Περιγράφεται η διαδικασία χαρακτηρισμού ενός κτιρίου ως διατηρητέου με τον νέο οικοδομικό κανονισμό (ν. 4067/2012). Επισημαίνονται οι διαφορές και οι ομοιότητες με το πρoυφιστάμενο πλαίσιο του ν. 1577/1985 (ΓΟΚ). Αναλύονται οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού, η διαδικασία,  η ανάγκη αιτιολόγησης, η δημοσιότητα, το δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων των ενδιαφερομένων. Προσεγγίζονται τα θέματα της απαγόρευσης επεμβάσεων, της ανακατασκευής, των κριτηρίων χαρακτηρισμού, της κατεδάφισης.

*Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύθηκε στο Περιβάλλον και Δίκαιο, τ. 3/2016, σ. 440 επ.

 

1.  Εισαγωγικά
Μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί η αρχιτεκτονική κληρονομιά, η οποία πλέον προστατεύεται  από το αρ. 6 (Προστασία Αρχιτεκτονικής και Φυσικής Κληρονομιάς) του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.Ο.Κ., ν.4067/2012), σε αντικατάσταση του αρ. 4 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (Γ.Ο.Κ., ν. 1577/1985).  Με ρητές πλέον αναφορές στο ν. 2039/1992 (Σύμβαση για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, Γρανάδα 3 Οκτωβρίου 1985) και στο αρ. 1 του ν. 1126/1981 (Σύμβαση της UNESCO για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, Παρίσι 1972), η νέα ρύθμιση θέλει να αποτελέσει το πλαίσιο μιας αποτελεσματικής προστασίας σε συνδυασμό πάντα και με το αρ. 24 παρ. 6 του Συντάγματος «Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία, προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας καθώς και τον τρόπο το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών» .

Η προστασία αυτή συνίσταται στην διατήρηση αναλλοίωτων των ως άνω στοιχείων της αρχιτεκτονικής, δηλ. των στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομικά. Για την προστασία αυτή είναι δυνατόν να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα και οι περιορισμοί της ιδιοκτησίας. Οι περιορισμοί αυτοί στηρίζονται και στην γενική επιταγή του Συντάγματος (αρ. 17 παρ.1), κατά την οποία δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία «δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».

Παράλληλες Διαδικασίες
2.    Τα σημαντικά αρχιτεκτονήματα, τα οποία χρήζουν προστασίας ως πολιτιστικά αγαθά, προστατεύονται από τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» και από τη διάταξη του αρ. 6 του ν. 4067/2012.  Με αυτόν τον τρόπο ένα κτίριο μεταγενέστερο του 1830, μπορεί να υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 3028/2002 εφόσον θεωρηθεί μνημείο λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας του, αλλά και στις διατάξεις του Ν.Ο.Κ. Η μη συνδρομή των διατάξεων του νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό κατά τον Ν.Ο.Κ.

Σύμφωνα βέβαια με το αρ. 73 παρ. 12  του ν. 3028/2012 «προκειμένου περί ακινήτων ή εκτάσεων πολλαπλώς χαρακτηρισμένων υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπου».

Η παράλληλη αυτή εφαρμογή δυο διαφορετικών διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, δημιουργεί, όπως είναι λογικό και ειδικά στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση με όλες της τις παθογένειες, πολλά προβλήματα, που δεν είναι σίγουρο τελικά εάν κατοχυρώνει το σκοπούμενο, που είναι η αποτελεσματική προστασία των κτιρίων αυτών. Για το λόγο αυτό έχει επικριθεί και από την θεωρία.

Τέλος επισημαίνεται, ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής αναλογικά οι διατάξεις του αρ. 6 του Ν.Ο.Κ. ή του αντίστοιχου αρ. 4 του Γ.Ο.Κ. επί των διατηρητέων του Υπουργείου Πολιτισμού, αφού δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των δύο ρυθμίσεων.

Προϋποθέσεις Χαρακτηρισμού
3.     Με την παρ. 2 του αρ. 6 του Ν.Ο.Κ., ρυθμίζονται τα θέματα του χαρακτηρισμού οικισμών ή τμημάτων πόλεων ή αυτοτελών οικιστικών συνόλων ως παραδοσιακών προστατευόμενων συνόλων, χώρων τόπων, τοπίων κλπ, ενώ με την παρ. 3 τα θέματα που αφορούν κτίρια ή τμήματα κτιρίων ή συγκροτήματα κτιρίων ή στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου.

Η διάταξη της παρ. 3 του αρ. 6 του Ν.Ο.Κ, επαναλαμβάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ρυθμίσεις του αρ. 4 παρ. 2 του Γ.Ο.Κ. Ωστόσο οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν.Ο.Κ, είναι περισσότερο αναλυτικές και ενσωματώνουν τα πορίσματα της νομολογίας.

Σκοπός είναι η διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους. Προς τον σκοπό αυτό μπορεί να χαρακτηριστούν ως διατηρητέα :  α) μεμονωμένα κτίρια,  β) τμήματα κτιρίων, γ) συγκροτήματα κτιρίων, δ) στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου αυτών, ε) στοιχεία του φυσικού ή και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος χώρου, όπως αυλές, κήποι, θυρώματα και κρήνες, στ) καθώς και μεμονωμένα στοιχεία πολεοδομικού (αστικού ή αγροτικού) εξοπλισμού ή δικτύων, όπως πλατείες, κρήνες, διαβατικά, λιθόστρωτα, γέφυρες που βρίσκονται εντός ή εκτός οικισμών. ζ) Η χρήση ακινήτου, με ακινήτου με ή χωρίς  κτίσματα εντός ή εκτός οικισμών επίσης και το τυχόν όνομα ή επωνυμία με την οποία η χρήση αυτή συνδέθηκε με το διατηρητέο χαρακτήρα της, ιστορικό, λαογραφικό ή άλλο.

Διαδικασία
4.  Ο χαρακτηρισμός πραγματοποιείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος (ή του κατά περίπτωση αρμόδίου Υπουργού), ύστερα από την αιτιολογική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας και γνώμη του αρμοδίου Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής (Κ.Σ.Α). Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με την απόφαση του Υπουργού μπορεί να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Η πράξη χαρακτηρισμού ακινήτου ως διατηρητέου είναι ατομική διοικητική πράξη και η δημοσίευσή της στο ΦΕΚ δεν κινεί την προθεσμία άσκησης  αίτησης ακύρωσης.

Αιτιολογία
5.   Η ύπαρξη αιτιολογίας θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση για την εκτίμηση, κρίση, γνώμη και τελικά απόφαση κτιρίου ως διατηρητέου ή μη. Διότι μπορεί να αφορά κάθε φορά, δυσμενή αποτελέσματα άλλοτε σε βάρος της ατομικής ιδιοκτησίας και άλλοτε σε βάρος του περιβάλλοντος. Έτσι η αιτιολογία, απαιτείται λόγω της φύσης των σχετικών διοικητικών πράξεων. Εξάλλου η ύπαρξη αιτιολογίας προβλέπεται ρητά και ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, στην παρ. 3 του αρ. 6 του Ν.Ο.Κ όπου γίνεται λόγος για «αιτιολογημένη έκθεση». Η αιτιολογία για να είναι νόμιμη πρέπει να στηρίζεται στα ακόλουθα δεδομένα :
α. Στη συνδρομή των κριτηρίων του νόμου, δηλ. τόσο του αρ. 6 παρ. 3 του ν. 4067/2012 (Ν.Ο.Κ), όσο και των Διεθνών Συμβάσεων, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ. β.  Στην εκτίμηση και κρίση που οδηγεί σε εισήγηση ή γνωμοδότηση κατ’ εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας. Διότι μόνο διοικητικά όργανα με ειδική γνώση και εμπειρία μπορούν να παράσχουν την αιτιολογία που απαιτεί η νομοθεσία βάσει των κριτηρίων που ρητά ορίζει.  γ. Σε θεμελίωση της νομικής και πραγματικής βάσης της αιτιολογίας κατά τρόπο πλήρη και σαφή. Διότι η εσφαλμένη, ελλιπής ή αντιφατική αιτιολογία συνιστούν παράνομη αιτιολογία.  Η ελαττωματική αιτιολογία (ελλείπουσα, ανεπαρκής, πλημμελής ή εσφαλμένη), καθιστά την διοικητική πράξη άκυρη, διότι η αιτιολογία συνιστά στοιχείο της νομιμότητας της πράξης, όπως επίσης και η αόριστη.

6.  Η Υ.Α. που κηρύσσει κτίριο ή τμήμα του ως διατηρητέο συνίσταται στην επιβολή θεμιτού – ενόψει της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της πολιτικής κληρονομιάς – περιορισμού του δικαιώματος της κυριότητας, συνέπεια δε της φύσεως αυτής πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Η αιτιολογία αυτή δύνεται να προκύπτει από την προβλεπόμενη έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, πρέπει να περιλαμβάνει κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο τα στοιχεία, τα οποία ανάγονται κατά την ανέλεγκτη σχετική κρίση της Διοίκησης σε κριτήρια, η συνδρομή των οποίων επιβάλλει κατά νόμο το χαρακτηρισμό.

Στην αιτιολογική έκθεση θα πρέπει να περιγράφονται τα πολεοδομικά, αισθητικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία βάσει των οποίων προτείνεται ο επίμαχος χαρακτηρισμός. Σε κάθε άλλη περίπτωση ή οποία πράξη καθίσταται αόριστη, όπως εν προκειμένω, αφού δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα στοιχεία.

7.     Με την ΣτΕ 4525/2013 ακυρώθηκε εν μέρει απόφαση του Υφυπουργού περί χαρακτηρισμού κτιρίων ως διατηρητέων, γιατί αναφερόταν ότι χαρακτηρίζει ως διατηρητέα τα αρχικά κτίρια καθώς και τις εναρμονιζόμενες με αυτά προσθήκες, όχι όμως και τα πάσης φύσεως καθ΄ ύψος ή κατ’ επέκταση προσκτίσματα, που αλλοιώνουν τα αρχικά κτίρια. Παρέπεμπε για τον καθορισμό των προσκτισμάτων στην ΕΠΑΕ. Το ΣτΕ έκρινε την πράξη αυτή αόριστη, αφού δεν περιέγραφε επακριβώς τα στοιχεία αυτά, ώστε να προσδιορίζονται αφενός εκείνα που περιλαμβάνονται στον χαρακτηρισμό και αφετέρου εκείνα που εξαιρούνται με συνέπεια να μην προκύπτει  ως προς τα στοιχεία αυτά το ακριβές περιεχόμενο της ρύθμισης. Το γεγονός ότι  ο καθορισμός των στοιχείων αυτών ανατίθεται στην Ε.Π.Α.Ε., δεν θεραπεύει την  πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθότι για την κήρυξη κτιρίων ως διατηρητέων, κατ’ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, την αποφασιστική αρμοδιότητα φέρει ο Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.  και όχι η Ε.Π.Α.Ε., η οποία έχει στη σχετική διαδικασία γνωμοδοτική μόνο αρμοδιότητα.

8.  Η μεταγενέστερη της μερικής κατεδάφισης κρίση των οργάνων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. για το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου, πρέπει να θεμελιώνεται στα χαρακτηριστικά του πριν από τις επεμβάσεις και όχι στη διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση. Με πλημμελή αιτιολογία απορρίφθηκε το αίτημα χαρακτηρισμού διότι δεν προκύπτει αν αξιολογήθηκαν τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτίσματος, όπως είχαν πριν από τη μερική κατεδάφισή του.

Η κρίση για τον χαρακτηρισμό είναι αυτοτελής και διενεργείται βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε ακινήτου. Δεν πάσχει η  αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης από το μη χαρακτηρισμό των άλλων κτιρίων στο ίδιο οικόπεδο

Κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή.

9.    Περαιτέρω η  γνώμη βασισμένη σε νομικά μόνο επιχειρήματα δεν είναι νόμιμη, αφού όπως τονίζεται και από τον Ταχο Α., επί επιστημονικού ζητήματος αποφαίνονται οι ειδήμονες επιστήμονες, στα πλαίσια της αρχής της ειδικότητας ή ειδίκευσης.

Δημοσιότητα (παρ.3α -β αρ. 6)
10.  Η αιτιολογική έκθεση της υπηρεσίας του Υπουργείου, αποστέλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης και στον οικείο Δήμο, ο οποίος εντός πέντε (5) ημερών από τη λήψη της υποχρεούται:  α) να ενημερώσει εγγράφως την αρμόδια υπηρεσία για την παραλαβή της αιτιολογικής έκθεσης, β) να αναρτήσει την αιτιολογική έκθεση στο δημοτικό κατάστημα και το   Διαδίκτυο, γ) να δημοσιεύσει σχετική ενημερωτική πρόσκληση για την ανάρτηση προς τους ενδιαφερόμενους σε μία τοπική εφημερίδα, αν εκδίδεται, ή σε μία εφημερίδα της πρωτεύουσας του νομού, δ) να τοιχοκολλήσει την ενημερωτική πρόσκληση στα προτεινόμενα προς χαρακτηρισμό ακίνητα

Είναι σαφές, ότι ο Δήμος δεν διατυπώνει γνώμη σχετικά με τον χαρακτηρισμό του διατηρητέου κτίσματος, που βρίσκεται στην περιφέρεια του, όπως γίνεται με τον χαρακτηρισμό ως παραδοσιακών οικισμών, τοπίων κλπ (παρ.2 αρ.6), απλά διεκπεραιώνει την διαδικασία της δημοσιότητας. Εάν ο Δήμος δεν τηρήσει όσα αναφέρονται προηγουμένως, η περαιτέρω διαδικασία χαρακτηρισμού συνεχίζεται νόμιμα μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την αποστολή της έκθεσης στο Δήμο. Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να παραλείπεται εφόσον η έκθεση κοινοποιηθεί απευθείας στον ιδιοκτήτη. Η διάταξή αυτή επαναλαμβάνει τις αντίστοιχες ρυθμίσεις αυτής του αρ. 4 του Γ.Ο.Κ, η οποία προσέθεσε την δημοσίευση και μέσω του διαδικτύου.

11.  Ορίζεται ουσιώδης τύπος της διαδικασίας η ενημέρωση των ενδιαφερόμένων ιδιοκτητών. Η κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση της αιτιολογικής έκθεσης στον ενδιαφερόμενο με έναν από τους ανωτέρω διαζευκτικώς ορισμένους τρόπους σκοπεί να του παράσχει την δυνατότητα να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της, δηλ. των λόγων για τους οποίους προτείνεται ο χαρακτηρισμός του κτίσματος ως διατηρητέου και να υποβάλλει αντιρρήσεις. Η μη τήρηση ή πλημμελής τήρηση του ανωτέρω ουσιώδους τύπου επάγεται ακυρότητα της τελικώς εκδιδόμενης πράξης.

12.   Δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός κτηρίου ως διατηρητέου δεν συναρτάται με κριτήρια συνδεόμενα με υποκειμενική συμπεριφορά του ιδιοκτήτη, αλλά στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και επιβάλλεται κατά συνταγματική επιταγή, δεν απαιτείται κατ’ αρ. 20 παρ. 2 του Συντ. κλήση του ιδιοκτήτη σε ακρόαση πριν την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού, η δε ανωτέρω ρύθμιση δεν αντίκειται σε συνταγματική διάταξη.

13.   Περαιτέρω το ΝΣΚ με την με αρ. 144/2014 γνωμοδότηση του, απάντησε  στο ερώτημα : «εάν επί εκδόσεως αποφάσεως χαρακτηρισμού ακινήτων ως διατηρητέων στην οποία μέρος της προδικασίας που τηρήθηκε δεν ήταν η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του αρ. 6 παρ. 3α του ν. 4067/2012 που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της, αλλά η διαδικασία που προέβλεπε το αρ. 4 παρ. 2α του καταργηθέντος εν τω μεταξύ ν. 1577/1985, καθιστά πλημμελή και μη νόμιμη την απόφαση αυτή», ότι η μη τήρηση του συνόλου των διατάξεων που προβλέπονται στη νέο νομικό πλαίσιο καθιστά την πράξη πλημμελή και μη νόμιμη.

Αντιρρήσεις (παρ. 3α αρ.6)
14.  Οι ιδιοκτήτες μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις προς την αρμόδια υπηρεσία του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της πρόσκλησης ή από την κοινοποίηση της απευθείας στους ίδιους.

Οι οποιεσδήποτε αντιρρήσεις του ενδιαφερόμενου δεν δεσμεύουν τον Υπουργού που θα αποφασίσει. Η Διοίκηση θα πρέπει να ερευνήσει ουσιαστικά και ότι τυπικά τη βασιμότητα των τυχόν αντιρρήσεων του ενδιαφερομένου. Κατά τη συζήτηση της ένστασης από τη Διοίκηση δεν επιβάλλεται η προηγούμενη κλήση και ακρόαση του ενδιαφερομένου. Επίσης δεν απαιτείται κοινοποίηση της απόφασης της Διοίκησης που απορρίπτει την ένσταση του ενδιαφερομένου.

Ορθά επισημαίνεται, ότι οι αντιρρήσεις δεν αφορούν τους ιδιοκτήτες και μόνο. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των κινήσεων πολιτών, των συλλόγων, των «ενεργών» πολιτών για την πολιτιστική και αρχιτεκτονική κληρονομιά των πόλεων έχει αυξηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο οι ενδιαφερόμενοι για την θέσπιση του προστατευτικού πλαισίου, που επιχειρείται με την αιτιολογική έκθεση, θα μπορούσαν να «παρέμβουν» με σχετική αναφορά και ενισχυτικά στοιχεία στο Κ.Σ.Α, με την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους.

Απαγόρευση Επεμβάσεων – Διακοπή Εργασιών (παρ.3β  αρ.6)
15.  Από την κοινοποίηση της αιτιολογικής έκθεσης ή μέχρι τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή τη γνωστοποίηση στην αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης για τη μη περαιτέρω προώθηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού, απαγορεύεται κάθε επέμβαση στο προτεινόμενο προς χαρακτηρισμό αντικείμενο για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους.

16.   Οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται σε προτεινόμενο προς χαρακτηρισμό κτίριο με ʼδεια Δόμησης, που εκδόθηκε πριν από την κοινοποίηση της αιτιολογικής έκθεσης, διακόπτονται. Για επεμβάσεις ή προσθήκες σε διατηρητέα κτίρια ή την κατασκευή νέων κτιρίων σε ακίνητα στα οποία υπάρχουν διατηρητέα κτίρια, μπορούν να ορίζονται συμπληρωματικοί ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης ή χρήσης κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη εφόσον δεν αλλοιώνονται τα στοιχεία που συνέτειναν στο χαρακτηρισμό τους ως διατηρητέων. Ο καθορισμός ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως και χρήσης για διατηρητέα κτίρια έχει κανονιστικό χαρακτήρα και όταν ακόμη αναφέρεται σε ορισμένο κτίριο

Όροι και περιορισμοί δόμησης κτιρίων χαρακτηριζομένων ως διατηρητέων τίθενται και εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τον σκοπό του θεσμού, δηλαδή τη διατήρηση του κρινόμενου ως προστατευτέου κτιρίου, προσαρμόζουν δε τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις επ’ αυτού και του περιβάλλοντος αυτό χώρου στον προστατευόμενο χαρακτήρα του, κατά τρόπον ώστε διατηρητέο κτίριο και επ’ αυτού επεμβάσεις να αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο. Αντίθετα, όροι και περιορισμοί δόμησης διατηρητέων κτιρίων, που θεσπίζονται κατά παρέκκλιση από τους όρους δόμησης που ισχύουν για τα ακίνητα της περιοχής του ακινήτου και δεν αποβλέπουν ούτε εξασφαλίζουν την προστασία και την διατήρηση αναλλοίωτου του διατηρητέου κτιρίου, αλλά οδηγούν στην υποβάθμιση και την αλλοίωσή του,  κείνται εκτός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων και είναι, συνεπώς, μη νόμιμοι, διότι αντιστρατεύονται τον σκοπό, στον οποίο αποβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις.

Η διατήρηση εντός κτιρίου στα ως άνω πλαίσια, δεν επιτάσσεται κατ’ αρχήν να αποβαίνει εις βάρος του οικιστικού περιβάλλοντος της περιοχής όπου ευρίσκεται με την υπέρβαση των γενικώς ισχυόντων σε αυτήν όρων και περιορισμών δόμησης και χρήσεων. Τούτο επιτρέπεται  μόνο εάν είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση του σκοπού της κήρυξης του κτηρίου ως διατηρητέου, όπως στην περίπτωση που επιδιώκεται η αποκατάσταση της αρχικής μορφής κτιρίου, το οποίο είχε ανεγερθεί υπό διαφορετικό καθεστώς όρων δόμησης .

Έκδοση Υ.Α. Καθορισμού Κριτηρίων (παρ. 4 αρ. 6)
17.  Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, ύστερα από γνωμοδότηση του Κ.Σ.Α μπορεί να καθορίζονται:
α. κατηγορίες διατηρητέων και κριτήρια αξιολόγησης για την υπαγωγή των προς χαρακτηρισμό κατασκευών στις κατηγορίες αυτές, β. ειδικότεροι όροι και περιορισμοί ως προς τις δυνατότητες επέμβασης επί των διατηρητέων κατασκευών κατά κατηγορία, γ. μεταβατικές διατάξεις ως προς το καθεστώς των ήδη χαρακτηρισμένων κατασκευών ως διατηρητέων, σε σχέση με την κατάταξη σε κατηγορίες και τις δυνατότητες επέμβασης επί αυτών. Με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από γνωμοδότηση του Κ.Σ.Α., μπορεί να καθορίζονται επί μέρους περιοχές της χώρας και οικισμοί ή τμήματα αυτών, εντός των οποίων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των ανωτέρω.

18.  Ο καθορισμός με Υ.Α.  ειδικών όρων προστασίας  και περιορισμών δόμησης και χρήσης συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου είναι σύμφωνη προς τη συνταγματική ρύθμιση της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ο εν λόγω δε καθορισμός των ενδεδειγμένων εκάστοτε ειδικών όρων προστασίας και περιορισμών δόμησης και χρήσης του διατηρητέου ακινήτου αποτελεί, ως προς τούτο, τεχνικό ζήτημα συναρτημένο αμέσως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία εκάστου διατηρητέου κτιρίου, τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες τελεί, και τις ανάγκες αυτού. ʼλλωστε, εν προκειμένω δεν πρόκειται για κανονιστικές ρυθμίσεις πολεοδομικού σχεδιασμού οποιασδήποτε κλίμακας, αλλά για μέτρα προστασίας συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου. Κατά συνέπεια νομίμως ο καθορισμός αυτός αποτελεί αντικείμενο υπουργικής απόφασης και όχι Προεδρικού Διατάγματος.

19.  Ο Μέλισσας παρατηρεί «παρά την αδόκιμη και άκομψη διατύπωση της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης η οποία σε μεγάλο βαθμό συσκοτίζει την έννοια της, καθίσταται σαφές, ότι ο νομοθέτης θέλησε να παρεμβάλει στάδιο κανονιστικής θέσπισης γενικών όρων και περιεχομένου προστασίας για κάθε κατηγορία διατηρητέων, πριν την έκδοση της Υ.Α. της παρ. 3….Με δεδομένη την ευρύτητα των περιπτώσεων….η κατηγοριοποίηση φαίνεται εύλογη, παρά τις ιδιαίτερες δυσκολίες. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τα κριτήρια της κατηγοριοποίησης που θα καθορίζονται ενδεχομένως ανάλογα με τον αρχιτεκτονικό χαρακτηρισμό κτιρίων (νεοκλασικά, παραδοσιακά κλπ) ή τη γεωγραφική τους θέση (κυκλαδίτικα, ηπειρωτικά κλπ) και ακόμη δυσκολότερο να φαντασθεί την πρακτική χρησιμότητα αυτής της κατηγοριοποίησης, η οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαθιστά την έκδοση Υ.Α. που θα προβλέπει την εξειδικευμένη προστασία κάθε διατηρητέου ξεχωριστά….»

20.   Στον προηγούμενο Γ.Ο.Κ., τον ρόλο αυτό, ως προς τα κριτήρια κυρίως, τον έπαιξε,  η Εγκύκλιος 3293/273/29.1.1992 της Δ/σης Πολ. Σχεδιασμού του ΥΠΕΧΩΔΕ, η οποία ενσωμάτωσε το σχετικό πόρισμα επιτροπής που είχε συσταθεί για τον καθορισμό κριτηρίων χαρακτηρισμού διατηρητέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 4 του ν. 1577/1985. Σύμφωνα με την εγκύκλιο «…πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, ώστε να εφαρμοστούν ενιαία αντικειμενικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό διατηρητέων σε όλη τη χώρα για την αποφυγή, αντιφατικών σχετικών με το θέμα γνωμοδοτήσεων, οι οποίες δημιουργούν αντιδράσεις που αποβαίνουν σε βάρος της προσπάθειας που καταβάλλεται για την διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς»

Παρατηρείται το φαινόμενο σήμερα, Συμβούλια Αρχιτεκτονικής να γνωμοδοτούν σχετικά, επικαλούμενα την ως άνω Εγκύκλιο, η οποία εξειδίκευε τα κριτήρια μιας διάταξης η οποία έχει παύσει να ισχύει μετά την αντικατάσταση της από την αντίστοιχη του Ν.Ο.Κ. Η δε αντίστοιχη Υ.Α. που ορίζει η παρ. 4 του αρ. 6 του ΝΟΚ, δεν έχει εκδοθεί έως σήμερα.

Μεταβατικές Διατάξεις
21.   Η περ. γ του αρ. 6 παρ. 4 προβλέπει την θέσπιση μεταβατικών διατάξεων «….ως προς το καθεστώς την ήδη χαρακτηρισμένων κατασκευών ως διατηρητέων, σε σχέση με την κατάταξη σε κατηγορίες και τις δυνατότητες επέμβασης επ’ αυτών».

Όπως επισημαίνεται «οι μεταβατικές αυτές διατάξεις είναι δυνατόν να λειτουργήσουν μόνον ως προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της προστασίας των διατηρητέων και όχι προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης αυτής…..Δεν είναι δυνατόν από την κατηγοριοποίηση των διατηρητέων να προκύψει ότι ένα κτίριο που παραμένει διατηρητέο αξίζει λιγότερης προστασίας από αυτή που ήδη προβλέπεται. Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα μεταβατικών διατάξεων, οι οποίες εφόσον θεσπισθούν θα είναι ανίσχυρες, τόσο διότι θα είναι εκτός εξουσιοδοτήσεως, όσο και διότι θα είναι αντίθετες με το αρ. 24 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, ακριβώς επειδή ανίσχυρες θα είναι και οι πάγιες διατάξεις»

ʼδεια Δόμησης στα ίδια ή σε όμορα ακίνητα (παρ. 5α-β   αρ. 6)
22. Προϋπόθεση για την Έγκριση Δόμησης και χορήγηση ʼδειας Δόμησης για την ανέγερση οικοδομών ή προσθηκών σε υφιστάμενα κτίρια ή  ακίνητα όμορα διατηρητέων κτιρίων, αποτελεί η σύμφωνη γνώμη του οικείου Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, το οποίο γνωμοδοτεί με γνώμονα την προστασία και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του διατηρητέου κτιρίου.  Ενώ με την ίδια ως άνω διαδικασία της παρ. 3α, μπορεί να ορίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης ή χρήσης κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη και σε ακίνητα που είναι όμορα με τα διατηρητέα κτίρια ή σε ζώνες που συνέχονται με αυτά, για την προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων.

Ανακατασκευή (παρ. 6 αρ. 6)
23.  Ακίνητα και στοιχεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ανακατασκευάζονται στην αρχική τους μορφή αν έχει κινηθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού τους ως διατηρητέων με την κοινοποίηση στους ενδιαφερόμενους ή στον οικείο Δήμο της αιτιολογικής έκθεσης χαρακτηρισμού και κατεδαφίζονται για οποιοδήποτε λόγο ή ακόμη και αν βρίσκονται σε κατάσταση επικινδύνου ετοιμορροπίας και επιβάλλεται η κατεδάφιση τους. Η ανακατασκευή γίνεται βάσει λεπτομερούς μελέτης αποτύπωσης και φωτογραφικής και κάθε άλλης δυνατής τεκμηρίωσης της υφιστάμενης κατάστασης που απαιτείται πριν από την υλοποίηση των μέτρων που επιβάλλονται από το σχετικό πρωτόκολλο επικινδύνου ετοιμορροπίας και κατεδάφισης του κτιρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η ανακατασκευή εγκρίνεται με απόφαση του κατά περίπτωση Υπουργού, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογική έκθεση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κ.Σ.Α..

Διατηρητέα κτίρια τα οποία έχουν κατεδαφιστεί από γεγονότα που οφείλονται σε ανωτέρα βία, όπως σεισμό, πυρκαγιά, πλημμύρα ή κρίνονται κατεδαφιστέα με πρωτόκολλα επικινδύνως ετοιμόρροπου οικοδομής, επανακατασκευάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. της 15.4.1988 (Δ` 317).

24. Ο χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου δεν εξαρτάται από την στατική επάρκεια του κτιρίου, και ειδικότερα δεν κωλύεται από τον τυχόν χαρακτηρισμό του ως επικινδύνως ετοιμόρροπου κατά τις διατάξεις του Π.Δ. της 13/22.4.1929 (Α΄ 153), αφού οι δύο διαδικασίες είναι αυτοτελείς και αποβλέπουν σε διαφορετικό σκοπό, δηλ. η μεν πρώτη στην προστασία στο διηνεκές στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που κρίνονται διατηρητέα, ενώ η δεύτερη στην προστασία του κοινού από στατικώς επικίνδυνα κτίρια, από την κρίση δε του ζητήματος του χαρακτηρισμού εξαρτάται το είδος και η έκταση των επιτρεπομένων ή επιβαλλομένων στο ακίνητο επεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της μερικής ή ολικής ανακατασκευής του κτιρίου.

Εφόσον είναι δεκτική επισκευής μία οικοδομή, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις απλώς ετοιμορρόπων οικοδομών, η κατάσταση στην  οποία ευρίσκεται αυτή από στατική, δομική και υγιεινή άποψη δεν ασκεί καμία  επιρροή στον χαρακτηρισμό της ως διατηρητέας, εφ` όσον συντρέχουν οι νόμιμοι  προς τούτο όροι. Αν όμως διαπιστωθεί ότι είναι επικινδύνως ετοιμόρροπος μία  οικοδομή, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική η κατεδάφισή της μέσα σε πολύ  μικρό χρονικό διάστημα χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής  ενστάσεων λόγω της αμεσότητος των επαπειλουμένων κινδύνων, τότε η ύπαρξη  της σχετικής εκθέσεως αυτοψίας εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της ως διατηρητέας  κατ` άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985

«Η σημασία πάντως και η σπουδαιότης της πράξεως  χαρακτηρισμού κτιρίου ως διατηρητέου για την πολιτιστική κληρονομία της χώρας  επιβάλλει στο αρμόδιο για την εφαρμογή του πρ.δ/τος της 13/22-4-1929 “περί επικινδύνων οικοδομών” όργανο, το οποίο προέβη στην έκδοση εκθέσεως αυτοψίας επικινδύνως ετοιμορρόπου οικοδομής, η οποία εν τω μεταξύ εχαρακτηρίσθη ως διατηρητέα, να επανεξετάσει την υπόθεση λαμβάνοντας πλέον υπ` όψιν και σταθμίζοντας και τον γενόμενο χαρακτηρισμό. Εφ` όσον δε  ήθελε διαπιστώσει ότι επλανήθη, ιδίως διότι ο κίνδυνος μπορεί να αποτραπεί με  άλλα ηπιώτερα μέσα (υποστηλώσεις, ενισχύσεις κ.λ.π.), δύναται να αναθεωρήσει  αναλόγως την προηγουμένη έκθεση αυτοψίας. Αν όμως δεν συντρέχει τέτοια  περίπτωση, υπάρχει υποχρέωση ανακλήσεως του χαρακτηρισμού ως  διατηρητέας της επικινδύνως ετοιμορρόπου οικοδομής».

Σε αντιδιαστολή με την ως άνω νομολογία, έχει επίσης κριθεί ότι ο χαρακτηρισμός ως επικινδύνως ετοιμόρροπου κατά την ίδια διαδικασία δεν αποκλείει να χαρακτηριστεί αυτό στη συνέχεια ως διατηρητέο μνημείο με τις διατάξεις του ν. 1469/1950 εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις.

Ομοίως δεν συνιστά κώλυμα για τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως διατηρητέου το γεγονός, ότι το κτίριο αυτό ρυμοτομείται για την δημιουργία κοινόχρηστου χώρου.

25.   Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 1337/1983 έχουν εφαρμογή για τα διατηρητέα κτίρια που αναφέρονται στην παράγραφο 3α, καθώς και για τα κτίρια για τα οποία έχει κοινοποιηθεί στον οικείο Δήμο και την Υπηρεσία Δόμησης αιτιολογική έκθεση για το χαρακτηρισμό τους ως διατηρητέων. Οι ίδιες διατάξεις έχουν εφαρμογή και για τα κτίρια εκείνα, για τα οποία εκδίδεται πρωτόκολλο επικινδύνως ετοιμόρροπου οικοδομής, μετά την κοινοποίηση της αιτιολογικής έκθεσης χαρακτηρισμού τους ως διατηρητέων.

Αν οι ιδιοκτήτες ή νομείς παραλείπουν την υποχρέωση τους αυτή μπορεί να επεμβαίνει το Δημόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ και να εκτελεί τις εργασίες καταλογίζοντας τις σχετικές δαπάνες στους υπόχρεους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να δέχονται τις επεμβάσεις.

26.  Η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως ανακατασκευής κτιρίου (ως εκδήλωση της  κρατικής προστασίας των μνημείων) αφορά τα διατηρητέα κτίρια, που έχουν  κηρυχθεί με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ΓΟΚ, αρμοδιότητας ΥΠΕΧΩΔΕ και όχι τα κτίρια, που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα με τις διατάξεις του Ν. 1469/1950, αρμοδιότητας ΥΠΠΟ. Οι διατάξεις του άρθρου 4 του ΓΟΚ δεν μπορούν να έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των διατηρητέων, που έχει χαρακτηρίσει το  ΥΠΠΟ, σύμφωνα με το Ν. 1469/1950, αφού δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των δύο  ρυθμίσεων. Το ΥΠΠΟ αδυνατεί να υποχρεώσει ιδιοκτήτη ακινήτου, που έχει    χαρακτηρισθεί, σύμφωνα με την Σύμβαση της Γρανάδας ως μνημείο χρήζον    προστασίας, να ανακατασκευάσει τούτο, σε περίπτωση καταστροφής του,    ελλείψει νομοθετικού πλαισίου.

27. Η εκδήλωση όμως της  κρατικής προστασίας για τα ως άνω μνημεία και η σύμφυτη προς αυτήν επιβολή  όρων και υποχρεώσεων στους ιδιοκτήτες και νομείς των, συνδέεται κατά την  έννοια των ως άνω διατάξεων με την δυνατότητα αποκαταστάσεως της στατικής  και δομικής των επαρκείας με τα κατάλληλα, συμφώνως προς τους κανόνες της  πολεοδομικής επιστήμης και τέχνης, μέσα (επισκευές, ενισχύσεις, υποστυλώσεις  κ.λ.π.). Τοιουτοτρόπως, εφ` όσον είναι δεκτική επισκευής μία οικοδομή, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις απλώς ετοιμόρροπων οικοδομών, η κατάσταση στην  οποία ευρίσκεται αυτή από στατική, δομική και υγιεινή άποψη δεν ασκεί καμία  επιρροή στον χαρακτηρισμό της ως διατηρητέας, εφ` όσον συντρέχουν οι νόμιμοι  προς τούτο όροι. Αν όμως διαπιστωθεί ότι είναι επικινδύνως ετοιμόρροπος μία  οικοδομή, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική η κατεδάφισή της μέσα σε πολύ  μικρό χρονικό διάστημα χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής  ενστάσεων λόγω της αμεσότητος των επαπειλουμένων κινδύνων, τότε η ύπαρξη  της σχετικής εκθέσεως αυτοψίας εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της ως διατηρητέας  κατ` άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985

Η σημασία πάντως και η σπουδαιότητα της πράξεως  χαρακτηρισμού κτιρίου ως διατηρητέου για την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας  επιβάλλει στο αρμόδιο για την εφαρμογή του π.δ. της 13/22-4-1929 «περί επικινδύνων οικοδομών» όργανο, το οποίο προέβη στην έκδοση έκθεσης αυτοψίας επικινδύνως ετοιμορρόπου οικοδομής, η οποία εν τω μεταξύ χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέα, να επανεξετάσει την υπόθεση λαμβάνοντας πλέον υπ` όψιν και σταθμίζοντας και τον γενόμενο χαρακτηρισμό. Εφ` όσον δε  ήθελε διαπιστώσει ότι επλανήθη, ιδίως διότι ο κίνδυνος μπορεί να αποτραπεί με  άλλα ηπιότερα μέσα (υποστυλώσεις, ενισχύσεις κ.λ.π.), δύναται να αναθεωρήσει  αναλόγως την προηγουμένη έκθεση αυτοψίας.  Αν όμως δεν συντρέχει τέτοια  περίπτωση, υπάρχει υποχρέωση ανακλήσεως του χαρακτηρισμού ως  διατηρητέας της επικινδύνως ετοιμόρροπου οικοδομής.

Αναστολή Έκδοσης Αδειών Δόμησης (παρ. 7 αρ. 6)
28.  Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αναστέλλεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) έτη, σε οικισμούς ή τμήματα τους, σε περιοχές εκτός οικισμών ή σε μεμονωμένα ακίνητα εντός ή εκτός οικισμών, η έκδοση Αδειών Δόμησης, κάθε εργασία ανέγερσης νέων κτιρίων, κατεδάφισης, προσθήκης, αλλαγής εξωτερικής εμφάνισης υφισταμένων κτιρίων και διαμόρφωσης των κοινόχρηστων χώρων, ή να επιβάλλονται όροι για την εκτέλεση των εργασιών αυτών με σκοπό τη σύνταξη πολεοδομικής μελέτης ή και ειδικού κανονισμού δόμησης για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η αναστολή μπορεί να παραταθεί για ένα (1) ακόμα έτος, εφόσον οι σχετικές μελέτες έχουν προοδεύσει σημαντικά και προκύπτει αυτό τεκμηριωμένα.

Κατεδάφιση, Επισκευή, Προσθήκη (παρ. 8 αρ. 6)
29. Αίτηση για κατεδάφιση, επισκευή ή προσθήκη σε κατασκευή που έχει ανεγερθεί προ του έτους 1955 ή κατά την κρίση της Υπηρεσίας Δόμησης, του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ή του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως διατηρητέα, παραπέμπεται στο οικείο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (Σ.Α.) .

Η παραπομπή αυτή είναι υποχρεωτική και για μεταγενέστερες του έτους 1955 κατασκευές που βρίσκονται σε (παραδοσιακό) προστατευόμενο οικισμό, (παραδοσιακό) προστατευόμενο τμήμα πόλης, ιστορικό τόπο, αρχαιολογικό χώρο και περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Αν το Συμβούλιο κρίνει ότι η επισκευή δεν θίγει την κατασκευή ή ότι δεν συντρέχει λόγος να κινηθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού της ως διατηρητέας, προωθείται η διαδικασία έκδοσης της ʼδειας Δόμησης αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις.

Η πράξη του Σ.Α. πρέπει να αιτιολογείται και όταν αποφαίνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός κτιρίου ως διατηρητέου.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, με αιτιολογημένη έκθεση του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, το θέμα παραπέμπεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου, Στην περίπτωση αυτή η άδεια χορηγείται όταν γνωστοποιηθεί στην Υπηρεσία Δόμησης ότι η κατασκευή δεν κρίνεται διατηρητέα ή αν παρέλθουν δώδεκα (12) μήνες από τη διαβίβαση του σχετικού φακέλου κατεδάφισης στην αρμόδια υπηρεσία του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου, χωρίς να εκδοθεί απόφαση χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου.

Πίνακας Βιβλιογραφίας – Αρθρογραφίας
1.            Γέροντας Α., Διοικητικό Δίκαιο, Σάκουλας, εκδ. Β’, 2010
2.    Μανιάτης Α., Προστασία αρχιτεκτονικής και φυσικής κληρονομιάς, Νόμος και Φύση, Μάιος 2008 2.    www.nomosphysis.org.gr
3.    Μέλισσας Δ., Νέος Οικοδομικός Κανονισμός Ν. 4067/2012, Σάκκουλας, 2012
4.    Μπούτου – Λεμπέση Ελ., Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, Δομική Ενημέρωση, 2009
5.    Σταματίου Ε., Διατηρητέα κτίσματα και ακίνητα. Κρατική Πολιτική – Κίνητρα και αντικίνητρα στους ιδιοκτήτες στην Ελλάδα, ΠερΔικ 2008, σ. 217 επ.
6.    Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 8η εκδ
7.    Τάχος Α., Κρίσεις χαρακτηρισμού κτιρίου ως διατηρητέου ή μη. Παράλληλες διαδικασίες ΓΟΚ και Ν. 1469/1950- Αιτιολογία αρνητικής πράξης – Αρχή χρηστής διοίκησης- Πότε ισχύει το δεδικασμένο, ΠερΔικ 2002, σ. 259 επ.
8.    Τάχος Α., (Γνωμ) «Διατηρητέο» Κτίριο (αρ. 4 παρ. 2 ΓΟΚ). Κριτήρια – Διαδικασία – Αιτιολογία, Αρμ 1996, σ. 277 επ.
9.    Χριστοφιλόπουλος Δ., Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών, Π.Ν. Σάκκουλας, 2005

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *