Πυλωτή Θέσεις στάθμευσης
Αριθμός Απόφασης 1252/2009
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ερωτόκριτο Καλούδη, Πρόεδρο Εφετών, Ηλέκτρα Παλούκη, Ελένη Γρηγορίου-Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Μαγδαληνή Ρομποτή.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 23.9.2008, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ε. Κ. του Π., κατοίκου Χαλανδρίου, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτρης Αβραάμ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ. 1) Κ.Γ. του Σ., 2) Β. συζ. Κ.Γ., το γένος Σ. Ζ., 3) Χ. Ν. του Ε., 4) Π. συζ. Χ. Ν., το γένος Ι. Β., 5) Β. Μ. του Π., 6) Χ. Σ. του Δ., 7) Ε. Π. του Β., συζύγου Χ. Σ., 8) Ν. Ψ. του Μ., 9) Α. Π. του Η., 10) Ν. Κ. του Κ., 11) Γ. Κ. του Κ., κατοίκων Χαλανδρίου, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Μ. Π., με δήλωση, 12) Γ. Κ. του Κ., ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 13) Α. Κ. του Γ., 14) Ε. Γ., 15) Ζ. Π. του Α., συζύγου Ε. Γ., κατοίκων Χαλανδρίου, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Μ. Π., με δήλωση, 16) Ε. Κ., συζύγου Βασιλείου Φράγκου, κατοίκου Χαλανδρίου, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Βασιλική Κουλούρη, με δήλωση και 17) Κ. Σ., κατοίκου Χαλανδρίου, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μ. Π., με δήλωση.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 25.11.2005 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 197836/7070/2005, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ αριθμ. 409/2007, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους εναγόμενους Γ. Κ. και Κ. Σ. και απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα με την από 20.1.2008 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1071/2008.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται να συζητηθεί η από 20.1.2008 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ αριθμ. 409/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 25.11.2005 αγωγής της ως προς τους εναγόμενους Γ. Κ. και Κ.Σ. (ήδη δωδέκατου και δέκατης έβδομης των εφεσίβλητων) και ως προς τους λοιπούς εναγομένους, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επομ. ΚΠολΔ, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τους ως άνω εναγομένους (Γ. Κ. και Κ. Σ.), λόγω μη κλήτευσης τους, δεν είναι οριστική, αφού ως προς αυτούς δεν περατώθηκε η δίκη με παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής και δεν απεκδύθηκε το Δικαστήριο από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του (ΕφΑ 1265/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, δεν επιτρέπεται κατά το μέρος της αυτό έφεση (άρθρα 513 παρ 1β και 591 παρ 1α ΚΠολΔ) και πρέπει η υπό κρίση έφεση ως προς τους εφεσίβλητους Γ. Κ. και Κ.Σ. να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δικάζοντας ερήμην του πρώτου (Γ. Κ.) και αντιμωλία της δεύτερης (Κ. Σ.), να καταδικασθεί δε η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Κ. Σ., του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 591 παρ 1α ΚΠολΔ). Παράβολο ερημοδικίας για τον απολειπόμενο εφεσίβλητο Γ. Κ. δεν ορίζεται, αφού λόγω της απόρριψης της έφεσης, δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, ως προς τους οποίους η απόφαση είναι οριστική και οι οποίοι συνδέονται με τους ανωτέρω εναγομένους με σχέση απλής (άρθρο 74 ΚΠολΔ) και όχι αναγκαστικής (άρθρο 76 ΚΠολΔ) ομοδικίας (ΑΠ 612/1999 ΕΔΠολ 2000/8, ΑΠ 392/1997 ΕλΔ/νη 38/1842, ΕφΛαρ 273/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, αλλά και δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499, 500, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 652 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, στη συνέχεια, για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 παρ 1, 4 παρ 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι στην οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται, κυρίως μεν χωριστή κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, παρεπομένως, δε, αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ ανάλογη μερίδα επί των μερών του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ, επί των οποίων (κοινών μερών) κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται σε απόλυτη χρήση ανεξάρτητα από το μέγεθος της ιδανικής του μερίδας (ΕφΠειρ 80/1996 ΕλΔ/νη 37/1158). Ο προσδιορισμός της κοινής χρήσης των μερών, η οποία συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη συγκυριότητα των οροφοκτητών πάνω σ αυτά, γίνεται είτε με τη συστατική δικαιοπραξία της οροφοκτησίας είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, οι οποίες γίνονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλονται σε μεταγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθμ. 1 και 1198 ΑΚ. Με ίδιες συμφωνίες μπορεί να τίθενται εγκύρως περιορισμοί και απαγορεύσεις ως προς τη χρήση των κοινών. Αν ο προσδιορισμός των κοινοχρήστων μερών δεν ορίζεται ούτε με τη συστατική δικαιοπραξία της οροφοκτησίας ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις παραπάνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία η συστατική δικαιοπραξία της οροφοκτησίας ή οι ιδιαίτερες συμφωνίες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις, στις οποίες απαγγέλλεται ρητά ή κατά τρόπο σαφή η ακυρότητα για την παράβαση τους. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παρ 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1979 «περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτηση των κτιρίων», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981. Από τη διάταξη αυτή που ορίζει ότι «οι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις στάθμευσης εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου, όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστυλωμάτων (polotis), κατά τις ισχύουσες διατάξεις δεν δύνανται να αποτελέσουν διηρημένες ιδιοκτησίας», προκύπτει ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου, προς δημιουργία επ αυτού χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων, ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες, που να ανήκουν, δηλαδή, κατά αποκλειστική κυριότητα σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά παραμένει κοινόχρηστος και κοινόκτητος χώρος, ανήκει δηλαδή στη συγκυριότητα όλων των ιδιοκτητών ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου της οικοδομής, η δε συστατική πράξη της οροφοκτησίας κατά το μέρος που με αυτή συστήνονται στην πιλοτή θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων ως διαιρημένες ιδιοκτησίες, περιερχόμενες στην αποκλειστική κυριότητα ενός ή περισσοτέρων οροφοκτητών ή τρίτων, είναι απολύτως άκυρη, ως αντικείμενη στην ως άνω απαγορευτική πολεοδομική διάταξη (άρθρο 174 ΑΚ). Η συμφωνία, όμως, που περιέχεται στη συστατική πράξη ή στον κανονισμό ότι οι χώροι στάθμευσης στην πιλοτή θα ανήκουν κατ αποκλειστική χρήση σε συγκεκριμένη χωριστή ιδιοκτησία ορόφου ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, στην οποία υπάρχουν, είναι έγκυρη κατά τα άρθρα 5 και 13 του ν. 3741/1929 (ΟλΑΠ 23/2000 ΕλλΔ/νη 42/58, ΑΠ 1592/2008, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 31/2001 ΕλΔ/νη 42/938, ΑΠ 1220/2001 ΕλΔ/νη 43/ 151, ΑΠ 1078/2000 ΕλΔ/νη 42/432, ΑΠ 353/1997 ΝοΒ 46/632). Η κατά τα άνω παραχώρηση της χρήσης κοινόχρηστου πράγματος σε συγκεκριμένη χωριστή ιδιοκτησία δημιουργεί περιορισμό της αναγκαστικής συγκυριότητας των λοιπών οροφοκτητών επ αυτού, από την οποία (αναγκαστική συγκυριότητα) απορρέει και το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση του, υπό την έννοια ότι οι λοιποί ιδιοκτήτες αποκλείονται από τη χρήση του. Ο περιορισμός αυτός φέρει κατά το άρθρο 13 παρ 3 του ν 3741/1929 το χαρακτήρα δουλείας, χωρίς όμως και να είναι πραγματική δουλεία , με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, οπότε και δεν έχουν επ αυτής εφαρμογή οι γενικές διατάξεις περί πραγματικής δουλείας (άρθρα 1121, 1138 ΑΚ) που προβλέπουν τη σύσταση της με χρησικτησία ή την απόσβεση της με αχρησία (ΑΠ 1033/2001 ΕλΔ/νη 43/447, ΑΠ 121/1993 ΕλΔ/νη 36/1134). Οι ως άνω περιορισμοί που τίθενται με τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή τον κανονισμό, λόγω του χαρακτήρα τους ως δουλείας, δεσμεύουν τους συμβληθέντες στην πράξη αυτή και τον κανονισμό, τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των συμβληθέντων και εκείνους που προσχώρησαν εκ των υστέρων στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας και τον κανονισμό (ΑΠ 432/2001 ΕλΔ/νη 43/443, ΑΠ 1699/95 ΕλΔ/νη 39/374), ενώ η μεταβίβαση της χωριστής ιδιοκτησίας περιλαμβάνει αυτοδικαίως και το παρεπόμενο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου στάθμευσης ( Ι. Κατράς «Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας (2007) παρ 287). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «όταν η άκυρη περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα», προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) ακυρότητα της πρώτης και για την ακυρότητα αυτή άγνοια των μερών, 2) η άκυρη περιέχει και τα στοιχεία της κατά μετατροπή έγκυρης και 3) υποθετική βούληση των μερών όπως ισχύσει η μετά τη μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα (ΑΠ 158/2005 ΕλΔ/νη 47/504, ΑΠ 551/2003 ΕλΔ/νη 44/980, ΑΠ 1051/2003 ΕλΔ/νη 45/165).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 25.11.2005 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ισχυρίσθηκε, κατ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι αυτή και οι εναγόμενοι είναι κύριοι των αναφερομένων σ αυτή (αγωγή) αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) στην πολυώροφη οικοδομή επί της οδού Σ. Β. αριθμ *** (Χαλάνδρι), η οποία έχει υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας με την αναφερόμενη στην αγωγή συστατική πράξη οροφοκτησίας, που νόμιμα μεταγράφτηκε και έχει ανεγερθεί με το πολεοδομικό σύστημα άφεσης ακαλύπτου του ισογείου χώρου (pilotis). Ότι με τη συστατική πράξη της οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον αναφερόμενο, ειδικότερα, στην αγωγή όρο, συστήθηκαν ανεπίτρεπτα, κατά παράβαση των σχετικών πολεοδομικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, διαιρεμένες ιδιοκτησίες στο χώρο της πιλοτής, επί των προβλεπομένων σ αυτή δέκα εννέα (19) χώρων στάθμευσης, με τα στοιχεία Ρ-1 έως Ρ- 19, εκάστη των οποίων έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 1/1000 επί του όλου οικοπέδου και ότι ως διαιρεμένες ιδιοκτησίες μεταβιβάσθηκαν ορισμένες απ αυτές προς τους αναφερόμενους, ειδικότερα, στην αγωγή εναγομένους. Ότι οι ως άνω θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες και ότι ως εκ τούτου η ενάγουσα, ως συνιδιοκτήτρια, δικαιούται να τις χρησιμοποιεί και αυτή. Ότι οι εναγόμενοι της αμφισβήτησαν το δικαίωμα της αυτό και της απαγόρευσαν να σταθμεύει το όχημα της στην πιλοτή. Με βάση το περιεχόμενο αυτό ζήτησε α) αναγνωρισθεί η ακυρότητα της συστατικής πράξης ως προς τον επικαλούμενο με την αγωγή όρο αυτής, καθώς και η ακυρότητα της μεταβίβασης των χώρων αυτών ως οριζοντίων ιδιοκτησιών β) να αναγνωρισθούν ως κοινόχρηστοι όλοι οι χώροι στάθμευσης της πιλοτής, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της επιτρέψουν την ελεύθερη σύγχρηση των ανωτέρω χώρων και δ) να απειληθεί κατά των εναγομένων χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης. Με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις της, η ενάγουσα υπέβαλε το επικουρικό αίτημα να της αναγνωρισθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της με στοιχεία Ρ-6 θέσης στάθμευσης της πιλοτής, η οποία καταχρηστικά, μετά από είκοσι έτη, της αφαιρέθηκε από τους εναγομένους. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 70 και 947 παρ 1 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει η έφεση, κατά τον σχετικό λόγο της, να γίνει δεκτή ως κατ ουσίαν βάσιμη. Ως προς το επικουρικό, όμως, κατά τα αμέσως ως άνω αίτημα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε που σιωπηρά το απέρριψε, διότι το αίτημα αυτό, που αφορά στο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της με στοιχεία Ρ-6 θέσης στάθμευσης και όχι στο δικαίωμα σύγχρησης αυτής που περιλαμβάνετε στην αγωγή, εισήχθη προς εκδίκαση χωρίς την τήρηση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 111 ΚΠολΔ έγγραφης προδικασίας και σύμφωνα με το άρθρο αυτό ήταν απαράδεκτο και απορριπτέο, τα δε αντίθετα που υποστηρίζει η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά απ αυτά, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως κατ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή, να ερευνηθεί αυτή, περαιτέρω, κατ ουσίαν.
Από τις καταθέσεις της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου (ως διαδίκων) που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, που φέρουν ; τον ίδιο αριθμό με την εκκαλουμένη, την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ αριθμ 2233/2008 ένορκη βεβαίωση του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Γ. Κ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 650 παρ Ι, 529 παρ Ι και 591 παρ Ι ΚΠολΔ, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και πριν τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης (βλ υπ αριθμ 10770Β, 10.769Β, 10775Β, 10776Β, 10777Β, 10782Β, 10783Β, 10779Β, 10768Β, 10772Β, 10771Β, 10773ΒΜ 10780Β, 10781Β, 1077Β/21.2.2008 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Π.) και απ όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και οι εναγόμενοι (πλην του δωδέκατου και δεκάτης εβδόμης, ήτοι του Γ. Κ. και Κ. Σ., ως προς τους οποίους δεν μεταβιβάσθηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και δεν εξετάζεται η αγωγή), είναι ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της πολυώροφης οικοδομής επί της οδού Σ. αριθμ *** (Χαλάνδρι Αττικής). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα είναι κυρία του με στοιχεία Α-5 διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ αριθμ 45799/1983 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών Μ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε και οι εναγόμενοι είναι κύριοι: 1) οι, πρώτος και δεύτερη (Κ. και Β. συζ. Κ.Γ.) του με στοιχεία Α-1 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησαν με το υπ αριθμ 5356/1982 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Ε. Κ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους, καθ υπόδειξη της κατωτέρω εργολήπτριας εταιρείας, 2) οι, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων (Χ. και Π. συζ. Χ. Ν.) του με στοιχεία Α-2 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησαν με το υπ αριθμ 7620/1989 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Β. Χ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από την Μ. συζ. Κ.Σ., στην οποία είχε περιέλθει λόγω αγοράς με το υπ αριθμ 48094/1982 συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Μ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους, με εκ τρίτου συμβαλλόμενη την εργολήπτρια εταιρεία, 3) ο πέμπτος των εναγομένων (Β. Μ.) ψιλός κύριος του με στοιχεία Α-4 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με το υπ αριθμ 230/2000 συμβόλαιο της συμβ/φου Ν. Ερυθραίας Β. Γ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, λόγω γονικής παροχής της μητέρας του Ε. συζύγου Π. Μ., στην οποία είχε περιέλθει με το υπ αριθμ 47390/1982 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Μ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους, καθ υπόδειξη της εργολήπτριας εταιρείας, 4) οι, έκτος και έβδομη των εναγομένων (Χ. και Ε. συζ Χ. Σ.) του με στοιχεία Γ-1 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησαν με το υπ αριθμ 1494/2000 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Ε. Τ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους Γ. Κ. και Ε. χήρα Ν. Κ., 5) ο όγδοος των εναγομένων ( Ν. Ψαλίδας) του με στοιχεία Γ-4 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με το υπ αριθμ 55.132/1990 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Μ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τον οικοπεδούχο Α. Κ., 6) η ένατη (Α. Π.) του με στοιχεία Δ-1 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με το υπ αριθμ 52.168/1986 πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβ/φου, που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους, με εκ τρίτου συμβαλλόμενη την εργολήπτρια εταιρεία, 7) ο δέκατος (Ν. Κ. του Κωνσταντίνου) του με στοιχεία Β-3 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με το υπ αριθμ 411/1995 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Κ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, λόγω γονικής παροχής του πατέρα του και οικοπεδούχου Κ.Κ., 8) ο ενδέκατος (Γ. Κ.) του με στοιχεία Β-2 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με τα υπ αριθμ 51.617/1986 και 412 /1995 συμβόλαια γονικής παροχής των συμβ/φων Αθηνών Μ. Π. και Κ. Μ., αντίστοιχα, που νόμιμα μεταγράφτηκαν, λόγω γονικής παροχής του πατέρα του και οικοπεδούχου Κ.Κ.υ, 9) ο δέκατος τρίτος (Α.ς Κ.ς) του με στοιχεία Γ-3 διαμερίσματος , το οποίο απέκτησε ως οικοπεδούχος με την κατωτέρω αναφερόμενη συστατική πράξη οροφοκτησίας, 10) οι, δέκατος τέταρτος και δέκατη πέμπτη (Ε. και Ζ. συζ .Ε. Γ.) του με στοιχεία Β-4 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησαν με το υπ αριθμ. 9412/1997 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Ε. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους, Μ. και Δ. συζ. Μ. Α., στους οποίους είχε περιέλθει με το υπ αριθμ. 47059/1982 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Μ. Π., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους και την εργολήπτρια εταιρεία και τέλος, 11) η δέκατη έκτη εναγομένη (Ε. Κ.) του με στοιχεία Δ-2 διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε με το αριθμ 17386/1992 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ν. Μ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους Σ. και Μ. συζ. Σ. Λ., στους οποίους είχε περιέλθει με το υπ αριθμ 8192/1982 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Δ. Λ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, από τους οικοπεδούχους και την εργολήπτρια εταιρεία. Η ως άνω πολυώροφη οικοδομή κατασκευάσθηκε, με το σύστημα της αντιπαροχής, από την εργολήπτρια εταιρεία με την επωνυμία «Κ. Τ.-Ε. Κ.-Φ. Κ. ΕΠΕ», σε εκτέλεση του υπ αριθμ 43119/2.3.1980 προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και των οικοπεδούχων, Α. Γ. Κ., Κ.Γ. Κ., Ε. χήρας Ν. Ν. Κ., ʼ. χήρας Γ. Κ. Γ. Ν. Κ., Π. χήρας Κ.Κ. και Α. χήρας Π. Κ.. Με την υπ αριθμ 43261/19.4.1980 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβ/φου Αθηνών Α. συζ. Η. Κ., που νόμιμα μεταγράφτηκε, οι οικοπεδούχοι, με εκ τρίτου συμβαλλόμενη την ως άνω εργολήπτρια εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη, υπήγαγαν τη μελλοντικά να ανεγερθεί οικοδομή στο καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και παράλληλα ρύθμισαν τις σχέσεις των οροφοκτητών. Η εν λόγω οικοδομή, η οποία κατασκευάσθηκε με το πολεοδομικό σύστημα αφέσεως ακαλύπτου του ισογείου χώρου (Pilotis), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο-πιλοτή, τέσσερις πάνω από το ισόγειο ορόφους και το δώμα, το οποίο περιλαμβάνει μία αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και τον κοινόχρηστο ακάλυπτο χώρο. Με την ως άνω συστατική πράξη οροφοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας δημιουργήθηκαν στο ισόγειο (πιλοτή) δέκα εννέα (19) ανοικτοί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, με τα στοιχεία Ρ-1 έως Ρ-19, επιφανείας 9 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 1/000 ο καθένας απ αυτούς, συμφωνήθηκε δε ότι « Εις τους χώρους τούτους θα υπάρχη αποκλειστικόν δικαίωμα στάθμευσης των αυτοκινήτων καθορισθησόμενων κατωτέρω ιδιοκτητών διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, ων διαμερισμάτων οι χώροι ούτοι θα αποτελούν παραρτήματα, δημιουργούμενου δια της παρούσης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως υπέρ του καθορισθησόμενου ιδιοκτήτου». Στη συνέχεια, με την ως άνω συστατική της οροφοκτησίας πράξη , ορισμένοι από τους χώρους στάθμευσης προσαρτήθηκαν στα διαμερίσματα που συμφωνήθηκε ότι θα λάβουν οι οικοπεδούχοι και συγκεκριμένα οι με στοιχεία Ρ-11, Ρ-12 στον Α. Κ. και στα με στοιχεία Γ-3 και Γ-3 διαμερίσματα, Ρ-13, Ρ-14 στον Κ.Κ. και στα με στοιχεία Β-2 και Β-3 διαμερίσματα, Ρ-10 , Ρ-9 στην Ε. χήρα Ν. Κ. και στο με στοιχεία Γ-1 διαμέρισμα και Ρ-15 στην Π. χήρα Κ.Κ. και στο με στοιχεία Β-1 διαμέρισμα αυτής, ενώ για τους υπόλοιπους χώρους στάθμευσης ,με επόμενο όρο της συστατικής πράξης, παρασχέθηκε στην εργολήπτρια εταιρεία η ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα να τους προσαρτήσει ως παραρτήματα στα διαμερίσματα του εργολαβικού της ανταλλάγματος. Την ίδια εντολή και πληρεξουσιότητα συμφωνήθηκε ότι θα παρέχουν στην εργολήπτρια εταιρία και οι αγοραστές των διαμερισμάτων με την αποδοχή της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας. Η ανωτέρω συστατική πράξη δεσμεύει όλους τους διαδίκους, καθόσον ο δέκατος τρίτος (Α. Κ.) συμβλήθηκε στην πράξη αυτή ως οικοπεδούχος, οι έκτος, έβδομη, δέκατος και ενδέκατος είναι ειδικοί διάδοχοι συμβαλλομένων οικοπεδούχων, αλλά και διότι όλοι οι διάδικοι και οι κατά τα ανωτέρω δικαιοπάροχοι τους προσχώρησαν σ αυτή με τους τίτλους ιδιοκτησίας τους, πράγμα άλλωστε που δεν αμφισβητείται. Με βάση τον προαναφερθέντα όρο της συστατικής πράξης οροφοκτησίας, η εργολήπτρια εταιρία, κατά τη μεταβίβαση των οριζοντίων ιδιοκτησιών του εργολαβικού της ανταλλάγματος που έγινε στους κατωτέρω αναφερόμενους εναγομένους ή στους δικαιοπαρόχους αυτών, καθ υπόδειξή της, από τους οικοπεδούχους, που εν συνεχεία τις μεταβίβασαν στους διαδόχους τους εναγομένους, μαζί με τις αντίστοιχες θέσεις στάθμευσης, προσάρτησε, με τα σχετικά πωλητήρια συμβόλαια, στα οποία συμβλήθηκε και η ίδια ως πωλήτρια, σε συγκεκριμένες ιδιοκτησίες τις υπόλοιπες, πλην των με στοιχεία Ρ-3, Ρ-6, Ρ-17, Ρ-18 και Ρ-19, θέσεις στάθμευσης που δεν είχαν προσαρτηθεί στα διαμερίσματα των οικοπεδούχων. Έτσι, οι εναγόμενοι, με τους ανωτέρω για τον καθένα τίτλους ιδιοκτησίας απέκτησαν και τις παρακάτω θέσεις στάθμευσης που είχαν προσαρτηθεί στα διαμερίσματα τους, με τη συστατική πράξη ή είχαν προσαρτηθεί (για αυτούς που απέκτησαν διαμέρισμα του εργολαβικού της ανταλλάγματος) από την εργολήπτρια εταιρεία, με τα πωλητήρια συμβόλαια, στα οποία συμβλήθηκαν οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοι τους. Συγκεκριμένα, στους πρώτο και δεύτερη από τους εναγομένους περιήλθε η Ρ-5 θέση στάθμευσης, στους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων η Ρ-2 , στον πέμπτο η Ρ-7, στους έκτο και έβδομη οι Ρ-9 και Ρ-10 θέσεις στάθμευσης, στον όγδοο η Ρ-11 , στην ένατη η Ρ-1, στο δέκατο η Ρ-13 , στον ενδέκατο η Ρ-14, στο δέκατο τρίτο (Α. Κ.-οικοπεδούχο) η Ρ-12, στους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη η Ρ-8 και στη δέκατη έκτη (Ε. Κ.) η Ρ-16 θέση στάθμευσης. Οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης περιήλθαν στους εναγομένους ως παραρτήματα των διαμερισμάτων τους, κατ αποκλειστική χρήση, εκτός από τις Ρ-5, Ρ-8 και Ρ-16 θέσεις στάθμευσης, που περιήλθαν, στους πρώτο και δεύτερη η Ρ-5, δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη η Ρ-8 και δέκατη έκτη η Ρ-16, ως οριζόντιες ιδιοκτησίες. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με την ανωτέρω συστατική πράξη της οροφοκτησίας συστήθηκαν ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση των αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικών διατάξεων οριζόντιες ιδιοκτησίες στους χώρους στάθμευσης της πιλοτής και ότι ο όρος με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «εις τους χώρους τούτους θα υπάρχη αποκλειστικόν δικαίωμα στάθμευσης των αυτοκινήτων καθορισθησόμενων κατωτέρω ιδιοκτητών διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, ων διαμερισμάτων οι χώροι ούτοι θα αποτελούν παραρτήματα, δημιουργούμενου δια της παρούσης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως υπέρ του καθορισθησόμενου ιδιοκτήτου» είναι άκυρος. Όπως, όμως, με σαφήνεια είναι διατυπωμένος ο αμέσως ανωτέρω όρος, με τον όρο αυτόν παρέχεται δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μόνο στους χώρους στάθμευσης της πιλοτής υπέρ ορισμένων ιδιοκτητών διαμερισμάτων. Με τον όρο, δηλαδή, αυτόν όχι μόνο δεν ορίζεται ότι οι χώροι αυτοί θα αποτελούν αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας και ότι θα ανήκουν κατ αποκλειστική κυριότητα σε οροφοκτήτες ή τρίτους, αλλά αντίθετα ρητά προβλέπεται ότι με τη συστατική πράξη δημιουργείται δικαίωμα αποκλειστικής και μόνο χρήσης επί των χώρων αυτών. Συσχετιζόμενος, όμως, ο εν λόγω όρος με τον προηγούμενο όρο, με τον οποίο ορίζεται ότι οι θέσεις στάθμευσης συμμετέχουν με ποσοστό 1/1000 εξ αδιαιρέτου η καθεμία επί του όλου οικοπέδου, δημιουργείται αμφιβολία, ενόψει του ότι το στοιχείο αυτό προσιδιάζει σε χωριστή ιδιοκτησία, αν η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων ήταν να ιδρύσουν χωριστές ιδιοκτησίες στην πιλοτή ή να ρυθμίσουν την αποκλειστική χρήση των θέσεων στάθμευσης υπέρ ορισμένων οροφοκτητών. Κατά την ερμηνεία σχετικά με το θέμα αυτό των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών, όπως απαιτεί η καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, όπως συνάγεται, με βάση τις ως άνω αρχές, από όλο το περιεχόμενο της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας αλλά και από την πλειονότητα των μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών που επακολούθησαν, ήταν η ρύθμιση του δικαιώματος χρήσης των χώρων στάθμευσης από ορισμένους ιδιοκτήτες κατ αποκλεισμό των λοιπών ιδιοκτητών και όχι η σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών που θα ανήκουν, κατά αποκλειστική κυριότητα, σε ορισμένους οροφοκτήτες ή τρίτους και θα μπορούν να μεταβιβάζονται χωριστά από τα διαμερίσματα ακόμη και σε τρίτους, μη οροφοκτήτες. Η χρήση του όρου «παράρτημα» που αναφέρεται στη συστατική πράξη δεν γίνεται με την έννοια του άρθρου 956 ΑΚ, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού ακίνητο δεν μπορεί να αποτελέσει παράρτημα ακινήτου, αλλά με την έννοια ότι η θέση στάθμευσης συνδέεται με συγκεκριμένο διαμέρισμα, έτσι ώστε να εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος αυτού, κατ αποκλεισμό των λοιπών ιδιοκτητών και ότι η μεταβίβαση του διαμερίσματος θα περιλαμβάνει αυτοδικαίως και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της συγκεκριμένης θέσης. Οι συμβαλλόμενοι ήθελαν να καταστήσουν τα ανωτέρω σαφή, γι αυτό και χρησιμοποίησαν την ως άνω διατύπωση, αλλά και κατένειμαν στους χώρους στάθμευσης μικρό ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, ενόψει μάλιστα και της υπάρχουσας τότε αμφισβήτησης ως προς νομικό καθεστώς της πιλοτής. Επομένως, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, δεν συστήθηκαν με τη συστατική πράξη οριζόντιες ιδιοκτησίες στους χώρους στάθμευσης της πιλοτής και δεν καταργήθηκε ο κοινόχρηστος χαρακτήρας αυτής, αλλά εγκύρως, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, παραχωρήθηκε δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των χώρων αυτών υπέρ ορισμένων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας.
Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος ως άνω όρος-της συστατικής πράξης δεν πάσχει ακυρότητας και η αγωγή κατά το σχετικό αναγνωριστικό αίτημα είναι κατ ουσίαν αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι δεν έγινε κατανομή των χώρων στάθμευσης στα διαμερίσματα των εναγομένων σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους της συστατικής πράξης, αλλά όλως αορίστως επικαλείται ότι, πλην της ρύθμισης των θέσεων στάθμευσης που έγινε με τη συστατική πράξη για τους οικοπεδούχους, δεν προβλέπεται από τη συστατική πράξη ρύθμιση των θέσεων αυτών. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, εκτός από τις θέσεις στάθμευσης που προσαρτήθηκαν στα διαμερίσματα των οικοπεδούχων και μεταβιβάσθηκαν από τους τελευταίους, μαζί με τις προσαρτηθείσες σ αυτά θέσεις στάθμευσης, στους διαδόχους τους εναγομένους, η κατανομή έγινε βάσει του προαναφερθέντος και μη προσβαλλόμενου από την ενάγουσα και πάντως εγκύρου (ΕφΑθ 285/2000 ΕλΔ/νη 42/1414) όρου της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας, με τα κατ ιδίαν πωλητήρια συμβόλαια προς τους εναγομένους και τους δικαιοπαρόχους τους, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, από την εργολήπτρια εταιρεία. Επομένως επί των θέσεων στάθμευσης με στοιχεία Ρ-2, Ρ-7, Ρ-9, Ρ-10, Ρ-11, Ρ-1, Ρ-13, Ρ-14, Ρ-12 οι αντιστοίχως αναφερόμενοι, κατά τα ως άνω, εναγόμενοι, απέκτησαν νόμιμα, σύμφωνα με τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας και δυνάμει των ως άνω, για τον καθένα, συμβολαίων και μεταγραφή τούτων, το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης αυτών, με συνέπεια να αποκλείεται η ενάγουσα από τη χρήση τους. Περαιτέρω, οι με στοιχεία Ρ-5, Ρ-8 και Ρ-16 θέσεις στάθμευσης μεταβιβάσθηκαν μεν στους, 1°, 2η, 14°, 15η και 16η των εναγομένων, με τα προαναφερθέντα για αυτούς συμβόλαιο ως οριζόντιες ιδιοκτησίες και όχι κατ αποκλειστική χρήση, όπως προβλέπεται στη συσταστική πράξη της οροφοκτησίας και συνεπώς κατά το μέρος α η σχετική δικαιοπραξία είναι άκυρη, πλην όμως ισχύει αυτή, y παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των ως άνω εναγομένων, που πρόβα πρωτοδίκως και επαναφέρουν με τις προτάσεις αυτής της συζήτησης, κ μετατροπή (άρθρο 182 ΑΚ), με τη συνδρομή και του άρθρου 200 ΑΚ, συμφωνία παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης, αφού συμβαλλόμενοι στα σχετικά με τις θέσεις αυτές πωλητήρια συμβόλαια, γνώριζαν ότι είναι άκυρη η μεταβίβαση της αντίστοιχης θέσης στάθμευσης, κατ αποκλειστική κυριότητα, θα ήθελαν να ισχύει η συμφωνία αυτή ως συμφωνία παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης, η οποία σαφώς εμπεριέχεται στο δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας. Επομένως, και επί των θέσεων αυτών εγκύρως αποκτήθηκε από τους ως άνω εναγόμενοι δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, που αποκλείει την ενάγουσα από τ. χρήση τους. Κατά συνέπεια, η αγωγή ως προς τις ως άνω θέσεις, τα. οποίων η αποκλειστική χρήση ανήκει, κατά τα ανωτέρω, στους εναγομένους, είναι κατ ουσίαν αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Επί τω με στοιχεία Ρ-3, Ρ-6, Ρ-17, Ρ-18 και Ρ-19 θέσεων στάθμευσης που δημιουργήθηκαν, επίσης, με τη συστατική πράξη στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής, επί των οποίων δεν έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ο; εναγόμενοι ούτε προβάλλουν άλλωστε τέτοιο δικαίωμα και οι οποίες δεν έχουν παραχωρηθεί κατ αποκλειστική χρήση σε άλλον ιδιοκτήτη (βλ και από 31.3.2002 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας), η ενάγουσα δικαιούται, ως συνιδιοκτήτρια, να κάνει και αυτή απόλυτη χρήση αυτών, όπως και οι λοιποί συνιδιοκτήτες, καθόσον οι θέσεις αυτές είναι κοινόχρηστες, ως ευρισκόμενες στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής. Τον Οκτώβριο 2005 και ενώ μέχρι τότε η ενάγουσα στάθμευε το όχημα της στη Ρ-6 θέση στάθμευσης, οι εναγόμενοι δεν της παρέδωσαν τηλεχειριστήριο της κατασκευασθείσας πόρτας εισόδου των οχημάτων στο χώρο της πιλοτής, απαγορεύοντας σ αυτή να σταθμεύει το όχημα της στην πιλοτή και στους αδιάθετους χώρους αυτής, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, διότι δεν αγόρασε θέση στάθμευσης. Όπως, όμως προεκτέθηκε, η πιλοτή είναι κοινόχρηστος χώρος, στον οποίο έχουν δικαίωμα χρήσης όλοι οι συνιδιοκτήτες, εκτός αν το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης έχει παραχωρηθεί υπέρ ιδιοκτήτη συγκεκριμένου διαμερίσματος. Επομένως, οι εναγόμενοι, εφόσον οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης δεν τους ανήκουν κατ αποκλειστική χρήση, δεν δικαιούνται να απαγορεύσουν στην ενάγουσα να κάνει και αυτή, όπως και οι λοιποί συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας, χρήση των ως άνω χώρων στάθμευσης της πιλοτής. Κατ ακολουθία των ανωτέρω και ενόψει του πρόδηλου έννομου συμφέροντος της ενάγουσας για την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος της, η αγωγή ως προς τις με στοιχεία Ρ-3, Ρ-6, Ρ-17, Ρ-18 και Ρ-19 θέσεις στάθμευσης είναι κατ ουσίαν βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή, να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα δικαιούται να κάνει και αυτή χρήση (σύγχρηση) των ως άνω θέσεων στάθμευσης της πιλοτής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της επιτρέψουν τη χρήση (σύγχρηση) και να απειληθεί σε βάρος καθενός των εναγομένων, για την περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μήνα και χρηματική ποινή υπέρ της ενάγουσας χιλίων (1000) ευρώ, για κάθε παράβαση. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 178, 183 και 591 παρ 1 α ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου Γ. Κ., αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση ως προς τους εφεσίβλητους Γ. Κ. και Κων/να Σ..
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Κ. Σ. τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ ουσίαν την έφεση, κατά της υπ αριθμ. 409/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά το μέρος που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η από 25.11.2005 αγωγή.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της αγωγής. Απορρίπτει ό,τι στο αιτιολογικό κρίθηκε απορριπτέο. Δέχεται κατά ένα μέρος, ως κατ ουσίαν βάσιμη, την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση (σύγχρηση) των με στοιχεία Ρ-3, Ρ-6, Ρ-17, Ρ-18 και Ρ-19 θέσεων στάθμευσης της πιλοτής της πολυκατοικίας επί της οδού Σ. Β. αριθμ. *** (Χαλάνδρι Αττικής).
Υποχρεώνει τους εναγομένους να επιτρέψουν στην ενάγουσα να κάνει χρήση (σύγχρηση) των ως άνω θέσεων στάθμευσης της πολυκατοικίας.
Απειλεί σε βάρος του καθενός των εναγομένων, για την περίπτωση παράβασης της ως άνω υποχρέωσης, χρηματική ποινή υπέρ της ενάγουσας χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μήνα για κάθε παράβαση.
Και
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων τη ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2009 και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 10 Μαρτίου 2009