Η κρινόμενη έφεση ασκείται παραδεκτώς, δεδομένου ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας επί του εν προκειμένω κρίσιμου νομικού ζητήματος της υποχρέωσης έκδοσης εγκρίσεως εργασιών μικρής κλίμακας για την κοπή οπωροφόρων δένδρων σε περιοχή ευρισκόμενη εκτός σχεδίου αλλά εντός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.). Η υφιστάμενη δε νομολογία αφορά σε περιπτώσεις κοπής δένδρων – κατά κανόνα μη οπωροφόρων – σε εντός σχεδίου περιοχές. Ενόψει δε της αδιάστικτης διατύπωσης της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω διάταξης του άρθρου 29 παρ. 2 εδ. ζ’ του ν. 4495/2017, η οποία δεν εισάγει διάκριση ανάλογα με το είδος των δένδρων, αλλά αναφέρεται στους προτιθέμενους να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες είτε σε περιοχή εντός σχεδίου είτε σε περιοχή Ζ.Ο.Ε., όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύεται συνδυαστικά με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 4495/2017, η οποία δεν περιλαμβάνει την υπό κρίση περίπτωση μεταξύ των περιοριστικά προβλεπόμενων εξαιρέσεων από την υποχρέωση έκδοσης εγκρίσεως εργασιών μικρής κλίμακας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στην περίπτωση κοπής οπωροφόρων – καρποφόρων δένδρων σε περιοχή εκτός σχεδίου και εντός Ζ.Ο.Ε., απαιτείται, καταρχήν, η έκδοση εγκρίσεως εργασιών μικρής κλίμακας. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 40 του ν. 1337/1983, ότι για την κοπή δένδρων, μέσα σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια ή τις Ζ.Ο.Ε. που δεν προστατεύονται από τις διατάξεις για την προστασία των δασών και των δασικών γενικά εκτάσεων, απαιτείται έκδοση άδειας από την οικεία πολεοδομική αρχή η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από την πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 177 παρ. 1 εδ. στ’ του ν.δ. 86/1969 «τερί απαλλαγής από την υποχρέωση έκδοσης άδειας για την κοπή οπωροφόρων ή καρποφόρων δένδρων εντός γεωργικώς ή δενδροκομικώς καλλιεργούμενων εκτάσεων, διότι η διάταξη αυτή, περιλαμβανόμενη στον Δασικό Κώδικα, αναφέρεται σε άδεια της οικείας Δασικής Αρχής και όχι σε άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία απαιτείται, πάντως, όταν ζητείται στο πλαίσιο έκδοσης άδειας δόμησης και αφορά σε εργασίες εκτελούμενες εντός Ζ.Ο.Ε., ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των εκτάσεων επί των οποίων ευρίσκονται τα δένδρα ή των ίδιων των δένδρων. Όμως, οι ανωτέρω κρίσιμες διατάξεις, οι οποίες ερμηνεύονται το πρώτον στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, δέον να εφαρμοστούν εν προκειμένω υπό το φως των συνταγματικών αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, η οποία, κατά τη λειτουργία της, οφείλει να διέπεται από την αρχή του non venire contra factum proprium. Οι εν λόγω αρχές δεν δικαιολογούν την επιβολή της κυρώσεως του προστίμου στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία είχε επιτραπεί στους εκκαλούντες, από την Αστυνομία, η κοπή δένδρων, βάσει του εκ μέρους τους επιδειχθέντος εγγράφου της Δασικής Υπηρεσίας και χωρίς την εκ των προτέρων εναντίωση της Υπηρεσίας Δόμησης του εφεσίβλητου Δήμου Αμαρουσίου, ο οποίος είχε μεν ενημερωθεί για τις προθέσεις των εκκαλούντων και για το έγγραφο του Δασαρχείου, είχε δε ερωτηθεί γραπτώς εκ των προτέρων, δεν εξέδωσε όμως σαφή απάντηση και επέτρεψε στους εκκαλούντες να εννοήσουν ότι δεν απαιτείτο η έκδοση άδειας από την Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου. Επομένως, ο λόγος εφέσεως περί πλημμελούς ερμηνείας και εφαρμογής της κρίσιμης εν προκειμένω διάταξης του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4495/2017, όπως καθ’ ερμηνεία του δικογράφου προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Επί τη βάσει δε των ίδιων πραγματικών δεδομένων, τα οποία είχαν τεθεί εγκαίρως υπόψη από τους εκκαλούντες, τόσο στον Δήμο Αμαρουσίου όσο και στο αρμόδιο ΣΥΠΟΘΑ, πρέπει να γίνει δεκτός ο αντίστοιχος με τον γενόμενο δεκτό κατ’ έφεση, καθ’ ερμηνεία προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη από το ΣΥΠΟΘΑ της ένστασης των εκκαλούντων κατά της έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετων κατασκευών και υπολογισμού προστίμων της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αμαρουσίου Αττικής, στην οποία έχει ενσωματωθεί η τελευταία αυτή πράξη, κατόπιν τηρήσεως της οικείας ενδικοφανούς διαδικασίας.
Περίληψη. Πηγή Νόμος και Φύση