Με την υπό κρίση έφεση, ο εκκαλών ζητά παραδεκτώς την εξαφάνιση της 13346/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 12.12.2011 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και 57, 932 Α.Κ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εξαιτίας της παράνομης, όπως υποστηρίζει, προσαγωγής και κράτησής του στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, για χρονικό διάστημα άνω των τριών ωρών στις 6.5.2010. Ειδικότερα, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του π.δ.141/1991, του ν. 2800/2000 και του ν.δ. 3365/1955, δεν αιτιολόγησε την ανυπαρξία πραγματικής αιτίας της προσαγωγής και της κράτησής του καθώς και εσφαλμένα έκρινε ως νόμιμη την κράτηση και τη διάρκεια αυτής. Λαμβάνοντας υπόψη, τα εκτεθέντα γεγονότα το Δικαστήριο κρίνει ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση περί ανυπαρξίας παρανομίας στις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων, τόσο για την προσαγωγή όσο και για την κράτηση του εκκαλούντος. Και τούτο διότι, αν και μεταξύ των καθηκόντων αυτών, ήτοι της πρόληψη διάπραξης εγκληματικών ενεργειών, προβλέπεται η προσαγωγή και η κράτηση ατόμων που δεν επέδειξαν, κατά τον έλεγχο, αστυνομική ταυτότητα, ώστε να εξακριβωθούν τα στοιχεία τους, όμως, η προσαγωγή και η κράτηση του εκκαλούντος, χωρίς να αμφισβητείται η επίδειξη της αστυνομικής του ταυτότητας κατά τη διάρκεια του ελέγχου, υπερέβη τα όρια των νόμιμων καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων, περί πρόληψης αξιόποινων πράξεων και εξασφάλιση δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών. Η προσαγωγή και κράτηση αυτού επί τρίωρο, όπως δεν αμφισβητείται από το καθ’ ου, δεν συνέτρεξε κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης ή κατά τη διάρκεια επεισοδίων, αλλά οφείλεται μόνο στην υπόνοια ότι ο εκκαλών επρόκειτο να συμμετάσχει στις ταραχές και τα επεισόδια που ακολούθησαν. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Επίσης, δικάζοντας την από 12.12.2011 αγωγή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) οι ανωτέρω κριθείσες ως μη νόμιμες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων εμπόδισαν τον εκκαλούντα να ασκήσει το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα του συνέρχεσθαι ήτοι να συμμετάσχει στην ένδικη συγκέντρωση, β) συνέπεια δε των ανωτέρω, ήτοι της προσαγωγής και της κράτησής του, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας αυτής, ήταν ότι υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, κρίνει ότι δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ως προς το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη, τις συνθήκες της προσβολής της προσωπικότητας του εκκαλούντος, το είδος και την ένταση αυτής, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθώς και το γεγονός ότι ο εκκαλών δεν επικαλείται κανένα στοιχείο που να ασκεί επιρροή στο ύψος του ποσού αυτής, κρίνει ότι το ποσό των 1.000 ευρώ είναι εύλογο και προσήκον.

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 15ο Μονομελές

Με δικαστή την Αικατερίνη Κεφαλάκη, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα την Καλλιόπη Κοκκίνη, δικαστική υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την από 5.11.2019 (αριθ. καταχ. …/5.12.2019 ) έφεση:

τoυ … …, κατοίκου Αθηνών (οδός … αρ. …), ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Φαρμακίδη Μάρκου,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Μαρία Λάττα με δήλωση στη γραμματεία κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. έντυπο … e-Παράβολο) ο εκκαλών ζητά παραδεκτώς την εξαφάνιση της 13346/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 12.12.2011 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και 57, 932 Α.Κ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εξαιτίας της παράνομης, όπως υποστηρίζει, προσαγωγής και κράτησής του στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, για χρονικό διάστημα άνω των τριών ωρών στις 6.5.2010.

2. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων αν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση και εφόσον στην αγωγή περιέχεται αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης με βάση τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 932 του ΑΚ, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η προβλεπόμενη δε από την ως άνω διάταξη ευθύνη του Δημοσίου, η οποία είναι αντικειμενική, μη εξαρτώμενη δηλαδή από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του ζημιώσαντος οργάνου, γεννάται, ιδίως, όταν παραλείπονται τα προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις των οργάνων αυτών, τα οποία επιβάλλονται από την κείμενη, εν γένει, νομοθεσία και τους κανονισμούς, από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια να επιδικάσει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη και να καθορίσει το ύψος αυτής, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιον του. Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι ιδίως η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος και το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος (άρθρο 300 ΑΚ), οι συνθήκες της προσβολής, το είδος, η ένταση και οι συνέπειές της, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του ζημιωθέντος ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο που προβάλλει ο ενάγων ή προκύπτει από τις αποδείξεις και ασκεί επιρροή -αυξητικά ή μειωτικά- στο ύψος του ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, αποτελεί νόμιμο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία διαλαμβάνεται καθ’ ερμηνείαν της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Το ύψος δε της χρηματικής ικανοποίησης αυτό καθαυτό και ανεξάρτητα από τα νόμιμα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη κατά τον προσδιορισμό του σχετικού ποσού υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται η διάταξη αυτή του ΑΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από την εν λόγω διάταξη εξουσίας του (ΣτΕ 2372, 1033/2019, 483/2018, 1123/2015, 4133/2011 7μ κ.ά.). Εξάλλου, κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ είναι ο χρόνος της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό.

3. Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: « Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. …», ενώ στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α΄, β΄ και στ΄ του ν. 1481/1984 (Α152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1590/1986 (Α49) ορίζεται ότι: «1. Με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης μπορεί, και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, α) να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία, την έδρα, τις αρμοδιότητες και την αντιστοιχία των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης, β) να αναδιαρθρώνονται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται υφιστάμενες υπηρεσίες και να συνιστώνται νέες,…στ) να ρυθμίζονται θέματα άσκησης αρμοδιότητας, αντιστοιχίας ιεραρχίας και μισθού προς τους στρατιωτικούς του στρατού ξηράς, προσόντων, διαδικασίας επιλογής, τοποθετήσεων, εντοπιότητας, μεταθέσεων, κρίσεων, προαγωγών, ορίου ηλικίας, αποστρατείας και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνομικού προσωπικού. ζ) …». Κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων εκδόθηκε το π.δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Α58), στο άρθρο 74 του οποίου ορίζεται ότι: «1. Αποστολή του αστυνομικού σκοπού είναι η επαγρύπνηση για κάθε θέμα που ενδιαφέρει την αστυνομία. Είναι το κυριότερο όργανο με το οποίο η οικεία Υπηρεσία ενημερώνεται για κάθε αντικείμενο της αρμοδιότητάς της. … 15. Ο αστυνομικός σκοπός, ως προς την τήρηση της τάξης και ασφάλειας έχει τα ακόλουθα, κυρίως, καθήκοντα: α. Αγρυπνεί για την πρόληψη κάθε εγκλήματος … θ. Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περισσοτέρων και της συμπεριφοράς του δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μη παραμένουν σ’ αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν…» και στο άρθρο 93 ότι: «1. Η προληπτική ενέργεια αποτελεί το πρώτιστο καθήκον της Ελληνικής Αστυνομίας. Αποσκοπεί στην πρόληψη των αξιόποινων πράξεων και δυστυχημάτων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών. 2. Η κατασταλτική ενέργεια εκδηλώνεται σε περιπτώσεις τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης αξιόποινων πράξεων … και αποσκοπεί στη ματαίωση των αξιοποίνων πράξεων …». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 62 του ως άνω ν. 1481/1984 δεν καταργήθηκαν, ως μη αντιβαίνουσες στις διατάξεις του, μεταξύ άλλων και οι διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 2 του ν.δ. 3365/1955 «Περί Κώδικος του Σώματος της Ελληνικής (Βασιλικής) Χωροφυλακής» (Α-257) σύμφωνα με το οποίο: «Όστις προσκαλούμενος εγγράφως ή προφορικώς παρ’ Αξιωματικού ή Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού της Χωρ/κής αμελήση να προσέλθη εις το Κατάστημε της Χωρ/κης προς εξέτασιν επί υποθέσεως αφορώσης την Αστυνομίαν ή την Ασφάλειαν ή την Δημόσιαν υγείαν, προσάγεται δυνάμει εντάλματος βιαίας προσαγωγής, εκδιδομένου υπό του καλούντος… τιμωρούμενος άμα με κράτησιν ή πρόστιμον.».

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 11 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. 2. Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται ή αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, στο ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α41) ορίζεται, στο άρθρο 1 ότι: «Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, έχει ως αποστολή: α. Την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης. β. Την προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας…..», στο δε άρθρο 8 ότι : «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την Επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2… 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές… 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων…». Από το συνδυασμό των διατάξεων του π.δ. 141/1991 καθώς και του ν. 2800/2000 συνάγεται ότι το Κράτος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει τα έννομα αγαθά των πολιτών και να διασφαλίζει την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων τους. Μεταξύ δε των συνταγματικώς προστατευόμενων ατομικών δικαιωμάτων είναι και εκείνο του συνέρχεσθαι, με βάση το οποίο οι πολίτες δύνανται να συμμετέχουν ελεύθερα σε πορείες και διαδηλώσεις, το δικαίωμα όμως αυτό πρέπει να ασκείται ειρηνικώς και χωρίς όπλα. Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 2800/2000 και του π.δ. 141/1991, οι σχετικές με την αποστολή και τα καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, ως εκ τούτου δε, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Τέτοια δε υποχρέωση προς αποζημίωση μπορεί να στοιχειοθετηθεί, ειδικότερα, στην περίπτωση που τα αστυνομικά όργανα, υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της ανατεθειμένης σε αυτά εξουσίας και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας στερήσουν από τους πολίτες από την ενάσκηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, δια της λήψεως ακατάλληλων ή υπερβολικών προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση και περαιτέρω αποτροπή εγκλημάτων κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεως ή πορείας (πρβλ. ΣτΕ 1677/2008, 1491/2010).

5. Επειδή, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την από 12.12.2011 αγωγή του, ο ήδη εκκαλών υποστήριξε ότι στις 6.5.2010, ημέρα Πέμπτη και περί ώρα 17:30, εκινείτο από την οδό Ερεσσού στα Εξάρχεια προς την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) με κατεύθυνση το χώρο των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών, ώστε να συμμετάσχει στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που είχαν διοργανώσει στο κέντρο της Αθήνας οι Γ.Σ.Ε.Ε. και η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. και άλλες κοινωνικές ομάδες, ενάντια στα μέτρα οικονομικής λιτότητας που είχε διακηρύξει η Κυβέρνηση. Μόλις βρέθηκε στη συμβολή των οδών Σόλωνος και Ασκληπιού, άνδρες της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης (Υ.Α.Τ.) τον ανάγκασαν να σταματήσει και να σταθεί μαζί με άλλους, επιτηρούμενους από άνδρες της Υ.Α.Τ., πολίτες. Μετά από επίμονες ερωτήσεις του ενημερώθηκε από τον επικεφαλής της διμοιρίας Υ.Α.Τ. ότι επρόκειτο να προσαχθεί. Εν συνεχεία, αν και κατά τους ισχυρισμούς του, επέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, προσάχθηκε τελικώς στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, όπου και αφέθηκε ελεύθερος μετά από περίπου τρεις ώρες στις 21.40 της ίδιας ημέρας. Ύστερα δε από σχετικό γραπτό του αίτημα έλαβε το με αριθμό 1016/53/157-γ΄/28.05.2010 αντίγραφο βιβλίου συμβάντων του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας σύμφωνα με το οποίο «… σας γνωρίζουμε ότι την προσαγωγή σας την 06.05.2010, έκρινε η Α-524 Διμοιρία Αποκατάστασης Τάξης και τη μεταφορά σας στην Υπηρεσία μας διενήργησε ο Υπαρχιφύλακας … … …», ενώ του εγχειρίστηκε και το 1016/53/157-α΄/23.05.2010 απόσπασμα βιβλίου αδικημάτων σύμφωνα με το οποίο «Αναφέρεται ότι απογευματινές ώρες 06.05.2010, στα πλαίσια προγραμματισμένων συγκεντρώσεων … πραγματοποιήθηκαν πορείες … κατά τις οποίες έλαβαν χώρα επιθέσεις εναντίον αστυνομικών. Κατόπιν τούτου προσήχθησαν στην Υπηρεσία μας … οι: α) … κθ) … … … Από τον αρχειακό έλεγχο ουδέν προέκυψε εις βάρος τους…». Επίσης, λίγες ημέρες πριν από το ως άνω περιστατικό και συγκεκριμένα στις 29.4.2010 και ώρα 14:50 στη συμβολή των οδών Ιπποκράτους και Ναυαρίνου, ακινητοποιήθηκε από περιπολικό της Άμεσης Δράσης και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, απ’ όπου μετά από την παρέλευση μίας ώρας αφέθηκε ελεύθερος. Με την αγωγή αυτή υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας έδρασαν εν προκειμένω παρανόμως, καθώς αν και επέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, εντούτοις προσάχθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και στο Α.Τ. Εξαρχείων, όπου και κρατήθηκε στερούμενος την ελευθερία του. Συνεπεία δε των παράνομων προσαγωγών του, παρεμποδίστηκε στην άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Τα ανωτέρω γεγονότα πρόσβαλαν την προσωπικότητά του και εξαιτίας αυτών υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με την 8003/14/280-α΄/26.04.2018 έκθεση απόψεων και το υπόμνημα, πρόβαλε ότι στα συλλαλητήρια-συγκεντρώσεις που έλαβαν χώρα τις απογευματινές ώρες στις 6.5.2010 στο κέντρο της Αθήνας σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια από άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου, τα οποία επιτέθηκαν κατά των αστυνομικών δυνάμεων τα οποία ελάμβαναν μέτρα τάξης, με συνέπεια να συλληφθούν πέντε άτομα και να πραγματοποιηθούν πενήντα προσαγωγές στην Ασφάλεια Αττικής. Ως εκ τούτων, ελήφθησαν από την Αστυνομία, στα πλαίσια του προληπτικού της ρόλου, όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, με αποτέλεσμα να αποτραπεί η γενίκευση των επεισοδίων και εν τέλει να διασφαλιστούν στο μέγιστο βαθμό δικαιώματα και έννομα αγαθά. Μεταξύ δε των μέτρων αυτών συγκαταλέγεται και η προσαγωγή του ήδη εκκαλούντος, ο οποίος οδηγήθηκε στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής στις 17:40 της 6.5.2010 και αποχώρησε στις 21:10 της ίδιας ημέρας. Εξάλλου, στις 29.4.2010 προσάχθηκε και κρατήθηκε στο Α.Τ. Εξαρχείων δεδομένου ότι ένεκα του χρόνου, του τόπου και των επιμέρους περιστάσεων και της εν γένει συμπεριφοράς του δημιουργούσε υπόνοιες διάπραξης εγκληματικών ενεργειών, για χρονικό διάστημα τριάντα λεπτών. Υποστήριξε δε ότι η εν λόγω προσαγωγή δεν αποτελεί παρανομία που να θεμελιώνει ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση, καθώς επιπλέον, δεν έχει προκύψει σε βάρος των αστυνομικών που τον προσήγαγαν οιαδήποτε κατηγορία, ούτε διενεργήθηκε σχετικώς κάποια Ε.Δ.Ε. Τέλος, πρόβαλε ότι η προσαγωγή του και στις δύο περιπτώσεις δεν συνιστά κράτηση αλλά προσωρινή παραμονή με στόχο αποκλειστικά την εξακρίβωση της δικαστικής του ταυτότητας, ενώ το χρονικό διάστημα της παραμονής του υπό κράτηση βρίσκεται σε αναλογία με τις περιστάσεις και τα περιγραφόμενα στην αγωγή περιστατικά, ώστε από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε προσβολή της προσωπικότητάς του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση με την αιτιολογία ότι, εφόσον κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεως ή πορείας υπάρχει η υπόνοια τέλεσης ή τελούνται από μερίδα συμμετεχόντων εγκλήματα, η προσαγωγή ατόμων στην αρμόδια αστυνομική διεύθυνση για τη διερεύνηση της ταυτότητάς τους αποτελεί νόμιμο μέτρο, αφενός διαφύλαξης της ανεμπόδιστης άσκησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνέρχεσθαι, αφετέρου αποτροπής διαταράξεως της κοινωνικοοικονομικής ζωής πέραν του αναγκαίου για την πραγματοποίηση της συναθροίσεως μέτρου, ότι ανεξάρτητα – της συνταγματικά ανεκτής από άποψη εξουσιοδοτικής διάταξης – της πρόβλεψης στο άρθρο 75 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.Δ. 141/1991 της αρμοδιότητας των αστυνομικών οργάνων περί προσαγωγής, η τελευταία προβλέπεται και στο, ισχύον, άρθρο 115 παρ. 2 του Ν.Δ. 3365/1955, ότι στη συγκέντρωση της 6.5.2010, πράγματι, έλαβαν χώρα ταραχές και επεισόδια για τα οποία, ορθώς εν τέλει, ελήφθησαν εκτός από κατασταλτικά και προληπτικά μέτρα, μεταξύ των οποίων και προσαγωγές για την εξακρίβωση της δικαστικής ταυτότητας ατόμων, και ότι η τρίωρη διάρκεια της παραμονής του ήδη εκκαλούντος στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, ενόψει του αριθμού των προσαχθέντων αλλά και των γενικότερων περιστάσεων (συλλήψεις λόγω επεισοδίων στην συγκέντρωση) δεν υπερβαίνει τον εύλογο και αναγκαίο χρόνο που απαιτείται για τη διερεύνηση των απαραίτητων στοιχείων ταυτότητας, ποινικού μητρώου, εκκρεμών ποινικών διώξεων κλπ, ενώ η παραμονή του στο Α.Τ. Εξαρχείων δεν υπερέβη τον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη διακρίβωση του εάν ο ενάγων διώκεται ή τυγχάνει σεσημασμένος, έκρινε δε ότι η προσαγωγή του ενάγοντος-εκκαλούντος έλαβε χώρα στα πλαίσια των νόμιμων καθηκόντων των αστυνομικών δυνάμεων και δεν κείται, εκτός των ακραίων ορίων της εξουσίας που τους ανατέθηκε να προστατεύουν τη δημόσια τάξη και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, ώστε ουδεμία παράνομη ενέργεια εκ των περιγραφόμενων στην αγωγή έλαβε χώρα.

6. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του π.δ.141/1991, του ν. 2800/2000 και του ν.δ. 3365/1955, δεν αιτιολόγησε την ανυπαρξία πραγματικής αιτίας της προσαγωγής και της κράτησής του καθώς και εσφαλμένα έκρινε ως νόμιμη την κράτηση και τη διάρκεια αυτής. Λαμβάνοντας υπόψη, τα ως άνω εκτεθέντα γεγονότα το Δικαστήριο κρίνει ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση περί ανυπαρξίας παρανομίας στις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων, τόσο για την προσαγωγή όσο και για την κράτηση του εκκαλούντος. Και τούτο διότι, αν και μεταξύ των καθηκόντων αυτών, ήτοι της πρόληψη διάπραξης εγκληματικών ενεργειών, προβλέπεται η προσαγωγή και η κράτηση ατόμων που δεν επέδειξαν, κατά τον έλεγχο, αστυνομική ταυτότητα, ώστε να εξακριβωθούν τα στοιχεία τους, όμως, η προσαγωγή και η κράτηση του εκκαλούντος, χωρίς να αμφισβητείται η επίδειξη της αστυνομικής του ταυτότητας κατά τη διάρκεια του ελέγχου, υπερέβη τα όρια των νόμιμων καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων, περί πρόληψης αξιόποινων πράξεων και εξασφάλιση δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών. Η προσαγωγή και κράτηση αυτού επί τρίωρο, όπως δεν αμφισβητείται από το καθού, δεν συνέτρεξε κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης ή κατά τη διάρκεια επεισοδίων, αλλά οφείλεται μόνο στην υπόνοια ότι ο εκκαλών επρόκειτο να συμμετάσχει στις ταραχές και τα επεισόδια που ακολούθησαν. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση.

7. Επειδή, δικάζοντας την από 12.12.2011 αγωγή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) οι ανωτέρω κριθείσες ως μη νόμιμες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων εμπόδισαν τον εκκαλούντα να ασκήσει το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα του συνέρχεσθαι ήτοι να συμμετάσχει στην ένδικη συγκέντρωση, β) συνέπεια δε των ανωτέρω, ήτοι της προσαγωγής και της κράτησής του, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας αυτής, ήταν ότι υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, κρίνει ότι δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη, τις συνθήκες της προσβολής της προσωπικότητας του εκκαλούντος, το είδος και την ένταση αυτής, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθώς και το γεγονός ότι ο εκκαλών δεν επικαλείται κανένα στοιχείο που να ασκεί επιρροή στο ύψος του ποσού αυτής, κρίνει ότι το ποσό των 1.000 ευρώ είναι εύλογο και προσήκον.

8. Επειδή, κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και δικάζοντας την αγωγή, να κάνει αυτή εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 1.000 ευρώ, να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο κατ’ άρθρο 277 παρ.9 Κ.Δ.Δ. και κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων να απαλλαγεί το καθού από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την 13346/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διατάζει να αποδοθεί στον εκκαλούντα το καταβληθέν παράβολο.

Δικάζοντας την από 12.12.2011 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, του εκκαλούντος- ενάγοντος.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΦΑΛΑΚΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ