Παράνομη στάθμευση. Πρόστιμα. Αρμοδιότητα ΔΔ για εκδίκαση ανακοπής κατά πράξεως βεβαιώσεως προστίμου (διοικ.ποινή). Ευθύνη του κατόχου εν απουσία του οδηγού. Εννοια κατόχου. Περιλαμβάνεται και η εκμισθώτρια εταιρεία επιβατηγών ΙΧ αυτοκι- νήτων. – Βεβαίωση εσόδων ΟΤΑ. Παραγραφή 5/ετής από τη λήξη του οικονομ. έτους
(αποσβ. προθεσμία). – Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, κατάχρηση δικαιώματος: Σύνταγμα άρθρο 25 παρ. 3, ΑΚ άρθρο 281. Δεν αφορούν στις σχέσεις δημοσίου δικαίου όπως είναι η σχέση φορολογούμενου και κράτους ή ο.τ.α. Δεν
θεμελιώνεται λόγος ακύρωσης διοικητικής πράξης.
Μον. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 10173/90
Δικαστής: ΓΕΩΡΓ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ
Δικηγόροι: Μαρία Μικεδάκη, Στ. Ματαράση
Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία, που έχει σκοπό την εκμίσθωση Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων σε πελάτες της, επιδιώκει την ακύρωση της 2507/27-4-1990 έκθεσης αναγκ. κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της που συντάχθηκε από το δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδ. Αθηνών Ε.Μ., σε εκτέλεση της 3216/1989 έγγραφης παραγγελίας του Δ/ντή της Ταμ. Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων για χρέος τούτης (ανακόπτουσας) δρχ. 25.100 προερχόμενο από παράνομες σταθμεύσεις αυτοκινήτων της.
Στην παρ. 1 του άρθρου 73 του ν.δ. 356/1974 “Περί Κώδ. Εισπρ. Δημοσίων Εσόδων” (ΦΕΚ 90), οι διατάξεις του οποίου (ν.δ/τος) εφαρμόζονται προκειμένου και για την είσπραξη των εσόδων των δήμων και των κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 158 του ν. 1065/1980 (άρθρο 198 του π.δ. 76/85 και ήδη άρθρο 212 του π.δ. 323/1989) προβλέπεται ότι με την ασκούμενη πριν από την εκτέλεση ανακοπή του οφειλέτη επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου καθώς και η αμφισβήτηση του κατ` ουσία βάσιμου της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός της απαίτησης αυτής δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι η μετά την έναρξη της εκτέλεσης ανακοπή του οφειλέτη ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους α) εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν, β)… γ)… δ) εάν το χρέος παρεγράφη, ε)… στ)… ζ) εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Δ/τος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη”. Στη συνέχεια στο άρθρο 2 παρ. 2 του παραπάνω ν.δ/τος ορίζεται ότι “νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό την αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους, του εσόδου και της αιτίας δι` ην οφείλεται, β)… γ) ” ” Εξάλλου το άρθρο 22 του ν.δ. 318/1969 “Περί βεβαιώσεως και εισπράξεως Εσόδων δήμων και κοινοτήτων” (Φεκ 212) προβλέπει στην παρ. 1 ότι “Οι βεβαιωτικοί κατάλογοι φόρων, τελών, δικαιωμάτων κ.λπ. υπέρ δήμων και κοινοτήτων καταρτίζονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 του υπό 17-6/15-6-1959 Δ/τος “Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των δήμων και κοινοτήτων” (ΦΕΚ 145, διόρθωση ημαρτ. Φεκ 197), το οποίο ορίζει στην παρ. 1 ότι “τίτλος βεβαιώσεως είναι παν έγγραφον αποδεικτικόν ή και απλώς βεβαιωτικόν της οφειλής προς τον δήμον. Ειδικότερον: έγγραφα αποτελούντα νομίμους τίτλους είναι: α) αι οριστικαί και τελεσίδικοι αποφάσεις των πολιτικών ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων β)… γ) Αι καταλογιστικαί αποφάσεις του Ελεγκτ. Συνεδρίου και αι εν τη αρμοδιότητι πάσης δημοσίας ή δημοτικής αρχής εκδιδόμεναι νομίμως τοιαύται, δ)… ε)… στ)… στις παρ. 2 και 3 ότι τα από τους βεβαιωτικούς τίτλους της παρ. 1 στοιχεία καταχωρίζονται σε καταλόγους ή καταστάσεις στους οποίους αναγράφονται οι φορολογούμενοι και τα εισπρακτέα για καθένα ποσά αναλυτικά και ότι απόσπασμα των εγγράφων τούτων κοινοποιείται στους φορολογούμενους και στην παρ. 4 ότι οι με αυτόν τον τρόπο καταρτιζόμενοι κατάλογοι ή καταστάσεις, υπογράφονται και σφραγίζονται από τα αρμόδια όργανα της βεβαιωτικής των εσόδων αρχής “αποτελούν δε τον πλήρη βεβαιωτικόν νόμιμον τίτλον και εν συνεχεία τον νόμιμον τίτλον της εισπράξεως των βεβαιωθέντων εσόδων”.
Το άρθρο 1 παρ. 1 του αν.ν. 170/1967 (ΦΕΚ 189) ορίζει ότι “επιβάλλεται ειδικόν τέλος δια την στάθμευσιν αυτοκινήτων και οχημάτων εν γένει δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως σε δημοτικούς ή κοινοτι κούς ή κοινόχρηστους χώρους, καθοριζομένους δια στάθμευσιν οχημάτων ελεγχομένην δια μετρητών”, το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ότι “ο σταθμεύων όχημα, άνευ καταβολής του αναλογούντος τέλους, εις χώρους, ένθα είναι εγκατεστημένοι μετρηταί χρόνου σταθμεύσεως τιμωρείται δια προστίμου τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μεταλλικών δραχμών ή δια κρατήσεως” και στο άρθρο 4 παρ. 3 του αυτού νόμου ότι ” ως παραβάται των περί σταθμεύσεως διατάξεων λογίζονται οι διαρκούσης της παρανόμου σταθμεύσεως, επ` αυτοφώρω καταλαμβανόμενοι εν τω χώρω αυτής οδηγός ή κάτοχος του οχήματος, εν απουσία δε τούτων, ο ιδιοκτήτης αυτού”. Εξάλλου με το άρθρο 34 του Κωδ. Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 614/1977) προβλέπονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαγορεύεται η στάση ή στάθμευση οχήματος και ορίζεται ότι ο παραβαίνων τις σχετικές διατάξεις οδηγός τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο. Ειδικώτερα η παρ. 11 του άρθρου αυτού ορίζει ότι “ως παραβάτης των περί σταθμεύσεως διατάξεων του παρόντος άρθρου λογίζεται ο επ` αυτοφώρω καταλαμβανόμενος οδηγός του οχήματος, εν απουσία δε τούτου ο κάτοχος αυτού ενώ με την περίπτωση θ` του άρθρου 112 του ίδιου νόμου καταργήθηκε ρητά η προδιαλαμβανόμενη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του αν.ν. 170/1967. Τέλος το άρθρο 26 του ν. 1080/1980 (ΦΕΚ 246) ορίζει ότι: “1. Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα λόγω παρανόμου σταθμεύσεως οχημάτων εις χώρους μη επιτρεπομένους ή εις χώρους ένθα υπάρχουν μετρηταί χρόνου σταθμεύσεως (παρκόμετρα) άνευ καταβολής του καθωρισμένου τέλους, εισπραττόμενα υπό των Ταμείων Δικαστ. Εισπράξεων ή άλλων δημοσίων ταμείων αποδίδονται εις τον δήμον ή την κοινότητα εις την περιφέρειαν του οποίου εβεβαιώθη η παράβασις. Η πληρωμή των προστίμων δύναται να γίνει και απ` ευθείας εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν ταμείον. Αποδοθέντα ποσά εκ προστίμων περί ων αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εις δήμους ή κοινότητας δεν αναζητούνται. Τα υπό των διατάξεων των άρθρων 104 και 105 του νόμου 614/1977 και του ν.δ/τος 805/ 1971 “περί πταισματικών παραβάσεων, βεβαιουμένων παρά των αστυνομικών οργάνων”, ως ισχύουν, προβλεπόμενα πρόστιμα επιβάλλονται και υπό των οργάνων της υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 24 του νόμου 1065/1980 “περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα” προβλεπομένης ειδικής υπηρεσίας του δήμου ή της κοινότητας προκειμένου περί παραβάσεων των περί σταθμεύσεως οχημάτων και καθαριότητας, διατάξεων. 2… 3… 4…”. Κατά την έννοια των διατάξεων τούτων το με αυτές επιβαλλόμενο πρόστιμο μονομερώς και εξουσιαστικώς, λόγω στάθμευσης οχήματος σε μη επιτρεπόμενους χώρους ή χωρίς καταβολή του αναλογούντος τέλους στους χώρους που είναι εγκατεστημένοι μετρητές στάθμευσης οχημάτων, αποτελεί διοικητική ποινή αφού συνιστά παρεπόμενη του τέλους κύρωση και αρμόδια να αποφαίνονται για τη νομιμότητα της επιβολής της (ποινής) είναι κατά το άρθρο 1 του ν. 505/1976 τα διοικητικά δικαστήρια (βλ. ΣΤΕ 1752/1990, 3345/87, 2527/ 82). Περαιτέρω στην κατά το άρθρο 34 παρ. 11 του Κ.Ο.Κ. έννοια του κατόχου, ο οποίος σε περίπτωση παράνομης στάθμευσης οχήματος ευθύνεται εν απουσία του οδηγού του οχήματος, λογίζεται ως παραβάτης και περιλαμβάνεται και η εκμισθώτρια εταιρία επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως (ΣΤΕ 1752/1990).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας, η οποία ασχολείται με την εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων Ι.Χ. βεβαιώθηκαν 6 παραβάσεις του υπό ιδιοκτησίας της ΥΑΤ 2040 Ι.Χ. Ε.
αυτοκινήτου και ειδικότερα για στάθμευση του αυτοκινήτου τούτου σε χώρο όπου υπήρχε η πινακίδα που απαγόρευε τη στάθμευση (3 περιπτώσεις)
στην οδό Ξενοφώντος στις 20/10/87 και στις 4/3/88 και στην Πλατ. Ομονοίας στις 3/10/87, για στάθμευση σε πεζοδρόμιο (2 περιπτώσεις) στη Λεωφ. Β. Σοφίας στις 2/9/87 και στην οδό Αδριανού στις 4/10/87 και για στάθμευση σε οδό Ν. που το υπόλοιπο τμήμα της δεν επαρκούσε για την κυκλοφορία άλλων οχημάτων στις 17/9/87. Για τις παραβάσεις αυτές βεβαιώθηκαν από τα αρμόδια όργανα του καθού η ανακοπή Δήμου διοικητικά πρόστιμα συνολικού ποσού 25.100 δραχ. (5 επί 4.100 συν 1 επί 4.600), συντάχθηκαν δε στη συνέχεια οι 8335/88 και 61473/ χρηματικοί κατάλογοι και ο Δ/ντής Ταμ. Υπηρεσίας του καθού η ανακοπή Δήμου απέστειλε στην ανακόπτουσα την από 17/10/88 ατομική ειδοποίηση με την οποία την καλούσε να προβεί στην εμπρόθεσμη εξόφληση του παραπάνω χρέους της. Στη συνέχεια λόγω μη συμμόρφωσης της ανακόπτουσας συντάχθηκε σε βάρος της από αρμόδιο όργανο η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία επιβλήθηκε αναγκ. κατάσχεση επί του 1/2 εξ αδιαιρέτου του με αριθ. 2 καταστήματος.
Ο πρώτος λόγος της ανακοπής με τον οποίο προβάλλεται ότι η παραπάνω εκτέλεση εχώρησε χωρίς να υπάρχει τίτλος προς είσπραξη και ότι δεν επιτρέπεται η μονομερής βεβαίωση απαίτησης από δήθεν αδίκημα από Δήμαρχο ή Δημοτικό Συμβούλιο είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί γιατί σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν τίτλος προς είσπραξη υπάρχει, η βεβαίωση δηλαδή της οφειλής από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα (Δημοτική Αρχή), τα οποία εν προκειμένω ενήργησαν με βάση τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις.
Και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής σύμφωνα με τον οποία η εκτέλεση έγινε με βάση άκυρο τίτλο αφού α) κατά το άρθρο 34 παρ. 11 του ν. 614/77 υπόχρεως σε πληρωμή του προστίμου είναι ο επ` αυτοφώρω
καταλαμβανόμενος οδηγός του οχήματος και σε απουσία τούτου ο κάτοχος αυτού, δηλαδή ο μισθωτής στο όνομα του οποίου έπρεπε να επιβληθεί το πρόστιμο της παράνομης στάθμευσης β) στον χρηματικό κατάλογο δεν γράφτηκαν λεπτομερώς οι φερόμενες παραβάσεις της παράνο- μης στάθμευσης, τόπος, χρόνος κ.λπ. και γ) δεν κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα η εγγραφή της στον χρηματικό κατάλογο ή η ατομική ειδοποίησή της για την οφειλή της είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί γιατί σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη στην έννοια του κατόχου ο οποίος λογίζεται ως παραβάτης σε περίπτωση παράνομης στάθμευσης οχήματος περιλαμβάνεται και η εκμισθώτρια εταιρία επιβατ. αυτοκινήτου Ι.Χ., περαιτέρω δε από καμμιά διάταξη δεν απαιτείται να γράφονται στον χρηματικό κατάλογο λεπτομερώς οι παραβάσεις παράνομης στάθμευσης, οι οποίες (παραβάσεις) όπως προαναφέρθηκε εκτίθενται λεπτομερώς στις σχετικές εκθέσεις, ούτε κοινοποίηση της εγγραφής στον χρηματικό κατάλογο, ατομική ειδοποίηση δε για την ύπαρξη της οφειλής, η παράλειψη απόστολής της οποίας δεν ασκεί καμμιά επίδραση επί του κύρους των κατά του οφειλέτη λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.δ. 356/74, στάλθηκε στην ανακόπτουσα κατά τα ιστορούμενα σε προηγούμενη σκέψη.
Ο προβαλλόμενος στη συνέχεια λόγος με την κρινόμενη ανακοπή ότι τυχόν χρέη της ανακόπτουσας των ετών που αναφέρονται στην ειδοποίηση έχουν υποκύψει σε παραγραφή είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί αφού κατά το άρθρο 2 του σν.ν. 344/1968 η αποσβεστική προθεσμία βεβαίωσης εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων είναι πέντε έτη από τη λήξη του οικον. έτους στο οποίο ανάγονται.
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής προβάλλεται ότι κατά την εκτέλεση εχώρησαν παραλείψεις και ακυρότητες δεδομένου ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης δεν περιγράφεται λεπτομερώς το κατασχεμένο ακίνητο ούτε αν τούτο βρίσκεται σε
κεντρική και εμπορική θέση. Και ο λόγος όμως τούτος της ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί γιατί στην προσβαλλόμενη έκθεση γίνεται όπως προαναφέρθηκε συνοπτική περιγραφή (θέση και περιφέρεια ακινήτου, είδος τούτου, έκταση κ.λπ.) του κατασχεμένου ακινήτου, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 36 του ν.δ. 356/1974, περαιτέρω δε δεν απαιτείται η μνεία στην έκθεση αν το ακίνητο βρίσκεται σε κεντρική και εμπορική θέση.
Η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, αφορά τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη και όχι στις σχέσεις δημοσίου δικαίου όπως είναι η σχέση φορολογούμενου και κράτους ή ο.τ.α. (ΣτΕ 911/84) και η κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), η οποία αφορά στην άσκηση ιδιωτικών δικαίων δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ακύρωσης
διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται με βάση διοικητικό νόμο (ΣτΕ2565/1990, 950, 3150/76).
Συνεπώς τα προβαλλόμενα με το τελευταίο λόγο της ανακοπής ότι το καθού η ανακοπή προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση κατά κατάχρηση δικαιώματος είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν