Από τις ισχύουσες διατάξεις θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την ανακήρυξη και τον καθορισμό εθνικών και επαρχιακών οδών, δεν προβλέπεται
όμως διαδικασία χαρακτηρισμού οδών ως δημοτικών ή κοινοτικών. Τυχόν εκδιδομένη από δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού
δημοτικής ή κοινοτικής οδού δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού δεν έχει καμία νομική συνέπεια, ούτε δεσμεύει τα διοικητικά όργανα,
που είναι αρμόδια να εκδώσουν διοικητική πράξη συναρτωμένη με τον χαρακτήρα της οδού ούτε επηρεάζει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των
ακινήτων, από τα οποία διέρχεται η οδός, δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες αυτοί μπορούν, προσφεύγοντας στα πολιτικά δικαστήρια, να ζητήσουν την
αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων τους. Η ιδιότητα δηλαδή μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά ζήτημα πραγματικό, εφ΄ όσον ο
νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό τον ανωτέρω χαρακτηρισμό. Η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως
αποφάσεως, με την οποία αναγνωρίζεται δημοτική οδός σε κυριότερη ή μοναδική, δεν κινείται από τη δημοσίευσή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλ΄ από τη γνώση ή τυχόν κοινοποίησή της εν όψει του περιεχομένου της θεσπιζομένης πολεοδομικής ρυθμίσεως, που περιορίζεται στην αναγνώριση συγκριμένης ή συγκεκριμένων οδών, δεδομένου και ότι για την αναγνώριση δεν διασφαλίζεται η δημόσια ή ατομική γνωστοποίηση και πρόσκληση για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και την υποβολή ενστάσεων, ώστε διά της σχετικής δημοσιότητας να καθίσταται γνωστή στον ευρύτερο κύκλο των εχόντων έννομο συμφέρον για την προσβολή της. Ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλ. κοινό όριο σε οδό, που το καθιστά οικοδομήσιμο, όταν ανεξαρτήτως αν η οδός αυτή είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και είναι ήδη διανοιγμένη εις τρόπον, ώστε να είναι προσπελάσιμη και να παρέχει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο. Η έκδοση διοικητικής πράξεως αναγνώρισης οδού συνιστά άσκηση αρμοδιότητος πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα, επομένως πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα.
Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Ν. Αγγελής, Π. Δαμουλή
4. Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: με την πρώτη προσβαλλομένη υπ΄ αριθ. /2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μεσσαπίων, χαρακτηρίσθηκε ως δημοτικός ο δρόμος Πολιτικά – Λιμενάρι – Κακοπέρατο – Νεροτριβιά. Ακολούθως, με τη δεύτερη προσβαλλομένη υπ΄ αριθ. /20.1.2009 (ΦΕΚ ΤΑΑΠΘ /4.2.2009) απόφαση του Νομάρχη Ευβοίας, εχώρησε, όπως προαναφέρθηκε, ο χαρακτηρισμός ως κυριότερου του ανωτέρω δρόμου κατ΄ εφαρμογή της διαδικασίας της διάταξης της παρ. 2 του άρθ. 1 του ΠΔ 24/31.5.1985. Εν συνεχεία, ύστερα από την από 13.7.2009 αίτηση της Κ. Παπαδάτου εκδόθηκε από τη Δ/νση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας η τρίτη προσβαλλομένη υπ΄ αριθ. /10.9.2009 οικοδομική άδεια, με την οποία επετράπη στην ανωτέρω η ανέγερση νέας οικοδομής δύο διώροφων κατοικιών σε εκτός σχεδίου ακίνητο που βρίσκεται στη θέση Α της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Μεσσαπίων στην Εύβοια. Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (υπ΄ αριθ. /2.11.2011 έγγραφο απόψεων του Γραφείου έκδοσης οικοδομικών αδειών του Δήμου Χαλκιδέων), το εν λόγω ακίνητο εμβαδού 1.200 τ.μ., είναι κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τα εδάφ. αα΄ και ββ΄ της παρ. 2β΄ του άρθ. 1 του ΠΔ 24-31.5.1985, καθ΄ όσον έχει πρόσωπο επί οδού αναγνωρισμένης ως δημοτικής και κυριότερης δυνάμει των προαναφερομένων πράξεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μεσσαπίων και του Νομάρχη Ευβοίας. Κατόπιν καταγγελιών από τον αιτούντα, ο οποίος διατηρεί εξοχική κατοικία όμορη προς την ως άνω θέση, σχετικά με τη νομιμότητα της εν λόγω άδειας, με το υπ΄ αριθ. /12.5.2010 σήμα της προαναφερομένης υπηρεσίας διετάχθη η διακοπή των οικοδομικών εργασιών, προκειμένου να ελεγχθούν οι καταγγελίες. Από τον έλεγχο των στοιχείων της αδείας διαπιστώθηκε ότι η θέση της επίμαχης ιδιοκτησίας βρίσκεται εκτός της μη δασικής περιοχής που αφορά η υπ΄ αριθ. /9.3.2008 υποβληθείσα πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Χαλκίδας και δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση οικοδομικής αδείας επί γηπέδου, εάν δεν υπάρχει πράξη του Δασάρχη, που θα βεβαιώνει τον οριστικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης, με την υπ΄ αριθ. /29.11.2010 πράξη της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας ανεκλήθη η /2009 οικοδομική άδεια. Εν συνεχεία και αφού η δικαιούχος της οικοδομικής αδείας προσκόμισε την υπ΄ αριθ. /5.10.2010 τελεσίδική πράξη του Δασάρχη Χαλκίδας, με την οποία η επίδικη θέση χαρακτηρίσθηκε μη δασική, με την υπ΄ αριθ. /30.5.2011 πράξη της ίδιας ως άνω αρχής ακυρώθηκε η ανακλητική της οικοδομικής αδείας πράξη. Ακολούθως και διαρκούσης της διακοπής των οικοδομικών εργασιών, στις 29.6.2011 και 28.9.2011 διενεργήθηκε αυτοψία στην επίμαχη θέση από υπάλληλο του Γραφείου Πολεοδομίας του Δήμου Χαλκιδέων και αφού διαπιστώθηκαν αυθαίρετες εκσκαφές θεμελίωσης εμβαδού 10,4 x 9,8 τ.μ. με ύψος 1,8 μ. και αυθαίρετη κατασκευή ξυλοτύπου περιμετρικού τοιχίου μέσου ύψους 2,2 μ., επεβλήθη στη δικαιούχο της οικοδομική αδείας πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως και αφού η δικαιούχος της αδείας προέβη σε νομιμοποίηση των ανωτέρω περιγραφόμενων οικοδομικών εργασιών, εκδόθηκε από το Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Χαλκιδέων η υπ΄ αριθ. /4.11.2011 αναθεώρηση της /2009 οικοδομικής αδείας με τίτλο «Νομιμοποίηση εκσκαφών θεμελίωσης και ξυλοτύπου περιμετρικού τοιχίου υπογείου και αναθεώρηση της υπ΄ αριθ. /2009 οικοδομικής αδείας ως προς την κατασκευή του υπογείου και ενημέρωση ως προς τη θέση του κτιρίου». Δυνάμει της αναθεώρησης αυτής, με την υπ΄ αριθ. /19.3.2012 πράξη του Τμήματος Ελέγχου και Ποιότητας Κατασκευών της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Χαλκιδέων διατάχθηκε η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών της επίδικης οικοδομής. Με την κρινομένη αίτηση, εκτός των προαναφερομένων αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μεσσαπίων και του Νομάρχη Ευβοίας, ζητείται η ακύρωση και της προαναφερόμενης /2009 οικοδομικής αδείας, όπως αυτή αναθεωρήθηκε με την /4.11.2011 σχετική πράξη αναθεώρησης.
5. Επειδή οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι η προσβαλλομένη οικοδομική άδεια στηρίζεται στις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις καθ΄ όσον έννομο αποτέλεσμα της νομαρχιακής απόφασης περί χαρακτηρισμού δημοτικών ή κοινοτικών οδών, σε περιοχές εκτός σχεδίου, που συνδέουν οικισμούς του αυτού δήμου ή κοινότητας μεταξύ τους ή με οικισμούς ομόρων δήμων ή κοινοτήτων ή με διεθνείς, εθνικές ή επαρχιακές οδούς, ως κυρίων ή μοναδικών, είναι η εφαρμογή των προβλεπομένων στις διατάξεις του ΠΔ της 24-31.5.1985 (ΦΕΚ Δ΄ 270) (παρ. 1 και 2 του άρθ. 1) όρων και περιορισμών δόμησης στα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στις οδούς αυτές (ΣτΕ 893/2005, 88/2001 7μ.). Και ναι μεν η εν λόγω οικοδομική άδεια ανήκει στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου (άρθ. 29 παρ. 1 Ν 2944/2001, ΦΕΚ Α΄ 222), λόγω όμως της προαναφερομένης συνάφειάς της με τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και για λόγους οικονομίας της δίκης, η υπόθεση εκδικάζεται στο σύνολό της από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθ. 34 παρ. 1 Ν 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150).
6. Επειδή όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 4391/2009, 1603, 1291/2008 κ.ά.) από τις ισχύουσες διατάξεις θεσπίζεται μεν ειδική διαδικασία για την ανακήρυξη και τον καθορισμό των εθνικών και επαρχιακών οδών, δεν προβλέπεται όμως διαδικασία χαρακτηρισμού οδών ως δημοτικών ή κοινοτικών. Τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται ούτε από άλλη διάταξη (ΣτΕ 2101-2/1987 7μ., 4252/1996, 1652/2004, 1603/2008). Κατά συνέπεια, η τυχόν εκδιδόμενη από δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο πράξη «χαρακτηρισμού δημοτικής ή κοινοτικής οδού δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού δεν έχει οποιαδήποτε νομική συνέπεια. Ειδικότερα η πράξη αυτή δεν δεσμεύει τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια να εκδώσουν διοικητική πράξη συναρτώμενη με τον χαρακτήρα της οδού ούτε επηρεάζει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των ακινήτων, από τα οποία διέρχεται η οδός, δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες αυτοί μπορούν, προσφεύγοντας στα πολιτικά δικαστήρια, να ζητήσουν την αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων τους (ΣτΕ 2101-2/1987 7μ., 4252/1996, 1652/2004, 1603/2008). Η ιδιότητα δηλαδή μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά ζήτημα πραγματικό, εφ΄ όσον ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό τον ανωτέρω χαρακτηρισμό (ΑΠ 1038/1994 Δ/νη 1996,141, ΣτΕ 1603/2008). Εν όψει των ανωτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινομένη αίτηση η υπ΄ αριθ. /12.2.2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Μεσσαπίων, με την οποία χαρακτηρίσθηκε ως δημοτικός ο δρόμος Πολιτικά – Λεμνάρι – Κακοπέρατο – Νεροτριβιά. [ ] [18]
9. Επειδή η προθεσμία με αίτηση ακυρώσεως απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται δημοτική οδός σε κυριότερη ή μοναδική, δεν κινείται από τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλ΄ αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από τη γνώση ή την τυχόν κοινοποίηση της απόφασης αυτής, εν όψει του περιεχομένου της θεσπιζόμενης πολεοδομικής ρύθμισης, που περιορίζεται στην κατά άνω αναγνώριση συγκριμένης ή συγκεκριμένων οδών, δεδομένου και ότι κατά την ειδική πολεοδομική διαδικασία, που προβλέπεται από το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα για την αναγνώριση δεν διασφαλίζεται η δημόσια ή ατομική γνωστοποίηση και πρόσκληση για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και την υποβολή ενστάσεων, ώστε διά της σχετικής δημοσιότητας να καθίσταται γνωστή στον ευρύτερο κύκλο των εχόντων έννομο συμφέρον για την προσβολή της (πρβλ. ΣτΕ 4577/2011 7μ.).
10. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλομένη νομαρχιακή πράξη, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 4.2.2009, η δε κρινομένη αίτηση κατατέθηκε στις 25.8.2011. Όμως με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, η 60ήμερη προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν κινήθηκε από τη δημοσίευση της εν λόγω πράξεως, από τα στοιχεία δε του φακέλου, δεν προκύπτει ότι ο αιτών, ο οποίος είναι κύριος ιδιοκτησίας που έχει πρόσωπο στην ίδια επίμαχη οδό, είχε πλήρη γνώση της σε χρόνο που να καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη ως προς αυτήν. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμος.
11. Επειδή από το γεγονός ότι με τις από 23.4.2010 και 9.9.2010 καταγγελίες προς τη Δ/νση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας ο αιτών ζήτησε την επανεξέταση της /2008 οικοδομικής αδείας, δεν συνάγεται εκπρόθεσμο της αιτήσεως ακυρώσεως ως προς την πράξη αυτή (αριθ. κατ. /25.8.2011), εφ΄ όσον αφενός μεν με το 3279/12. 5.2010 σήμα της ανωτέρω υπηρεσίας είχαν διακοπεί οι οικοδομικές εργασίες στην επίδικη οικοδομή, αφετέρου δε με την 9567/29.11.2010 πράξη της ίδιας υπηρεσίας η εν λόγω οικοδομική άδεια ανακλήθηκε έως την 30.5. 2011, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε 3246/30.5.2011 πράξη της ίδιας ως άνω αρχής, με την οποία ακυρώθηκε η ανακλητική της οικοδομικής άδειας πράξη. Συνεπώς, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της /2008 οικοδομικής αδείας ξεκίνησε εκ νέου από την έκδοση της προαναφερομένης ακυρωτικής της ανακλητικής της άδειας πράξεως, η οποία είχε ως συνέπεια τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών και ως προς την οποία η κρινομένη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (πρβλ. ΣτΕ 1111/2003 7μ.).
12. Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων του άρθ. 24 Συντ., ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλ΄ εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπίδρασης του τρόπου οργάνωσης κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί επομένως ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή και κεντρικά κρατικά όργανα και κατά συνέπεια η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας καθώς και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δόμησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθ. 43 παρ. 2 Συντ., αλλ΄ ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δόμησης και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης), διότι κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπον ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες όμως αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα τους, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (ΣτΕ 2983/2009 7μ., ΣτΕ Ολ 3661/2005 κ.ά.).
13. Επειδή από τις διατάξεις του αυτού άρθ. 24 Συντ., με τις οποίες επιβάλλεται η υποχρέωση προσήκουσας διαμόρφωσης, ανάπτυξης, πολεοδόμησης και επέκτασης των πόλεων και των οικιστικών γενικώς περιοχών, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης, συνάγεται θεμελιώδης, από πλευράς δυνατότητας δόμησης, διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών που αναπτύσσονται με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οικισμών και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ΄ αρχήν, τη δόμηση (βλ. ΣτΕ Ολ 3135/2002 κ.ά.). Για την μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, η δόμηση επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης που το συνοδεύουν. Στη δεύτερη όμως κατηγορία περιοχών, ως προς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, λόγω της έλλειψης πολεοδομικής οργάνωσης και συγκροτημένου κανονιστικού πλαισίου οικιστικής ανάπτυξης προσαρμοσμένου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, η δόμηση μόνο κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται, δυναμένη και ν΄ απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς. Οι όροι πάντως αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι, δηλ. να καθιστούν ευχερέστερη τη δόμηση, σε σχέση προς τους ισχύοντες για τις εντός σχεδίου περιοχές (πρβλ. ΣτΕ 3504/2010 7μ.).
14. Επειδή κατά την έννοια των ανωτέρω προεκτεθεισών περιοριστικών της δόμησης διατάξεων του από 24.5-31.5.1985 πδ/τος, οι οποίες αποβλέπουν πρωτίστως στη διαφύλαξη του κατά τα εκτεθέντα ιδιαιτέρου χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποφυγή καταστρατήγησης παγίων πολεοδομικών κανόνων ορθολογικής δόμησης, η κατ΄ εξαίρεση επιτρεπομένη στις περιοχές αυτές δόμηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται ο βασικός κανόνας δόμησης της εν γένει πολεοδομικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο, κοινό όριο δηλ. σε κοινόχρηστο χώρο νομίμως υφιστάμενο, μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση, δοθέντος ότι με τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται ρητώς εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, αφού μάλιστα υπό την αντίθετη εκδοχή, πέραν του ζητήματος, αν τυχόν σχετική διάταξη θα ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό όρους ευνοϊκότερους από την ανωτέρω άποψη, ακόμη και εκείνων που ισχύουν στις εντός σχεδίου περιοχές (πρβλ. ΣτΕ 3504/2010 7μ.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλ. κοινό όριο σε οδό, που το καθιστά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως εάν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο μάλιστα τρόπο, ώστε να είναι προσπελάσιμη και να παρέχει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο.
15. Επειδή εξάλλου, η «αναγνώριση» οδών που συνδέουν οικισμούς ως μοναδικών ή κυριότερων, κατ΄ εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων του από 24.5-31.5.1985 πδ/τος, αποσκοπεί στη θέσπιση με διοικητική πράξη ευνοϊκής προϋπόθεσης δόμησης, συνισταμένης στη διαπίστωση της ύπαρξης μοναδικής ή κύριας οδού ειδικώς για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού και προκειμένου να τύχουν εφαρμογής στις εκτός σχεδίου περιοχές οι προβλεπόμενοι στην παρ. 2 του άρθ. 1 κατά παρέκκλιση όροι δόμησης των γηπέδων, που έχουν πρόσωπο στις οδούς αυτές. Από τον σκοπό αυτόν, αλλά και τη συστηματική ένταξη της διάταξης στο από 24.5-31.5.1985 πδ/γμα, προκύπτει ότι η έκδοση διοικητικής πράξης για την «αναγνώριση» οδού συνιστά άσκηση αρμοδιότητας πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθ. 1 του διατάγματος με τις εκεί οριζόμενες παρεκκλίσεις καταλαμβάνει τα γήπεδα, που έχουν πρόσωπο στην αναγνωριζόμενη δημοτική ή κοινοτική οδό και σε όλο το μήκος αυτής, ανάλογα με τον χρόνο δημιουργίας των γηπέδων (πρβλ. ΣτΕ 4577/2011 7μ, 2983/2009 7μ.). Επομένως, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στις σκ. 12 και 13 και ανεξαρτήτως, αν η διάταξη της παρ. 2 του άρθ. 1 του από 24.5-31.5.1985 πδ/τος περί «αναγνώρισης» οδών εναρμονίζεται προς το άρθ. 24 Συντ., αφού επιτρέπει την εν τοις πράγμασι δημιουργία οικισμών χωρίς να θεσπίζει την υποχρέωση λήψης χωροταξικών και πολεοδομικών κριτηρίων, η κατά τη διάταξη αυτή αρμοδιότητα πολεοδομικού σχεδιασμού πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα (πρβλ. ΣτΕ 1671/2014, 4577/2011 7μ., 2983/2009 7μ., ΣτΕ Ολ 3661/2005). [ ]
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.