Οι παραδοσιακοί οικισμοί αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η δε προστασία τους περιλαμβάνει την καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους με προεδρικό διάταγμα, τον χαρακτηρισμό τους και τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως σε αυτούς, οι οποίοι αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξή τους χωρίς ν΄ αλλοιώνεται ή να υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας τους και δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι εκείνους που ίσχυαν προηγουμένως. Η προστασία αυτή εκτείνεται και στην περιμετρική ζώνη των οικισμών, η οποία είναι
απαραίτητη για τη διαφύλαξη και ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους. Η διάταξη του άρθ. 24 παρ. 2 Συντ. απευθύνει στον κοινό και κανονιστικό
νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλ. σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι όροι διαβιώσεως εντός των οικισμών. Νέα κτήρια ανεγειρόμενα εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων, σύμφωνα με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτήριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. Στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτηρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτηρίων αυτής, όχι δε περισσοτέρων αυτοτελών κτηρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής αυτής. Με τα κατ΄ άρθ. 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 εκδιδόμενα διατάγματα μπορούν να επιβάλλονται όροι και περιορισμοί δομήσεως και να καθορίζονται χρήσεις ακινήτων διαφορετικοί από αυτούς που προβλέπει ο ΓΟΚ, σε οικισμούς ή τμήματά τους, που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί. Οι ειδικοί αυτοί όροι, περιορισμοί δόμησης και χρήσεις πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαιτέρου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών και να δικαιολογούνται με συγκεκριμένους λόγους από τα στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος. Mετά την κίνηση της διαδικασίας συντάξεως μελέτης ΣΧΟΟΑΠ, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας μπορεί να αναστέλλεται η χορήγηση οικοδομικών αδειών και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σε όλη την περιοχή, την οποία καλύπτει το ΣΧΟΟΑΠ ή σε τμήμα της, για ένα εξάμηνο, το οποίο μπορεί να παραταθεί, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση, για ένα ακόμη εξάμηνο. Η αναστολή μπορεί να αφορά όλες τις χρήσεις των ακινήτων ή ορισμένες, οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν καταστάσεις, που θα παρεμποδίσουν την εφαρμογή του ΣΧΟΟΑΠ και εφ΄ όσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν οι πολεοδομικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη συγκεκριμένη επιλογή. Αν ανακύψει σχετική ανάγκη μεταγενεστέρως, δύναται να εκδοθεί νέα πράξη αναστολής για χρήσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην προηγούμενη αναστολή. Κατά τον έλεγχο νομιμότητας του μέτρου της αναστολής δεν εξετάζονται οι ειδικότερες ρυθμίσεις του σχεδιαζομένου ΣΧΟΟΑΠ, το ζήτημα δε αυτό θ΄ αποτελέσει ενδεχομένως αντικείμενο εξετάσεως στη δίκη επί ευθείας προσβολής του ΣΧΟΟΑΠ. Ελέγχεται όμως η νομιμότητα της αποφάσεως περί αναστολής εκδόσεως οικοδομικών αδειών ως προς τους όρους, υπό τους οποίους επιβάλλεται το μέτρο της αναστολής, όπως οι χρήσεις που εμπίπτουν στο μέτρο ή εξαιρούνται της αναστολής

 

Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Χ. Διβάνη, Πάρεδρος ΝΣΚ
Γ. Καλτσογιάννης

1. Επειδή με την απόφαση 1605/16.4.2007 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας (ΓΓΠ) Θεσσαλίας (ΦΕΚ ΤΑΑ 182/10.5.2007) κινήθηκε η διαδικασία εκπονήσεως ΣΧΟΟΑΠ στην περιφέρεια του Δήμου Μουρεσίου Ν. Μαγνησίας, στη συνέχεια δε με την απόφαση 4558/16.10.2007 του ιδίου οργάνου (ΦΕΚ ΤΑΑ 484/5.11.2007) ανεστάλη για ένα εξάμηνο, σύμφωνα με τα άρθ. 5 Ν 2508/1997 και 4 Ν 1337/1983, η έκδοση οικοδομικών αδειών για την ανέγερση κτιρίων με χρήση «κατοικίας» και ειδικότερα «συγκροτημάτων κατοικιών» για όλη την περιοχή, για την οποία είχε ήδη αρχίσει η εκπόνηση του ΣΧΟΟΑΠ του ανωτέρω Δήμου. Με την κρινομένη αίτηση … οι δύο πρώτοι αιτούντες και η τρίτη των αιτούντων κοινοπραξία, αποτελούμενη από τους δύο πρώτους, ζητούν την ακύρωση της τελευταίας αποφάσεως του ΓΓΠ. […]

7. […] Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών [15] προκύπτει ότι μετά την κίνηση της διαδικασίας συντάξεως μελέτης ΣΧΟΟΑΠ μπορεί με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας να αναστέλλεται η χορήγηση οικοδομικών αδειών και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών είτε σε όλη την περιοχή που καλύπτει το ΣΧΟΟΑΠ είτε σε τμήμα της, για ένα εξάμηνο, το οποίο μπορεί να παραταθεί, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση, για ένα ακόμη εξάμηνο. Μοναδική προϋπόθεση, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, για την επιβολή αναστολής οικοδομικών εργασιών και χορήγησης οικοδομικών αδειών για το πρώτο εξάμηνο είναι η κίνηση της ανωτέρω διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 3996/1985, 3299/1984). Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η αναστολή μπορεί να αφορά είτε όλες τις χρήσεις των ακινήτων, είτε ορισμένες χρήσεις, οι οποίες εν όψει των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, ενδέχεται να δημιουργήσουν καταστάσεις που θα παρεμποδίσουν την εφαρμογή του ΣΧΟΟΑΠ, εφ΄ όσον στην περίπτωση αυτή από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν οι πολεοδομικοί λόγοι που επιβάλλουν τη συγκεκριμένη επιλογή (πρβλ. ΣτΕ 2662/2001). Εφ΄ όσον δε ανακύψει σχετική ανάγκη μεταγενεστέρως, δύναται να εκδοθεί νέα πράξη αναστολής για χρήσεις που δεν περιλαμβάνονται στην προηγούμενη αναστολή. Τέλος, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, δεν εξετάζονται κατ΄ αρχήν, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας του μέτρου της αναστολής, οι ειδικότερες ρυθμίσεις του σχεδιαζόμενου ΣΧΟΟΑΠ, το ζήτημα δε αυτό θα αποτελέσει ενδεχομένως αντικείμενο εξετάσεως στη δίκη επί ευθείας προσβολής του ΣΧΟΟΑΠ (πρβλ. ΣτΕ 3632/2007, 3244/2005 κ.ά.). Ελέγχεται όμως η νομιμότητα της αποφάσεως περί αναστολής εκδόσεως οικοδομικών αδειών ως προς τους όρους, υπό τους οποίους επιβάλλεται το μέτρο της αναστολής, όπως είναι οι χρήσεις που εμπίπτουν στο μέτρο αυτό ή εξαιρούνται της αναστολής.

8. […] [16] Με τις διατάξεις της παρ. 1 και 6 του ανωτέρω άρθ. 24 Συντ. το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, στοιχείο του οποίου αποτελούν τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία, ανήχθη σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό και επιβλήθηκε στο Κράτος η υποχρέωση να λαμβάνει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας, παρεμβαίνοντας, στον αναγκαίο βαθμό, στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣτΕ Ολ 613/2002, ΣτΕ 2500/2009, 1413/2003 7μ. κ.ά.). Οι επιβαλλόμενοι για την προστασία του περιβάλλοντος περιορισμοί, που ρυθμίζονται αποκλειστικώς από το άρθ. 24 Συντ., μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τους οποίους επιτρέπει το άρθ. 17 Συντ. (ΣτΕ Ολ 613/2002, 1097/1987, ΣτΕ 1455/2004, 2602/2000 κ.ά.), δύναται δε να εξικνούνται και μέχρι την ολοσχερή απαγόρευση της δομήσεως σε περιοχές, στις οποίες η ιδιαίτερη φύση τους και η εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών το επιβάλλουν (ΣτΕ 3606/2007, 2606/2005 7μ. κ.ά.). Ειδικά για τους παραδοσιακούς οικισμούς, οι οποίοι αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία περιλαμβάνει την καταγραφή, την αξιολόγηση και την οριοθέτησή τους, η οποία γίνεται μόνο με πδ/γμα (ΣτΕ 2072/1997 7μ., 1712/1998), τον χαρακτηρισμό τους ως παραδοσιακών και τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως, που αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξή τους χωρίς να αλλοιώνεται ή να υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας τους, δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως (βλ. ΣτΕ Ολ 2526/2003, ΣτΕ 3303/2007, 3077/2006, 4392/1997 κ.ά.). Η ανωτέρω προστασία εκτείνεται και στην περιμετρική ζώνη των οικισμών, η οποία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη και ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους (ΣτΕ Ολ 2526/2003, ΣτΕ 3077, 3844/2006 κ.ά.). Εξ άλλου, με την παρ. 2 του άρθ. 24 Συντ., το οικιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία. Η διάταξη αυτή απευθύνει στον κοινό και κανονιστικό νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλ. σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και την εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι, κατά το δυνατόν, όροι διαβιώσεως εντός των οικισμών (ΣτΕ 1456/2005, 2526/2003, 2809/2002, 173/1998).

9. Επειδή το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον του Πηλίου υπάγεται σε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας. Ειδικότερα με την απόφαση 10977/16.5.1967 του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 352), η οποία εκδόθηκε βάσει του ΚΝ 5351/1932 και του Ν 1469/1950, χαρακτηρίσθηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και τόποι παρουσιάζοντες ιδιαίτερο φυσικό κάλλος ή ενδιαφέροντες από αρχιτεκτονική ή ιστορική άποψη οι οικισμοί Τσαγκαράδα και Τρίκερι και τμήματα άλλων έξι οικισμών του Πηλίου. Στη συνέχεια, με την απόφαση Φ.31/24512/1858/3.5.1976 του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (ΦΕΚ Β΄ 652), η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του Ν 1469/1950, το όρος Πήλιο, μαζί με τους οικισμούς του, χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους «διά την ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν του, την αφάνταστον ποικιλίαν χρωματικών εναλλαγών και τον έξοχον συνδυασμόν πυκνής βλαστήσεως και θέας προς την θάλασσαν» (παρ. 1), οι δε οικισμοί του Πηλίου χαρακτηρίσθηκαν ως «τόπ(οι) χρήζοντ(ες) ειδικής κρατικής προστασίας, καθ΄ ότι διατηρηθέντες αναλλοίωτοι από της εποχής της Τουρκοκρατίας, με τον μεγάλον αριθμόν αρχοντικών και παραδοσιακών οικιών, γραφικωτάτων πλατειών και δρομίσκων, συνθέτουν μοναδικήν εικόνα, ενθυμίζουν δε το πλούσιον εις ιστορίαν παρελθόν» (παρ. 2). Το θεσπισθέν με την ανωτέρω υπουργική απόφαση προστατευτικό καθεστώς διατηρήθηκε με το άρθ. 31 του Ν 1650/1986 (ΦΕΚ Α΄ 160), σύμφωνα με την παρ. 9 του οποίου ό,τι έχει κηρυχθεί και προστατεύεται, μεταξύ άλλων, ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1469/1950, εντάσσεται με προεδρικό διάταγμα στις κατηγορίες του άρθ. 18 παρ. 3 του ιδίου νόμου (ήτοι, όπως ο Ν 1650/1986 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως των ανακληθεισών αδειών, σε περιοχές απόλυτης προστασίας ή προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενους σχηματισμούς, τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης), σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθ. 19 του ιδίου νόμου, ενώ σύμφωνα με την παρ. 10 του ιδίου άρθ. 31, μέχρι την έκδοση του σχετικού διατάγματος και των οικείων κανονισμών λειτουργίας και διαχείρισης, τα αντικείμενα προστασίας της προηγούμενης παραγράφου εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Ν 1469/1950. Περαιτέρω, με το ΠΔ της 10.3-1.4.1977 (ΦΕΚ Δ΄ 94), το οποίο εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του ΝΔ της 17.7-16.8.1923 και του ΓΟΚ/1973 [ΝΔ 8/1973 (ΦΕΚ Α΄ 124)], θεσπίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως για δεκαοκτώ προϋφισταμένους του 1923 οικισμούς του Πηλίου και στη συνέχεια, κατ΄ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, του άρθ. 9 του ΝΔ της 17.7-16.8.1923 και του άρθ. 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 [άρθ. 4 παρ. 1 Ν 622/1977 (ΦΕΚ Α΄ 171)], εκδόθηκε το ΠΔ της 19.10-13.11.1978 (ΦΕΚ Δ΄ 594), με το οποίο χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί και υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς όρων δομήσεως πλείονες οικισμοί της χώρας, μεταξύ των οποίων είκοσι οικισμοί του Πηλίου, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω δεκαοκτώ. Τέλος, με το ΠΔ της 11.6-4.7.1980 (ΦΕΚ Δ΄ 374), το οποίο εκδόθηκε βάσει των αυτών εξουσιοδοτικών διατάξεων, χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί, ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους και εντάχθηκαν σε ειδικό καθεστώς προστασίας οι ανωτέρω είκοσι και επιπλέον σαράντα τέσσερις οικισμοί του Πηλίου, μεταξύ των οποίων οι οικισμοί Αγίου Δημητρίου και Αγίου Ιωάννη Πηλίου (άρθ. 1 παρ. 2 ομάδα ΙΙ στοιχ. 3 και ομάδα ΙΙΙ στοιχ. 12 του ΠΔ της 11.6-4.7.1980, αντιστοίχως), οι οποίοι κατά το ΠΔ της 2.2.1929 (ΦΕΚ Α΄ 40) αποτελούσαν την πρώην Κοινότητα Αγ. Δημητρίου που συγχωνεύθηκε στη συνέχεια στον Δήμο Μουρεσίου, σύμφωνα με το άρθ. 1 παρ. 35.10 Ν 2539/1997. Ο εν λόγω οικισμός οριοθετήθηκε -μη νομίμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην 8η σκέψη- με την απόφαση 6344/3.6.1986 του Νομάρχη Μαγνησίας (ΦΕΚ Δ΄ 788, βλ. έγγραφο …/4.4.2008 της ΝΑ Μαγνησίας προς το Δικαστήριο). Εξ άλλου, με την απόφ. 2006/613/ΕΚ της 19.7.2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 259/21.9.2006), το όρος Πήλιο και η παράκτια θαλάσσια ζώνη εντάχθηκε στο Ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000 με κωδ. αριθ. GR1430001, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (ΕΕ L 206), η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την ΚΥΑ 33318/3028/28.12.1998 (ΦΕΚ Β΄ 1289), στην ως άνω δε οριοθετημένη περιοχή Natura εμπίπτει, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται, ολόκληρη η εδαφική περιφέρεια του Δήμου Μουρεσίου.

10. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: με την απόφαση 172710/5.3.2004 του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΕΧΩΔΕ εγκρίθηκε η ένταξη της μελέτης ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου Μουρεσίου στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Περιβάλλον 2000-2006» και η χρηματοδότησή της από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους, στη συνέχεια δε ο παρεμβαίνων Δήμος με την υπ΄ αριθ. …/8.10.2004 σύμβαση ανέθεσε στην εταιρεία Χ την εκπόνηση μελέτης ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου. Κατά την εκπόνηση της μελέτης διαπιστώθηκε από φορείς του Ν. Μαγνησίας και τον Δήμο Μουρεσίου ότι η αυξανόμενη ανέγερση «συγκροτημάτων» εξοχικών κατοικιών στην περιοχή του Πηλίου αλλοιώνει το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον του, το οποίο υπάγεται σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την απόφαση …/20.10.2005 του Νομαρχιακού Συμβουλίου Μαγνησίας και τη σχετική, από 6.9.2005, υπηρεσιακή εισήγηση, που υιοθετήθηκε με την απόφαση αυτή, στην περιοχή του Πηλίου παρατηρείται τελευταία το ανησυχητικό φαινόμενο της ανέγερσης από εργολάβους, με το σύστημα της αντιπαροχής, οργανωμένων συγκροτημάτων κατοικιών εντός των παραδοσιακών οικισμών. Τα εν λόγω συγκροτήματα, λόγω της μεγάλης εκμετάλλευσης του ακινήτου που επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση δυνατοτήτων που παρέχει, κατά την άποψη του ΝΣ, το ισχύον καθεστώς (όπως κατάτμηση των οικοπέδων, δόμηση περισσότερων κτιρίων στο κάθε οικόπεδο, εφαρμογή παρεκκλίσεων κ.λπ.) και της ακολουθουμένης πρακτικής (αυθαίρετη μετατροπή υπόγειων χώρων σε ισόγειους κ.λπ.), καταλήγουν στη δημιουργία πυκνοδομημένων μονάδων, οι οποίες, με τον όγκο, τη μορφολογία και τη δυναμική τους δεν εντάσσονται στο περιβάλλον, αλλ΄ αποτελούν νησίδες στο σώμα του οικισμού και αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του, για τον λόγο δε αυτό κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση του ισχύοντος ΠΔ της 11.6-4.7.1980, το οποίο, κατά την αντίληψη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, δεν απαγορεύει την ανέγερση παρόμοιων συγκροτημάτων. Ομοίως, με την απόφαση …/5.3.2007 του Δημοτικού Συμβουλίου Μουρεσίου διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλη πίεση για την έκδοση οικοδομικών αδειών συγκροτημάτων εξοχικών κατοικιών, τα οποία δημιουργούν προβλήματα και αλλοιώνουν το φυσικό και δομημένο περιβάλλον της περιοχής και ότι είναι αναγκαία η κίνηση της διαδικασίας αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών για την ανέγερση παρόμοιων μονάδων εντός και εκτός των οικισμών του Δήμου μέχρι την οριστικοποίηση του ΣΧΟΟΑΠ. Στη συνέχεια, με την προαναφερθείσα απόφαση 1605/16.4.2007 του ΓΓΠ Θεσσαλίας αποφασίσθηκε η κίνηση της διαδικασίας εκπονήσεως του ΣΧΟΟΑΠ του παρεμβαίνοντος Δήμου. Κατόπιν τούτου, το Περιφερειακό ΣΧΟΠ Θεσσαλίας, στο οποίο διαβιβάσθηκε το αίτημα του παρεμβαίνοντος Δήμου για την επιβολή αναστολής, αφού έλαβε υπ΄ όψη το γεγονός ότι στις 12.6.2007 παραδόθηκε το δεύτερο στάδιο της μελέτης του ΣΧΟΟΑΠ, ότι η μελέτη προβλέπει μείωση του συντελεστή δομήσεως για τους οριοθετημένους οικισμούς, κατάργηση των παρεκκλίσεων για την εκτός σχεδίου δόμηση και τη δόμηση α΄ και β΄ κατοικίας μόνο προς ιδία χρήση και όχι προς εκμετάλλευση και ότι η ανέγερση συγκροτημάτων κατοικιών προς εκμετάλλευση με το σύστημα της αντιπαροχής θα δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στην εξέλιξη του εκπονούμενου ΣΧΟΟΑΠ, γνωμοδότησε υπέρ της επιβολής αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών για χρήση «κατοικίας», διότι θεώρησε ότι η χρήση «συγκρότημα κατοικιών» δεν απαντάται στην κείμενη νομοθεσία. Εν όψει της γνωμοδοτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία απαγορεύθηκε για ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση της πράξεως στην ΕτΚ η έκδοση οικοδομικών αδειών κτιρίων με χρήση κατοικίας σε όλη την περιοχή που καλύπτει το ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου Μουρεσίου, με εξαίρεση τη χορήγηση αδειών και την εκτέλεση εργασιών επισκευής, αποκατάστασης και συντήρησης κτιρίων για λόγους υγιεινής και ασφάλειας. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης ορολογίας, η απαγόρευση που θεσπίζεται με την απόφαση αυτή αφορά την ανέγερση «συγκροτημάτων κατοικιών», δηλ. περισσοτέρων της μιας αυτοτελών κατοικιών εντός του αυτού γηπέδου στην περιοχή του υπό κατάρτιση ΣΧΟΟΑΠ.

11. Επειδή όπως έχει κριθεί, οι όροι και περιορισμοί δομήσεως, οι οποίοι διέπουν τους χαρακτηρισθέντες με το ως άνω ΠΔ της 19.10-13.11.1978 ως παραδοσιακούς οικισμούς, αποτελούν το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας όλων των παραδοσιακών οικισμών, τυχόν δε προγενέστεροι ειδικοί όροι δομήσεως κατισχύουν μόνον εφόσον κατατείνουν σε αποτελεσματικότερη προστασία του οικισμού (ΣτΕ 3077/2006, 2160/2003, 3748/2000). Στην προκειμένη περίπτωση, ο οικισμός Μούρεσι, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνεται στην ομάδα ΙΙ του άρθ. 2 παρ. 1 του ΠΔ της 11.6-4.7.1980. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει σαράντα εννέα οικισμούς του Πηλίου, οι οποίοι, όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη του εν λόγω πδ/τος «διατηρούν τον παραδοσιακόν των χαρακτήρα με μικράς μόνον αλλοιώσεις», στο ίδιο δε πδ/γμα περιλαμβάνονται όλοι οι οικισμοί που είχαν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί με το πδ/γμα της 19.10-13.11.1978 και οι οικισμοί, τους οποίους αφορά το ΠΔ της 10.3-1.4.1977. Εφ΄ όσον λοιπόν με το ΠΔ της 11.6-4.7.1980 ο οικισμός Μούρεσι εντάχθηκε στη ίδια ομάδα με τους οικισμούς που χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί με το ΠΔ της 19.10-13.11.1978 και δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο χώρος του Πηλίου είναι κατ΄ ουσίαν ενιαίος (βλ. Πρακτικό …/20.3.1979 του ΣΔΕ, κατ΄ επίκληση του οποίου εκδόθηκε το ΠΔ της 11.6-4.7.1980 και με το οποίο υιοθετήθηκε σχετική εισήγηση, στην οποία αναφέρεται (σελ. 8) ότι με τις ρυθμίσεις που περιελήφθησαν στο ΠΔ της 11.6-4.7.1980 κατ΄ ουσίαν επεκτείνεται, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, το ειδικό δ/γμα της 10.3-1.4.1977 «σε όλους ανεξαιρέτως τους οικισμούς του Πηλίου μια που ο χώρος αυτός, δομημένος και ελεύθερος, αποτελεί μια ενότητα»), έπεται ότι και επί του οικισμού του Μουρεσίου εφαρμόζονται συμπληρωματικά, για θέματα που δεν ρυθμίζονται με το πδ/γμα αυτό, οι διατάξεις του δ/τος – πλαισίου των παραδοσιακών οικισμών της 19.10-13.11.1978 καθώς επίσης, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση και οι διατάξεις του ΠΔ της 10.3-1.4.1977, σύμφωνα με το άρθ. 8 παρ. 2 του ΠΔ της 19.10-13.11.1978.

12. Επειδή από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου, προκύπτει ότι τα νέα κτίρια που ανεγείρονται εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων (βλ. άρθ. 3 παρ. 1 ΠΔ της 11.6-4.7.1980 και 3 παρ. 1, 2 και 3 ΠΔ της 19.10-13.11.1978), σύμφωνα άλλωστε με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτίριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον [βλ. άρθ. 3 παρ. 1-2 του ΓΟΚ/1985, Ν 1577/1985 (ΦΕΚ Α΄ 210) – άρθ. 327 παρ. 1-2 ΚΒΠΝ]. Εξ άλλου από τα διαδοχικά νομοθετήματα περί προστασίας του Πηλίου και τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται ότι στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτιρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτιρίων αυτής (αποθήκη, παράσπιτο, φούρνος κ.λπ.), όχι δε περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής.

Τούτο προκύπτει τόσο από τη διατύπωση και το πνεύμα των σχετικών νομοθετημάτων και τα στοιχεία, στα οποία αυτά ερείδονται (βλ. εισήγηση, σελ. 6, 7, 15, που υιοθετήθηκε με το …/20.3.1979 πρακτικό του ΣΔΕ, βάσει του οποίου εκδόθηκε το ΠΔ της 11.6-4.7.1980), όσο και από τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στη σκ. 10. Η ερμηνεία αυτή επιρρωνύεται: α) εκ του ότι για την εκτός σχεδίου και οικισμών περιοχή του Πηλίου, η οποία αποτελεί ενιαίο χώρο με τους οικισμούς, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το άρθ. 8 παρ. 1 ΠΔ της 11.6-4.7.1980 παραπέμπει στο άρθ. 10 του ΠΔ της 6.10.1978 περί εκτός σχεδίου δομήσεως (ΦΕΚ Δ΄ 538), όπως είχε αρχικά, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται μόνο μία οικοδομή κατοικίας ανά γήπεδο εκτός σχεδίου, όπως κρίθηκε με την απόφαση ΣτΕ 2887/2014 7μ. επί συναφούς υποθέσεως που εκδικάσθηκε κατά την ίδια δικάσιμο [υπόθ. …/2008] και β) εκ του ότι για το Πήλιο καθιερώθηκε σταδιακά, από το 1977 και εξής, ανώτατο όριο συνολικής καλύψεως κύριων και βοηθητικών κτισμάτων ανά οικόπεδο [ανώτατο όριο «εκμεταλλεύσεως»], μικρού σχετικά ύψους, το οποίο προϋποθέτει και συνεπάγεται την ανέγερση μίας κύριας οικοδομής και των τυχόν βοηθητικών κτισμάτων αυτής και όχι «συγκροτημάτων» περισσότερων κατοικιών. Ειδικότερα, με το άρθ. 1 παρ. 2 του ως άνω ΠΔ της 10.3-1.4.1977 ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες με το δ/γμα αυτό παραδοσιακούς οικισμούς η καλυπτόμενη επιφάνεια δεν δύναται να υπερβεί τα 200 τ.μ. και η συνολική καλυπτόμενη επιφάνεια ορόφων ανά οικόπεδο τα 300 τ.μ. Στη συνέχεια, με το άρθ. 9 παρ. 4 του ΠΔ της 24.4-3.5.1985 (ΦΕΚ Δ΄ 181) ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες παραδοσιακούς οικισμούς με το ΠΔ της 19.10-13.11.1978 (το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται και για τον οικισμό του Μουρεσίου), εφαρμόζονται οι καθοριζόμενοι στην παρ. 2 του άρθ. 5 αυτού (δ/τος 1985) όροι δομήσεως, μεταξύ των οποίων και ανώτατο όριο συνολικής καλύψεως ορόφων κύριων και βοηθητικών κτιρίων ανά ιδιοκτησία ανερχόμενο σε 300 τ.μ. (ήτοι 260 τ.μ. για κύριους και 60 τ.μ. για βοηθητικούς χώρους), το οποίο στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άνω άρθ. 5 με το άρθ. 1 παρ. 2β΄ του ΠΔ της 14-23.2.1987 (ΦΕΚ Δ΄ 133), ορίσθηκε σε 400 τ.μ. συνολικά, δηλ. για κύρια και βοηθητικά κτίσματα. Εξ άλλου τα ανωτέρω διαδοχικώς ισχύσαντα ανώτατα όρια εκμεταλλεύσεως οικοπέδων, ανεξαρτήτως ποσοστού καλύψεως και συντελεστή δομήσεως, ανταποκρίνονται σε πραγματική κατάσταση επικρατούσα στους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των οικείων συλλογικών γνωμοδοτικών οργάνων του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ (πρώην Δημοσίων Έργων), οι οποίες ερείδονται σε συστηματικές μελέτες «αναγνώρισης της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας» των οικισμών [βλ. ιδίως Πρακτικό …/4.6.1993 του ΚΣΧΟΠ επί του ΠΔ της 17.4-16.5.1997 (ΦΕΚ Δ΄ 383), τροποποιητικού του ΠΔ της 11.6-4.7.1980 και ειδικότερα στη σελ. 20 της σχετικής εισήγησης, όπου αναφέρεται ότι στο συνεκτικό τμήμα των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου διαπιστώθηκε ανώτατη συνολική κάλυψη [εκμετάλλευση] για κύρια και βοηθητικά κτίρια 240-300 τ.μ. και σε ορισμένα κτίρια 400 τ.μ., ενώ εκτός του συνεκτικού τμήματος των οικισμών η συνολική κάλυψη ανέρχεται σε 300 έως 400 τ.μ.]. Για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω θεσμικά συλλογικά όργανα πρότειναν παγίως τη ρητή καθιέρωση ανωτάτου ορίου συνολικής καλύψεως 400-450 τ.μ. για χρήση κατοικίας ανά οικόπεδο [βλ. ιδίως το ανωτέρω Πρακτικό ΣΔΕ …/20.3.1979 (450 τ.μ.), Πρακτικά ΚΣΧΟΠ …/4.6.1993, σελ. 29 της σχετικής εισήγησης και …/23.3.1995 σελ. 19 της οικείας εισήγησης (400 τ.μ.), απόσπασμα πρακτικών …/25.10.1994 και …/22.11.1994 ΣΧΟΠ Ν. Μαγνησίας σελ. 9 καθώς επίσης και την από 20. 12.1993 πρόταση ΤΕΕ και Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Ν. Μαγνησίας σελ. 5), σχετική διάταξη όμως δεν περιελήφθη στο κείμενο πδ/τος, ενδεχομένως λόγω αντιδράσεων τοπικών παραγόντων (βλ. π.χ. πρακτικό ΚΣΧΟΠ …/29.2.1996, σελ. 1, 2, 8 της εισήγησης που υιοθετήθηκε με το πρακτικό αυτό). Και ναι μεν το άρθ. 2 παρ. 3 του ΠΔ της 11.6-4.7.1980 προβλέπει διάσπαση της οικοδομής, όταν η κάλυψη υπερβαίνει τα 150 τ.μ., εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι το δ/γμα αυτό επιτρέπει την κατασκευή περισσοτέρων αυτοτελών κατοικιών στο ίδιο οικόπεδο (συγκροτημάτων κατοικιών), διότι ερμηνευομένη στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των οικισμών του Πηλίου, που εισάγεται με το πλέγμα των προαναφερόμενων νομοθετημάτων, αφορά προδήλως τη διάσπαση του όγκου μίας αυτοτελούς οικοδομής κατοικίας, η ανέγερση της οποίας επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και όχι την ανέγερση περισσότερων αυτοτελών κατοικιών. Τέλος το γεγονός ότι με το ΠΔ της 11.6-4.7.1980 δεν καθιερώθηκε ρητώς ανώτατο όριο εκμεταλλεύσεως οικοπέδων, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των οικείων συλλογικών οργάνων, δεν ασκεί επιρροή, προεχόντως διότι ανώτατο όριο εκμεταλλεύσεως επεβλήθη με το ΠΔ της 24.4-3.5.1985.

13. Επειδή όπως έχει κριθεί, με τα διατάγματα που εκδίδονται βάσει του άρθ. 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973, ΝΔ 7/1973 [άρθ. 4 παρ. 1 Ν 622/1977], όπως τα ΠΔ της 19.10-13.11.1978, της 24.4-3.5.1985 και της 11.6-4.7.1980, μπορούν να επιβάλλονται όροι και περιορισμοί δομήσεως και να καθορίζονται χρήσεις των ακινήτων, διαφορετικοί από αυτούς που προβλέπει ο ΓΟΚ, σε οικισμούς ή τμήματα οικισμών που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί. Οι επιβαλλόμενοι αυτοί ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και οι χρήσεις πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών και να δικαιολογούνται ως προς την αναγκαιότητα επιβολής τους για την προστασία του χαρακτήρα αυτού, με συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να προκύπτουν από τα στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος (βλ. ΣτΕ 1915/1994, πρβλ. 4707, 3677/1987, ΠΕ 43/2004).

14. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη αναστολή εκδόσεως αδειών για την ανέγερση «συγκροτημάτων κατοικιών» εντός των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου αποβλέπει στην προστασία της παραδοσιακής μορφής των οικισμών αυτών και στην αποτροπή της υποβάθμισής των με την εισαγωγή μορφής δομήσεως, που είναι ξένη προς τα τοπικά παραδοσιακά πρότυπα και αλλοιώνει τον χαρακτήρα της προστατευομένης περιοχής. Εν όψει τούτων η επίμαχη ρύθμιση συνάδει με τις επιταγές του άρθ. 24 Συντ., παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκομένου σκοπού και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, διότι δεν καθιστά αδόμητα τα οικόπεδα εντός των οικισμών, αλλ΄ επιτρέπει τη λελογισμένη εκμετάλλευσή τους βάσει κανόνων και προτύπων που ίσχυαν ανέκαθεν στην προστατευόμενη περιοχή. Επομένως, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθ. 17 Συντ. ούτε στο άρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 4575- 7/2009 7μ., 1915/1994, 3984/1980, 3954/1979). Με τα δεδομένα αυτά, η επιβληθείσα με την προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση αναστολή εκδόσεως αδειών για την ανέγερση συγκροτημάτων κατοικιών εντός των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου είναι νόμιμη και δεν αντίκειται σε καμία διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και μάλιστα αντιστοιχεί προς τους πάγιους κανόνες του καθεστώτος προστασίας του Πηλίου. Συνεπώς, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται τ΄ αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. […]

Απορρίπτει την αίτηση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *