυσμού για την εφαρμογή νέου μοντέλου ανάπτυξης, την ορθολογική διαχείριση του εδάφους και αξιοποίηση πόρων Γ3.3. Κατευθύνσεις για την προστασία και την ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η επιλογή της σύνδεσης και της κοινής αντιμετώπισης του ενιαίου χώρου Φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο αποτελεί έναν από τους τέσσερις άξονες, στους οποίους θα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες για την περαιτέρω ανάπτυξη της Περιφέρειας. Ούτως ή άλλως οι περιλαμβανόμενες στο δίκτυο Φύση 2000 περιοχές της Κρήτης είναι εκτεταμένες και εάν συνδυαστούν με τις περιοχές με φέρουσα ικανότητα πολιτιστικού κεφαλαίου, η εικόνα του ενιαίου φυσικού και πολιτιστικού χώρου, η οποία προκύπτει, είναι εντυπωσιακή. Με την προώθηση της ενιαίας πολιτικής, για τη δημιουργία των δικτύων φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αναμένεται ότι θ΄ αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα των ζωνών των ορεινών όγκων, με τους πολυπληθείς μικρούς παραδοσιακούς οικισμούς, που εμφανίζουν κίνδυνο πληθυσμιακής αποψίλωσης καθώς και των προβληματικών, από άποψη ανάπτυξης ζωνών, τις οποίες αποτελούν οι εκτεταμένες περιοχές με κυριαρχία μικρών και φθινόντων πληθυσμιακά οικισμών, ταυτοχρόνως. Οι περιοχές με φέρουσα ικανότητα φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου συγκροτούν τις ακόλουθες ενότητες, στις οποίες εντάσσονται και όλα τα νησιωτικά σύνολα, μικρότερα ή μεγαλύτερα: Νομός Ρεθύμνης: ενιαία εκτεταμένη ζώνη, από ανατολικά, στις πλαγιές της Ίδης, από τα Ανώγεια και τη Λοχριά, έως και την περιοχή του Μαρουλά και από νότια προς βόρεια, από το Σπήλι και το φαράγγι Πρασιανού έως το Πέραμα, ενσωματώνοντας και το ιστορικό μνημειακό σύνολο της Πόλης του Ρεθύμνου Για τις ως άνω ζώνες, προβλέπεται κατά προτεραιότητα: η άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής για την προστασία και την ανάδειξη των στοιχείων του πολιτιστικού και του φυσικού περιβάλλοντος, στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς και αξιόλογους οικισμούς και μνημειακά ιστορικά σύνολα, στους οριοθετημένους αρχαιολογικούς χώρους και στις χαρακτηρισμένες ζώνες και τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, η κατά προτεραιότητα προώθηση των διαχειριστικών σχεδίων στις ζώνες Natura και SPA, η θέσπιση ειδικών χρηματοδοτικών κινήτρων για τη διατήρηση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων, με οικολογική προσέγγιση και διαχείριση η λήψη ειδικών μέτρων όπως η άμεση θεσμική προστασία της φυσικής κληρονομιάς: δάση, χλωρίδα, πανίδα και των τοπίων και η ανάληψη δράσεων αναβάθμισης και αποτελεσματικών μέτρων προστασίας Εντός των περιοχών αυτών ή σε επαφή χωροθετούνται οι προτεινόμενες ζώνες αναζήτησης ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, σε ορεινούς ή ημιορεινούς όγκους. Γ3.4.4. Τον ορεινό όγκο της Κρήτης διασχίζει το ευρωπαϊκό περιπατητικό μονοπάτι Ε4, από δυτικά έως ανατολικά, το οποίο προεκτείνεται και με κάθετες περιπατητικές διαδρομές (φαράγγια κ.λπ.), κατά μήκος των οποίων πρέπει να ενισχυθούν και να αναβαθμισθούν με ποιοτικά χαρακτηριστικά οι υποδομές παροχής υπηρεσιών 3.8.2. η περιοχή κατά μήκος του ευρωπαϊκού περιπατητικού μονοπατιού Ε4 προτείνεται να χαρακτηρισθεί ως Περιοχή Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (ΠΕΧΠ), ώστε να διατυπωθεί συντονισμένο πρόγραμμα μέτρων και έργων για την ενίσχυση, αποκατάσταση και διαχείρισή της, ως περιοχή μεγάλου ενδιαφέροντος ως προς τα στοιχεία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος που περικλείει».
12. Επειδή μετά την έγκριση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΠΠΧΣΑΑ), τα οποία κατά ρητή πρόβλεψη του Ν 2742/1999 (άρθ. 18 παρ. 5), έχουν εγκριθεί κατά την πρώτη εφαρμογή του χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένου Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου, κάθε σχέδιο, με το οποίο προβλέπονται οι επιτρεπόμενες ανά περιοχή χρήσεις γης και οι λοιποί όροι, διά των οποίων καθίσταται κατάλληλη περιοχή για την υποδοχή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, πρέπει να εκπονείται εντός του πλαισίου του οικείου ΠΠΧΣΑΑ και να είναι σύμφωνο με τις κατευθύνσεις και προτάσεις αυτού, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται, μέσω της βαθμιαίας εξειδίκευσης των ως άνω προβλεπομένων κριτηρίων στα διαδοχικά στάδια του χωροταξικού σχεδιασμού, η τήρηση των γενικών επιλογών του, αλλά και να επιτυγχάνεται η συνεκτική διαχείριση του χώρου με τη λειτουργική ολοκλήρωση των χωροταξικών πλαισίων, ώστε η ανάπτυξη, που επιδιώκεται με την πραγμάτωση παραγωγικής δραστηριότητας, να παραμένει στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η έκδοση διοικητικών πράξεων, με τις οποίες καθορίζεται θέση συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας κατά παράλειψη του προσήκοντος επιπέδου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, πριν δηλαδή εγκριθεί για την περιοχή το προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία οικείο σχέδιο χρήσεων γης. Τούτο δε ανεξαρτήτως των εφαρμοζομένων επί μέρους μεγεθών και χαρακτηριστικών του έργου, ως και του εύρους, της πληρότητος και της επιστημονικής επάρκειας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που συνοδεύουν τη σημειακή αυτή χωροθέτηση, διότι αυτές εκπονούνται και αφορούν το τελικό επίπεδο εφαρμογής, δηλ. πραγμάτωσης του έργου και δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το τυχόν ελλείπον ενδιάμεσο και κρίσιμο, κατά τα ανωτέρω, στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού (ΣτΕ Ολ 3920/2010 σκ. 12, πρβλ. ΣτΕ 2917/2012 σκ. 9 και 11, 1721/2012 σκ. 7, ΠΕ 143/2012).
14. Επειδή ούτε από το εκτιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενο της σχετικής ΜΠΕ, όπου γίνεται καταγραφή της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής, χωρίς να εξετάζονται τα ειδικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της καθώς και οι εναλλακτικές λύσεις για την κατασκευή και λειτουργία της επίμαχης δραστηριότητας και η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δυσμενείς συνέπειες περιορίζονται στη φάση κατασκευής της μονάδας, ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι εκτιμήθηκε ο κίνδυνος για την ακεραιότητα του τόπου καθώς και οι επιπτώσεις από την εγκατάσταση και λειτουργία της επίμαχης πτηνοτροφικής μονάδας, συνεπαγόμενες την υποβάθμισή του, ενώ υπάρχει υποχρέωση διατήρησης και διαφύλαξης των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενες σκέψεις.
16. Επειδή τέλος η Διοίκηση κατά παράβαση των αναφερομένων στη σκ. 12, προέβη στην έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως χωρίς να έχει θεσμοθετηθεί Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) ούτε άλλης τυχόν μορφής Σχέδιο Χρήσεων Γης (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ), στο οποίο να επιτρέπεται η επίμαχη δραστηριότητα, όπως προκύπτει από το από 12.12.2012 έγγραφο της Διοικήσεως, όπου βεβαιώνεται ότι κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως δεν υπήρχαν στην επίμαχη περιοχή καθορισμένες χρήσεις γης.
17. Επειδή εν όψει των ανωτέρω πρέπει, κατά τους βασίμως προβαλλόμενους σχετικούς λόγους, η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη υπ΄ αριθ. /27.4.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι της ως άνω πτηνοτροφικής μονάδος καθώς και η ερειδομένη στην τελευταία και ομοίως προσβαλλομένη υπ΄ αριθ. /4.12.2003 απόφαση του Νομάρχη Ρεθύμνου, με την οποία εγκρίθηκε η μετακίνηση της θέσης ανέγερσης του υπό ίδρυση πτηνοτροφείου έως 100 μ. από την απαιτουμένη απόσταση της μονάδος από τα όρια του οικισμού Τ, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Δέχεται την αίτηση.
[ 1 ]ʼρθ. 2 (§§ 1, 3, 10), 3 (§ 1α΄-ζ΄) Ν 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄ 91