Το άρθ. 14 Ν 998/1979 θεσπίζει ειδική ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού
ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό για τη Διοίκηση και τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Οι σχετικές κρίσεις των οργάνων, που ασκούν την
αρμοδιότητά τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας αυτής, πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες από πλευράς ιδίως μορφολογίας του
εδάφους, είδους, συνθέσεως, πυκνότητος και ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να προκύπτει και από τα
λοιπά στοιχεία του φακέλου. Η ύπαρξη κτισμάτων, για τα οποία δεν προκύπτει αν έχουν ανεγερθεί βάσει οικοδομικών αδειών σε εκτός σχεδίου περιοχή, δεν μεταβάλλει τον δασικό της χαρακτήρα.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ. Μπαμπίλη, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Ν. Πατεράκης, Β. Κορκίζογλου, Πάρεδρος ΝΣΚ
[ ] 2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της /7.1.2002 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Κασσάνδρας, με την οποία, κατά τα προβαλλόμενα, χαρακτηρίσθηκε ως δασική έκταση 1.920 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση Α του Δημοτικού Διαμερίσματος Αθύτου Δήμου Κασσανδρείας Ν. Χαλκιδικής, β) της /2002 απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Χαλκιδικής (ΕΕΔΑ), με την οποία απερρίφθησαν αντιρρήσεις της αιτούσας κατά της ως άνω πράξεως χαρακτηρισμού και γ) της /2004 απόφασης της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της αιτούσας κατά της ως άνω αποφάσεως της πρωτοβάθμιας Επιτροπής. [ ]
4. Επειδή η αίτηση είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πράξης χαρακτηρισμού και της απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής επί των ασκηθεισών κατά της πράξεως χαρακτηρισμού αντιρρήσεων της αιτούσας, διότι αυτές έχουν ενσωματωθεί στην ως άνω υπ΄ αριθ. /2004 παραδεκτώς προσβαλλομένη απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής και έχουν, ως εκ τούτου, απολέσει την εκτελεστότητά τους (βλ. ΣτΕ 5522/2012, πρβλ. ΣτΕ 3660, 3572/2009, 3893/2007 κ.ά.).
5. [ ] Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθ. 14 Ν 998/1979 θεσπίζουν ειδική ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Οι σχετικές εξ άλλου κρίσεις των οργάνων που ασκούν την αρμοδιότητά τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας αυτής πρέπει, εν όψει των συνεπειών του χαρακτηρισμού, να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες από πλευράς ιδίως της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλάστησης, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1160/2013, 1418/2004, 558/2002, 4395/2001 κ.ά.).
6. Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν διενέργειας σχετικής αυτοψίας, εκδόθηκε η /7.1.2002 πράξη του Δασάρχη Κασσάνδρας Χαλκιδικής, με την οποία χαρακτηρίσθηκε ως δασική έκταση του άρθ. 3 παρ. 2 Ν 998/1979 τμήμα εμβαδού 1.920 τ.μ., ευρύτερης εκτάσεως συνολικού εμβαδού 2.704 τ.μ., φερομένης ως ανήκουσας στην ιδιοκτησία της ήδη αιτούσας, ενώ το υπόλοιπο τμήμα αυτής εμβαδού 784 τ.μ. χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική. Κατά της ανωτέρω πράξεως και ειδικότερα κατά του μέρους αυτής, που αφορά τον χαρακτηρισμό τμήματος της εκτάσεως ως δασικής, ασκήθηκαν αντιρρήσεις από την ήδη αιτούσα, οι οποίες απερρίφθησαν με την /2002 απόφαση της Α/βάθμιας ΕΕΔΑ Ν. Χαλκιδικής, σχετική δε από 2.7.2003 προσφυγή της αιτούσας κατ΄ αυτής απερρίφθη με την /2004 απόφαση της Β/βάθμιας ΕΕΔΑ, επικυρωθείσας της ως άνω πράξεως χαρακτηρισμού της επίδικης εκτάσεως ως δασικής. Ειδικότερα, με τις αντιρρήσεις της η αιτούσα ισχυρίσθηκε ότι οι δικαιοπάροχοί της το καλλιεργούσαν χειρωνακτικά με κηπευτικά, το είχαν δηλαδή σαν «μπαχτσέ» γιατί ήταν και δίπλα στο χωριό, ότι εκείνη το αγόρασε έτσι καλλιεργημένο και ότι είχε μέσα διάσπαρτες και ελιές, οι οποίες ακόμη και σήμερα υφίστανται, η δε εργασία που απαιτείτο ήταν τέτοια, ώστε να βγουν θάμνοι και σπαρτά, ενώ όταν είχε ελιές μάζευε τον ελαιόκαρπο και καθάριζε τον χώρο γύρω από αυτές. Εξ άλλου, σύμφωνα με τον προταθέντα από την αιτούσα μάρτυρα, το επίμαχο ακίνητο δεν είχε δασική βλάστηση, αλλά ήταν σπαρμένο με ντοματιές, υπήρχαν σε αυτό διάσπαρτες ελιές και δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί με μηχανικά μέσα λόγω μεγάλης κλίσης. Η Α/βάθμια ΕΕΔΑ, προκειμένου να μορφώσει πληρέστερη άποψη, προέβη σε αυτοψία στο επίδικο ακίνητο, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η επίμαχη έκταση έφερε ανέκαθεν δασική βλάστηση με κύρια είδη το σχίνο και το πουρνάρι, ενώ από το έτος 1945 και μετά δεν καλλιεργήθηκε ούτε με ζωήλατα μέσα λόγω μεγάλης κλίσης του εδάφους, ο δε μικρός αριθμός ελαιοδένδρων, των οποίων έγινε επίκληση τόσο από την αιτούσα όσο και από τον προταθέντα από αυτήν μάρτυρα, φύεται στο υπόλοιπο μέρος της επίμαχης εκτάσεως που χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική. Τέλος, σύμφωνα με την απόφαση της Β/βάθμιας ΕΕΔΑ «… από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, το σύνολο των ισχυρισμών των ενδιαφερομένων μερών, την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 2004, την αυτοψία που διενήργησαν τα μέλη της Επιτροπής και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 1.920,00 τ.μ. είναι δάσος της κατηγορίας της παρ. 1 του άρθ. 1 Ν 3208/2003, διότι καλύπτεται από άγρια ξυλώδη δασική βλάστηση (πρίνου, σχίνου κ.λπ.), σε ποσοστό 80%, η οποία μαζί με τη συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν, μέσω αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα με την ευρύτερη περιοχή και φύεται σε έδαφος με ισχυρά κλίση, άνω του 70%».
7. Επειδή με την 32/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η τεθείσα από το άρθ. 24 Συντ. ερμηνευτική δήλωση, με την οποία δίνονται οι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης, υιοθέτησε τους αντίστοιχους ορισμούς, που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Κατόπιν δε αυτού, έκρινε ότι είναι αντίθετες προς το άρθ. 24 Συντ. και την υπ΄ αυτό ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση και συνεπώς ανίσχυρες οι εξής ρυθμίσεις του άρθ. 3 Ν 998/1979, όπως αντικαταστάθηκαν, με τις διατάξεις του άρθ. 1 Ν 3208/2003 (ΦΕΚ Α΄ 303): α) η της περ. Ι της παρ. 3, κατά την οποία το δάσος ή η δασική έκταση αποτελείται μόνο από άγρια ξυλώδη φυτά που είναι δασοπονικά, δηλ. δυνάμενα να παράγουν προϊόντα από τη δασοπονική του εκμετάλλευση, β) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙ της παρ. 3, κατά την οποία η έκταση ενός δάσους ή μιας δασικής έκτασης πρέπει να έχει ένα αριθμητικώς καθοριζόμενο ελάχιστο εμβαδόν (τρία στρέμματα), γ) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3, που ορίζει ότι η συγκόμωση, η κατακόρυφη δηλ. προβολή της κόμης των επί της ανωτέρω εκτάσεως δασικών ειδών, πρέπει να καλύπτουν το 25% αυτής και δ) των στοιχ. α΄ και β΄ του δευτέρου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, και αναλόγως του ποσοστού της συγκόμωσης, πότε μία έκταση είναι δάσος και πότε δασική (ΣτΕ 2833, 1160/2013).
8. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι ακυρωτέα ως μη νόμιμη, διότι η έκταση, η οποία χαρακτηρίσθηκε με αυτήν δασική, δεν πληροί τα κριτήρια του άρθ. 3 Ν 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθ. 1 Ν 3208/2003, δηλ. ελάχιστη έκταση τριών στρεμμάτων και συγκόμωση 25%. Δεδομένου όμως ότι κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, οι θέτουσες τα ανωτέρω κριτήρια διατάξεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και ως εκ τούτου ανίσχυρες και αντισυνταγματικές, ο λόγος αυτός, ο οποίος στηρίζεται στην αντίθετη προϋπόθεση, δηλ. ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι ισχυρές, και άρα εφαρμοστέες, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. ΣτΕ 977/2013, ΣτΕ Ολ 33/2013).
9. Επειδή περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση της Β/βάθμιας ΕΕΔΑ είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι τόσο από το περιεχόμενο αυτής όσο και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, στα οποία περιλαμβάνονται έκθεση αυτοψίας της Α/βάθμιας ΕΕΔΑ και ερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, και 2004, προκύπτει ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 1.920 τ.μ. είναι δάσος της κατηγορίας του άρθ. 1 παρ. 1 Ν 3208/2003, διότι καλύπτεται από άγρια ξυλώδη δασική βλάστηση (πρίνου, σχίνου κ.λπ.), σε ποσοστό 80%, η οποία μαζί με τη συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν, μέσω αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), συνιστά ενιαίο οικοσύστημα με την ευρύτερη περιοχή και φύεται σε έδαφος με μεγάλη κλίση, άνω του 70%. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της αιτούσας περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι (βλ. ΣτΕ 1160/2013, ΣτΕ Ολ 33/2013). Εξ άλλου οι ισχυρισμοί της αιτούσας, ότι το όμορο ακίνητο είναι κτισμένο και ότι η επίδικη έκταση εφάπτεται με το χωριό, δεν κλονίζουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, προεχόντως διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η ύπαρξη κτισμάτων, για τα οποία μάλιστα ούτε η αιτούσα ισχυρίζεται ούτε από άλλα στοιχεία προκύπτει, εάν έχουν ανεγερθεί βάσει οικοδομικών αδειών σε εκτός σχεδίου περιοχή, δεν μεταβάλλει κατ΄ αρχήν τον δασικό της χαρακτήρα (βλ. ενδ. ΣτΕ 350/2013, 2476, 2345/2009, 3849, 1956, 1296/2008, 1672/2007, 971, 3511/2006, 1707, 3915/2005).
10. Επειδή υπό τα ανωτέρω δεδομένα και εφ΄ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινομένη αίτηση πρέπει ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της.
Απορρίπτει την αίτηση