Σχέδια πόλεων. Αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923, κατά το άρθρο 20 του Ν.Δ. της 17-7-1923. Έναρξη της προθεσμίας άσκησης αίτησης
ακύρωσης από τη γνώση ή την κοινοποίηση της αποφάσεως και όχι από τη δημοσίευσής της στο ΦΕΚ. Δεν είναι νοητή η αναγνώριση ως κοινοχρήστου χώρου εδαφικής λωρίδας μη προβλεπόμενης στο ρυμοτομικό σχέδιο, έστω και αν προηγουμένως είχε αφεθεί με ιδιωτική βούληση σε κοινή χρήση, εκτός όσων δημιουργήθηκαν εντός σχεδίου πόλεως πριν από την 16.1.1924. Αρμοδίως η πράξη αναγνώρισης εκδίδεται από το νομάρχη εφόσον πρόκειται για εντοπισμένη τροποποίηση και αφορά σε οδό απέχουσα 650 μέτρα από την ακτή και μη ευρισκόμενη σε περιοχή υπαγόμενη σε καθεστώς προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Δεν απαιτείτο προηγούμενη κλήση σε ακρόαση των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών. Η σχετική διαπιστωτική απόφαση του νομάρχη πρέπει να αιτιολογείται. Πλημμελώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης

 

 

Αριθμός 1420/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Ιω. Μαντζουράνης, Μ. Γκορτζολίδου, Αντ. Ντέμσιας, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.

Για να δικάσει την από 22 Νοεμβρίου 2002 αίτηση:

των: 1) -10) κατοίκων όλων Πατρών Ν. Αχαϊας (………………..) πλην του ογδόου που είναι κάτοικος Δημοτικού Διαμερίσματος (πρώην Κοινότητας) Λουσικών, οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας και ήδη Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Καρέλα (Α.Μ. 16585), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

και κατά των παρεμβαινόντων : Α) Δήμου Πατρέων Ν. Αχαΐας, ο οποίος δεν παρέστη και Β)1) – 6)……………. …. (…………………), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Μυλωνά (Α.Μ. 3984), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 7793/7.6.2002 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας (ΦΕΚ 564/8.7.2002 τ. Δ΄).

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων που παρέστησαν δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Γκορτζολίδου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α΄ υπ’ αριθμ. 267559, 267561 και 267562 του έτους 2002).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 7793/07.06. 2002 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας (Δ΄ 564/08.07.2002), με την οποία, μετά την από 16.04.2002 αίτηση της ………………….., αναγνωρίσθηκε, κατ’ άρθρο 20 παρ. 4 του Ν.Δ. της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων» (Α΄ 228), ως προϋπάρχουσα του έτους 1923 η οδός Ολυμπίας που βρίσκεται στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του δήμου Πατρών.

3. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 263/2008 απόφασή του το Τμήμα, υπό πενταμελή σύνθεση, παρέπεμψε την υπό κρίση αίτηση στην επταμελή σύνθεσή του προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της ενάρξεως της προθεσμίας προσβολής με αίτηση ακυρώσεως της πράξεως, με την οποία αναγνωρίζεται οδός ως προϋφιστάμενη του 1923. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 4577/2011 απόφαση του Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, αφού κρίθηκε οριστικώς ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως, διότι η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως, με την οποία, οδός, καίτοι μη προβλεπόμενη στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αναγνωρίζεται ως προϋφισταμένη του 1923, δεν κινείται από τη δημοσίευση της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά, αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την γνώση ή την τυχόν κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής, αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως προκειμένου να προσκομισθούν, με μέριμνα της Νομαρχίας Αχαΐας, τα στοιχεία που αναφέρονται στο αιτιολογικό της ως άνω αποφάσεως. Ηδη, μετά τη λήψη της σχετικής απαντήσεως της Διοικήσεως συνοδευομένης από σχετικά στοιχεία (βλ. το υπ’ αριθμ. 3138/10.5.2012 έγγραφο του Δήμου Πατρέων προς το Δικαστήριο), η υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση.

4. Επειδή, με κοινό δικόγραφο και μετ’ εννόμου συμφέροντος παρεμβαίνουν στη δίκη η προαναφερθείσα ……………….. καθώς και οι …………………….., φερόμενοι ως ιδιοκτήτες οικοπέδων εχόντων πρόσωπο επί της αναγνωρισθείσης με την προσβαλλόμενη απόφαση οδού Ολυμπίας (ΣτΕ 4577/2011).

5. Επειδή, η ασκηθείσα από το Δήμο Πατρέων παρέμβαση εγκρίθηκε κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία ο Δήμος παρέστη δια πληρεξουσίου δικηγόρου που τον διόρισε με απόφαση της Δημαρχιακής του Επιτροπής (ΣτΕ 263/2008).

6. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες και κάτοικοι οριζόντιων αυτοτελών ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής, η οποία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Πατρών και ειδικότερα στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 110, ασκούν με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση, δοθέντος ότι η αναγνώριση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της ένδικης οδού, που ευρίσκεται στο αυτό οικοδομικό τετράγωνο, ως προϋπάρχουσας του έτους 1923, συνεπάγεται μεταβολή των προϋποθέσεων δόμησης του οικοπέδου ιδιοκτησίας της πρώτης και δεύτερης των παρεμβαινόντων, διότι, το οικόπεδο αυτό, το οποίο έχει πρόσωπο στην αναγνωρισθείσα οδό, δεν δομείται πλέον ως τυφλό, αλλά με βάση τους ισχύοντες γενικούς όρους δόμησης για τα λοιπά παρακείμενα, μη τυφλά, οικόπεδα, βάσει των οποίων καθίσταται επιτρεπτή η ανέγερση κτισμάτων με μεγαλύτερη καλυπτόμενη επιφάνεια, συντελεστή δόμησης, αριθμό ορόφων και επιτρεπόμενο ύψος, με συνέπεια την αύξηση της οικιστικής πυκνότητας στο εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο, και, μάλιστα, έχει ήδη χορηγηθεί, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, άδεια ανέγερσης οικοδομής επί του ως άνω οικοπέδου των δύο πρώτων παρεμβαινόντων (ΣτΕ 4577/2011).

7. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» (ΦΕΚ Α΄ 228), των οποίων το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 411 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας που εγκρίθηκε με το άρθρο μόνο του από 14.7/27.7.1999 π.δ/τος (ΦΕΚ Δ΄ 580), ορίζονται τα εξής: «1. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μεταβίβασις της κυριότητος μέρους ή του όλου γηπέδου, εφ’ ου ο ιδιοκτήτης εσχημάτισεν ή ανεγνώρισεν σχηματισθέντας τυχόν άνευ της θελήσεώς του κοινοχρήστους χώρους (ιδιωτικάς οδούς και πλατείας κ.λπ.) ή δεν εσχημάτισεν ουδ’ ανεγνώρισεν μεν τοιούτους, αλλ’ επιδιώκει το σχηματισμόν ή την αναγνώρισίν των διά της τοιαύτης μεταβιβάσεως. Εν τη εννοία του σχηματισμού κοινοχρήστων χώρων περιλαμβάνεται ο καθ` οιονδήποτε τρόπον ιδιωτική πρωτοβουλία ή συμφωνία γινόμενος περιορισμός ή παραίτησις δικαιωμάτων επί των ειρημένων γηπέδων επί τω τέλει αμέσου ή εμμέσου σχηματισμού των εν λόγω χώρων. Πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γινομένη παρά τας ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Η περί ακυρότητος διάταξις αύτη ισχύει και αν ακόμη δεν εγένετο εν επισήμω τινί πράξει σαφής μνεία περί του σχηματισμού των ειρημένων κοινοχρήστων χώρων αλλ’ εμμέσως προκύπτει εκ των γενομένων μεταβιβάσεων ότι αύται εγένοντο επί τω τέλει του τοιούτου σχηματισμού και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας. 2. Διά τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων, κωμών, κ.τ.λ. γήπεδα επιτρέπεται, εις ωρισμένας προϋποθέσεις και όρους, η παρέκκλισις από των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου μέχρις οιουδήποτε βαθμού. Τα της παρεκκλίσεως και των προϋποθέσεων και όρων αυτής κανονίζονται δια Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Δημοσίων Εργων εφ’ άπαξ δι’ εκάστην πόλιν, κώμην και λοιπά ή δι’ έκαστον αυτών τμήμα ή και δι’ έκαστην ειδικήν περίπτωσιν. 3. Αι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 δεν ισχύουσι προκειμένου …. Επίσης δεν ισχύουσιν αι διατάξεις της αυτής παραγράφου 1: «α) Διά πάσαν περαιτέρω μεταβίβασιν της κυριότητος γηπέδων, ων μετεβιβάσθη ήδη αύτη παρά τας διατάξεις της εν λόγω παραγράφου προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, εφ’ όσον δεν επέρχεται αύξησις της επιφανείας των προ της ισχύος του άρθρου τούτου σχηματισθέντων ιδιωτική πρωτοβουλία κοινοχρήστων χώρων και β) Ως προς τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων κ.λπ. γήπεδα, εφ’ ων εσχηματίσθησαν ιδιωτική πρωτοβουλία προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, κοινόχρηστοι χώροι (ιδιωτικαί οδοί κ.λπ.) εφ’ όσον η κυριότης τμημάτων των εν λόγω γηπέδων μετεβιβάσθη ήδη προ της ισχύος του άρθρου τούτου, μετά δε την ισχύν αυτού, ουδεμία αύξησις των αρχικώς σχηματισθέντων κοινοχρήστων χώρων έλαβεν χώραν». 4. Αρμόδιος όπως αποφανθή διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν η μεταβίβασις της κυριότητος επί γηπέδων εγένετο επί τω σκοπώ σχηματισμού επ` αυτών κοινοχρήστων χώρων και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας …, εάν επήλθεν ή ου αύξησις της εκτάσεως των κοινοχρήστων τούτων χώρων και οποία η θέσις και έκτασις αυτών και ειδικώτερον πότε υφίσταται περίπτωσις εφαρμογής των εξαιρέσεων α` και β` της προηγουμένης παραγράφου, είναι ο επί της Συγκοινωνίας Υπουργός, όστις αποφαίνεται επί πάντων των ζητημάτων τούτων, μετά γνώμην του Συμβουλίου των δημοσίων έργων. Εν περιπτώσει ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά της αποφάσεως του υπουργού, δύναται να αναθεωρήσει ούτος την αρχικήν απόφασίν του μόνον εφ’ άπαξ. Περίληψις των ανωτέρω αποφάσεων του υπουργού και της σχετικής γνωμοδοτήσεως του συμβουλίου των δημοσίων έργων δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

8. Επειδή, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17-7/16-8-1923 αποσκοπούν, κατά την έννοιά τους, στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και απαγορεύουν τον εντός των σχεδίων πόλεων σχηματισμό κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική βούληση. Ως εκ τούτου, ως κοινόχρηστοι χώροι αναγνωρίζονται μόνον εκείνοι που προβλέπονται από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο. Με τις ίδιες, όμως, διατάξεις ο νομοθέτης απέβλεψε στη διατήρηση και των κοινοχρήστων χώρων που δημιουργήθηκαν επιτρεπτώς εντός σχεδίου πόλεως με ιδιωτική βούληση πριν θεσπισθεί η ανωτέρω απαγόρευση, δηλαδή πριν από την 16.1.1924, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παραπάνω άρθρου (β.δ. από 4-1-1924, ΦΕΚ Α΄ 8). Οι κοινόχρηστοι αυτοί χώροι αναγνωρίζονται ως υφιστάμενοι, για την εφαρμογή γενικώς της πολεοδομικής νομοθεσίας, παράλληλα με τους προβλεπομένους από το ρυμοτομικό σχέδιο, έως ότου καταργηθούν με τη νόμιμη διαδικασία, με την παράγραφο 4 δε του ιδίου άρθρου θεσπίζεται διαδικασία για την έκδοση διοικητικής πράξεως, με την οποία διαπιστώνεται αν εδαφική λωρίδα έχει πράγματι αφεθεί στην κοινή χρήση, πριν από την παραπάνω ημερομηνία (βλ. 2396/2008, 3180/2008, 966/2006, 5228/1996, 1352/1991, 3097/1990, 2329/1990, 3108/1988, 1759/1988, 4003/1987, 2167/1985, 3190/1984, 3710/1982, 1713/1981). Εξάλλου, οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει του ανωτέρω σκοπού τους, εφαρμόζονται σε περιοχές, οι οποίες διέθεταν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, δηλαδή πριν από την 16.1.1924, αφού, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απαγόρευση, μόνο στις περιοχές αυτές ήταν καταρχήν νοητή η θέσπιση ρύθμισης για την αναγνώριση από το νόμο ως κοινοχρήστων, για την εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, χώρων μη οριζομένων με το ρυμοτομικό σχέδιο παραλλήλως προς εκείνους που προβλέπονται στο σχέδιο. Οι διατάξεις, επομένως, αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε περιοχές, οι οποίες εντάχθηκαν σε σχέδιο πόλεως υπό το καθεστώς του από 17.7.1923 Ν.Δ/τος, αφού στις περιοχές αυτές οι κοινόχρηστοι και οι οικοδομήσιμοι χώροι καθορίζονται αποκλειστικά από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις εν γένει προϋποθέσεις που προβλέπονται με το νομοθέτημα αυτό, και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η αναγνώριση ως κοινοχρήστου χώρου, για την εφαρμογή της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας, εδαφικής λωρίδας μη προβλεπόμενης με το χαρακτηρισμό αυτό στο ρυμοτομικό σχέδιο, έστω και αν προηγουμένως είχε αφεθεί με ιδιωτική βούληση σε κοινή χρήση (ΣτΕ 2983/2009 επτ.).

9. Επειδή, εξάλλου, η αρμοδιότητα αναγνωρίσεως οδών ως προϋφισταμένων του 1923 κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923, περιήλθε στο Νομάρχη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 3200/1955 (ΦΕΚ 97 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι ο νομάρχης ασκεί αποκλειστικά τις κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις αρμοδιότητες Υπουργών, μεταξύ των οποίων και του Υπουργού Δημοσίων Εργων (ήδη Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), και του Ν.Δ. 532/1970 (ΦΕΚ 103 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι μετά την έκδοση των διαταγμάτων που το νομοθέτημα αυτό προέβλεπε για την παρακράτηση αρμοδιοτήτων από τους Υπουργούς ή τα διανομαρχιακού επιπέδου όργανα, η άσκηση των κατά τις κείμενες διατάξεις λοιπών υπουργικών αρμοδιοτήτων ανήκει αποκλειστικά στον οικείο νομάρχη (βλ. ΣτΕ 2983/2009 επτ., πρβλ. ΣτΕ 2235/ 1974 Ολομ., 1713/1981, 4774/1995, 5211/1997, 3535/2001, 758/ 2005 επτ., 966/2006).

10. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια συγκεκριμένου οικισμού, αλλ’ εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί, επομένως, ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα και, κατά συνέπεια, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, καθώς και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δόμησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντ., αλλά ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να θεσπίζονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις, όπως είναι οι όροι δόμησης και χρήσεων, και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όπως η τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης, όσο και τις ατομικές πράξεις, όπως η απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις, με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα τους, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (βλ. ΣτΕ 3661/2005 Ολομ.). Περαιτέρω, η κατ’ εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων αναγνώριση οδών ως προϋφισταμένων του 1923, συνδεόμενη κατά την πολεοδομική νομοθεσία με την οικοδομησιμότητα των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στις αναγνωριζόμενες αυτές οδούς, έχει τις συνέπειες της δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου, επιτρεπτώς, όμως, ανατίθεται κατά τα ανωτέρω, σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων (πρβλ. ΣτΕ 963/2007 κ.ά.), εκτός αν η εν λόγω αναγνώριση αφορά οδό ευρισκομένη σε ευαίσθητη περιοχή φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση η αναγνώριση οδού προϋφισταμένης του 1923 πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα (ΣτΕ 2983/2009 επτ.).

11. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2831/ 2000 (ΦΕΚ Α΄ 140), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ Α΄ 197), χαρακτηρίζεται ως παράκτιος οικισμός το τμήμα αυτού που εμπίπτει σε ζώνη 500 μέτρων από την ακτή (βλ. και άρθρο 81 παρ. 1 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ΦΕΚ Δ΄ 580, για τους παραλιακούς οικισμούς). Ο νομοθετικός αυτός ορισμός έχει την έννοια ότι το τμήμα αυτό συνιστά, από την άποψη της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, ευαίσθητη περιοχή και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, απαιτείται, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η πολεοδομική ρύθμιση να γίνεται σε κάθε περίπτωση με την έκδοση διατάγματος (βλ. ΣτΕ 4619/2011, 939/2011, 4062/2009, 3661/2005 Ολ.).

12. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: η πρώτη των παρεμβαινόντων ………………… με την από 16.4.2002 αίτηση της προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας ζήτησε την αναγνώριση της οδού Ολυμπίας ως προϋφισταμένης του έτους 1923. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 7793/07.06.2002 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας. Στο άρθρο 1 της απόφασης αυτής, στο προοίμιο της οποίας αναφέρεται η υπ’ αριθμ. 3/19.4.2002 πράξη του Σ.Χ.Ο.Π. Νομαρχίας Αχαΐας, καθώς και η από 13.4.2002 έκθεση ελέγχου τίτλων του δικηγόρου …………………, ορίζονται τα εξής: «Χαρακτηρίζουμε την οδό Ολυμπίας ως προυφιστάμενη οδός του έτους 1923 εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Δ. Πατρέων οδού. Ο χαρακτηρισμός αυτός αναλυτικά φαίνεται στο συνημμένο διάγραμμα δια ερυθράς μελάνης και σε κλίμακα 1/200». Το βεβαιούμενο (βλ. το υπ’ αριθμ. 5359/23.4.2004 έγγραφο της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας) ως πλήρες κείμενο του ανωτέρω υπ’ αριθμ. 3/19.4.2002 πρακτικού του ΣΧΟΠ Νομαρχίας Αχαΐας έχει ως εξής: «Θέμα 3ον. Αναγνώριση οδού Ολυμπίας ως προϋφισταμένη του 1923 (5131/02 εισήγηση Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος). Το συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα υπέρ της αναγνώρισης της οδού Ολυμπίας ως προϋφισταμένη του 1923», ενώ, τέλος, στην άνω 5131/02 εισήγηση Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος αναφέρονται τα εξής: «Σας διαβιβάζουμε φάκελλο που αφορά αναγνώριση οδού ως προϋφισταμένη του 1923, οδός Ολυμπίας. Η υπ’ όψη οδός σύμφωνα με την έκθεση έλεγχου τίτλων του δικηγόρου ……….προϋπάρχει του έτους 1923».

13. Επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις προηγούμενες σκέψεις, κατά της ανωτέρω νομαρχιακής αποφάσεως οι αιτούντες άσκησαν την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, σε συμμόρφωση δε προς την υπ’ αριθμ. 4577/2011 απόφαση του Τμήματος, με την οποία κρίθηκε αναγκαίο να διευκρινισθεί αφενός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των αναφερομένων, στη σκέψη 6 της παρούσας, διατάξεων και, ιδίως, αν η περιοχή, στην οποία ευρίσκεται η υπό αναγνώριση οδός είχε ενταχθεί σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως προ του κατά τα ανωτέρω κρίσιμου χρόνου ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων αυτών, προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο το υπ’ αριθμ. 3138/10.5.2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Υπ. Δομήσεως του Δήμου Πατρέων, το οποίο εξεδόθη σε συνέχεια του υπ’ αριθμ. 77012/265/3.5.2012 εγγράφου της Νομικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (πρώην Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας). Από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι το Ο.Τ. 110, στο οποίο ευρίσκεται η υπό αναγνώριση οδός, εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως Πατρών με το από 9.4.1886 π.δ. (ΦΕΚ Α΄ 91/12.4.1986), απέχει 650 μέτρα από την ακτογραμμή, δεν εμπίπτει σε περιοχή υπαγόμενη σε καθεστώς προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος και βρίσκεται εκτός του ιστορικού κέντρου της πόλεως των Πατρών (π.δ. 25.4.1996, ΦΕΚ Δ΄ 499/16.5.1996)., δηλαδή πριν από την 16.1.1924, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη.

14. Επειδή, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι αναρμοδίως εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση από τον αιρετό νομάρχη διότι, ως εκ του περιεχομένου της, άπτεται πολεοδομικών ρυθμίσεων, για τις οποίες αρμόδια είναι η κρατική ή περιφερειακή διοίκηση και όχι η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, όργανο της οποίας έχει καταστεί, μετά την ισχύ του ν. 2218/1994, ο νομάρχης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η σχετική αρμοδιότητα αναγνωρίσεως οδού ως προϋφισταμένης του 1923 νομίμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ένατη σκέψη, ασκείται, εν προκειμένω από το νομάρχη εφόσον πρόκειται για οδό απέχουσα 650 μέτρα από την ακτή και μη ευρισκόμενη σε περιοχή υπαγόμενη σε καθεστώς προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος.

15. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν κλήθηκαν να λάβουν γνώση και να συμμετάσχουν στη διαδικασία χαρακτηρισμού της επιδίκου οδού ως προϋφισταμένης του 1923, εφόσον ήταν περίοικοι του παρακείμενου οικοδομικού τετραγώνου και άρα άμεσα βλαπτόμενοι από την επιδείνωση των οικιστικών συνθηκών (φωτισμού, αερισμού και ηλιασμού των ιδιοκτησιών τους) και του ευρύτερου περιβάλλοντος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξεως του άρθρου 20 παρ. 4 του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 δεν επιβάλλεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ή από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως προηγούμενη κλήση σε ακρόαση των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών, δεδομένου ότι η πράξη αυτή δε σχετίζεται με υποκειμενική συμπεριφορά τους, αλλά στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (βλ. ΣτΕ 3245/1984).

16. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη ενόψει του ότι τόσο αυτή όσο και το υπ’ αριθμ. 3/19.4.2002 πρακτικό του ΣΧΟΠ, αλλά και η από 13.4.2002 έκθεση τίτλων του ιδιώτη δικηγόρου …………. δεν περιέχουν σαφείς, ειδικές και επαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων αναγνωρίσεως της ένδικης οδού ως προϋφισταμένης του 1923.

17. Επειδή, η κρίση του νομάρχη περί αναγνωρίσεως οδού ως προϋφισταμένης του 1923 είναι παρεμπίπτουσα, ως αναγόμενη σε ζήτημα ιδιωτικού δικαίου και εκφέρεται κατ’ εκτίμηση πρόσφορων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον δεν έχει προηγηθεί τελεσίδικη επί του θέματος κρίση πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 2329/1990, 4003/1987, 2702/1981). Ως εκ της φύσεως και των συνεπειών της η απόφαση του νομάρχη, η οποία είναι διαπιστωτική (βλ. ΣτΕ 3710/1982, 3102/1988), πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη (βλ. ΣτΕ 5228/1996, 4774/1995, 1352/1991, 3097/1990, 1759-60/1988). Εν προκειμένω, από το εκτιθέμενο στη σκέψη 11 περιεχόμενο τόσο της νομαρχιακής απόφασης, η οποία, εκτός των σχετικών διατάξεων επικαλείται το υπ’ αριθμ. 3/19.4.2002 πρακτικό του ΣΧΟΠ και την έκθεση ελέγχου τίτλων του ………., χωρίς να μνημονεύει το περιεχόμενό τους και τα συναγόμενα από αυτά συμπεράσματα ως προς το επίδικο θέμα (βλ. ΣτΕ 4360/1987), όσο και από το αναφερόμενο στην ίδια ως άνω σκέψη 11 της παρούσας, περιεχόμενο του ως άνω πρακτικού προκύπτει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία και ειδικότερη κρίση σχετικά με τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της οδού αυτής (βλ. ΣτΕ 1759/1988, 2167/1985), ενώ, το τελευταίο παραπέμπει στην υπ’ αριθμ. 5131/16.4.2002 «εισήγηση» της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, η οποία, όπως προκύπτει από το ως άνω παρατιθέμενο περιεχόμενό της αποτελεί, απλώς, διαβιβαστικό έγγραφο. Τέλος, η πιο πάνω έκθεση ελέγχου τίτλων αποτελεί απλή καταγραφή αποσπασμάτων τίτλων που αφορούν όρια ορισμένων ιδιοκτησιών, δεν συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα προκειμένου να μπορεί να γίνει έλεγχος της τυχόν γειτνιάσεως των αναφερομένων σε αυτή ακινήτων με την επίδικη οδό (βλ. το υπ’ αριθμ. 5359/ 23.4.2004 έγγραφο της Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας), έχει δε συνταχθεί, όπως ρητώς αναφέρεται σ’ αυτή, με πάσα επιφύλαξη λόγω της ελλείψεως αναλυτικής περιγραφής των συνόρων των ακινήτων και δεν περιέχει συμπέρασμα αναφορικά με το επίδικο ζήτημα, ήτοι εάν η ένδικη οδός προϋφίστατο του 1923. Εξάλλου, από την ανάγνωση των δύο απώτατων χρονικά τίτλων και συγκεκριμένα των υπ’ αριθμ. 232626/1917 και 5245/1923 συμβολαίων του συμβολαιογράφου Πατρών ………., προκύπτει ότι στο μεν πρώτο δεν γίνεται αναφορά σε οδό, στο δε δεύτερο γίνεται αναφορά αφενός μεν σε σύνορο προς δυσμάς του μεταβιβαζόμενου ακινήτου με δημόσια οδό του σχεδίου πόλεως των Πατρών (μη όντος δυνατού να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελεί αναφορά στην επίδικη οδό ………….., αφού αυτή δεν είναι δημόσια οδός), ενώ περαιτέρω γίνεται αναφορά σε παραχώρηση δικαιώματος δουλείας διόδου στον αποκτώντα, εφόσον δεν ανοίγεται ο προς δυσμάς δρόμος του οικοπέδου. Από το στοιχείο αυτό, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αφορά την επίδικη οδό, δεν συνάγεται, πάντως, βούληση των φερομένων ως δικαιοπαρόχων των παρεμβαινόντων να δημιουργηθεί προ του 1923 η εν λόγω οδός ως κοινόχρηστος χώρος (βλ. ΣτΕ 3710/1982), ενώ εξάλλου δεν αρκεί τυχόν συμφωνία των ιδιωτών που να προβλέπει τη διάνοιξη ή τη διαμόρφωση αυτών ή την παραχώρηση δουλείας διόδου (βλ. ΣτΕ 1352/ 1991, 1759/1988, 62/1971). Επομένως, ο ως άνω λόγος περί αναιτιολογήτου της προσβαλλομένης αποφάσεως προβάλλεται βασίμως και ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 7793/07.06.2002 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου να εκδώσει νέα πράξη με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 7793/07.06.2002 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, κατά το σκεπτικό. Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.

Επιβάλλει στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και τους παρεμβαίνοντες, συμμέτρως τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 21η Μαΐου 2013

Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος   Η Γραμματέας   Αγγ. Θεοφιλοπούλου Ειρ. Δασκαλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 15 Απριλίου 2014.

Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας   Αγγ. Θεοφιλοπούλου Π. Μερτζανάκη    ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, …. Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος   Η Γραμματέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *