Προσβολή τιμής πολιτικού προσώπου. ʼσκηση οξείας κριτικής για την παρουσίαση βιβλίου πολιτικού σε χώρο ιστορικής σημασίας. Αιχμηροί χαρακτηρισμοί ικανοί να βλάψουν την τιμή του θιγομένου. Αξιολογικές κρίσεις που συνδέονται και εξειδικεύονται με συγκεκριμένα γεγονότα. Συκοφαντική δυσφήμηση. Παραβίαση του καθήκοντος αληθείας.

Με την από 13.10.2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4034/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγιναν δεκτές οι εφέσεις κατά της 3284/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και μετά εκδίκαση εκ νέου της αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες, όπως και οι … και … (εδώ μη διάδικοι), να καταβάλουν στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, καθένας εις ολόκληρον, εντόκως το ποσό των 10.000 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ) Κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν 1178/1981 «Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων» ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός (συντάκτης) είναι άγνωστος στον εκδότη ή στον διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Καθιερώνεται δηλαδή με τις ανωτέρω διατάξεις γνήσια αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου και αν πρόκειται για ιδιοκτήτη νομικό πρόσωπο των φυσικών προσώπων που εκφράζουν τη βούλησή του, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει η κατά τα ανωτέρω υποκειμενική ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στο πρόσωπο του εκδότη ή του διευθυντή σύνταξης του εντύπου (ΑΠ 653/2001, ΑΠ 899/2001). Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι αυτές αναφέρονται στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, και όχι στο συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου ή στον εκδότη, αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη. Τα εν λόγω πρόσωπα εξακολουθούν να ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από το επιλήψιμο δημοσίευμα βάσει των γενικών διατάξεων των άρθρων 57-59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361 επ. ΠΚ. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του Ν 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από πράξη που τελέστηκε διά του Τύπου ορίζεται κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των 10.000.000 δρχ. (ήδη 29.347,03 ευρώ) για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ. υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντ. και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της ευρύτερης κυκλοφορίας των εκδιδομένων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη εφημερίδων ή περιοδικών, για τον καθορισμό του ελαχίστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000.000 δραχμών (ήδη 29.347,03 ευρώ), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, ακόμη και με την χωρική ευρύτητα που επάγεται η διάδοση αυτών μέσω των ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης που έχουν πανελλαδική κυκλοφορία και σε κάθε περίπτωση απευθύνονται σε περισσότερους αναγνώστες, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε (ΑΠ Ολ 6/2011ΑΠ 65/2013). Περαιτέρω από τα άρθρα 57 εδ. α΄, 59 εδ α και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 361, 362, 363 και 367 ΠΚ, συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη, από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 2 και 9 παρ. 1), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, ΝΔ 53/1974 άρθρο 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν 2462/1997 άρθρα 17 και 22), τιμή του ή την υπόληψή του και μάλιστα εκείνη που σχετίζεται με την ιδιωτική ή την επαγγελματική ή την οικογενειακή ζωή του, με συκοφαντία ή δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που η προαναφερόμενη προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Ο άδικος, όμως, χαρακτήρας της προσβολής με δυσφήμηση ή εξύβριση, όχι όμως με συκοφαντική δυσφήμηση, αίρεται σε περίπτωση που ο προσβολέας προβαίνει στις δυσφημιστικές ή υβριστικές εκδηλώσεις από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον απορρέει και από την, προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14), από την ΕΣΔΑ (άρθρο 10) και από το ΣΔΑΠ (άρθρο 19), ελευθερία του τύπου, όσον αφορά τη δημοσίευση ειδήσεων και γεγονότων σχετικά με τη συμπεριφορά προσώπων, ιδίως δε αυτών που ασκούν δημόσιο λειτούργημα και κατέχουν αξιώματα, διότι ευλόγως ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Παρέπεται ότι μέσα στα πλαίσια αυτά επιτρέπεται η διά του Τύπου δημοσίευση προς πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, δυσμενών κρίσεων ή μειωτικών αξιολογήσεων, ακόμη και με οξεία κριτική των προβεβλημένων ως άνω προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή κατέχουν δημόσιο αξίωμα. Η προαναφερόμενη άρση του άδικου χαρακτήρα της προσβολής με δυσφήμηση ή εξύβριση αίρεται, αν από τον τρόπο που έλαβαν χώρα οι δυσφημιστικές ή υβριστικές εκδηλώσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή καταφρόνησης από τον προσβολέα έναντι του προσβαλλομένου (ΑΠ 72/2004, ΑΠ 854/2002, ΑΠ 167/2000). Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας κάποιου, δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο δικαίωμα της προσωπικότητας περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής. Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως ισχυρισμός θεωρείται ανακοίνωση που προέρχεται εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή από μετάδοσης εκ τρίτου προσώπου, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 632/2015, ΑΠ 1976/2014). Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ Ολ 7/2006, 4/2005). Με το ως άνω, επομένως, λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας, και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή των γενικών αρχών που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρο 336 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, μετά τη διαπίστωση της βασιμότητάς τους, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες, μπορούν να αποτελέσουν λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, μόνο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Δηλαδή, κατά την εξειδίκευση των περιεχόμενων στον κανόνα δικαίου αόριστων νομικών εννοιών ή κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (ΑΠ Ολ 23/1988, ΑΠ 750/2003). Δεν ιδρύουν όμως λόγο αναίρεσης όταν χρησιμεύουν, για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 656/1996, ΑΠ 120/2004), ή ερμηνεία δικαιοπραξίας, ούτε για την εκτίμηση, της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ Ολ 10/2005, ΑΠ 160/2013, ΑΠ 1330/2011). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα δε αιτιολογιών υπάρχει όταν εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το Νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ Ολ 24/1992, ΑΠ Ολ 1/1999).

ΙII) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: «Ο Ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) σπούδασε Οικονομικά και Πολιτική Φιλοσοφία στην Αθήνα και στο Giessen της τότε Δυτικής Γερμανίας, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ και έχει συγγράψει είκοσι τέσσερα επιστημονικά βιβλία. Από το έτος 1993 εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως εμπειρογνώμονας και διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής. Από το έτος 1996 συνεργάστηκε με τον τέως Πρωθυπουργό και Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ , ενώ διετέλεσε και επικεφαλής του. Στις 10.7.2007 εξελέγη Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, ενώ ήδη είναι Υπουργός Εξωτερικών της υπό τον Πρωθυπουργό Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη εναγομένη (ήδη 1η αναιρεσείουσα) κατά το έτος 2010 ήταν ιδιοκτήτρια και εκδότρια της εφημερίδας, που κυκλοφορεί πανελλαδικά, ενώ οι δεύτερος (ήδη 2ος αναιρεσείων) και τρίτος εναγόμενος είχαν την ιδιότητα του Διευθυντή στο ίδιο έντυπο, γεγονός που δεν αμφισβητούν. To» αποτελεί ένα μηνιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης για το βιβλίο, τις νέες εκδόσεις, τις ιδέες και τα πρόσωπα με τα οποία ασχολείται η βιβλιοπαραγωγή και φιλοξενεί κείμενα εκπροσώπων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας. Τον Ιούνιο του 2010, ο τέταρτος εναγόμενος, συγγραφέας και μεταφραστής, με αφορμή την παρουσίαση στην Παλαιά Βουλή του βιβλίου του ενάγοντος με τίτλο «Η εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα στον 21ο αιώνα» που έλαβε χώρα στις 27.5.2010, απέστειλε επιστολή στην » με τίτλο  που δημοσιεύθηκε στο 8ο τεύχος του ανωτέρω εντύπου στη στήλη «Διάλογος», σελ. 4-5. Η ανωτέρω επιστολή είχε ως εξής (το κείμενο παρατίθεται αυτολεξεί): . Στις 27 Μαΐου παρουσιάστηκε στην Παλαιά Βουλή το βιβλίο του …, Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στον 21ο Αιώνα. Για μια νέα ενεργητική, δημοκρατική, πατριωτική στρατηγική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, από τους  και , ενώ η συμμετοχή του μακεδονομάχου  αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή λόγω εκτάκτων υποχρεώσεών του στη Βουλή. Η εν λόγω τριάδα μαρτυρεί τη σαφή πρόθεση του συγγραφέα να δείξει ότι απευθύνεται σε (παν)εθνικό ακροατήριο, ότι το σύνολο του πολιτικού κόσμου θεωρεί τις απόψεις του ιδιαίτερα σημαντικές. Ωστόσο αν κάτι με ώθησε να στείλω αυτό το κείμενο στην , δεν είναι τόσο το γεγονός αυτό καθεαυτό, όσο ο χώρος, ο συγγραφέας, και κυρίως η μεταξύ τους σύζευξη. Υπάρχουν ουκ ολίγοι χώροι στην Αθήνα πολλοί πιο ακατάλληλοι για την παρουσίαση βιβλίων. Αναφέρω ενδεικτικά: Στοά του Βιβλίου, ΕΣΗΕΑ, ΕΒΕΑ, Ιανός κ. ά. λόγω θέματος, ειδικά για το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσα στον σχετικό κατάλογο να περιλάβω και το Αμφιθέατρο του Υπουργείου Εξωτερικών. Ωστόσο, είναι προφανές ότι χώροι, όπως αυτοί, που προαναφέρθηκαν, «πέφτουν λίγοι», προκειμένου για ένα μείζον γεγονός, όπως είναι η κυκλοφορία του νέου βιβλίου του … Τίποτε λιγότερο, λοιπόν, από την Παλαιά Βουλή για ένα τέτοιας σημασίας και εμβέλειας γεγονός. Εδώ μιλάμε για την εξωτερική πολιτική της χώρας, για το μέλλον των παιδιών μας κατά μία έννοια, κι εμείς θα τσιγκουνευτούμε να διαθέσουμε την αίθουσα; Ειλικρινά, ήθελα από καιρό να σχολιάσω ένα φαινόμενο που με έχει ενοχλήσει ιδιαίτερα, όπως και πολλούς άλλους άλλωστε: στο χώρο της Παλαιάς Βουλής, ο οποίος δεν είναι καν ιδιαίτερα «λειτουργικός», παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια, για λόγους μόστρας, κάθε είδους βιβλία, ποικίλων εκδοτικών οίκων και συγγραφέων. Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη αίθουσα θα έπρεπε να δίνεται από τον πρόεδρο της Βουλής (υποθέτω ότι σε αυτόν και στο γραφείο του ανήκει η σχετική αρμοδιότητα) μόνο σε πολύ ειδικές και εξαιρετικές περιπτώσεις. Αναφέρω υποθετικά/ενδεικτικά: για να παρουσιαστεί το βιβλίο ενός πρώην πρωθυπουργού ή ενός πρώην υπουργού Εξωτερικών, για να φιλοξενηθεί η τελετή απονομής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας, για να ανακοινωθεί ένα μείζον αρχαιολογικό εύρημα, για να παρουσιαστεί ένα «λανθάνον» κείμενο του Κοραή ή του Παλαμά, κ.ο.κ. Αντ’ αυτού, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο να παρουσιάζονται στην Παλαιά Βουλή από απλές συλλογές άρθρων και κειμένων κάθε λογής δημοσιολογούντων έως βιβλία λογοτεχνίας (καλύτερης ή χειρότερης ποιότητας, λίγη σημασία έχει για την επιχειρηματολογία που αναπτύσσω εδώ). Εν ολίγοις, δεν απέχουμε πολύ από το σημείο εκείνο, στο οποίο «κάθε πικραμένος», που θέλει να ζήσει τη δική του ψευδαίσθηση μεγαλείου ή τα δικά του 90 λεπτά δημοσιότητας, μπορεί, αξιοποιώντας τυχόν επαφές του με το γραφείο του προέδρου της Βουλής ή με το δοβλέτι, γενικώς, να παρουσιάσει τις σοφίες του στην ιστορική αίθουσα της πλατείας Κολοκοτρώνη. Αυτό ως γενική επισήμανση και ως σχόλιο σε ένα φαινόμενο, που -επιμένω- τείνει να προσλάβει ενοχλητικές διαστάσεις. Ως προς τη συγκεκριμένη πρόσκληση/ παρουσίαση τώρα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, με τον απαραίτητο κόκκο αλατιού: «μάθανε ότι δίνεται η Παλαιά Βουλή, πλακώσαν και οι …». Ποιος είναι, όμως, του οποίου το παρελθόν αγνοούν πιθανότατα αρκετοί (νεότεροι, κυρίως) αναγνώστες της …; Λοιπόν ο μέχρι πρότινος επικεφαλής του ΙΣΤΑΜΕ και επίδοξος Μετέρνιχος ή Ταλεϊράνδος του 21ου αιώνα υπήρξε επί σειρά ετών ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ ή του ΚΚΕ. Ου προς θάνατον, θα μου πείτε. Ασφαλώς. Ούτε ο πρώτος είναι, ούτε ο τελευταίος. Όμως, στην περίπτωση του δεν μιλάμε για έναν απλό κνίτη της μεταπολίτευσης, για έναν νέο που, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής, γοητεύτηκαν πρόσκαιρα ή και πιο παρατεταμένα, από τον συμπαγή και αδιαπέραστο, τον πέτρινο λόγο των επιγόνων του Ζαχαριάδη, του Μπαρτζώτα και του Βλαντά. Εδώ μιλάμε για τον πιο ακραίο και φανατικό, σκληρό και αμείλικτο κνίτη της γενιάς μας/του, για έναν πραγματικό γκαουλάιτερ του σταλινισμού. Ο κ. …, λοιπόν, σπούδασε με την ευγενική φροντίδα του κόμματος στην Ανατολική Γερμανία, την εποχή της παντοδυναμίας του χασάπη Χόνεκερ (καταδικασμένου από γερμανικά δικαστήρια για δολοφονίες απλών πολιτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Δύση, για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω ή εντυπωσιοθηρώ με τους χαρακτηρισμούς μου). Μιλάμε, με άλλα λόγια, για τη χώρα του Τείχους του Αίσχους, για τη χώρα της Στάζι με τα εκατομμύρια χαφιέδες και πληροφοριοδότες, για τη χώρα που προκειμένου να δείξει ότι κάπου τελοσπάντων υπερέχει ο «σοσιαλισμός», δεν δίσταζε να εφαρμόζει το μαζικό ντόπινγκ σε παιδιά, με μοιραίες συχνά συνέπειες για την υγεία και τη ζωή τους. Αυτού, λοιπόν, του καθεστώτος ο κ. … δεν υπήρξε απλώς θιασώτης και θαυμαστής, αλλά και διαπρύσιος διαφημιστής, με σχετικά κείμενα και συγγράμματα κατά τη δεκαετία του 1980. Προφανώς, είναι δικαίωμα του κ. …, όπως και του οποιουδήποτε, να αλλάζει απόψεις. Επίσης, είναι δικαίωμα του πρωθυπουργού (και το λέω ειλικρινά όχι ρητορικά) να θεωρεί ότι ο κ. … είναι πολύτιμος συνεργάτης και σύμβουλος, του οποίου τις ιδέες και τις υπηρεσίες μπορεί να αξιοποιήσει με γόνιμα αποτελέσματα. Όταν, όμως, έχεις το πολιτικό παρελθόν του κ. …, όταν έχεις ηγηθεί της πιο άγριας και πιο μισαλλόδοξης τάσης του πιο επιθετικού και δογματικού κνιτισμού, ε, τότε μήπως «κρείττον εστί το σιγάν του λαλείν», και κυρίως του παρουσιάζειν τις ιδέες σου και τα πονήματά σου στην Παλαιά Βουλή; Αρκετοί από αυτούς που σήμερα καταλαμβάνουν τα λιμάνια, εισβάλλουν «με τσαμπουκά» στα υπουργεία, ή δηλώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν το Σύνταγμα, είμαι βέβαιος ότι θα έχουν διατελέσει καθοδηγούμενοι του κ. … ή/και μαθητές της (τότε;) πολιτικής σκέψης του. Νομίζω, λοιπόν, ότι λίγη περισσότερη σεμνότητα, ή έστω λίγο λιγότερη δημοσιότητα, δεν θα έβλαπτε. Επαναλαμβάνω ώστε να μην υπάρχει έστω και ο παραμικρός κίνδυνος παρανόησης των όσων γράφω. Είναι δικαίωμα οποιουδήποτε να αλλάζει απόψεις, να γράφει ό,τι θέλει, να εκδίδει τις σκέψεις του. Όπως είναι και δικαίωμα κάθε πολιτικού (και όχι μόνο) να έχει τους συμβούλους της αρεσκείας του. Αλίμονο. Είμαστε – και ελπίζω να παραμείνουμε πάντοτε, χώρα, στην οποία οι δημοκρατικές ελευθερίες ούτε διαπραγματεύσιμες είναι, ούτε «αστικά κατάλοιπα» θεωρούνται. Για να το πω με άλλα λόγια, αξιοποιώντας τη διατύπωση του σχετικού ανεκδότου: Πώς ήταν η «Γερμανική Λαοκρατική [sic] Δημοκρατία [sic]», η χώρα του Τείχους, της Στάζι και του Χόνεκερ την οποία θαύμαζε; Καημένε Χαρίλαε Τρικούπη, που ο ανδριάντας σου δεσπόζει έξω από την Παλαιά Βουλή, εκεί όπου έδινες τις κοινοβουλευτικές μάχες σου σε δύσκολες εποχές, όπως και οι σημερινές. Πού να το φανταζόσουν ότι στον ίδιο χώρο θα αλώνιζαν μία μέρα ακόμα και οι (μεταλλαγμένοι) τελάληδες του Χόνεκερ.-…». Η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς να πλήττεται κατά το κεφάλαιο αυτό αφού ο ενάγων δεν άσκησε έφεση, έκρινε ότι στο πρώτο μέρος της δημοσιευθείσας επιστολής και με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του ενάγοντος στο χώρο της Παλαιάς Βουλής, ο δε εναγόμενος ασκεί θεμιτή αν και οξεία κριτική για το γεγονός της εκτεταμένης χρήσης του εν λόγω ιστορικού κτηρίου και παρόμοια κριτική για τις ενέργειες των υπεύθυνων πολιτικών προσώπων που το παραχωρούν για ποικίλες εκδηλώσεις, χωρίς αξιολογικά κριτήρια, χωρίς το τμήμα αυτό της επιστολής να σχετίζεται με τον ενάγοντα. Στη συνέχεια όμως της δημοσιευθείσας επιστολής, όπου ο δε εναγόμενος την εστιάζει στο πρόσωπο του ενάγοντος, απαντώντας στο ερώτημα: «Ποιος είναι όμως ο …, του οποίου το παρελθόν αγνοούν πιθανότατα αρκετοί (νεότεροι κυρίως) αναγνώστες;», ο ενάγων χαρακτηρίζεται ως «ένας πραγματικός γκαουλάιτερ του σταλινισμού». Η λέξη γκαουλάιτερ (γερμ. Gauleiter) είναι σύνθετη, παραγόμενη από τη λέξη Gau και τη λέξη letter (διοικητής, ηγέτης, αρχηγός). Η λέξη “Gau” στα γερμανικά αποτελεί ένα μεσαιωνικό όρο, που δηλώνει μια διοικητική ενότητα συχνά και γεωγραφικά αυτόνομη μέσα σε μία χώρα. Το εθνικό σοσιαλιστικό (ναζιστικό) κόμμα του Χίτλερ, το NSDAP υιοθέτησε και επανέφερε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 αυτόν τον όρο για την τομεακή του υποδιαίρεση σε όλη την έκταση της μεσοπολεμικής Γερμανίας. «Gauleiter» καλείται ο διοικητής (leiter) μιας Gau. Μέχρι το έτος 1938 ο όρος ήταν μόνο κομματικός, αλλά έκτοτε, οι γερμανόφωνες χώρες που είχαν προσαρτηθεί στη Γερμανία υποδιαιρέθηκαν σε Reichsgau (γκάου του Ράιχ), όπου οι κρατικές συνέπιπταν με τις ναζιστικές δομές. Reichsgau δημιουργήθηκαν επίσης σε γερμανόφωνες περιοχές στη Γαλλία και το Βέλγιο, στη Σουηδία και σε μέρος της δυτικής Πολωνίας. Ο διοικητής ενός γκάου διοριζόταν από το ναζιστικό κόμμα με εκτεταμένες αρμοδιότητες. Γνωστότερος Γκαουλάιτερ υπήρξε ο Υπουργός Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς, που διετέλεσε επικεφαλής του Γκάου του Βερολίνου της Κυβέρνησης του Χίτλερ. Πολλοί γκαουλάιτερ έμειναν στην ιστορία για τη σκληρότητά τους και, συνεπώς, καθώς περιοριζόταν σε γερμανικά εδάφη, η χρήση του όρου γκαουλάιτερ δεν είχε πια την έννοια του τοποτηρητή των Γερμανών, αλλά αποτελεί πια μία έκφραση εξόχως προσβλητική, καθώς συνδέεται με τους ναζί και τις μεθόδους των. Εξάλλου, με τον ιστορικό και πολιτικό όρο «σταλινισμός», που αναφέρεται στο σύστημα διακυβέρνησης του Ιωσήφ Στάλιν ως ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, δεν περιγράφονται τα συνολικά πεπραγμένα αυτού, αλλά ο τρόπος με τον οποίο άσκησε την εξουσία του στα ζητήματα της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Με την πάροδο των ετών, ο όρος «σταλινισμός» έλαβε ευρύτερη πολιτική σημασία, αποδιδόμενος σε κάθε αυταρχική μέθοδο όταν καταλογίζεται σε κομμουνιστικές κυβερνήσεις ή κόμματα και έχει συνδεθεί με τη συνεχή παρακολούθηση της καθημερινής ζωής των πολιτών από μυστικές υπηρεσίες, με στόχο τον εντοπισμό αντιφρονούντων, την πολιτική καταστολή στο ιδεολογικό πεδίο και την ποινικοποίηση αντιθέτων απόψεων από αυτές των κυβερνώντων. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στον ενάγοντα «πραγματικός γκαουλάιτερ του σταλινισμού» είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, αφού τον περιγράφει ως άτομο με ακραίες και απολυταρχικές απόψεις και με εκτεταμένη προπαγανδιστική τακτική, που έχει ως στόχο την καταστολή αντίθετων με τις δικές του απόψεων και την εξόντωση των αντιπάλων του. Η αποδιδόμενη στον ενάγοντα ακρότητα απόψεων και μεθόδων σκιαγραφείται εντονότερα με την ακόλουθη παράγραφο του δημοσιεύματος: «Ο κ. …, λοιπόν, σπούδασε με την ευγενική φροντίδα του κόμματος στην Ανατολική Γερμανία, την εποχή της παντοδυναμίας του χασάπη Χόνεκερ (καταδικασμένου από γερμανικά δικαστήρια για δολοφονίες απλών πολιτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Δύση, για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω ή εντυπωσιοθηρώ με τους χαρακτηρισμούς μου). Μιλάμε, με άλλα λόγια, για τη χώρα του Τείχους του Αίσχους, για τη χώρα της Στάζι με τα εκατομμύρια χαφιέδες και πληροφοριοδότες, για τη χώρα που προκειμένου να δείξει ότι κάπου τελοσπάντων υπερέχει ο «σοσιαλισμός», δεν δίσταζε να εφαρμόσει το μαζικό ντόπινγκ σε παιδιά, με μοιραίες συχνά συνέπειες για την υγεία και τη ζωή τους. Αυτού, λοιπόν του καθεστώτος ο κ. … δεν υπήρξε απλός θιασώτης και θαυμαστής, αλλά και διαπρύσιος διαφημιστής, με σχετικά κείμενα και συγγράμματα κατά τη δεκαετία του 1980». Στην παράγραφο αυτή, τα γεγονότα που φέρεται να αφορούν στον ενάγοντα είναι η φοίτησή του σε πανεπιστήμια της τότε Ανατολικής Γερμανίας και ο απέραντος θαυμασμός του που έφθανε έως τη διαφήμιση του καθεστώτος του Χόνεκερ, του πολιτικού της Ανατολικής Γερμανίας που συνδέθηκε με το θάνατο πολλών ανατολικογερμανών πολιτών και απεβίωσε στη φυλακή, κατηγορούμενος για αποτρόπαια εγκλήματα, ενώ παράλληλα εκφράζονται κρίσεις και οξύτατοι χαρακτηρισμοί για το πρόσωπο του ενάγοντος, συνδεδεμένοι με τα παραπάνω γεγονότα και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι πρόκειται «όχι για απλό θιασώτη και θαυμαστή αυτού του καθεστώτος, αλλά διαπρύσιο διαφημιστή και μεταλλαγμένο τελάλη του Χόνεκερ». Το αναφερόμενο στο δημοσίευμα ότι ο ενάγων σπούδασε στην Ανατολική Γερμανία, τη χώρα του Χόνεκερ, του τείχους του αίσχους και της Στάζι, όπως περιγράφεται, μάλιστα δε με την ευγενική φροντίδα του Κόμματος, αποδείχθηκε ψευδές. Ο ενάγων σε καμία βαθμίδα εκπαίδευσης δεν φοίτησε στην Ανατολική, αλλά μόνο (όπως προαναφέρθηκε) στη Δυτική Γερμανία, ενώ ουδεμία συνεισφορά, φροντίδα ή βοήθεια, οικονομική ή άλλη, του Κόμματος αποδείχθηκε ότι έλαβε. ʼλλωστε αποτελούσε γόνο μεγαλοαστικής οικογένειας, έλαβε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του σε ειδικά σχολεία, πέραν δε της οικονομικής του ευμάρειας, οι επιδόσεις του ήταν τέτοιες ώστε να μη χρειάζεται οποιαδήποτε βοήθεια τρίτου ή τρίτων. Το ως άνω ψευδώς υποστηριζόμενο από τον δ΄ εναγόμενο περί σπουδών του ενάγοντος στην Αν. Γερμανία με τη φροντίδα του κόμματος, συνδέεται από τον εν λόγω εναγόμενο με τις μεθόδους του καθεστώτος Χόνεκερ, τη Στάζι και τους πληροφοριοδότες της, καταλήγοντας ότι αυτού του καθεστώτος ο ενάγων «δεν υπήρξε απλός θιασώτης και θαυμαστής αλλά και διαπρύσιος διαφημιστής». Και ναι μεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ με έντονη παρουσία στο χώρο της αριστεράς, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να του αποδοθεί οποιαδήποτε σύνδεσή του με το καθεστώς του Χόνεκερ και τις ακραίες μεθόδους του, ούτε και από τα κείμενά του, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς και η διαφήμισή του. ʼλλωστε ούτε και το υποστηριζόμενο από τον δ΄ εναγόμενο, ότι πολλοί από αυτούς που καταλαμβάνουν τα λιμάνια, εισβάλλουν με «τσαμπουκά» στα υπουργεία και δηλώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν το Σύνταγμα έχουν διατελέσει καθοδηγούμενοι από τον ενάγοντα και μαθητές της πολιτικής του σκέψης, αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο κρίνει ότι όλα τα ως άνω γεγονότα και αναφορές, που αποτελούσαν το περιεχόμενο της δημοσιευθείσας επίμαχης επιστολής, η οποία περιήλθε σε γνώση των αναγνωστών της ως άνω εφημερίδας, με τις οποίες ο ενάγων σκιαγραφείται ως ένας ακραίος και φανατικός, σε συνδυασμό προς και με τους οξύτατους χαρακτηρισμούς που του αποδίδονται, ήταν ικανά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να προσβάλουν και πράγματι προσέβαλαν βαρέως την τιμή, την υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος. Περαιτέρω ο δ΄ εναγόμενος προέβη στη σύνταξη και δημοσιοποίηση της επίμαχης επιστολής χωρίς να τηρήσει τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου και ειδικότερα το καθήκον σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον της αλήθειας, που επιβάλλει να προηγηθεί ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων. Επομένως ο δ΄ εναγόμενος προχώρησε στη δημοσίευση των ως άνω φερόμενων ως αληθινών περιστατικών εν γνώσει του ψεύδους τους και με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ενάγοντος, οι δε λοιποί εναγόμενοι αβασάνιστα προέβησαν στη δημοσίευση της επίμαχης επιστολής του. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της γνώσης του δ΄ εναγομένου της αναλήθειας όσων υποστηρίζει στην επίμαχη επιστολή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι όσα αναφέρονται σ’ αυτήν εμφανίζονται κατηγορηματικά ως πραγματικές καταστάσεις και γεγονότα και όχι ως φήμες ή απόψεις τρίτων. Συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Αποδειχθέντος δε ότι το περιεχόμενο του επίμαχου δημοσιεύματος ήταν ψευδές και ότι ο συντάκτης του προέβη στη δημοσίευσή του εν γνώσει της- αναλήθειας και με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ενάγοντος, είναι απορριπτέα, κατ’ άρθρο 367 παρ. 2α΄ ΠΚ, η ένσταση περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που πηγάζει από την κοινωνική αποστολή του τύπου. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη το Δικαστήριο το βαθμό υπαιτιότητας, το μέγεθος της προσβολής του ενάγοντος, που δυσφημίστηκε πανελληνίως, εκτέθηκε στον επαγγελματικό και κοινωνικό του κύκλο και εξαναγκάστηκε να υποβληθεί σε δικαστικό αγώνα για την υπεράσπιση του προσώπου του, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών και τις εν γένει συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, κρίνει ως εύλογο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων, το ποσό των 10.000 ευρώ, που πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση».

ΙΙΙ. (ενν. ΙV) Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, 361-363 ΠΚ, 10 ΕΣΔΑ και 14 του Συντ., τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Κατέληξε δε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι υπήρξε προσβολή της προσωπικότητάς του αναιρεσιβλήτου και τέλεση σε βάρος του αδικοπραξίας με την μορφή της συκοφαντικής δυσφήμισης, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, τα αναγραφόμενα στο επίμαχο δημοσίευμα για τον αναιρεσίβλητο, ότι είναι «ο πιο ακραίος, φανατικός, σκληρός και αμείλικτος κνίτης της γενιάς μας/του», ότι «πρόκειται για έναν πραγματικό «γκαουλάιτερ του σταλινισμού» και ότι πρόκειται «όχι απλώς για θιασώτη και θαυμαστή» του καθεστώτος Χόνεκερ, που συνδέθηκε με το θάνατο πολλών ανατολικογερμανών πολιτών, αλλά και για «διαπρύσιο διαφημιστή» και «μεταλλαγμένο τελάλη του Χόνεκερ». αποτελούν μεν οξύτατους χαρακτηρισμούς και δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις και γνώμες του συντάκτη του δημοσιεύματος, εντασσόμενες στο πλαίσιο των υποκειμενικών του εκτιμήσεων και συμπερασμάτων, μπορούσαν όμως να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη όπως και την εν γένει προσωπικότητα του αναιρεσιβλήτου, χρησιμοποιούμενες με αρνητικό τρόπο, προκειμένου δηλαδή να εμφανίσουν τον αναιρεσίβλητο ως ένα άτομο ακραίο και φανατικό με απολυταρχικές ιδέες, που επιδιώκει την με οποιοδήποτε κόστος επιβολή των δικών του πολιτικών απόψεων και την με οποιοδήποτε μέσο εξόντωση των αντιπάλων του. Συνδέονται δε και εξειδικεύονται με τα αναφερόμενα στο δημοσίευμα γεγονότα, προσδιορίζοντας την ποσοτική και ποιοτική τους βαρύτητα, ήτοι: α) ότι ο αναιρεσίβλητος κατά τη δεκαετία του 1980 με σχετικά κείμενα και συγγράμματά του υπήρξε θαυμαστής και διαφημιστής του καθεστώτος Χόνεκερ, β) ότι σπούδασε στην Ανατολική Γερμανία την εποχή του καθεστώτος Χόνεκερ «με την ευγενική φροντίδα του κόμματος» και γ) ότι αρκετοί από εκείνους που καταλαμβάνουν τα λιμάνια, εισβάλλουν «με τσαμπουκά» στα υπουργεία, ή δηλώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν το Σύνταγμα θα έχουν διατελέσει καθοδηγούμενοι του αναιρεσιβλήτου ή /και μαθητές της τότε πολιτικής σκέψης του». Ενόψει δε του ότι τα γεγονότα αυτά, για το τελευταίο από τα οποία ο συντάκτης του κειμένου με τη χρήση της φράσης «είμαι βέβαιος» ανενδοιάστως εκφράζεται, τα οποία, σύμφωνα με την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, είναι ψευδή και ελέχθησαν εν γνώσει της αναληθείας τους, εμφανίζουν τον αναιρεσίβλητο αφενός ως διαφημιστή του Χόνεκερ, του πολιτικού της Ανατολικής Γερμανίας, που συνδέθηκε με το θάνατο πολλών ανατολικογερμανών πολιτών και κατηγορήθηκε για αποτρόπαια εγκλήματα και αποδίδεται μάλιστα στο ψευδές γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος σπούδασε «με την ευγενική χορηγία» του κόμματος στην Ανατολική Γερμανία, αφετέρου δε ως καθοδηγητή εκείνων που εισέβαλαν στα υπουργεία, ή δήλωναν ότι δεν αναγνωρίζουν το Σύνταγμα, στοιχειοθετείται η προσβολή της προσωπικότητος του αναιρεσιβλήτου με συκοφαντική δυσφήμιση.

Συνεπώς, το Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις και δεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, για αυτό και πρέπει οι, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

  1. (ενν. V) Με τον τέταρτο (κατά το πρώτο σκέλος του) λόγο της αίτησης, οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 1β ΚΠολΔ, αιτιώνται το Εφετείο για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας με το να δεχθεί ότι με το επίμαχο δημοσίευμα αποδίδεται στον αναιρεσίβλητο άμεση ανάμειξη (ηθική αυτουργία ή προτροπή σε τέλεση παράνομων πράξεων) σε ενέργειες και δηλώσεις στελεχών … σήμερα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν θεμελιώνει τον εκ του άρθρου 559 αρ. 1 β ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του), με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, μέμφονται την αναιρεσιβαλλομένη για έλλειψη νόμιμης βάσης, με την αιτίαση ότι έχει αντιφατικές αιτιολογίες, καθώς δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν κορυφαίο στέλεχος …, αλλά παράλληλα πως δεν αποδείχτηκε ότι οι ενέργειες στελεχών … δεν έχουν σχέση με την παλαιότερη πολιτική σκέψη του αναιρεσιβλήτου είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Και αυτό διότι συνάπτεται με την εκτίμηση των αποδείξεων και τα εξ αυτών συναγόμενα κατά τους αναιρεσείοντες συμπεράσματα και αποδεικτικά επιχειρήματα.
  2. (ενν. VΙ) Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 και 561 παρ. 1 του ίδιου ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών ή στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολΔ. Ωστόσο, δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα από αυτά κατ’ είδος αναφερόμενα, κατά το νόμο επιτρεπτά (ΑΠ 544/2005, 190/1995). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησής τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσης του, δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα, ήτοι: α) το 5ο τεύχος του περιοδικού «…», όπου ο αναιρεσίβλητος υμνεί το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, από το οποίο προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος παρέστη στο 5ο συνέδριο Κοινωνιολογίας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, όπου σε ομιλία όπου υμνεί τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, και β) το βιβλίο του αναιρεσιβλήτου με τίτλο «Η …, από το οποίο προκύπτει ο θαυμασμός του αναιρεσιβλήτου προς τα τυραννικά κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και ειδικά προς αυτό της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και νομίμως τα επικαλέστηκαν και τα προσκόμισαν ενώπιον του Εφετείου. Από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό του ανωτέρω αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη, πλην άλλων, και όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται νομίμως και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξαρτήτως εάν μνημονεύονται ρητά ή όχι στην απόφαση, αλλά και από το αναφερόμενο για τον αναιρεσίβλητο στην απόφαση ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να του αποδοθεί οποιαδήποτε σύνδεσή του με το καθεστώς του Χόνεκερ και τις ακραίες μεθόδους του, ούτε και από τα κείμενά του, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς και η διαφήμισή του» καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα παραπάνω έγγραφα. Επομένως, ο προβαλλόμενος εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔ αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 1 παρ. 2Ν 4055/2012με έναρξη ισχύος 2.4.2012) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

[…]

[Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *