Η από τα αρμόδια όργανα των δημοσίων νοσοκομείων μη ενημέρωση του ασθενούς ή η πλημμελής ενημέρωσή του για την κατάσταση της υγείας του και την ανάγκη θεραπείας του συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, η οποία δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη αυτών προς αποζημίωσή του, κατ’ άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, εφ’ όσον υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παραλείψεως και της βλάβης που προκλήθηκε στην υγεία του ασθενούς ή του θανάτου του.

Πρόεδρος: Μ. Μπάζμπα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
Εισηγητής: Ι. Μαρκάκης, Εφέτης ΔΔ
Δικηγόροι: Στ. Σταρόγιαννης, Αντ. Οικονόμου

1. Με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, συνεκδικαζόμενες λόγω συνάφειας κατ’ άρθρα 125 και 122 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), για την πρώτη των οποίων κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1364234, 3954207, 1310467 και 3754678 ειδικά έντυπα παραβόλου), χωρίς να απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου για την άσκηση της δεύτερης αυτών, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση εν μέρει και εν όλω, αντιστοίχως, της 9056/2013 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η με χρονολογία καταθέσεως 27.4.2004 αγωγή των ήδη εκκαλουσών – εφεσίβλητων (… και …) κατά του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Νοσοκομείου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του τελευταίου όπως καταβάλει στην κάθε μία αυτών νομιμοτόκως το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, για την ψυχική τους οδύνη από τον θάνατο του … (συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης αυτών), εξαιτίας της παρανόμου παραλείψεως των οργάνων του Νοσοκομείου να ενημερώσουν εγκαίρως τον ανωτέρω … για την διαγνωσθείσα, με την κατά το έτος 1999 ιστολογική εξέταση, νόσο του.

2. Ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (ΠΔ 456/1984, Α΄ 164), ορίζει στο άρθρο 105 αυτού ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …», και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφ’ όσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν σχετίζονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995), η ευθύνη δε αυτή είναι αντικειμενική, χωρίς, δηλαδή, να εξαρτάται από τη συνδρομή υπαιτιότητας ή μη του ζημιώσαντος οργάνου (ΣτΕ 1413/2006, 1249/2010 κ.ά.). Εξ άλλου, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου αυτών παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 2741/2007, 1019/2008, 4133/2011, 424/2012 κ.ά.). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας, αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την στη συγκεκριμένη περίπτωση ζημία (ΣτΕ 332/2009, 424/2012 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το αρμόδιο δικαστήριο δύναται, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), να επιδικάσει στον παθόντα εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του, κατά δε τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου αυτού του ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης επιδικάζεται στα μέλη της οικογένειάς του, στα οποία περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι με τον θανόντα συγγενείς, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του πόνου των οποίων στοχεύει η εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της ύπαρξης αισθημάτων αγάπης και στενής επικοινωνίας των ανωτέρω προσώπων με τον θανόντα κατά το χρόνο που ήταν εν ζωή (ΣτΕ 2986/2009, 1405/2013 κ.ά., ΑΠ 160/2001, 72/2006 κ.ά.). Για τον υπολογισμό της χρηματικής αυτής ικανοποίησης στα μέλη της οικογένειας του θανόντος, παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (βαθμός πταίσματος του υπόχρεου, συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος, βαθμός του ψυχικού άλγους, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.ά.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να καθορίσει το δικαιούμενο ποσό χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο πρέπει να είναι εύλογο, σύμφωνα, εξ άλλου, με την θεσπιζόμενη στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 2559/2007, 1042/2007, 1249/2010 κ.ά.), χωρίς δε να συνιστά μειωτικό στοιχείο της χρηματικής αυτής ικανοποίησης το κοινωφελές έργο το οποίο επιτελεί ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 1405/2013).

3. Στα άρθρα 5 (παρ. 5) και 21 (παρ. 3) του Συντάγματος ορίζεται, αντιστοίχως, ότι καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας του και ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών, στα δε άρθρα 5 και 10 του Ν 2619/1998 (ΦΕΚ Α΄ 132), με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε και απέκτησε την ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βιοϊατρική, ορίζονται τα εξής: «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται…» (άρθρο 5, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας»). «1. Όλοι έχουν το δικαίωμα σεβασμού της προσωπικής τους ζωής σε σχέση με την πληροφόρηση και την κατάσταση της υγείας τους. 2. Όλοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση κάθε πληροφορίας σχετικής με την κατάσταση της υγείας τους. Θα είναι σεβαστές ωστόσο οι επιθυμίες των ατόμων που επιλέγουν να μην ενημερώνονται σχετικά. 3…» (άρθρο 10, υπό το τίτλο «Προσωπική ζωή και δικαίωμα στην ενημέρωση»).Εξ άλλου, στο άρθρο 47 (υπό τον τίτλο «Τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς») του Ν 2071/1992 («Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση του Συστήματος Υγείας», ΦΕΚ Α΄ 123) ορίζεται ότι: «1. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου… 4. Ο ασθενής δικαιούται να ζητήσει να πληροφορηθεί ό, τι αφορά στην κατάσταση της υγείας του. Το συμφέρον του ασθενούς είναι καθοριστικό και εξαρτάται από την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που του δίνονται. Η πληροφόρηση του ασθενούς πρέπει να του επιτρέπει να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της καταστάσεώς του και να λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη αποφάσεων που είναι δυνατόν να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του.».

4. Με τις εκτεθείσες στην προηγουμένη σκέψη (υπό 3) υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βιοϊατρική θεσπίζεται δικαίωμα του ασθενούς έναντι των αρμοδίων οργάνων των Νοσοκομείων όπως ενημερωθεί τόσο για την κατάσταση της υγείας του, το συγκεκριμένο είδος της ασθενείας του και την ανάγκη θεραπείας του όσο και για την θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου του και τους συναφείς κινδύνους, εκ του δικαιώματος δε τούτου απορρέει αντίστοιχη υποχρέωση των αρμοδίων οργάνων των Νοσοκομείων. Κατά μείζονα λόγο την υποχρέωση αυτή υπέχουν τα δημόσια Νοσοκομεία (ΝΠΔΔ), διεπόμενα από την νομοθεσία περί του Εθνικού Συστήματος Υγείας ως εκάστοτε ισχύει, εν όψει της εννόμου σχέσεως δημοσίου δικαίου μεταξύ αυτών και των ασθενών και των οριζομένων στο άρθρο 47 (παρ. 4) του Ν 2071/1992, στο πλαίσιο δε της συνταγματικώς επιβαλλόμενης μέριμνας του Κράτους για την υγεία των πολιτών, η προστασία της οποίας αποτελεί κατοχυρωμένο συνταγματικώς δικαίωμά τους (βλ. ΔΕφΑθ 2244/2009). Περαιτέρω, από τις προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται από τα αρμόδια όργανα των δημοσίων Νοσοκομείων η κατά βέβαιο και ασφαλή τρόπο ενημέρωση του ασθενούς, όπως και το να είναι αυτή πλήρης και ακριβής, προκειμένου να δυνηθεί ο ασθενής, όντας ενημερωμένος κατά βέβαιο και επαρκή τρόπο, όπως συναινέσει με επίγνωση στη διενέργεια ιατρικής πράξης προς αποκατάσταση της υγείας του. Κατά συνέπεια, η από τα αρμόδια όργανα των δημοσίων νοσοκομείων μη ενημέρωση του ασθενούς ή η πλημμελής ενημέρωσή του για την κατάσταση της υγείας του και την ανάγκη θεραπείας του συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, η οποία δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη αυτών προς αποζημίωσή του, κατ’ άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, εφ’ όσον υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παραλείψεως και της βλάβης που προκλήθηκε στην υγεία του ασθενούς ή του θανάτου του, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 2 (βλ. ΔΕφΑθ 2244/2009 και 1586/2009).

5. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις 31.8.1999 ο …, γεννηθείς το 1945, σύζυγος δε της πρώτης και πατέρας της δεύτερης των εκκαλουσών – εφεσίβλητων, προσήλθε στα Εξωτερικά Ιατρεία του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Νοσοκομείου και εξετάσθηκε από την ιατρό …, λόγω ενός εμφανισθέντος στην εξωτερική πλευρά του αριστερού του βραχίονα μορφώματος (σπίλου/«ελιάς»). Στις 19.10.1999 υποβλήθηκε, ως εξωτερικός ασθενής, σε επέμβαση αφαίρεσης του ως άνω μορφώματος στο χειρουργείο των Εξωτερικών Ιατρείων του Νοσοκομείου τούτου, το δε αφαιρεθέν δείγμα εστάλη στο Παθολογοανατομικό Εργαστήριο του ίδιου Νοσοκομείου για ιστολογική εξέταση. Το συμπέρασμα της ιστολογικής αυτής εξέτασης, όπως διατυπώνεται στο με χρονολογία 3.11.1999 διαγνωστικό έγγραφο της ιατρού του ανωτέρω Νοσοκομείου …, ήταν: «Μελάνωμα ευρισκόμενο στην κάθετη φάση ανάπτυξης σταδίου IV κατά Clark και βάθος διήθησης 4,5 χιλ. κατά Breslow. Ο όγκος αποτελείται κυρίως από ατρακτόμορφα κυτταρικά στοιχεία με μετρίου βαθμού εναπόθεση μελανίνης και εξελκώνει την επιδερμίδα. Έχει εξαιρεθεί σε υγιείς ιστούς. Συνιστάται ευρύτερη εκτομή». Σύμφωνα δε με το με αρ. πρωτ. …/1.10.2004 έγγραφο του Διοικητικού Δ/ντή του ίδιου Νοσοκομείου, τα ιατρικά διαγνωστικά έγγραφα παραμένουν σε ειδικό χώρο στα Εξωτερικά Ιατρεία του Νοσοκομείου και δίδονται στους ίδιους τους ασθενείς, κατόπιν γνωστοποιήσεως σ’ αυτούς του πιθανού χρόνου έκδοσής τους. Περαιτέρω, ο ανωτέρω ασθενής περί τα τέλη του 1999 μετέβη για επαγγελματικούς λόγους στην Ιταλία, όπου και του αφαιρέθηκαν τα ράμματα από την ως άνω χειρουργική αφαίρεση, τον δε Ιούλιο του έτους 2001 εισήχθη στο ανωτέρω Νοσοκομείο, στο oποίο και υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία θώρακος, βιοχημικές και αιματολογικές εξετάσεις, καθώς και σε νέα ιστολογική εξέταση. Επί της τελευταίας αυτής ιστολογικής εξέτασης εκδόθηκε το με χρονολογία 8.8.2001 διαγνωστικό έγγραφο της ως άνω ιατρού …, όπου αναφέρεται «υποτροπή μελανώματος αριστερού βραχίονα» και συμπέρασμα το εξής: «Εστία ατρακτοκυτταρικού μελανώματος εξ υποτροπής χωρίς εναπόθεση μελανίνης. Κατά το χόριο και υποδόριο του εξαιρεθέντος ιστοτεμαχίου ανευρέθη επίσης περιφερειακή εστία μδ: 0,5 εκ. πλησίον του ορίου εκτομής». Λόγω των πνευμονικών και εγκεφαλικών μεταστάσεων της νόσου αυτής του ανωτέρω ασθενούς (καρκίνου), υποβλήθηκε αυτός σε χημειοθεραπείες στο Νοσοκομείο «…» (βλ. το με χρονολογία 14.6.2002 έγγραφο της Α΄ Παθολογικής Κλινικής αυτού), όμως η ασθένειά του επιδεινώθηκε ραγδαία με αποτέλεσμα να αποβιώσει στις 24.3.2003 με αιτία θανάτου «καρδιακή ανακοπή – Ca πνεύμονα», σύμφωνα με τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου του. Ακολούθως, η πρώτη εκκαλούσα – εφεσίβλητη υπέβαλε στην Εισαγγελεία Πλημ/κών Αθηνών την από 10.5.2004 «μηνυτήρια αναφορά» κατά παντός υπευθύνου, λόγω της μη ενημερώσεως του θανόντος και αυτής προσωπικά, ως συζύγου του, από τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Νοσοκομείου, για το αποτέλεσμα της ανωτέρω, κατά το έτος 1999, ιστολογικής εξέτασης, με συνέπεια την μη έγκαιρη ιατρική αντιμετώπιση της προκειμένης νόσου του συζύγου της και, συνακολούθως, τον θάνατό του, επικαλούμενη, ειδικότερα, βαρύτατη αμέλεια των ανωτέρω ιατρών … και … όπως ενημερώσουν για την κατάσταση της υγείας του συζύγου της. Η ως άνω «μηνυτήρια αναφορά» απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την ΕΓ137-04/347/20Δ/2004 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, διότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των ανωτέρω δύο ιατρών ούτε άλλου οργάνου του Νοσοκομείου, καθ’ όσον η μεν ιατρός … αφαίρεσε με τοπική αναισθησία στις 19.10.1999 τον καρκινικό όγκο από τον αριστερό βραχίονα του ασθενή και απέστειλε το αφαιρεθέν μέρος στο Παθολογοανατομικό Τμήμα του Νοσοκομείου, οπότε ολοκληρώθηκε η ενασχόλησή της με το συγκεκριμένο περιστατικό, η δε έτερη ιατρός … διαβίβασε υπηρεσιακώς το αποτέλεσμα της ιστολογικής εξέτασης στα Εξωτερικά Ιατρεία του Νοσοκομείου, όπου όφειλαν να προσέλθουν ο ασθενής ή οι οικείοι, του, για να παραλάβουν το αποτέλεσμα της κρίσιμης βιοψίας, σύμφωνα με τις οδηγίες του σχετικώς χορηγουμένου στους ασθενείς πληροφοριακού εντύπου, που συνιστά τη συνήθη νοσοκομειακή πρακτική ενημέρωσης των ασθενών, ακολουθηθείσα και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Προσφυγή κατά της εν λόγω Διάταξης απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την 13/2005 Διάταξη της Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.

6. Ακολούθως, οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την με χρονολογία καταθέσεως 27.4.2004 αναγνωριστική αγωγή (κατόπιν μετατροπής του αιτήματός της σε αναγνωριστικό με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου τους δικηγόρου), με την οποία υποστήριξαν ότι, παρά την έκδοση στις 3.11.1999 του προαναφερθέντος εγγράφου της ιατρού …, με το οποίο διαγνώστηκε καρκίνος του δέρματος του προαναφερθέντος …, τα αρμόδια όργανα του προκειμένου Νοσοκομείου μη νομίμως παρέλειψαν να ενημερώσουν αυτόν και τις ίδιες προσωπικώς για την ανωτέρω νόσο του, καθότι είχαν υποχρέωση προς τούτο δυνάμει άτυπης σύμβασης ιατρικής αγωγής, η οποία υποχρεώνει τα όργανα του Νοσοκομείου σε πληροφόρηση του ασθενούς για την ασθένειά του και την προβλεπόμενη θεραπεία της, κατ’ επίκληση, ειδικότερα, βαρύτατης προς τούτο αμέλειας των ανωτέρω ιατρών … και …. Περαιτέρω, οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες υποστήριξαν ότι αποτέλεσμα της ως άνω παράνομης παράλειψης ήταν η μη έγκαιρη λήψη των απαραίτητων ιατρικών μέτρων για την αποφυγή της επιδείνωσης της υγείας του προκειμένου ασθενούς (μετάσταση της νόσου του στους πνεύμονες και στον εγκέφαλο) και, συνεπώς, ο θάνατός του, από τον οποίο προκλήθηκε σ’ αυτές έντονη ψυχική οδύνη, ώστε να υποστεί η πρώτη εκκαλούσα – εφεσίβλητη έμφραγμα του μυοκαρδίου και να υποβληθεί σε αγγειοπλαστική, αναγκασθείσα δε να εργάζεται για να συντηρεί τον εαυτό της και την κόρη της (δεύτερη εκκαλούσα – εφεσίβλητη), φοιτήτρια του ΤΕΙ Λαμίας, και, συνακολούθως, ότι προς ικανοποίηση της ως άνω ψυχικής οδύνης τους δικαιούται η καθεμία αυτών έναντι του Νοσοκομείου του ποσού των 1.000.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες προσκόμισαν, μεταξύ των άλλων, έγγραφα (άνευ χρονολογίας) του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», σύμφωνα με τα οποία η πρώτη εκκαλούσα – εφεσίβλητη εξετάστηκε στις 23.10.2007 στον ως άνω Νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από στεφανιαία νόσο ενός αγγείου και υποβλήθηκε σε επέμβαση αγγειοπλαστικής, καθώς και τις με αρ. 9586, 9587 και 9588/22.10.2008 ένορκες εξετάσεις τριών μαρτύρων (της …, της … και της …, αντίστοιχα) ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών …, σύμφωνα με τις οποίες προκλήθηκε στις εκκαλούσες – εφεσίβλητες έντονη ψυχική οδύνη από τον θάνατο του ανωτέρω …. Το εφεσίβλητο – εκκαλούν Νοσοκομείο υποστήριξε με το σχετικό του υπόμνημα ότι ουδεμία ευθύνη το βαρύνει, αφού σε όλους τους εξωτερικούς ασθενείς δίδεται έντυπο οδηγιών προκειμένου να πληροφορηθούν για το αν είναι έτοιμη η σχετική ιατρική διάγνωση, στο οποίο και επισημαίνεται ότι τις διαγνωστικές απαντήσεις θα τις παραλάβουν οι ίδιοι οι ασθενείς από τα Εξωτερικά Ιατρεία, τέτοιο δε έντυπο δόθηκε και στον ασθενή …, ο οποίος, συνεπώς, ευθύνεται αποκλειστικά για τη μη ενημέρωσή του σχετικά με το αποτέλεσμα της προκειμένης ιστολογικής εξέτασης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, το εφεσίβλητο – εκκαλούν Νοσοκομείο προσκόμισε έντυπα υπό τον τίτλο «Οδηγίες στον ασθενή που θα υποβληθεί σε επέμβαση με τοπική αναισθησία», μη φέροντα χρονολογία ούτε υπογραφή του προκειμένου ασθενούς, στα οποία διαλαμβάνεται ότι για να πληροφορηθούν οι ασθενείς αν είναι έτοιμη η διαγνωστική απάντηση πρέπει να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς με το Νοσοκομείο, στον συγκεκριμένα αναφερόμενο αριθμό τηλεφώνου, τριάντα (30) περίπου ημέρες μετά την επέμβαση (εξέταση) και, εν συνεχεία, να προσέλθουν για την παραλαβή της στα Εξωτερικά Ιατρεία του Νοσοκομείου.

7. Επί της ανωτέρω αγωγής το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 13096/2009 απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι μεταξύ του ασθενούς, ήδη αποβιώσαντος …, και του προκειμένου Νοσοκομείου συνήφθη μια άτυπη σύμβαση ιατρικής αγωγής, περιλαμβάνουσα και την ενημέρωση του ασθενούς για το αποτέλεσμα της κατά το έτος 1999 ιστολογικής εξέτασής του, έκρινε ότι το ανωτέρω Νοσοκομείο δεν έπρεπε να αρκεσθεί στον συνήθη τρόπο ενημέρωσης των ασθενών, με την παράδοση σ’ αυτούς του σχετικού πληροφοριακού εντύπου οδηγιών, εντύπου που δόθηκε και στον εν λόγω ασθενή, αλλά είχε την νόμιμη υποχρέωση να προβεί μέσω της Γραμματείας των Εξωτερικών Ιατρείων του στην αναζήτηση και ενημέρωση αυτού για την διαπιστωθείσα με την ανωτέρω ιστολογική εξέταση επικινδυνότητα της καταστάσεώς της υγείας του και την ανάγκη ιατρικής αντιμετώπισής της νόσου του, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας, τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, από δε την παράλειψη των οργάνων του προκειμένου Νοσοκομείου να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους αυτή στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας τους. Περαιτέρω, με την ίδια δικαστική απόφαση διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διακριβωθεί αν η ανωτέρω παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με την επιδείνωση της υγείας του προαναφερθέντος ασθενούς, συγκεκριμένα δε αν η έγκαιρη ενημέρωσή του και η άμεση αντιμετώπιση της νόσου του θα μπορούσε, με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, να είχε ως αποτέλεσμα την θεραπεία του ή την επιβράδυνση της συγκεκριμένης εξελίξεως της νόσου του. Σε εκτέλεση της δικαστικής αυτής αποφάσεως (κατόπιν αντικαταστάσεως των αρχικώς ορισθέντων πραγματογνωμόνων / σχετικές οι 4815/2010 και 2296/2011 αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου), συντάχθηκε από τον τελικώς ορισθέντα πραγματογνώμονα …, ιατρό παθολόγο-ογκολόγο, η από 27.8.2012 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης», κατατεθείσα στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου, στην οποία διαλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «…Ο κ. … υπεβλήθη σε χειρουργική εξαίρεση δερματικής βλάβης αριστερού βραχίονα… στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου «…». Βάσει της ιστολογικής εξέτασης επρόκειτο για μελάνωμα σταδίου IV κατά Clark και άθος ανάπτυξης 4,5 mm κατά Breslow. Η εξαίρεση του μορφώματος ήταν ολική, με υγιή χειρουργικά όρια. Η παρουσία εξέλκωσης στην επιφάνεια της εξαιρούμενης βλάβης χωρίς την συνεξαίρεση και εξέταση των επιχώριων λεμφαδένων, χαρακτηρίζει τον ασθενή με το ΤΝΜ σύστημα σταδιοποίησης ως ανήκοντα σε IIC (Τ4β, Ν0, Μ0)… Βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας και της επιδημιολογικής καταγραφής του επιπολασμού, θνητότητας και επιβίωσης των ασθενών πασχόντων εκ μελανώματος για το στάδιο IIC (Τ4β, Ν0, Μ0) θεωρείται ότι η μονοετής επιβίωση κυμαίνεται από 93-96% ενώ η πενταετής από 56-58%. Η ογκολογική πρακτική κατηγοριοποιεί ως υποψηφίους με ισχυρά ένδειξη για συμπληρωματική θεραπεία τους ασθενείς με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Α. διηθημένοι επιχώριοι λεμφαδένες, Β. αυξημένου πάχους όγκοι (> 4mm), Γ. πάχος 2 mm-4mm με εξέλκωση, Δ. πάχος >4mm με εξέλκωση. Υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω κατηγορίες ασθενών που φέρουν τα συγκεκριμένα ιστολογικά χαρακτηριστικά ενδέχεται να ωφεληθούν από τη χορήγηση συμπληρωματικής θεραπείας κυρίως ιντερφερόνης α (IFN-α) + άλλων κυτταροτοξικών παραγόντων. Θεωρείται δε ότι οι ασθενείς σταδίου IIC (Τ4β Ν0, Μ0) έχουν 30-50% πιθανότητα εμφανίσεως τοπικής υποτροπής ή απομακρυσμένης μετάστασης στην πενταετία ακόμα και μετά την λήψη συμπληρωματικής αγωγής με ιντερφερόνη α σε αποδεκτό διάστημα 8 περίπου εβδομάδων μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής πράξης ολικής εξαιρέσεως της κακοήθους βλάβης. Σημειώνεται ότι η ένδειξη αναφέρεται στους ασθενείς που πληρούν τα κριτήρια εκτίμησης δυσμενών προγνωστικών παραγόντων, οι οποίοι ενδεχομένως συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες αποκόμισης οφέλους από την συμπληρωματική μετά το χειρουργείο χορήγηση χημειοθεραπευτικής αγωγής. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αναγκαιότητα εκτίμησης των πιθανών κινδύνων από τη χορήγηση χημειοθεραπευτικής αγωγής και να αξιολογείται επαρκώς η σχέση οφέλους – κόστους επί υπάρξεως συνοσηρότητας στον ασθενή από άλλα νοσήματα που καθιστούν δυσχερή ή λίαν αυξημένου κινδύνου το σκεπτικό χορήγησης χημειοθεραπείας… Σκεπτικό πραγματογνωμοσύνης: Α. πρώτη χειρουργική εξαίρεση της βλάβης στο ΝΠΔΔ «…» – Ο …υπεβλήθη στα εξωτερικά ιατρεία της Χειρουργικής Κλινικής του ΝΠΔΔ «…» για την αντιμετώπιση του βασικού του προβλήματος: μόρφωμα αριστερού βραχίονα σε ολική εξαίρεση και ιστολογική εξέταση αυτού με χορήγηση τοπικής αναισθησίας… Η προεγχειρητική διαδικασία… εξελίχθηκε ομαλώς και επιστημονικά ορθώς… Η ύπαρξη του εντύπου οδηγιών προετοιμασίας του ασθενούς για τη διενέργεια της συγκεκριμένης χειρουργικής εξαίρεσης από τους εμπλεκόμενους ιατρούς, φαίνεται ότι ήταν πλήρως διαφωτιστική, άκρως λεπτομερειακή και κατατοπιστική και διασφάλισε τους καλύτερους όρους – προϋποθέσεις για την ομαλή και ανεμπόδιστη διεξαγωγή της συγκεκριμένης χειρουργικής πράξης. Η μη αναφερόμενη σε όλα τα σχετικά έγγραφα, έντυπα, ενστάσεις και μηνυτήριες αναφορές παρουσίαση επιπλοκών από το χειρουργικό τραύμα σε όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την καθυστερημένη αφαίρεση των ραμμάτων από ιατρό της αλλοδαπής δηλώνει μια ομαλή μετεγχειρητική πορεία… Προκαλεί πραγματικά εντύπωση πως σε ένα τόσο καλά συνταχθέν έντυπο οδηγιών προς τον ασθενή δεν κατέστη σαφές και ενδελεχώς κατανοητό η έγκαιρη προσέλευσή του για αναζήτηση και ενημέρωση για το αποτέλεσμα της ιστολογικής εξέτασης. Όταν όλες οι λοιπές οδηγίες του εντύπου φαίνεται ότι έχουν τηρηθεί… Η συνέχεια της περιγραφής από την κλινική πορεία της νόσου του ασθενούς έχει ως ακολούθως: – Πλήρης έλλειψη συμπτωμάτων και σημείων ως την άνοιξη του 2001, υπαινικτικά υποτροπής της κακοήθους νόσου του εξαιρεθέντος μελανώματος το 1999. – Αν και αναφέρεται στην μηνυτήρια αναφορά η διαπίστωση μικρού εσωτερικού σπίλου στη διαδρομή της χειρουργικής ουλής από τον ασθενή (άνοιξη του 2001), εκ νέου παρατηρείται λίαν επιμηκυσμένο διάστημα (Ιούλιος 2001) για την προσέλευση προς εξέταση και αντιμετώπιση της νεοεμφανιζόμενης βλάβη. – Η νεοεμφανισθείσα βλάβη από την άνοιξη του 2001 εξαιρείται τελικώς χειρουργικώς την 23.7.2001 και διαπιστώνεται ιστολογικώς η υποτροπή του μελανώματος εντός του ίδιου χειρουργικού πεδίου του αριστερού βραχίονα. – Εκ παραλλήλου στο ίδιο χρονικό διάστημα ο ασθενής υποβάλλεται σε σχετικές απεικονιστικές εξετάσεις – αξονική τομογραφία, όπου, βάσει των σχετικών γνωματεύσεων διαπιστώνεται η ύπαρξη οζωδών τύπου βλαβών του πνεύμονα, ως επί σχετικών κακοήθων βλαβών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ: Ο ασθενής … χειρουργήθηκε καλώς στα εξωτερικά ιατρεία του ΝΠΔΔ «…» για την βασική του πάθηση «μόρφωμα αριστερού βραχίονα». Δεν έλαβε εγκαίρως την ιστολογική εξέταση του αφαιρεθέντος μορφώματος και δεν υπεβλήθη σε σχετική ογκολογική συμβουλευτική για το ενδεχόμενο πιθανής ωφέλειας εκ της λήψεως συμπληρωματικής χημειοθεραπείας ως η ιστολογική εξέταση ενδείκνυε. Η λήψη συμπληρωματικής θεραπείας που θα έδινε ωστόσο βάσει βιβλιογραφικών δεδομένων την πιθανότητα μείωσης των κινδύνων υποτροπής τοπικής ή συστηματικής της νόσου του δεν φαίνεται, υπολογισθέν ως διάστημα ελεύθερο νόσου (11/1999 έως 8/2001), να απέχει από αυτό που ο ίδιος και χωρίς τη λήψη της με όλο το συνεπακόλουθο κίνδυνο τοξικότητας εξ αυτής βίωσε στο ανωτέρω μεσοδιάστημα. Στην ογκολογική πρακτική όλες οι κλινικές μελέτες και αναφορές βασίζονται πάντα σε όρους όπως πιθανότητα, ρίσκο, διάστημα ελεύθερο νόσου μονοετείς, πενταετείς επιβιώσεις με τη λήψη ή όχι προτεινόμενων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων ή συνδυασμό τους. Στα ερωτήματα: – Θάνατος οφείλεται σε ενέργεια ή παράλειψη του εγκαλούμενου ως και – Ποιά θα ήταν η ενδεδειγμένη εκ μέρους του ώστε να μην επέλθει ο θάνατος, δεν μπορώ να διαβλέψω ενέργεια ή μείζονα παράλειψη καθαρά στην πρακτική τους εγκαλούμενου για την τέλεση αντιμετώπισης του ασθενούς. Η εγχειρητική του πρακτική και τεχνική ήταν σωστή και αρμόζουσα στον πρώτο και στον δεύτερο χρόνο. Ερωτηματικό εγείρεται στην μη έγκαιρη προσέλευση και ενημέρωση του ασθενούς για την εκτίμηση και ογκολογική συμβουλευτική της άγνωστης ιστολογικώς βλάβης του αριστερού του βραχίονα. Ερωτηματικό εγείρεται στην μη ιστολογική προσέγγιση των βλαβών με κακοήθη χαρακτηριστικά του πνεύμονα προκειμένου να καθίσταται ευκρινής η ιστολογία των κυττάρων και να διευκολυνθεί περαιτέρω η επιλογή των χημειοθεραπευτικών παραγόντων αντιμετώπισης. Ερωτηματικό εγείρεται στην ανακολουθία πιστοποιητικών της νόσου του ασθενούς και πιστοποίησης αιτίας θανάτου από διαφορετικής φύσεως νεόπλασμα». Με βάση την ανωτέρω έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, κρίθηκε, με την ήδη εκκαλουμένη 9056/2013 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως των οργάνων του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Νοσοκομείου να ενημερώσουν τον προαναφερθέντα ασθενή για την διαπιστωθείσα με την κατά το έτος 1999 ιστολογική εξέταση δυσμενή κατάσταση της υγείας του και της συγκεκριμένης εξελίξεως της υγείας του, συγκεκριμένα δε ότι ναι μεν δεν προκύπτει ότι εάν ο ασθενής ελάμβανε έγκαιρα θεραπευτική αγωγή θα καθίστατο απολύτως υγιής, πλην, όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι θα μπορούσε να επιβιώσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι επιβίωσε τρία (3) έτη και τέσσερεις (4) μήνες περίπου μετά την κατά το έτος 1999 αρχική αφαίρεση του σπίλου αντί του ιατρικώς προβλεπομένου χρονικού διαστήματος της πενταετίας για τους μισούς περίπου ασθενείς με την ίδια νόσο ή και. ενδεχομένως, πέραν της πενταετίας, με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, για το υπόλοιπο 50% περίπου των ασθενών με τη νόσο αυτή (42-46%). Κρίθηκε, επίσης, με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η ως άνω αιτιώδης συνάφεια δεν διακόπηκε από την συνυπαιτιότητα του προαναφερθέντος ασθενούς για την προκειμένη επιδείνωση της υγείας του, ο οποίος είχε ενημερωθεί με το σχετικό έντυπο οδηγιών από τα όργανα του προκειμένου Νοσοκομείου, όπως κρίθηκε με την ανωτέρω προδικαστική απόφαση. Εν όψει τούτων και κατ’ εκτίμηση των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε η προκειμένη αδικοπραξία, του βαθμού της ευθύνης των οργάνων του Νοσοκομείου, της συνυπαιτιότητας του θανόντος, της ηλικίας αυτού κατά τη χρονολογία του θανάτου του (58 ετών), των οικογενειακών δεσμών των εκκαλουσών – εφεσίβλητων με τον θανόντα και της επικοινωνίας τους μ’ αυτόν, κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Νοσοκομείου να καταβάλει σε κάθε μία των εκκαλουσών – εφεσίβλητων το ποσό των 15.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση σ’ αυτό της αγωγής τους (χρονολογία επιδόσεως 25.9.2008), ως εύλογη αποζημίωσή τους για την ψυχική οδύνη την οποία κατά τα ανωτέρω υπέστησαν.

8. Ήδη, το μεν ανωτέρω Νοσοκομείο ζητεί με την έφεσή του, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το σχετικό του υπόμνημα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως για τους λόγους ότι, α) εσφαλμένα κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται παράνομη παράλειψη των οργάνων του όπως ενημερώσουν τον προκείμενο ασθενή για την κατάσταση της υγείας του και την ανάγκη θεραπευτικής αγωγής του, καθ’ όσον είχε αυτός ενημερωθεί για την παραλαβή του αποτελέσματος της κατά το έτος 1999 ιστολογικής του εξέτασης μέσω του δοθέντος στον ίδιο σχετικού πληροφοριακού εντύπου οδηγιών και, επομένως, δεν υπήρχε λόγος αναζητήσεώς του προς ενημέρωσή του, κατ’ επίκληση της ανωτέρω Διάταξης της Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών (της ΕΓ137-04/347/20Δ/2004), καθώς και της ανωτέρω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης (της από 27.8.2012), με την οποία, κατά τα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν Νοσοκομείο, ουδεμία σχετική ευθύνη αποδόθηκε στα όργανά του, β) εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι η έγκαιρη ενημέρωση του προκειμένου ασθενούς θα απέτρεπε τον θάνατό του από την συγκεκριμένη νόσο του. Αντιθέτως, η σύζυγος και η κόρη του ανωτέρω ασθενούς, ήδη θανόντος, ζητούν με την συνεκδικαζόμενη αντίθετη έφεσή τους, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το σχετικό τους υπόμνημα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης καθ’ ο μέρος δέχθηκε συνυπαιτιότητα του ασθενούς, επιδικάζοντας, συνακολούθως, σ’ αυτές μειωμένη χρηματική αποζημίωση, για τον λόγο ότι εσφαλμένα κρίθηκε η παράδοση από τα όργανα του Νοσοκομείου πληροφοριακού εντύπου οδηγιών στον προκείμενο ασθενή για να παραλάβει το αποτέλεσμα της σχετικής ιστολογικής εξέτασής του, καθ’ όσον ουδέποτε αυτός παρέλαβε τέτοιο έντυπο, τα δε πρωτοδίκως προσκομισθέντα σχετικά έντυπα οδηγιών δεν φέρουν χρονολογία και, ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται η καθιέρωσή τους για την ενημέρωση των ασθενών του Νοσοκομείου τον κρίσιμο χρόνο.

9. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη σκέψη (σκέψη 4), τα όργανα των δημοσίων Νοσοκομείων υποχρεούνται όπως ενημερώνουν τους ασθενείς τους κατά βέβαιο και επαρκή τρόπο για την κατάσταση της υγείας τους και την ανάγκη θεραπευτικής αγωγής τους, στο πλαίσιο της μεταξύ των μερών αυτών υφισταμένης εννόμου σχέσεως δημοσίου δικαίου. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας κατ’ αρχήν δεν προκύπτει ότι δόθηκε στον ασθενή και ήδη θανόντα … από τα όργανα του διαδίκου Νοσοκομείου το σχετικώς επικαλούμενο απ’ αυτό έντυπο οδηγιών για την ενημέρωσή του σχετικά με την παραλαβή του αποτελέσματος της κατά το έτος 1999 ιστολογικής του εξετάσεως, δοθέντος, προεχόντως, ότι δεν προκύπτει η ενυπόγραφη παραλαβή από τον εν λόγω ασθενή τέτοιου εντύπου, χωρίς δε να συνάγεται η παραλαβή του απ’ αυτόν εκ μόνου του γεγονότος ότι κατά τη συνήθη πρακτική του Νοσοκομείου ανάλογα έντυπα δίδοντο τον κρίσιμο χρόνο στους ασθενείς του, ακόμη και αν τούτο θεωρηθεί ως αληθές, μη δεσμευομένου του Δικαστηρίου από την αντίθετη σχετική κρίση της ανωτέρω Εισαγγελικής Διατάξεως. Επειδή, επιπροσθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει η από τα αρμόδια όργανα του διαδίκου Νοσοκομείου αναζήτηση του ανωτέρω ασθενούς, προκειμένου να ενημερώσουν αυτόν για το αποτέλεσμα της σχετικής ιστολογικής εξετάσεώς του και την ανάγκη θεραπευτικής αγωγής του, όπως, άλλωστε, και το ίδιο το Νοσοκομείο παραδέχεται στην έφεσή του. Εν όψει τούτων και δεδομένου ότι με την προαναφερθείσα, επικαλουμένη από το διάδικο Νοσοκομείο, Εισαγγελική Διάταξη απερρίφθη η σχετική μηνυτήρια αναφορά των αντιδίκων του για τον λόγο και μόνο ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των οργάνων του, ενώ με την επίσης επικαλουμένη απ’ αυτό προαναφερθείσα έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης κρίθηκε αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μη ενημερώσεως του ανωτέρω ασθενούς και της από τεχνική (ιατρική) άποψη επιδεινώσεως της υγείας του, στοιχειοθετείται στην εξεταζομένη περίπτωση παράλειψη των οργάνων του Νοσοκομείου όπως ενημερώσουν τον προκείμενο ασθενή για την κατάσταση της υγείας του και την ανάγκη θεραπευτικής αγωγής του, χωρίς δε να συντρέχει συνυπαιτιότητα του ασθενούς, κατ’ απόρριψη ως αβασίμου του σχετικώς προβαλλομένου στην έφεση του Νοσοκομείου λόγου και κατά παραδοχή του προβαλλομένου στην έφεση των αντιδίκων του σχετικού λόγου. Επειδή, εξ άλλου, ο έτερος προβαλλόμενος στην έφεση του Νοσοκομείου λόγος, ο οποίος προαναφέρθηκε (σκέψη 8 υπό β), είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε ανακριβή προϋπόθεση, δεδομένου ότι με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε, με βάση την προαναφερθείσα έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όχι ότι η έγκαιρη ενημέρωση του ασθενούς και η συνακόλουθη άμεση θεραπευτική αγωγή του θα απέτρεπε τον θάνατό του από την προκειμένη νόσο του αλλά ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη ενημερώσεώς του αυτής και της επιβιώσεώς του για χρονικό διάστημα μικρότερο του ιατρικώς προσδόκιμου (δυνατότητα επιβιώσεώς του για μια πενταετία ή, ενδεχομένως, και πέραν αυτής, αντί της επιβιώσεώς του για τρία έτη και τέσσερεις περίπου μήνες).

9. [ενν. 10] Εν όψει των ανωτέρω, λαμβάνοντας δε υπ’ όψη και συνεκτιμώντας, α) τα περιστατικά και τον βαθμό βαρύτητας της προκειμένης αδικοπραξίας, ειδικότερα δε την λόγω της αδικοπραξίας αυτής επιδείνωση της υγείας του ασθενούς και το μειωμένο, σε σχέση με το ιατρικώς προσδόκιμο για την συγκεκριμένη νόσο του, χρονικό διάστημα επιβιώσεώς του, κατά τα προεκτεθέντα, και β) τον από τον θάνατο του ασθενούς έντονο βαθμό ψυχικού άλγους των αντιδίκων του Νοσοκομείου, λόγω των στενών οικογενειακών δεσμών αυτών με τον θανόντα (σύζυγος και κόρη, αντιστοίχως) και της μεταξύ τους αγάπης και επικοινωνίας, ως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. και τις σχετικές ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις / σκέψη 5) και δεν αμφισβητείται από το διάδικο Νοσοκομείο, δεδομένης και της ηλικίας του θανόντος (58 ετών το έτος θανάτου του), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Νοσοκομείου όπως καταβάλει στις αντιδίκους του το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στην καθεμία αυτών, ως εύλογη χρηματική αποζημίωση για την κατά τα ανωτέρω ψυχική τους οδύνη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση σ’ αυτό της αγωγής (χρονολογία επιδόσεως 25.9.2008), κατά μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως.

10. [ενν. 11] Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει η μεν έφεση του Νοσοκομείου να απορριφθεί ως αβάσιμη, η δε αντίθετη έφεση των αντιδίκων του να γίνει δεκτή και να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ – Ν 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), να αποδοθεί δε στις εκκαλούσες το σχετικώς καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ).

[Απορρίπτει την έφεση του «… Νοσοκομείου Αθηνών – …». Δέχεται την έφεση των: …. Μεταρρυθμίζει την 9056/2013 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *