ΕφΠειρ 5/2021: Τα δικαστικά πρόσωπα εντάσσονται στην έννοια του τρίτου για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης
Προσβολή προσωπικότητας προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση• για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του• στην έννοια του τρίτου εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων• κριτήρια καθορισμού ύψους χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης:

5/ 2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών), Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή, Ελένη Τοπούζη Εφέτη και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι αντίθετες εφέσεις α) από 25.9.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/ 2019 και β) από 27.9.2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2019, κατά της με αρ. 2508/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (κατ’ άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1β, 518 § 1, 520 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 30.8.2019 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή …, στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε), οι δε κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν στις 27.9.2019 (την ίδια ημέρα) στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κι έχουν κατατεθεί τα αντίστοιχα παράβολα, κατ’ άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ (βλ. τα με αρ. … και … e – παράβολα τα οποία εξοφλήθηκαν όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά τραπεζικά έγγραφα). Πρέπει συνεπώς να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, συνεκδικαζόμενες γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο α΄ εφέσεως εξέθετε στην από 15.10.2018 (αρ.καταθ. …/…/2018 αγωγή του επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι ο εναγόμενος Δικηγόρος εν ενεργεία και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο β΄ εφέσεως, με τις από 5.2.2015 έγγραφες εξηγήσεις του στον Πταισματοδίκη Πειραιώς, τις οποίες προσκόμισε ως σχετικό έγγραφο, με τις προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκαση της υπ’ αρ. καταθ. …/2018 αγωγής του εναντίον αυτού (νυν ενάγοντος), ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδή και δυσφημιστικά γεγονότα ως προς το πρόσωπο αυτού και προέβη επιπλέον σε εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος του, όπως ειδικότερα εξειδικεύονται στο δικόγραφο της (αγωγής), των οποίων έλαβαν γνώση ο Πταισματοδίκης, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, οι αρμόδιοι γραμματείς και οι Δικαστές που χειρίζονται την υπόθεση εξαιτίας των οποίων προσβλήθηκε η προσωπικότητα του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο επιτόκιο της επιδικίας (ΑΚ 346 εδ. 2) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει παρόμοιες εκφράσεις και ισχυρισμούς, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 € κι επιπλέον διέταξε τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον κάθε ανάλογη επίκληση, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις εφέσεις τους, ως άνω υπό στοιχεία (α) και (β) αντίστοιχα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν ενάγων και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο α΄ εφέσεως να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ανωτέρω αγωγή του ο δε εναγόμενος και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο β΄ εφέσεως να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, όπως ειδικότερα εκτίθεται στις εφέσεις, αντιστοίχως.

Με τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 4055/2012, ορίζεται ότι “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι νόμιμος τόκος είναι πλέον ο αυξημένος τόκος επιδικίας, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε καταψηφιστική ή αναγνωριστική αγωγή, καθώς αφορά κάθε χρηματική απαίτηση, που άγεται ενώπιον Δικαστηρίου, είτε ζητείται η καταψήφισή της, είτε η αναγνώρισή της, με παρεπόμενο αίτημα νομίμων τόκων, ενώ για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής απαιτείται ρητό αίτημα του εναγομένου και εύλογη αντιδικία (ΑΠ 1465/2019, ΑΠ 1114/2018, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών – ενάγων με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του καταβολής τόκων επιδικίας ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι η αγωγή δεν περιέχει καταψηφιστικό αίτημα. Ο λόγος αυτός της έφεσης, είναι με βάση τα όσα εκτέθηκαν βάσιμος, δεδομένου ότι τόκος επιδικίας οφείλεται και από την επίδοση αναγνωριστικής αγωγής. Σημειώνεται ότι και υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς (άρθρο 346 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικ. από το ν.4055/2012) η αναγνωριστική αγωγή αποτελούσε όχληση του οφειλέτη, ώστε να είναι αφετηρία τοκοδοσίας (ΑΠ 1207/2017 οπ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας γεννάται αξίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ., που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου, κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (ΑΠ 352/2020, ΑΠ 1926/2019, ΑΠ 841/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 688/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, αντιθ. ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1272/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 640/2019, ΑΠ 690/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Επίσης, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν αυτά σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό (ΑΠ 841/2019, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583. ΑΠ 871/2007, ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 1462/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 § 1 περ. α – δ του ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στο άρθρο 362 του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή της περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ωστόσο, κατά την § 2 του άρθρου 367 ΠΚ, η προαναφερόμενη άρση του άδικου χαρακτήρα της προσβολής με δυσφήμηση ανατρέπεται, αν από τον τρόπο που έλαβαν χώρα οι δυσφημιστικές δηλώσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός έκφρασης καταφρόνησης από τον προσβολέα προς εκείνον που προσβάλλεται, περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγόμενου από τη διάταξη του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης τής προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Απλές κρίσεις και γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το αδίκημα της εξύβρισης όχι όμως εκείνο της (απλής ή συκοφαντικής) δυσφήμησης (ΑΠ 15/2018, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1078/2015, ΑΠ 849/2015, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 532/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24).

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, εν ενεργεία Δικηγόρος, άσκησε σε βάρος του ενάγοντος την με αρ. κατ. …/2018 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (νέα τακτική διαδικασία), με την οποία επικαλούμενος ότι ο ενάγων είχε προσβάλει την προσωπικότητά του με την από 15.9.2014 αναφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων, που είχε υποβάλει σε βάρος του (ΑΒΜ …/…) και ζήτησε να υποχρεωθεί ο ενάγων (εκεί εναγόμενος) να του καταβάλει το ποσό των 300.000 €. Με τις από 17.9.2018 προτάσεις του, που κατατέθηκαν πριν τη συζήτηση της αγωγής του (με βάση τις προθεσμίες του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το ν. 4335/2015) επικαλέστηκε και προσκόμισε τις από 5.2.2015 έγγραφες εξηγήσεις του προς την Πταισματοδίκη Πειραιώς, με τις οποίες απαντούσε στην αναφορά του (εδώ) ενάγοντος. Στις εξηγήσεις αυτές ανέφερε τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς και ισχυρισμούς για τον ενάγοντα «… αυτού του επικίνδυνου δικομανή» (2η παρ. 1ης σελ. των εξηγήσεων), «της μανιώδους και αθεράπευτης δικομανίας του» (μέσον 2ης σελ. των εξηγήσεων), «ο εν λόγω δικομανής» (τέλος 2ης σελ. των εξηγήσεων), «Είναι νορμάλ αυτός ο άνθρωπος ή ψυχικά διαταραγμένος; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ισχύει το δεύτερο και θα πρέπει με τη συνδρομή όλων μας να αποπεμφθεί όσον το δυνατό συντομότερα από τον χώρο της δικαιοσύνης» (αρχή προς μέσον 3ης σελ. των εξηγήσεων), «μόνος του αυτοπροσδιορίζεται, αφού με όλα αυτά που κάνει σε βάρος των πάντων (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών γραμματέων) νοιώθει φαίνεται σαν «χαφιές» (μετά το μέσον 3ης σελ. των εξηγήσεων), «ο εν λόγω δικομανής» (τέλος 6ης σελ. των εξηγήσεων), «ομολογουμένως ανισόρροπη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ως άνω εγκαλών» (4η-5η σειρά 8ης σελ. των εξηγήσεων), «ενδεικτικό και αυτό της ανισόρροπης κατάστασης» (9η σειρά 8ης σελ. των εξηγήσεων), «πρόκειται κατά τα ανωτέρω για ανισόρροπη κατάσταση» (17η-18η σειρά 8ης σελ. των εξηγήσεων), «ο άνθρωπος αυτός είναι δικομανής και “βουτηγμένος” στο ψέμα και τη συκοφαντία» (μέσον 10ης σελ. των εξηγήσεων), «ΕΠΕΙΔΗ το φαινόμενο … δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά, ο άνθρωπος δε αυτός είναι και στέλεχος (όπως προκύπτει από προσαγόμενο σχετικό) της …, η οποία αποτελεί και εγκληματική οργάνωση …» (τέλος 8ης σελ. των εξηγήσεων), «Αντίγραφο εξώδικης διαμαρτυρίας … την οποία έχει αναρτήσει σε site του …, επίσημο site της …, της οποίας προφανώς και είναι στέλεχος, η οποία έχει κριθεί ως εγκληματική οργάνωση» (μέσον 9ης σελ. των εξηγήσεων). Ο ενάγων στην αναφορά του (την οποία είχε απευθύνει και κατά του …) αναφερόταν, σε σχέση με τον εναγόμενο, σε πλημμελή εκτέλεση Δικηγορικών καθηκόντων, ανακρίβειες σε μετάφραση Αγγλικού κειμένου, πλημμελείς βεβαιώσεις γνησίου υπογραφής και σε κατάθεση του ως μάρτυρα. Ο εναγόμενος στις έγγραφες εξηγήσεις του, όπου περιέλαβε και τους επίμαχους χαρακτηρισμούς, απαντώντας, ανέφερε ότι κύριο μέλημα του ενάγοντος ήταν να καταθέτει μηνύσεις και αγωγές κατά πάντων (παραθέτοντας και ονόματα Δικηγόρων κατά των οποίων είχε υποβάλει μηνύσεις) ότι είχε μετατρέψει μία αστική διαφορά με τον … σε δικαστικό σήριαλ 12 ετών και ότι στη συνέχεια στράφηκε σε βάρος του ενάγοντος, πληρεξούσιου Δικηγόρου του προαναφερθέντος (…), αρχικά με μήνυση σε βάρος του, στη συνέχεια καταμαρτυρώντας σε βάρος του ατασθαλίες, ως προς τα γραμμάτια προείσπραξης, και βεβαίωση γνησίου υπογραφής, παραπτώματα για τα οποία ο εναγόμενος παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, από τα οποία όμως απαλλάχθηκε τελεσίδικα. Πράγματι η αντιδικία του ενάγοντος με τον εναγόμενο έχει γεννηθεί με αφορμή τη δικαστική διαμάχη που χρονολογείται από το έτος 2003 μεταξύ του ενάγοντος και του …, ομοίως Δικηγόρου, του οποίου ο εναγόμενος διετέλεσε πληρεξούσιος Δικηγόρος. Ειδικότερα, σχετικά με τον … υπάρχουν 56 δικογραφίες στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς με μηνυτή τον ενάγοντα (βλ. ενδεικτ. και τις με αρ. 541/2011, 269/2011, 684/2011, 735/2014, 42/2015, 489/2016, 258/2018 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και τις με αρ. 933/2017, 594/2017, 354/2017, 1034/2013, 1852/2012, 1222/2011 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου πλημμελημάτων Πειραιώς, καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του, κυρίως για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης). Αντίστοιχα, ο …, και σε ορισμένες περιπτώσεις ο εναγόμενος, από το έτος 2003 μέχρι και σήμερα, έχουν ασκήσει κατά του ενάγοντος, 65 δικόγραφα ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά, και 16 δικόγραφα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, καθώς και πλήθος μηνύσεων. Ο ενάγων, εκτός από την επίδικη αναφορά σε βάρος του εναγόμενου (από 15.9.2014 ΑΒΜ …) έχει υποβάλει σε βάρος αυτού και άλλες αναφορές – εγκλήσεις κυρίως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΒΜ Μ …), όπως και άλλες εγκλήσεις (βλ. ενδεικτ. την από 17.12.2012 εξώδικη δήλωση και τις με αρ. 284/2017 και 50/2018 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, επί αντίστοιχων εγκλήσεων, αθωωτικές για τον εναγόμενο) και τις με αρ. καταθ. …/2018 και …/2018 αγωγές στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς για προσβολή της προσωπικότητάς του. Ο εναγόμενος έχει ασκήσει σε βάρος του ενάγοντος στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, τις με αρ.πρωτ. …/2017, …/2014, …/2015, …/2017, αγωγές και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, τις με αρ. καταθ. …/2015, …/2016, με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικών ποσών ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, ορισμένες από τις οποίες έχουν γίνει εν μέρει δεκτές σε πρώτο βαθμό (βλ. την με αριθμό 3727/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς την πρώτη και τις με αρ. 4140/2018, 4254/2017 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Σημειωτέον ότι η ανωτέρω με αρ. κατ. …/2018 αγωγή του τελευταίου (όπου προσκομίστηκαν οι από 5.2.2015 εξηγήσεις του) έχει γίνει δεκτή εν μέρει με την με αρ. 297/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ωστόσο, ανεξαρτήτως αν την αντιδικία ξεκίνησε ο ενάγων και ποιός προσέφευγε κάθε φορά πρώτος σε μήνυση – αγωγή για να απαντήσει ο άλλος, η άσκηση τέτοιου πλήθους ένδικων βοηθημάτων, υπερβαίνει το συνήθως λογικά αναμενόμενο και εν γένει εύλογο μέτρο προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, ώστε ο χαρακτηρισμός «δικομανής» να δικαιολογείται στην εν λόγω περίπτωση. Όμως ο εναγόμενος δεν αρκέστηκε στον άνω χαρακτηρισμό, αλλά προσέθεσε και τις εξής φράσεις : «… αυτού του επικίνδυνου δικομανή»…, «της μανιώδους και αθεράπευτης δικομανίας του»…, «Είναι νορμάλ αυτός ο άνθρωπος ή ψυχικά διαταραγμένος; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ισχύει το δεύτερο και θα πρέπει με τη συνδρομή όλων μας να αποπεμφθεί όσον το δυνατό συντομότερα από τον χώρο της δικαιοσύνης»… «ομολογουμένως ανισόρροπη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ως άνω εγκαλών»… «ενδεικτικό και αυτό της ανισόρροπης κατάστασης»… «πρόκειται κατά τα ανωτέρω για ανισόρροπη κατάσταση …». Με τους άνω χαρακτηρισμούς ο εναγόμενος δεν επικαλείται απλώς το αληθές γεγονός ότι η διαφορά του ενάγοντος – εναγόμενου και του … έχει απασχολήσει με υπερβολικό τρόπο την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά υπονοεί ευθέως ότι ο ενάγων πάσχει από ψυχοπαθολογική κατάσταση («ανισόρροπη κατάσταση»). Είναι γεγονός ότι άτομα που πάσχουν από παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας, με συμπτώματα έντονης καχυποψίας, επιθετικότητας, εκδικητικότητας και έλλειψης εμπιστοσύνης στους γύρω τους, παρουσιάζουν και δικομανία (http://www.psychologist.com.gr/diataraches-prosopikotitas/articles/ti-einai-i-paranoeidis-diatarachi-kai-pos-antimetopizetai.html), όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε πολίτης που προσφεύγει στη δικαιοσύνη (που αποτελεί συνταγματικό του δικαίωμα), έστω και με υπερβολικό τρόπο, πάσχει από διαταραχή προσωπικότητας. Συνεπώς οι άνω χαρακτηρισμοί – αξιολογικές κρίσεις (δεν πρόκειται για γεγονότα, βλ. ΑΠ 192/2018), που υπονοούν ότι πάσχει η ψυχική υγεία του ενάγοντος, είναι προσβλητικοί για την τιμή και υπόληψη αυτού και συνιστούν το αδίκημα της εξύβρισης. Περαιτέρω ο εναγόμενος ανέφερε στις έγγραφες εξηγήσεις του για τον ενάγοντα και τα εξής : «ΕΠΕΙΔΗ το φαινόμενο … δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά, ο άνθρωπος δε αυτός είναι και στέλεχος (όπως προκύπτει από προσαγόμενο σχετικό) της … η οποία αποτελεί και εγκληματική οργάνωση…», «Αντίγραφο εξώδικης διαμαρτυρίας … την οποία έχει αναρτήσει σε site του …, επίσημο site της …, της οποίας προφανώς και είναι στέλεχος, η οποία έχει κριθεί ως εγκληματική οργάνωση». Ο εναγόμενος αναφέρεται καταρχήν στο πραγματικό γεγονός της ανάρτησης στην ιστοσελίδα «…» στις 22.8.2011 κειμένου – εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος απευθυνόμενο προς τις Ανώτατες Αρχές της Χώρας, (Πρωθυπουργό κτλ), στην οποία ο ίδιος διαμαρτυρόταν για την παραχώρηση δημόσιων χώρων (ΟΑΚΑ -ΣΕΦ) σε μουσουλμάνους, για τον εορτασμό του ραμαζανιού, με το σχόλιο (από την ιστοσελίδα) «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει και όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει» και επικεφαλίδα «Μια εξαιρετική πρωτοβουλία ενός αδελφού μας που ευχόμαστε να γίνει παράδειγμα προς μίμηση από όλους μας». Η ανάρτηση όμως αυτή δεν σημαίνει δίχως άλλο, ότι ο συντάκτης της εξώδικης διαμαρτυρίας ενάγων γνώριζε ή πολύ περισσότερο επεδίωξε την εν λόγω ανάρτηση, ενόψει του ότι ο διαχειριστής της ιστοσελίδας μπορεί να δημοσιεύσει οποιοδήποτε κείμενο εν αγνοία του συντάκτη του, αναφέροντας την πηγή αυτού. Το ίδιο κείμενο προσκομίζεται από τον ενάγοντα (από την ιστοσελίδα htt.1….), όπου στο τέλος αυτού φαίνεται καθαρά η πηγή του (ΠΗΓΗ: …), δηλαδή το κείμενο αυτό του ενάγοντος προέρχεται από άλλη ιστοσελίδα με έμφαση στο θρησκευτικό περιεχόμενο (όπως φανερώνει και η χρήση του όρου «αδελφού μας» στην επικεφαλίδα) και δεν δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο «…». Επομένως, ενόψει των προαναφερθέντων σχετικά με την ανωτέρω ανάρτηση στην ιστοσελίδα «…», ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι ο ενάγων είναι στέλεχος της …, (που συνιστά πραγματικό γεγονός) είναι αναληθής και δυσφημιστικός για τον ενάγοντα, με δεδομένο ότι κατά βουλευτών – στελεχών του άνω πολιτικού κόμματος έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, τη δε αναλήθεια αυτού γνώριζε ο εναγόμενος. Περαιτέρω οι αναφορές του εναγόμενου «μόνος του αυτοπροσδιορίζεται, αφού με όλα αυτά που κάνει σε βάρος των πάντων (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών γραμματέων) νοιώθει φαίνεται σαν «χαφιές» (μετά το μέσον 3ης σελ. των εξηγήσεων) και «είναι βουτηγμένος στο ψέμα και τη συκοφαντία» (μέσον 10ης σελ. των εξηγήσεων), τυγχάνουν προφανώς προσβλητικές για την προσωπικότητα του ενάγοντος στοιχειοθετώντας το αδίκημα της εξύβρισης. Μάλιστα, των παραπάνω μειωτικών της τιμής του ενάγοντος χαρακτηρισμών και του ανωτέρω αναληθούς ισχυρισμού, που περιλαμβανόταν στις από 15.2.2015 έγγραφες εξηγήσεις του εναγόμενου, έλαβε γνώση ο Πταισματοδίκης, ο Εισαγγελέας που χειρίστηκε την δικογραφία επί της αναφοράς του ενάγοντος, οι Δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που χειρίστηκαν τη δικογραφία επί της με αρ. καταθ. …/2018 αγωγής του εναγόμενου, όπου οι έγγραφες εξηγήσεις προσκομίστηκαν ως σχετικό έγγραφο και οι αρμόδιοι Γραμματείς. Οι ανωτέρω, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, παρά το θεσμικό τους χαρακτήρα, εμπίπτουν στην έννοια του τρίτου, ενώπιον του οποίου διαδίδονται τα δυσφημιστικά γεγονότα, και ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του εναγόμενου – εκκαλούντος [της (β) έφεσης, περ. α του πρώτου λόγου της έφεσης] πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, όπως ήδη εκτέθηκε η με αρ. καταθ. …/2018 αγωγή του εναγόμενου για την σε βάρος του αναφορά του ενάγοντος (στο πλαίσιο της οποίας προσκομίστηκαν οι από 15.2.2015 έγγραφες εξηγήσεις, που περιείχαν τις επίμαχες εκφράσεις και ισχυρισμούς), έγινε εν μέρει δεκτή με την με αρ. 297/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αναγνωρίστηκε ότι ο ενάγων οφείλει να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 2.000 ευρώ, λόγω του ότι με την άνω αναφορά έβλαψε την τιμή και υπόληψη του εναγόμενου, εξαιτίας δυσφήμησής του. Όμως τα όσα ισχυρίστηκε ο εναγόμενος με τις άνω έγγραφες εξηγήσεις του περί δήθεν σχέσης του ενάγοντος με τη «…», είναι άσχετα με την υπόθεση και μη αναγκαία για την υπεράσπισή του επί της αναφοράς του ενάγοντος και έγιναν με σκοπό την τρώση της τιμής και υπόληψης αυτού, όπως και οι επίμαχοι χαρακτηρισμοί περί «κακόβουλης δικομανίας, ανισόρροπης κατάστασης, είναι βουτηγμένος στο ψέμα κτλ.». Ο εναγόμενος – εκκαλών [της (β) έφεσης] με το δεύτερο λόγο της έφεσής του παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιγή την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που είχε παραδεκτά προβάλλει με τις προτάσεις του, επικαλούμενος ότι ο ενάγων, ενώ είχε λάβει γνώση από τις 14.2.2015 των εγγράφων εξηγήσεων αυτού με την με αρ. …/2015 εισαγγελική διάταξη, καθυστέρησε 4 χρόνια να ασκήσει την επίδικη αγωγή κι ενώ δεν παρέλειπε να ασκεί σε βάρος του μηνύσεις και αγωγές χωρίς λόγο. Τα περιστατικά όμως που εκθέτει ο εναγόμενος, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, καθώς μόνη η καθυστέρηση για την άσκηση της επίδικης αγωγής, χωρίς πρόσθετες περιστάσεις, που ανάγονται στην συμπεριφορά του ενάγοντος (ως προς την επίδικη αγωγή), δεν καθιστούν αυτή καταχρηστική. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε έστω και σιγή την ένσταση αυτή δεν έσφαλε και θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της (β) έφεσης ως αβάσιμος. Σημειώνεται τέλος ότι ο ενάγων δεν υπέβαλε την ένσταση ότι προέβη στις συγκεκριμένες αναφορές για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματός του (άρθρο 367 § 1 ΠΚ), που ούτως ή άλλως δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης ή εξύβρισης (ΑΠ 192/2018). Κατόπιν αυτών αποδείχθηκε ότι με τις επίδικες αναφορές, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος, η προσβολή αυτή ήταν παράνομη και υπαίτια και ότι προκλήθηκε από αυτήν ηθική βλάβη σε αυτόν, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, ώστε ο ενάγων να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, το είδος και την έκταση αυτής, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και ιδίως το γεγονός ότι η προσβολή αυτή είχε συγκεκριμένο και περιορισμένο κύκλο αποδεκτών (της Πταισματοδίκου Πειραιώς, του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, των αρμοδίων γραμματέων, καθώς και των Δικαστών, που χειρίζονται και που πρόκειται να χειριστούν την υπόθεση) και άρα περιορισμένο κοινωνικό αντίκτυπο, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) €, που κρίνεται εύλογο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η αντιδικία των διαδίκων συνεχίζεται, (παρά τη διενέργεια κάποιων προσπαθειών για επίλυση αυτής που δεν ευοδώθηκαν) καθώς υπάρχουν πολλές ακόμα εκκρεμείς αστικές και ποινικές δίκες μεταξύ τους και εξακολουθούν να ανταλλάσσουν εξώδικες δηλώσεις και δικόγραφα κρίνεται ότι είναι βάσιμος ο κίνδυνος επανάληψης ανάλογων προσβολών από πλευράς εναγόμενου στο μέλλον, ώστε θα πρέπει να υποχρεωθεί ο τελευταίος να παραλείπει στο μέλλον τους περιεχόμενους στην αγωγή ή ανάλογους, εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, σε βάρος του ενάγοντος, με απειλή χρηματικής ποινής 2.000 € και προσωπική κράτηση 1 μηνός για την περίπτωση παράβασης της απόφασης (άρθρο 947 ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 64/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία (ηθική βλάβη) έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (1ο) της υπό στοιχείο (β) έφεσης. Συνακόλουθα οι εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, όσον αφορά τους ανωτέρω λόγους τους αντιστοίχως, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, αφού δε η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, η ένδικη από 15.10.2018 (αρ.καταθ. …/2018) αγωγή πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως εξής: α) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) €, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής. β) να υποχρεωθεί ο τελευταίος να παραλείπει στο μέλλον τους περιεχόμενους στην αγωγή ή ανάλογους, εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, σε βάρος του ενάγοντος, με απειλή χρηματικής ποινής δύο χιλιάδων (2.000) € και προσωπικής κράτησης ενός (1) μηνός για την περίπτωση παράβασης της απόφασης. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου της ως άνω υπό στοιχείο β΄ εφέσεως, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος της ως άνω υπό στοιχείο β΄ εφέσεως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου των εφέσεων, που κατατέθηκαν για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις: α) από 25.9.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/ 2019 και β) από 27.9.2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2019, κατά της με αριθμό 2508/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 15.10.2018 (αρ. καταθ. …/ 2018) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον τους περιεχόμενους στην αγωγή ή ανάλογους, εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς σε βάρος του ενάγοντος.

ΑΠΕΙΛΕΙ χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και προσωπική κράτηση (1) ενός μηνός για την περίπτωση παράβασης της προηγούμενης διάταξης της απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων των εφέσεων (με αρ. … και … e – παράβολα) στους καταθέσαντες αντίστοιχα – εκκαλούντες.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 3.9.2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτη, Ελένης Τοπούζη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες και με την Γραμματέα, Ελένη Τσίτου χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 5.1.2021