Δημιουργία κοινοχρήστων χώρων. Έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου συνοικισμού. Τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου με μετατροπή ακινήτου σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου

ΑΠ 30/2016 Τμ. Γ΄ Πολιτικό [Έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου συνοικισμού – Μετατροπή ακινήτου σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου]
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΔΙΚΑΙΟ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΔΙΚΑΙΟ
Τεύχος 4/2016, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2016

Πρόεδρος: Ν. Μπιχάκης, Προεδρεύων Αρεοπαγίτης
Εισηγητής: Ι. Φιοράκης, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Π. Νιάδης, Χ. Βελάκης, Γ. Λογοθέτη

Νομοθεσία: άρθρα 7 νδ/τος της 17.7-16.8.1923, 1 (§ 1, 5) νδ/τος 690/1948, 28 ν. 1337/1983

Με το άρθρο 7 του από 17-7/16-8-1923 ν.δ. «περί σχεδίων πόλεων κλπ.» προβλέπεται η δυνατότητα ένταξης σε σχέδιο πόλεως μεγάλων ιδιοκτησιών με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών, η δε έγκριση του σχεδίου στις περιπτώσεις αυτές συναρτάται με την επιβολή στους ιδιοκτήτες ορισμένων υποχρεώσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η δωρεάν παραχώρηση εκτάσεων που καθορίζονται ως χώροι κοινόχρηστοι ή προοριζόμενοι για κοινωφελείς σκοπούς και η εκτέλεση έργων, με τα οποία εξυπηρετούνται ανάγκες του οικισμού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του νδ/τος 690/1948 προκύπτει ότι στις περιπτώσεις ρυμοτομικών σχεδίων, των οποίων τη διαδικασία έγκρισης είχαν επισπεύσει οι ιδιοκτήτες, όπως είναι τα σχέδια που εγκρίθηκαν κατ΄ εφαρμογήν του προρρηθέντος άρθρου 7 του από 17.7-16.8.1923 νδ/τος, οι χώροι που καθορίζονται με το σχέδιο ως κοινόχρηστοι ή ως προορισμένοι για την ανέγερση κτηρίου κοινής ωφελείας θεωρούνται από το νόμο ότι έχουν περιέλθει αντίστοιχα στην κοινή χρήση ή στην κυριότητα του νομικού προσώπου που έχει αρμοδιότητα για την ανέγερση του κοινής ωφελείας κτηρίου, αν μεταξύ των όρων, υπό τους οποίους εγκρίθηκε το σχέδιο, περιλαμβάνεται και η παραίτηση των ιδιοκτητών από τα δικαιώματά τους επί των χώρων αυτών. Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, δέχθηκε τα ακόλουθα: «… Το επίδικο ακίνητο, συνολικής εκτάσεως 5.056 τ.μ., βρίσκεται εντός των ορίων του εκκαλούντος Δήμου, είναι επίμηκες και περιβάλλεται από τις οδούς …, φέρει δε στο ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο … τα στοιχεία … ή ΟΤ … Πρόκειται για τμήμα ευρύτερης έκτασης, εμβαδού 4.000 περίπου στρεμμάτων, την οποία συνεισέφεραν στην εφεσίβλητη [νυν αναιρεσίβλητη] κατά την ίδρυσή της οι ιδρυτές αυτής Γ. Η. και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία …, δυνάμει του συμβολαίου …/1924 του Συμβολαιογράφου …, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό με τα συμβόλαια …/1923 και …/1923 του ίδιου Συμβολαιο-γράφου, που συνιστούν το ιδρυτικό καταστατικό της εφεσίβλητης και την τροποποίηση αυτού αντίστοιχα. Η εφεσίβλητη, η οποία τότε είχε την έδρα της στην Αθήνα επί της οδού … και είχε ως σκοπό την αγορά, την πώληση και την ανοικοδόμηση ακινήτων, ενδιαφερόμενη να εκμεταλλευθεί την ως άνω μεγάλη ακίνητη περιουσία της, με την ανέγερση οικοδομών και την πώλησή τους σε τρίτους, επέσπευσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 17.7/16.8.1923 ν.δ, την έγκριση του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου του συνοικισμού τότε …. Πράγματι, αυτό συνέβη με το από 20.11.1923 ΒΔ (ΦΕΚ 342/24.11.1923 ΠΔ τεύχ. Α΄ ), στο οποίο αναφέρεται ότι η έγκριση του ανωτέρω σχεδίου γίνεται υπό τον όρο ανάληψης από την εφεσίβλητη υποχρεώσεων «..ως προς την δωρεάν παραχώρησιν γηπέδων προοριζομένων δια κοινόχρηστους χώρους και άλλους κοινωφελείς σκοπούς, την εκτέλεσιν γενικής φύσεως έργων εξυπηρετικών του συνοικισμού και την ανέγερσιν οικοδομών προς τους εις ους η εν λόγω εταιρεία θέλει εκποιήσει οικόπεδα του συνοικισμού, αι οποίαι υποχρεώσεις θέλουσιν ορισθή λεπτομερώς δι’ ειδικής μεταξύ του Δημοσίου ή του Δήμου Αθηναίων και της εταιρείας συμβάσεως…». Η εφεσίβλητη, δηλαδή, ανέλαβε υποχρεώσεις, οι οποίες θα εξειδικεύονταν με μεταγενέστερη σύμβαση και οι οποίες θα αφορούσαν: α΄) στη δωρεάν από αυτή παραχώρηση ακινήτων προκειμένου να αποτελέσουν κοινόχρηστους χώρους και να εξυπηρετήσουν κοινωφελείς σκοπούς του συνοικισμού, β΄) στην εκτέλεση διάφορων έργων, εξωραϊστικών και επιβοηθητικών, για την ομαλή λειτουργία του συνοικισμού και τη διαβίωση των κατοίκων αυτού, όπως δημιουργία δικτύου παροχής ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνικού δικτύου, δενδροφύτευση κ.λπ. και γ΄) στην ανέγερση οικοδομών επί των οικοπέδων, τα οποία θα πωλούσε σε τρίτους για να κατοικήσουν στην περιοχή. Για την εκτέλεση του ως άνω ΒΔ, καταρτίστηκε, μεταξύ της εφεσίβλητης και του Δήμου Αθηναίων, προκατόχου του εκκαλούντος, στις 24.9.1924 σύμβαση ενώπιον του Συμβολαιογράφου … με την οποία καθορίσθηκαν επακριβώς οι σχετικές αναληφθείσες υποχρεώσεις της εφεσίβλητης. Στην εν λόγω σύμβαση, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών με αύξ. αριθμό … και έχει κυρωθεί με το από 18.11.1924 πδ/γμα (Α΄ 292/20.11.1924), ορίζονται, ως προς το ως άνω, υπό στοιχείο α΄, σκέλος των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης, επί λέξει τα εξής: «… Η εταιρεία δηλοί ότι ουδεμίαν απαίτησιν αποζημιώσεως παρά του Δήμου Αθηναίων έχει δια τα καταλαμβανόμενα και αμέσως κατωτέρω περιγραφόμενα γήπεδα του εγκεκριμένου σχεδίου και προοριζόμενα δια κοινήν χρήσιν και κοινήν ωφέλειαν, ήτοι πλατείας, πρασιάς, αγοράς, εκκλησίας, σχολεία, γυμναστήρια, νεκροταφεία, αστυνομικά ή κοινοτικά καταστήματα, οδούς παντός είδους και εύρους, άτινα πάντα βαρύνουν την εταιρεία, εάν δε τινα τούτων τυχόν επωλήθησαν ήδη προς τρίτους αναλαμβάνει η εταιρεία την αποζημίωσιν …», ενώ στη συνέχεια αναφέρεται ότι: «… Η εταιρεία παραχωρεί άπαντας τους ανωτέρω υπό στοιχεία… χώρους ως ούτοι ως άνω περιεγράφησαν και εσημειώθησαν εν τω προσηρτημένω διαγράμματι εις τον Δήμον δια τον αναγραφέντα κοινωφελή σκοπό, αναλαμβάνοντας την υποχρέωσιν να μεταβιβάση τούτους εις την Κοινότητα … (δηλαδή …) οψέποτε ήθελεν χαρακτηρισθή αυτοτελής τοιαύτη, δικαιούμενον να διακατέχη και νέμηται τούτους μέχρι τότε ούτος, της εταιρείας προοριζομένης εις μόνην την χρήσιν και κάρπωσιν. Συνομολογείται ότι εν περιπτώσει διαλύσεως της εταιρείας οι ως είρηται χώροι … περιέρχονται εις την πλήρη και αποκλειστικήν κυριότητα του Δήμου αμετακλήτως». Στο ενδιάμεσο, μεταξύ των δύο ανωτέρω χωρίων, περιγράφονται λεπτομερώς οκτώ συγκεκριμένα ακίνητα, ανάμεσα στα οποία δεν είναι το επίδικο, ενταγμένα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, το οποίο παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα η εφεσίβλητη στο Δήμο Αθηναίων (με την υποχρέωση να τα μεταβιβάσει στην Κοινότητα …, όποτε αυτή συσταθεί), σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκειμένου να αποτελέσουν κοινόχρηστους χώρους του συνοικισμού, με τον προορισμό του καθενός να αναφέρεται ρητώς στο κείμενο της σύμβασης (π.χ. αγορά, σχολεία, νεκροταφεία, γυμναστήρια, κοινοτικό κατάστημα κλπ), ενώ την ίδια μεταχείριση είχαν και όσες εκτάσεις, ανήκουσες στην εφεσίβλητη, καταλαμβάνονταν από οδούς, σύμφωνα με το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Περαιτέρω, ως προς το ως άνω, υπό στοιχείο β΄, σκέλος των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης, ορίζονται στην εν λόγω σύμβαση επί λέξει τα εξής: «… Η εταιρεία αναλαμβάνει προς τούτοις την ιδίαις αυτής δαπάναις και δια λογαριασμόν της εκτέλεσιν εις την ανήκουσαν εις αυτήν, την … και τον Γ. Η. έκτασιν του εγκεκριμένου Συνοικισμού … των κάτωθι υποχρεωτικών έργων, γενησομένων βαθμιαίως …», ακολουθεί δε η αναφορά των υποχρεωτικών έργων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το έργο «… β) Εγκατάστασις υδαταποθήκης μετά δικτύου διανομής …», ενώ στη συνέχεια ορίζεται ότι «… Πλην των ανωτέρω έργων δύναται ο … να εκτελέσει τα εξής προαιρετικά έργα… στ) Εγκατάστασιν ιδιωτικού φωτισμού, θερμάνσεως ή κινήσεως δι΄ ηλεκτρικής ενεργείας ή δι΄ αερίου …». Τέλος, στη σύμβαση αυτή περιγράφεται ο τρόπος κοστολόγησης των τιμολογίων παροχής ύδατος, ρεύματος κλπ από την εφεσίβλητη και ορίζεται ότι αυτά «… δικαιούται να εισπράττει διά λογαριασμόν της η εταιρεία …» και ότι το κόστος κατασκευής και συντήρησης των έργων βαρύνει την εφεσίβλητη. Από όλα αυτά, προκύπτουν με σαφήνεια ακόλουθα: α) Η επίδικη έκταση, η οποία δεν εντάχθηκε στο εγκριθέν, με το ως άνω από 20.11.1923 ΒΔ, ρυμοτομικό σχέδιο του …, δεν συμπεριλαμβάνεται στα ακίνητα, τα οποία η εφεσίβλητη παραχώρησε δωρεάν στο Δήμο Αθηναίων με την υποχρέωση να τα μεταβιβάσει στη μέλλουσα Κοινότητα …, ώστε να δημιουργηθούν σε αυτά κοινόχρηστοι χώροι και κτίρια για κοινωφελείς σκοπούς και β) η εκτέλεση των ως άνω εξυπηρετικών του συνοικισμού, υποχρεωτικών και προαιρετικών, έργων θα λάμβανε χώρα σε εκτάσεις της ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης (ή των ιδρυτών της) με δικές της δαπάνες, η οποία θα εκμεταλλευόταν αυτά. Πρόκειται, επομένως, για διαφορετικής φύσεως και απόλυτα διακριτές μεταξύ τους υποχρεώσεις της εφεσίβλητης με ειδοποιό διαφορά το γεγονός ότι στη μεν πρώτη περίπτωση αυτή παραχώρησε δωρεάν και αποξενώθηκε από την κυριότητά της εκτάσεις για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και για την ανέγερση κτιρίων για κοινωφελείς σκοπούς (σχολεία, νεκροταφείο, γυμναστήριο κ.λπ.), χωρίς, ωστόσο, να έχει αναλάβει την υποχρέωση ανέγερσής τους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δεν παραχώρησε οποιαδήποτε έκταση, αλλ΄ αντίθετα σε ακίνητα δικής της (ή των ιδρυτών της) αποκλειστικής κυριότητας υποχρεώθηκε ή της παρασχέθηκε η ευχέρεια να εκτελέσει, με δικές της δαπάνες και να εκμεταλλευθεί, έργα κοινής ωφέλειας, όπως εγκαταστάσεις παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, αποχέτευση, οδοποιία κ.λπ., προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αγοραστές των ακινήτων της και μελλοντικοί κάτοικοι της περιοχής. Τα έργα, επομένως, αυτά δεν είναι κοινόχρηστα πράγματα, με την έννοια της δυνατότητας κοινής και απρόσκοπτης χρήσης αυτών από όλους, όπως πλατείες, δρόμοι, σχολεία, εκκλησία, νεκροταφεία κ.λπ., αλλά πράγματα, προορισμένα, βέβαια, για την εξυπηρέτηση κοινοτικών σκοπών και, επομένως, εκτός συναλλαγής για όσο διάστημα εξυπηρετούν τους σκοπούς αυτούς, αλλά, ανήκοντα, στην προκείμενη περίπτωση, σε ιδιώτη και συγκεκριμένα στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω, με το από 9.12.1927 ΠΔ «Περί τροποποίησεως σχεδίου … και του σχετικού Οικοδομικού Κανονισμού» (Α΄ 317/31.12.1927), εγκρίθηκε η τροποποίηση του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου του συνοικισμού …, στο οποίο εντάχθηκε η επίδικη έκταση με στοιχεία ΟΤ … και με την ένδειξη, όπως αναγράφεται στο υπόμνημα του σχετικού σχεδιαγράμματος, «…. ΣΤΑΘΜΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ». Η εφεσίβλητη, επομένως ανήγειρε στην επίδικη έκταση, που της ανήκε, το ως άνω προαιρετικό έργο κοινής ωφέλειας, δηλαδή τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 19.7.1927 γενικής συνέλευσης των μετόχων της (σελ. 53), είχε ήδη ολοκληρωθεί κατά το χρόνο εκείνο με δικές της δαπάνες και είχε συνδεθεί με το σχετικό δίκτυο διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, που εξασφάλιζε φωτισμό στους δρόμους, στις πλατείες και στα οικόπεδα, επί των οποίων επρόκειτο να κτισθούν κατοικίες. Το ως άνω υπόμνημα του προσαρτημένου στο εν λόγω ΒΔ σχεδιαγράμματος δεν είναι, βέβαια, ένας «πίνακας κοινωφελών – κοινόχρηστων χώρων», αλλά ένα τυπικό υπόμνημα για τη διευκόλυνση του αναγνώστη να εντοπίσει τους σημαντικότερους χώρους σε μια ευρύτερη περιοχή, οι οποίοι, στην προκείμενη περίπτωση, που αποτυπώνεται ένας μελλοντικός συνοικισμός, είναι, εύλογα, στην πλειονότητά τους κοινόχρηστοι. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω υπόμνημα δεν περιλαμβάνει μόνο κοινόχρηστους χώρους, αλλά και ιδιωτικούς, όπως διδακτήρια …, ξενοδοχείο κ.λπ., ενώ δεν αμφισβητείται ο αναμφίβολα κοινωφελής σκοπός του προορισμένου να εξυπηρετήσει τη μελλοντική Κοινότητα … σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, αλλά ερευνάται η κυριότητα επί αυτού και της επίδικης έκτασης, επί της οποίας κατασκευάστηκε, ζήτημα που ρητώς προβλέφθηκε στην από 24.9.1924 σύμβαση μεταξύ της εφεσίβλητης και του Δήμου Αθηναίων. Περαιτέρω, με το από 9.10.1929 ΠΔ (Α΄ 376/17.10.1929), ιδρύθηκε η Κοινότητα …, με περιφέρεια τον ομώνυμο οικισμό, η οποία υποκατέστησε στα δικαιώματά του τον ως άνω Δήμο Αθηναίων, ενώ με το από 5.4.1930 πδ/γμα «Περί τροποποίησεως σχεδίου του συνοικισμού …» (Α΄ 100/5.4.1930), εγκρίθηκε η τροποποίηση του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου του συνοικισμού … στο συνημμένο σχεδιάγραμμα του οποίου αποτυπώνεται η επίδικη έκταση με στοιχεία ΟΤ 11 και με την ένδειξη στο σχετικό υπόμνημα «…. ΣΤΑΘΜΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΔΕΞΑΜΕΝΑΙ». Στην ίδια επίδικη έκταση, η εφεσίβλητη ανήγειρε το αναφερόμενο στην ως άνω σύμβαση υποχρεωτικό έργο των δεξαμενών ύδατος, το οποίο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 16.5.1930 γενικής συνέλευσης των μετόχων της (σελ. 119), είχε ήδη ολοκληρωθεί από το έτος 1928 με δικές της δαπάνες και είχε συνδεθεί με το σχετικό δίκτυο διανομής ύδατος για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής. Εξ άλλου, για όσο χρόνο λειτούργησαν οι ανωτέρω κοινωφελείς εγκαταστάσεις, η εφεσίβλητη εκμεταλλευόταν αυτές, εισπράττοντας το αντίτιμο για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, αντίστοιχα, στους πελάτες της, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν κατοικήσει στην Κοινότητα του … Κατά το έτος 1933, ο ως άνω σταθμός ηλεκτροπαραγωγής έπαυσε να λειτουργεί, διότι η περιοχή συνδέθηκε με το δίκτυο ηλεκτροδότησης της Αθήνας, και, επομένως, το επίδικο ακίνητο απώλεσε εν μέρει το χαρακτήρα του ως πράγματος προορισμένου για την εξυπηρέτηση κοινοτικού σκοπού, η δε εφεσίβλητη, η οποία μέχρι τότε είχε, όπως προαναφέρθηκε, την έδρα της, στην Αθήνα, επί της οδού … αρχικά και στη συνέχεια επί της οδού …, ανήγειρε στο επίδικο ακίνητο τα κεντρικά της γραφεία και μετέφερε σ’ αυτά την έδρα της, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την εφεσίβλητη αποσπάσματα των γενικών συνελεύσεων των μετόχων της της χρονικής εκείνης περιόδου. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε στο σχεδιάγραμμα που συνοδεύει το από 3.4.1933 ΠΔ «Περί αναθεωρήσεως του σχεδίου …», με το οποίο τροποποιήθηκε εκ νέου το ρυμοτομικό σχέδιο του …, όπου αποτυπώνεται η επίδικη έκταση με στοιχεία ΟΤ 11 και με την ένδειξη στο σχετικό υπόμνημα «…. ΓΡΑΦΕΙΑ – ΑΠΟΘΗΚΑΙ – ΔΕΞΑΜΕΝΑΙ». Στη συνέχεια, ακολούθησε η έκδοση του από 26.8.1936 βδ/τος (Α΄ 392/8.9.1936) «Περί τοπικής επεκτάσεως και αναθεωρήσεως του σχεδίου συνοικισμού …» και του από 12.1.1937 βδ/τος (Α΄ 12/18.1.1937) «Περί συμπληρώσεως του από 26 Αυγούστου 1936 βδ/τος», με τα οποία δεν επήλθε καμία μεταβολή ως προς την επίδικη έκταση, η οποία αποτυπώνεται στα σχετικά σχεδιαγράμματα χωρίς καμία ένδειξη, ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αποκλεισμού αυτής από τους οικοδομήσιμους χώρους δεν αποδεικνύεται και σε κάθε περίπτωση είναι αδιάφορος για το ερευνώμενο ζήτημα, δηλαδή την κυριότητα επί αυτής. Εξάλλου, περί το έτος 1956 το δίκτυο ύδρευσης της Κοινότητας … συνδέθηκε με το δίκτυο της Ελληνικής Εταιρίας Υδάτων, οπότε οι ως άνω δεξαμενές ύδατος έπαυσαν να λειτουργούν. Έτσι, το επίδικο ακίνητο απώλεσε πλήρως τον χαρακτήρα του, ως εκτός συναλλαγής πράγμα, προορισμένο για την εξυπηρέτηση κοινοτικού σκοπού και σε αυτό βρίσκεται μέχρι σήμερα η έδρα της εφεσίβλητης [νυν αναιρεσίβλητης]. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του νδ/τος 690/1948, διότι αυτές αναφέρονται εξ ολοκλήρου στην εκπλήρωση της υποχρέωσης των ιδιοκτητών, που επέσπευσαν την έγκριση των ρυμοτομικών σχεδίων, για παραχώρηση στην κοινή χρήση των καθορισθέντων στα εν λόγω σχέδια κοινόχρηστων χώρων και για μεταβίβαση των ακινήτων που προορίζονται κατά τα εν λόγω σχέδια για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας στην κυριότητα των αρμόδιων για την ανέγερσή τους νομικών προσώπων, στην προκείμενη δε περίπτωση στην ως άνω υπό στοιχείο α’ υποχρέωση της εφεσίβλητης από την από 24.9.1924 σύμβαση με το Δήμο Αθηναίων για τη δωρεάν παραχώρηση ακινήτων για να αποτελέσουν κοινόχρηστους χώρους και να κτισθούν επί αυτών (όχι από την ίδια) κτίρια για κοινωφελείς σκοπούς, και δεν έχουν καμία σχέση με την ως άνω υπό στοιχ. β΄ υποχρέωση για εκτέλεση συγκεκριμένων υποχρεωτικών και προαιρετικών έργων σε δικά της ακίνητα, τα οποία θα εκμεταλλευόταν, όπως και έπραξε στην επίδικη έκταση. Συγκεκριμένα, οι παρ. 1 και 2 του ως άνω νδ/τος αναφέρονται ρητά σε χαρακτηρισμένους, από το αρχικό ή τροποποιημένο, ρυμοτομικό σχέδιο, κοινόχρηστους χώρους (πλατείες, άλση, οδούς, κήπους κ.λπ.), οι οποίοι λογίζονται ότι περιέρχονται στην κοινή χρήση από την έγκριση ή την τροποποίηση του σχεδίου, ανεξάρτητα από το αν εκπληρώθηκε ή επιβλήθηκε καν υποχρέωση στον επισπεύδοντα ιδιοκτήτη, περί παραίτησης από την κυριότητά του, πλην, όμως, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε αποτέλεσε κοινόχρηστο, κατά το αρχικό ή το τροποποιηθέν ρυμοτομικό σχέδιο του … χώρο. Το ίδιο ισχύει και για την παρ. 3 του ως άνω νδ/τος που, επίσης, αναφέρεται σε κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι ναι μεν δεν χαρακτηρίσθηκαν ως τέτοιοι κατά το ρυμοτομικό σχέδιο, αλλά διαφημίστηκαν ως τέτοιοι από τους ιδιοκτήτες για την προσέλκυση κοινού, πλην, όμως, στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη δεν διαφήμισε το σταθμό ηλεκτροπαραγωγής και τις δεξαμενές ύδατος ως κοινόχρηστους χώρους, αλλά ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή έργα κοινής ωφέλειας για την εξυπηρέτηση εκείνων, που θα επέλεγαν να κατοικήσουν στο νέο αυτό οικισμό. Ούτε, άλλωστε, η παρ. 5 του ως άνω ν.δ. εφαρμόζεται, διότι αυτή αφορά στους συγκεκριμένους χώρους που καθορίστηκαν με το σχέδιο για να ανεγερθούν κτίρια κοινής ωφέλειας από το αρμόδιο νομικό πρόσωπο (στην προκείμενη περίπτωση από την Κοινότητα …) και γι΄ αυτό, άλλωστε, επιβάλλεται η μεταβίβαση της κυριότητας από τους ιδιοκτήτες σε αυτό. Στην περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, το οποίο αποτέλεσε επιλογή της ίδιας της εφεσίβλητης για την εκτέλεση των ανωτέρω έργων με δικές της δαπάνες, σε αντίθεση τα προορισμένα, κατά την ως άνω σύμβαση, για να ανεγερθούν σ’ αυτά κτίρια κοινής ωφέλειας, όπως η αγορά, που ήταν μάλιστα αντικείμενο άλλης δικαστικής διένεξης μεταξύ των διαδίκων, το κοινοτικό κατάστημα, τα σχολεία κ.λπ. Περαιτέρω, κατά τη διαδρομή του χρόνου μέχρι την άσκηση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο εκκαλών και οι προκάτοχοί του, με σειρά ενεργειών οργάνων τους, αναγνώριζαν την κυριότητα της εφεσίβλητης επί του επίδικου αυτού ακινήτου. Συγκεκριμένα, με την πράξη του …/1971, το Κοινοτικό Συμβούλιο … πρότεινε την τροποποίηση του σχεδίου ρυμοτομίας του … με τον ορισμό της επίδικης έκτασης, που περιγράφεται ως ιδιωτικός χώρος, ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, ενώ με την ανακοίνωσή του 931/1971 ο Πρόεδρος της Κοινότητας … γνωστοποίησε προς κάθε ενδιαφερόμενο την ως άνω πρόθεση της Κοινότητας, χαρακτηρίζοντας και αυτός την επίδικη έκταση ως ιδιωτική. Σε συνέχεια της πρωτοβουλίας αυτής της προκατόχου του εκκαλούντος (Κοινότητας …) εκδόθηκε το από 8.4.1972 βδ/γμα (Δ΄ 88/28.4.1972), με το οποίο εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου … με μετατροπή του επίδικου ακινήτου (ΟΤ …) σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, πλην, όμως, το εν λόγω βδ/γμα ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, με αίτηση της εφεσίβλητης, με την απόφαση 2497/1973 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι δε χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης εκείνης, η κυριότητα της εφεσίβλητης επί του επιδίκου είχε συνομολογηθεί από την Κοινότητα … με το υπόμνημα …/21.6.1971 του Προέδρου αυτής. Στη συνέχεια, εκδόθηκε το από 19.9.1975 πδ/γμα (Δ΄ 289/13.1 1.1975), με το οποίο εγκρίθηκε εκ νέου η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του … με μετατροπή του επιδίκου ακινήτου (ΟΤ 11) σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου. Προκειμένου να υλοποιηθεί η ως άνω μετατροπή του επιδίκου σε κοινόχρηστο χώρο με την καταβολή της απαιτούμενης αποζημίωσης από την Κοινότητα … στην εφεσίβλητη λόγω της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της τελευταίας, με την από 28.9.1976 αίτησή της η Κοινότητα … ζήτησε από το αρμόδιο Τμήμα Απαλλοτριώσεων της Πολεοδομίας Ανατολικής Αττικής να συντάξει την προσήκουσα πράξη αναλογισμού λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησίας, γεγονός που συνέβη με την …/1978 πράξη του ως άνω Τμήματος Απαλλοτριώσεων και την …/1985 απόφαση αυτού, που κύρωσε, μερικώς διορθούμενη, την προηγούμενη πράξη του. Στο σκεπτικό, μάλιστα, της τελευταίας αυτής απόφασης γίνεται σαφής αναφορά στο ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε αποτέλεσε μέχρι τότε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου και ότι σε αυτό βρίσκονταν ανέκαθεν οι εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης, με την απόρριψη ωστόσο σχετικής ένστασης της εφεσίβλητης περί μη συνυπολογισμού όλης της ιδιοκτησίας της στην καταβλητέα αποζημίωση, διότι για το τμήμα του ακινήτου από την υπερυψωμένη και με δενδροστοιχία έκταση μεταξύ του κτιρίου των γραφείων της εφεσίβλητης και του τοίχου αντιστήριξης προς την οδό … δεν αποδείχθηκε η κυριότητα αυτής, εφόσον δεν προσκόμισε σχετικούς τίτλους, αλλά με τη δυνατότητα αυτής να το πράξει σε μεταγενέστερο χρόνο και να συνταχθεί νέα πράξη αναλογισμού. Από την ανωτέρω, βέβαια, απόρριψη της σχετικής ένστασης της εφεσίβλητης συνάγεται ότι αυτή κατά το χρόνο εκείνο (και με την επιφύλαξη ότι μπορεί να επανέλθει αργότερα με νέα στοιχεία) δεν μπόρεσε να αποδείξει την κυριότητά της στο σύνολο της επίδικης έκτασης και όχι εξ αντιδιαστολής ότι το τμήμα αυτό ήταν κοινόχρηστο. Εξάλλου, με το από 10.5.1988 ΠΔ (ΦΕΚ 353/1988 τεύχ. Δ’ ) «Περί αναθεώρησης του ρυμοτομικού σχεδίου … και τροποποίησης των όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων αυτού», το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται πλέον στο σχετικό συνημμένο σχεδιάγραμμα ως «…», ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, ενόψει του ότι έκτοτε ουδέποτε καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη η οφειλόμενη αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου και τη μετατροπή σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, η εφεσίβλητη προσέφυγε με τις από 2.7.2001 αιτήσεις της ενώπιον του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, προκειμένου να άρουν την επιβληθείσα στην ιδιοκτησία της απαλλοτρίωση, πλην όμως το αίτημά της απορρίφθηκε σιωπηρά με την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την υποβολή του. Η εφεσίβλητη προσέβαλε την εν λόγω απόρριψη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με αίτηση ακύρωσης, η οποία έγινε δεκτή με την απόφαση 2238/2002 του εν λόγω Δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι, εφόσον παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσιπενταετίας χωρίς να έχει καταβληθεί στην εφεσίβλητη η οφειλόμενη αποζημίωση, δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα να δεσμεύεται περαιτέρω η ιδιοκτησία της με την επιβληθείσα απαλλοτρίωση και, έτσι, ακύρωσε τη σιωπηρή απόρριψη του ως άνω αιτήματος της εφεσίβλητης από τη Διοίκηση και ανέπεμψε σε αυτή την υπόθεση για να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης. Ο εκκαλών, που στο μεταξύ είχε υποκαταστήσει την Κοινότητα … στα δικαιώματά της, προσέβαλε την εν λόγω απόφαση με την από 16.9.2003 τριτανακοπή του ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, προβάλλοντας για πρώτη φορά ισχυρισμούς, ίδιους με τους διαλαμβανόμενους στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή περί του ότι το επίδικο είχε παραχωρηθεί δωρεάν ως κοινόχρηστος χώρος από την εφεσίβλητη κατά το έτος 1927. Το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε την τριτανακοπή του εκκαλούντος χωρίς να κρίνει τους ισχυρισμούς του με την απόφαση 1496/2004, την οποία, ωστόσο, ο εκκαλών προσέβαλε με την από 24.6.2005 έφεσή του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση 3627/2007 του τελευταίου, έγινε δεκτή η εν λόγω έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του ΔΕφΑΘ, που απέρριψε την τριτανακοπή, στη συνέχεια έγινε δεκτή η τριτανακοπή, εξαφανίστηκε η ως άνω τριτανακοπτόμενη απόφαση του ΔΕφΑΘ και δικάσθηκε εν νέου η αίτηση ακύρωσης της εφεσίβλητης, η οποία έγινε και πάλι δεκτή με άλλη όμως αιτιολογία, με το σκεπτικό δηλαδή ότι η Διοίκηση όφειλε να εξετάσει παρεμπιπτόντως αν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ακύρωσης η εφεσίβλητη ήταν πράγματι κυρία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Με το σκεπτικό αυτό το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για να εξετασθεί εκ νέου από αυτή με τη συνεκτίμηση και των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ αναμενόταν η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ως άνω έφεσης του εκκαλούντος κατά της απόφασης 1496/2004 του ΔΕφΑθ, που απέρριψε την τριτανακοπή του, ο εκκαλών αποφάσισε, με τη σχετική απόφαση 226/2004 του Δημοτικού Συμβουλίου, την επανεπιβολή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στο επίδικο ακίνητο και τη διερεύνηση της δυνατότητας λήψης δανείου ποσού 2.000.000 ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς για να καταβάλει τη σχετική αποζημίωση στην εφεσίβλητη, η ενέργεια δε αυτή ήταν απολύτως αντιφατική με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του, διότι αν πράγματι ο εκκαλών είχε εδραιωμένη πεποίθηση για τη βασιμότητα αυτών, δεν θα επιδίωκε να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του με ένα τόσο μεγάλο ποσό, αλλά θα ανέμενε την ευνοϊκή κατάληξη της υπόθεσης γι’ αυτόν είτε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και αρχών είτε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι από το έτος 1993 και εντεύθεν ο εκκαλών εισέπραττε κάθε έτος από την εφεσίβλητη το τέλος ακίνητης περιουσίας, που αντιστοιχούσε στο επίδικο, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εφεσίβλητη αποδείξεις, επί των οποίων έχει τεθεί σφραγίδα από τον εκκαλούντα με την ένδειξη «ΔΗΜΟΣ … – ΕΙΣΠΡΑΧΘΗΚΕ… ημερομηνία», χωρίς, δηλαδή, οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι κάτοικοι της περιοχής ενδέχεται να διέρχονταν από ορισμένα σημεία του επίδικου ακινήτου, που είναι ακάλυπτοι χώροι, προκειμένου να μεταβούν στην παρακείμενη εκκλησία του … ή σε άλλο μέρος, γεγονός απόλυτα εύλογο για μια τόσο μεγάλη έκταση που δεν είναι στο σύνολό της περιφραγμένη και παρεμβάλλεται ανάμεσα σε κατοικίες, όμως μόνο από αυτό δεν προκύπτει βούληση της εφεσίβλητης να θέσει το ακίνητό της ή τμήμα αυτού σε κοινή χρήση. Έτσι, το επίδικο ακίνητο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην εφεσίβλητη από την ίδρυσή της και επί αυτού ανήγειρε, κατά τα ανωτέρω, τις προαναφερόμενες κοινωφελείς εγκαταστάσεις, τις οποίες εκμεταλλεύθηκε η ίδια κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, χωρίς ουδέποτε να απωλέσει την κυριότητά της επί του ακινήτου αυτού και των εντός αυτού κτισμάτων ούτε να εκδηλώσει τέτοια βούληση, και, έτσι, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, ανεξάρτητα από τη διαχρονική βούληση του εκκαλούντος να καταστήσει με αναγκαστική απαλλοτρίωση το επίδικο ακίνητο κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, διαδικασία, ωστόσο, που ουδέποτε μέχρι τώρα ολοκληρώθηκε με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στην εφεσίβλητη». Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος Δήμου, με την οποία ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του, ως κοινόχρηστος χώρος, κατά τις προρρηθείσες διατάξεις του από 17.7-16.8.1923 νδ/τος και του νδ/τος 690/1948, σε συνδυασμό με το από 9.12.1927 πδ/γμα «Περί τροποποιήσεως του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου …» και τα επακολουθήσαντα όμοια προαναφερθέντα πδ/τα και κατόπιν της προαναφερθείσας υπ΄ αριθ. …/25.9.1924 συμβολαιογραφικής σύμβασης, με την οποία η αναιρεσίβλητη, επισπεύδοντας την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως, παραχώρησε το επίδικο, μεταξύ άλλων εκτάσεων, δωρεάν στον αναιρεσείοντα για την ανέγερση κοινωφελών κτηρίων (σταθμός ηλεκτροπαραγωγής και υδατοδεξαμενή), και ζητούσε με αυτήν (αγωγή) να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου». Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές δεν έχουν εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 5 του νδ/τος 690/1948, αφού δεν πρόκειται για χώρους που καθορίζονται με το σχέδιο ως κοινόχρηστοι (οδοί, πλατείες, δημόσια καταστήματα κλπ.) ή ως προοριζόμενοι για την ανέγερση κτηρίων κοινής ωφέλειας από το οικείο νομικό πρόσωπο (εδώ Κοινότητα …), στους οποίους αναφέρονται οι ανωτέρω διατάξεις και τους οποίους παραχώρησε η αναιρεσίβλητη δωρεάν στον αναιρεσείοντα εις εκτέλεση των υποχρεώσεών της που είχε αναλάβει, ως επισπεύδουσα την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά για χώρο, στον οποίο η ίδια η αναιρεσίβλητη είχε αναλάβει να ανεγείρει τα ανωτέρω κτήρια κοινής ωφέλειας με δικές της δαπάνες και τον οποίο δεν είχε μεταβιβάσει, μη έχοντας αναλάβει τέτοια υποχρέωση απέναντι στον αναιρεσείοντα, εκμεταλλευόμενη η ίδια εξ αρχής το επίδικο. Επομένως, το Εφετείο που δεν εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, δεν παραβίασε αυτές με τη μη εφαρμογή τους, ο τα δ’ αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.δ. 690/1948, οι διατάξεις της παρ.1 του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση των χώρων, οι οποίοι δεν καθορίστηκαν μεν κοινόχρηστοι στο σχέδιο πόλεως, για τους οποίους όμως «οι επισπεύσαντες την έγκρισιν εξεδήλωσαν είτε δι’ απαγγελίας είτε δια διαφημιστικών χαρτών και διαγραμμάτων ή αγγελιών προς τον σκοπόν της προσελεύσεως αγοραστών…την πρόθεσιν όπως θέσουν τούτους εις την χρήσιν του κοινού…». Εξ άλλου, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έλαβε υπόψη ως αποδεικτικό έγγραφο και το διαφημιστικό λεύκωμα που είχε εκδώσει η αναιρεσίβλητη εταιρεία με τίτλο … και το οποίο είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων Δήμος. Στο λεύκωμα αυτό αναγράφονται μεταξύ άλλων «… έχει πολλά προτερήματα, τα οποία το καθιστούν την ιδεώδη εξοχήν των Αθηνών. Όλα τα δημόσια και κοινής ωφελείας έργα είναι όχι μόνον ό,τι τελειότερον έχει επινοήσει ο σημερινός πολιτισμός, αλλά και πολυτελέστατα. Η αγορά του είναι ένα κατακάθαρο και ωραίο αρχιτεκτονικόν έργον, το δε ηλεκτρικόν εργοστάσιόν του έχει τις πλέον αξιοθαύμαστες εγκαταστάσεις … Τα νερά συγκεντρούνται εις μίαν μεγάλην υδατοδεξαμενήν κάτω του συνοικισμού. Ηλεκτρικές αντλίες ανεβάζουν τα νερά αυτά εις δεξαμενάς – αποθήκας του ηλεκτρικού εργοστασίου, απ΄ εκεί δε διοχετεύονται εις όλον τον Συνοικισμόν, αφού προηγουμένως καθαρισθούν με υπεριώδεις ακτίνες». Το Εφετείο, σχετικά με τα ανωτέρω αποσπάσματα του διαφημιστικού λευκώματος δέχθηκε τα εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη δεν διαφήμισε τον σταθμό ηλεκτροπαραγωγής και τις δεξαμενές ύδατος ως κοινοχρήστους χώρους, αλλά ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή έργα κοινής ωφέλειας για την εξυπηρέτηση εκείνων που θα επέλεγαν να κατοικήσουν στον νέο οικισμό». Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω αποσπασμάτων και της τελευταίας αυτής παραδοχής του Εφετείου προκύπτει ότι δεν πρόκειται για λανθασμένη από το Εφετείο ανάγνωση του κειμένου του λευκώματος, αλλά για εκτίμηση του περιεχομένου του εκ μέρους του δικαστηρίου, για εκτίμηση συνεπώς πραγμάτων, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, κατά τα προεκτεθέντα. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, από το αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν΄ απορριφθεί η αίτηση, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της παρισταμένης αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένη κατά το άρθρο 281 του ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων».

[Απορρίπτει την αίτηση.]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *