Φοροδιαφυγή κατά συναυτουργία και κατ΄εξακολούθηση. Ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος χρηματιστηριακής εταιρείας. Στοιχεία του εγκλήματος. Υπερχειλής δόλος (προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος). Ποινική ευθύνη Προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και Αντιπροέδρου. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Δόλος. Δεν αιτιολογείται επαρκώς η γνώση του αναιρεσείοντα Αντιπροέδρου ότι οι υποβληθείσες δηλώσεις ήταν ανακριβείς, καθώς και ο σκοπός αυτού επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος. Ποινική ευθύνη Αντιπροέδρου. Δεν διευκρινίζεται αν αναπλήρωνε, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος τον Πρόεδρο του ΔΣ, γιατί εκπροσωπούσε αυτός την εταιρεία, ανά του προβλεπομένου ΔΣ, καθώς και αν του είχε ανατεθεί η αρμοδιότητα υποβολής φορολογικής δηλώσεως. Τέλος, δεν διευκρινίζεται αν αυτός ασκούσε πραγματικά συγκεκριμένα καθήκοντα διοικήσεως, εν όψει μάλιστα της παραδοχής περί συναυτουργικής δράσης. Αναιρεί την υπ΄ αριθ. 2023/2013 απόφαση του Πεντ. Εφ. Αθηνών για τους ως άνω
λόγους.

Αριθμός 90/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Βιολέττα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά – Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα και
Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του
Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Μ. Κ. του Σ., κατοίκου . ……. . , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, για αναίρεση της υπ`αριθ. 2023/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1403/2013.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο νόμος 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες
διατάξεις” τυποποιεί ως έγκλημα φοροδιαφυγής, πλην άλλων περιπτώσεων, και την μη υποβολή ή
την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17). Ειδικότερα, το άρθρο 17 παρ. 1, 2α και β του πιο πάνω νόμου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, όπως αυτό ίσχυε στην αρχική του έκδοση, πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 2 α και β` του άρθρου 2 του ν. 3943/2011,
ορίζει ότι: “1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει, όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος … 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (από 1-1-2002
15.000 €) και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα
καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των
πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών (από 1-1-2002 150.000 €)”. Στις ως άνω διατάξεις, περιγράφεται με σαφήνεια, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος φοροδιαφυγής, που τελείται με τη μορφή της παράλειψης υποβολής δήλωσης ή με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος. Ειδικότερα, περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, κατά την οποία η παράλειψη υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος, στοιχειοθετείται μόνο, αν ο φορολογούμενος ενήργησε “προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος”. Από τη χρήση της λέξης “προκειμένου” στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την
παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και
επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 17 του ανωτέρω νόμου. Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου
εισοδήματος), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων του άρθρου 17 του ως άνω ν. 2523/1997. Περαιτέρω, στη παρ. 1 του άρθρου 20 του ίδιου ως άνω ν.2523/1997
ορίζεται:” 1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν
πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”. Και στην παρ.
6 του ίδιου άρθρου, ορίζεται: “Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον κατά το
χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά
τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν τις πράξεις ή
παραλείψεις με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος”. Από το
συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, συνάγεται ότι στην περίπτωση ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας,
ποινικά υπόλογα πρόσωπα για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, είναι τα φυσικά πρόσωπα τα οποία
κατά το χρόνο διαπράξεως του αδικήματος αυτού, είχαν μία από τις ιδιότητες που απαριθμούνται
στην περίπτωση α` της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του εν λόγω νόμου, ήτοι είχαν την ιδιότητα
του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανωνύμου εταιρείας ή του διευθύνοντος ή
εντεταλμένου ή συμπράττοντος συμβούλου ή διοικητού ή γενικού διευθυντού ή διευθυντού και
γενικότερα την ιδιότητα προσώπου, το οποίο ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εντεταλμένο στη
διοίκηση ή διαχείριση της ανωνύμου εταιρείας, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση
είτε με δικαστική απόφαση. Μόνον δε εάν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ποινικά υπόλογα
καθίστανται τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα
τελευταία κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν ασκήσει πράγματι, προσωρινά ή διαρκώς, τουλάχιστον
ένα από τα καθήκοντα διοικήσεως ή διαχειρίσεως της ανώνυμης εταιρείας. Με την έννοια του
προέδρου του Δ.Σ. της εταιρίας, ως αυτουργού του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, εξομοιώνεται
και ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ., εφόσον όμως αυτός ενεργεί στις υποθέσεις της εταιρίας αντί του
προέδρου, ενώ κατά την ίδια διάταξη, στην έννοια του αυτουργού εμπίπτει κι αυτός υπό την άνω ιδιότητά του, εφόσον ως εντεταλμένος, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση, συμπράττει στη διοίκηση ή διαχείριση της εταιρίας. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα
θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην
εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.

Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη 2023/2013 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Μ. Κ. φοροδιαφυγής κατά συναυτουργία και κατ`εξακολούθηση (ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της
χρηματιστηριακής εταιρίας “…………….”) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά:

Με το υπ`αριθμ. 3011/16-1-2005 έγγραφο του Προϊσταμένου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ΠΕΚ Αθηνών, δόθηκε εντολή προς τις εφοριακές υπαλλήλους της εν λόγω Υπηρεσίας Φ. Λ., ως επόπτρια και Τ. Λ., ως ελεγκτή, να διενεργήσουν τακτικό έλεγχο φορολογίας εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2000 και 2001 (διαχειριστικές περίοδοι από 26-1-1998 έως 31-12-1999 και από 1-1-2000 έως 31-12-2000) στην ανώνυμη εταιρία …….. ……. . Η πιο πάνω ανώνυμη εταιρία είχε συσταθεί στις 26-6-1998, με έδρα την Αθήνα (……………..), με σκοπό την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών που
συνίσταντο μόνο στη λήψη και διαβίβαση εντολών για την κατάρτιση συναλλαγών επί κινητών αξιών, τα πρόσωπα δε που την εκπροσωπούσαν κατά τις ελεγχόμενες χρήσεις, και απεικονίζονταν
στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των ελεγχόμενων διαχειριστικών περιόδων, ήταν ο Γ. Δ.,
Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος αυτής, ως προς τον οποίο έχει ανασταλεί η ποινική διαδικασία και
ο κατηγορούμενος Μ. Κ.ς, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, σύμφωνα με το καταστατικό της. Μετά την έκδοση της παραπάνω εντολής οι εντεταλμένες τον έλεγχο επισκέφθηκαν την επιχείρηση στη δηλωθείσα έδρα της (……………- Αθήνα) για τη διενέργεια του
τακτικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, πλην, όμως η επιχείρηση δεν λειτουργούσε στη διεύθυνση αυτή, χωρίς να έχει δηλωθεί οποιαδήποτε διακοπή εργασιών της ή αλλαγή διεύθυνσης. Μετά απ`αυτό με βάση την αναγραφόμενη σύνθεση Διοικητικού Συμβουλίου στην τελευταία
υποβληθείσα δήλωση οικον. έτους 2001, αλλά και το ΦΕΚ 8117/14-10-1998 που αναφέρει την εκπροσώπηση της ελεγχόμενης εταιρίας κοινοποίησαν την με αρ. πρωτ. 12919/19-12-2005 πρόσκληση του άρθρ. 66 του Ν. 2238/1994 σε συνδ. Με τις διατάξεις του άρθρ. 36 του Π.Δ.
186/1992 περί ΚΒΣ στις διευθύνσεις κατοικιών των πιο πάνω εκπροσώπων της, ζητώντας να θέσουν στη διάθεση του ελέγχου εντός δύο ημερών τα βιβλία και στοιχεία που τηρούσε η εταιρία κατά τις χρήσεις 1998-2000 και συγκεκριμένα κοινοποίησαν (με θυροκόλληση παρουσία μάρτυρα)
στις 19-12-2005 την ως άνω πρόσκληση στις διευθύνσεις κατοικίας τους και στη δηλωθείσα διεύθυνση στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2005, (….. ….. …… Αθήνα) της ελεγχόμενης εταιρίας, πλην, όμως εντός της ως άνω προθεσμίας, αλλά και μέχρι την ολοκλήρωση της σύνταξης ελέγχου, οι ανωτέρω, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος (παρών κατηγορούμενος), δεν επέδειξαν τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία προκειμένου να διενεργηθεί ο έλεγχος, ούτε ήλθαν σε κάποια επικοινωνία με τους ελεγκτές για να δώσουν κάποια εξήγηση και
έτσι ο έλεγχος έκρινε για τις ελεγχόμενες περιόδους τα βιβλία ανακριβή, βάσει των διατάξεων των
παραγράφων 3, 4, 6 και 7 του άρθρου 30 του ΠΔ 186/92 (ΚΒΣ) και προσδιόρισε τα αποτελέσματα
εξωλογιστικά, βάσει των κειμένων διατάξεων (άρθρα 32, 3, 41 και 50 του Ν. 2238/1994 κ.λ.π.). Σύμφωνα με το συνταχθέν πόρισμα του ελέγχου, τα καθαρά κέρδη της διαχειριστικής περιόδου
από 26-6-1998 έως 31-12-1999 (1η διαχειριστική περίοδος από τη σύσταση της εταιρίας)
προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά σε 497.831.808 δρχ., τα σε καθαρά κέρδη της διαχειριστικής
περιόδου από 1-1-2000 έως 31-12-2000 ανήλθαν σε 296.473.339 δρχ. Βάσει των ανωτέρω, οι
υποβληθείσες υπό την ως άνω εταιρία δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των ανωτέρω
διαχειριστικών περιόδων κρίθηκαν από τους αρμόδιους εφοριακούς υπαλλήλους ανακριβείς, με την
υποβολή δε των ως άνω ανακριβών δηλώσεων τις οποίες με πρόθεση υπέβαλαν οι εκπρόσωποι της
εταιρίας προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψαν από το
Ελληνικό Δημόσιο καθαρά εισοδήματα της εταιρίας τους που αφορούσαν τις ως άνω διαχειριστικές
περιόδους, στα οποία αναλογούσε φόρος, σύμφωνα με τα συνταχθέντα σχετικά φύλλα ελέγχου,
που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, και συγκεκριμένα: α) φόρος ύψους 494.406 ευρώ για
την περίοδο από 26-6-1998 έως 31-12-1999 και β) φόρος ύψους 255.613 ευρώ για την περίοδο από 1-1-2000 έως 31-12-2000. Τα ως άνω φύλλα ελέγχου, επιδόθηκαν στους κατηγορούμενους, καθώς και στην εκπροσωπούμενη από αυτούς εταιρία στις 27-12-2005, πλην όμως, δεν καταβλήθηκαν τα οφειλόμενα ποσά, ούτε ασκήθηκε προσφυγή κατ`αυτών από αυτούς (νομίμους εκπροσώπους της), ούτε υποβλήθηκε αίτημα απ` αυτούς με την ως άνω ιδιοκτησία τους για διοικητική (συμβιβαστική) επίλυση της διαφοράς και έτσι οριστικοποιήθηκαν οι φορολογικές εγγραφές με την παρέλευση απράκτων των σχετικών προθεσμιών, προς άσκηση των άνω δικαιωμάτων τους. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο παρών κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της φοροδιαφυγής κατά συναυτουργία κατ` εξακολούθηση εκ της οποίας οι διαφυγόντες
φόροι υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.00 δρχ. (150.000 ευρώ) για την οποία κατηγορείται και
πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, με το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 § 2α ΠΚ καθόσον αποδείχθηκε ότι
μέχρι τη διάπραξη του επιδικαζόμενου αδικήματος έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.

Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: Στον παρακάτω τόπο και
χρόνους, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τέλεσε το
έγκλημα της φοροδιαφυγής κατά συναυτουργία, εκ της οποίας οι διαφυγόντες φόροι, υπερβαίνουν
το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ή (-150.000-) ευρώ και συγκεκριμένα, σε τακτικό έλεγχο που
έγινε τον Δεκέμβριο του έτους 2005 Μάρτιο του έτους 2005, από εφοριακούς υπαλλήλους του
Π.Ε.Κ. Αθηνών στην εδρεύουσα στην Αθήνα και επί της οδού …………….. εταιρεία ……………
……….. της οποίας ο Γ. Δ. ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος, ο ίδιος δε (Μ. Κ.)
αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος, διαπιστώθηκε ότι υπό την ανωτέρω ιδιότητα τους και
προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, από πρόθεση υπέβαλλαν ανακριβείς
δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2000 και 2001 που αφορούσαν τις
διαχειριστικές περιόδους της ως άνω εταιρείας, από 26.6.1998 έως 31.12.1999 και από 1.1.200
έως 31.12.2000 αντίστοιχα. Κατά τον ανωτέρω τρόπο, ενεργώντας απο κοινού και μετά από
συναπόφαση με τον Γ. Δ., απέκρυψε από το Ελληνικό Δημόσιο καθαρά εισοδήματα της πιο πάνω
εταιρείας τους που αφορούσαν α) τη διαχειριστική περίοδο από 26.6.1998 έως 31.12.1999 στα
οποία αναλογούσε φόρος συνολικού ύψους 494.406 ευρώ και β) τη διαχειριστική περίοδο από
1.1.2000 έως 31.12.2000 στα οποία αναλογούσε φόρος 255.613 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με
πρόθεση δεν κατέβαλε στο Ελληνικό Δημόσιο.

Υπό τις εκτεθείσες ανωτέρω παραδοχές η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι η
εκ των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη, καθόσον εμφανίζει
ασάφειες, αντιφάσεις και ελλείψεις κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που ανάγονται
στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων.
Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας, θεμελίωσε την ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος και
συνακόλουθα την καταδικαστική γι` αυτόν κρίση του, αποκλειστικά στην ιδιότητα αυτού ως
Αντιπροέδρου και νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας “…”, χωρίς
όμως να διευκρινίζει, αναφορικά με τις ως άνω ιδιότητες, αν κατά τον κρίσιμο χρόνο διάπραξης
του αδικήματος της φοροδιαφυγής, ο αναιρεσείων α)αναπλήρωνε λόγω κωλύματος και ποίου τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, β)γιατί εκπροσωπούσε αυτός την υπόχρεη προς εκπλήρωση της φορολογικής υποχρεώσεως ανώνυμη εταιρεία αντί του κατά νόμο προβλεπόμενου Δ.Σ καθώς και αν υπό την ως άνω ιδιότητά του, του είχε ανατεθεί η αρμοδιότητα υποβολής φορολογικής δηλώσεως και γ)αν κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, αυτός ασκούσε πραγματικά, προσωρινά ή διαρκώς, συγκεκριμένα καθήκοντα διοικήσεως ή διαχειρίσεως, ώστε να δικαιολογείται κατά νόμο η
θεμελίωση της ποινικής του ευθύνης, ενόψει μάλιστα της παραδοχής της προσβαλλόμενης περί συναυτουργικής ευθύνης στη διάπραξη του αδικήματος, του Προέδρου και Διευθύνοντος
Συμβούλου του Δ.Σ της εταιρείας Γ. Δ., ως προς τον οποίο έχει ανασταλεί η ποινική διαδικασία, γεγονός που αποκλείει την ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος, χωρίς πραγματική, προσωρινή ή διαρκή, άσκηση καθηκόντων διοικήσεως ή διαχειρίσεως της Α.Ε. Επίσης, δεν αιτιολογείται επαρκώς, με αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών, η γνώση του αναιρεσείοντος ότι οι υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις ήσαν ανακριβείς καθώς και ο σκοπός αυτού επελεύσεως του
εγκληματικού αποτελέσματος αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος, ενόψει της ιδιότητάς του ως αναπληρωματικού διοικητικού στελέχους, που καθιστά ενδεχόμενο να μη γνωρίζει όσα γνωρίζει ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, μη αρκούσης της τυπικής επανάληψης των
προϋποθέσεων του νόμου τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό “με την υποβολή δε των ως
άνω ανακριβών δηλώσεων τις οποίες με πρόθεση υπέβαλαν οι εκπρόσωποι της εταιρείας,
προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρου εισοδήματος”. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ αναιρετικός λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας, είναι βάσιμος και συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ`αριθμ. 2023/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους
δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουλίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2015.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *