Η απόφαση του δασάρχη και των οικείων Επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα εκτάσεως ως δάσους ή δασικής, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητος και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλαστήσεως, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφ΄ όσον υπάρχει η οργανική αυτή ενότητα, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος. Η ειδική διοικητική διαδικασία του άρθ. 14 Ν 998/1979 αφορά αποκλειστικά τη διαπίστωση, αν μία έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα και δεν σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό της καθεστώς.

 

Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Γ. Σαββόπουλος, Κ. Χριστοπούλου, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την …/2.6.1986 πράξη του Δασάρχη Πόρου έκταση εμβαδού 281 στρ. στη θέση Α στην περιφέρεια του Δήμου Πόρου χαρακτηρίσθηκε ως δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. Αντιρρήσεις από 4.8.1986 του Νομάρχη Πειραιά κατά της πράξεως χαρακτηρισμού έγιναν εν μέρει δεκτές με την απόφαση …/1987 της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΕΕΔΑ) της Νομαρχίας Πειραιά με τη σκέψη ότι οι εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα είναι ευρύτερες. Κατά της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας επιτροπής οι αιτούντες, οι οποίοι το έτος 1990 αγόρασαν από την Χ έκταση εμβαδού 2.158,37 τ.μ. εμπίπτουσα εντός της εκτάσεως των 281 στρ. (βλ. …/21.8.1990 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου …), άσκησαν την από 18.12.2001 προσφυγή, η οποία απερρίφθη με την απόφαση …/5.4.2005 της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ Πειραιά. Με την κρινομένη αίτηση ζητείται η ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

3. Επειδή κατ΄ άρθ. 1 παρ. 1 περ. ιδ΄ Ν 702/1077 (ΦΕΚ Α΄ 268), όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθ. 47 παρ. 1 Ν 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213), o οποίος ισχύει από 1.1.2011 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις (βλ. άρθ. 70 και 50 αυτού, αντιστοίχως), η κρινομένη αίτηση υπάγεται στη δικαιοδοσία του διοικητικού Εφετείου, πλην εν όψει του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να διακρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθ. 34 παρ. 1 Ν 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150) (βλ. από 26.11.2011 πράξη του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας), δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθ. 5Α Ν 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 47 παρ. 3 Ν 3900/2010, οι αποφάσεις των διοικητικών Εφετείων, οι οποίες εκδίδονται επί διαφορών, όπως είναι και η προκειμένη, υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ Ολ 735/2008, 940/2011 κ.ά.).

4. Επειδή όπως προαναφέρθηκε, οι αιτούντες απέκτησαν την επίδικη έκταση το 1990. Δεδομένου όμως ότι ούτε η πράξη χαρακτηρισμού ούτε η απόφαση της πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ, που αφορούσαν μάλιστα μείζονα έκταση, περιλαμβάνουν μνεία ότι υπόκεινται σε ενδικοφανή διαδικασία, δεν προκύπτει δε ότι η δικαιοπάροχος των αιτούντων ή οι ίδιοι έλαβαν γνώση των πράξεων αυτών ή ότι εκλήθησαν να παραστούν ενώπιον της πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι αιτούντες παραδεκτώς άσκησαν το πρώτον την από 18.12.2001 προσφυγή τους ενώπιον της δευτεροβάθμιας Επιτροπής και ότι περαιτέρω παραδεκτώς ασκούν την κρινόμενη αίτηση από την άποψη της τηρήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθ. 14 Ν 998/1979 (πρβλ. ΣτΕ 5335/2012, 2441/2008). Κατά τα λοιπά, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς από τους αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως συγκύριοι της επίδικης εκτάσεως και κατόπιν προσφυγής των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλομένη πράξη.

5. […] Από τις διατάξεις αυτές [3] προκύπτει ότι η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με το χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή μη, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 3944/2009, 2959/2006, 2997/2003 κ.ά.). Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, κρίσιμη για την συγκρότηση της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς, η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλαστήσεως, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφ΄ όσον υπάρχει η οργανική αυτή ενότητα, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος (βλ. ΑΕΔ 27/1999, ΣτΕ 4247/2009, 885/2008, 1554/2007, 2705/2006 κ.ά.).

6. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την απόφαση …/19.3.1970 του Υπουργού Γεωργίας επετράπη στους κληρονόμους Χ1 η κατάτμηση κατ΄ άρθ. 60 του δασικού κώδικα (ΝΔ 86/1969) ιδιωτικού «δασοαγροτεμαχίου» εμβαδού 1.427 στρ. στη θέση Α Ερμιονίδος σε τέσσερα τμήματα, εμβαδού 389, 402, 620 και 16 στρ., αντιστοίχως, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, της απαγορεύσεως οιασδήποτε περαιτέρω κατατμήσεως της εκτάσεως σε μικρότερα τεμάχια (αριθ. 1) και πάσης εκχερσώσεως και υλοτομίας χωρίς άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής (αριθ. 2). Στη συνέχεια, με την απόφαση …/13.10.1973 του Αναπλ. Νομάρχη Πειραιώς επετράπη στην Χ η εκποίηση αγροτικής εκτάσεως, εμπιπτούσης στην ανωτέρω μείζονα έκταση, σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 2 Ν 3250/1924, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. μόνο Ν 2148/1952, χωρίς την υποχρέωση λήψεως άδειας κατατμήσεως, για τον λόγο ότι η έκταση της οποίας ζητήθηκε η εκποίηση δεν ενέπιπτε στη δασική νομοθεσία και υπό τον όρο: «[ε]άν πρόκειται να κατατμηθή δάσος ή δασική εν γένει έκτασις δέον απαραιτήτως να εκδοθή και [η] υπό του άρθ. 60 ΝΔ (86/1969) «Περί Δασικού Κώδικος» απαιτουμένη άδεια, πάσης σχετικής δικαιοπραξίας ούσης ακύρου άνευ της προϋποθέσεως ταύτης». Ακολούθως, ο Δασάρχης Πόρου με την …/18.3.1986 αναφορά προς το Υπουργείο Γεωργίας ανέφερε ότι, μετά την έκδοση των ανωτέρω αδειών, το μεγαλύτερο μέρος της εκτάσεως των 389 στρ. κατατμήθηκε, οικοπεδοποιήθηκε και πωλήθηκε κατά παράβαση της άδειας κατατμήσεως και παρά το ότι το μεγαλύτερο μέρος της είναι δάσος αειφύλλων – πλατυφύλλων θαμνώδους μορφής, εκτός από μερικά τμήματα, που είναι εγκαταλελειμμένοι αγροί, ότι η άδεια εκποιήσεως κατά την ορθή της έννοια αφορούσε μόνο τις γεωργικές και όχι τις δασικές εκτάσεις, ότι οι κατατμήσεις και οικοπεδοποιήσεις προχώρησαν παρανόμως και σε δασικές εκτάσεις και ότι εν όψει τούτων πρέπει να χωρήσει χαρακτηρισμός της εκτάσεως. Κατόπιν της αναφοράς αυτής εκδόθηκε η απόφαση …/18.4.1986 του Αναπλ… Υπουργού Γεωργίας, με την οποία ανακλήθηκε η …/19.3.1970 άδεια κατάτμησης, διότι: «α) Με αυτή δεν εξυπηρετείται η καλλίτερη δασοπονική εκμετάλλευση του δασοκτήματος, β) Δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις της άδειας κατάτμησης, γ) Έγιναν πράξεις κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων της δασικής νομοθεσίας» και ορίσθηκε ότι: «δ) Το δασόκτημα θα διαχειρίζεται σαν μια ενιαία διαχειριστική μονάδα». Εν όψει τούτων και λόγω αμφισβητήσεων εκ μέρους ιδιωτών του δασικού χαρακτήρα της ανωτέρω εκτάσεως των 389 στρ., συνετάγη η από 2.6.1986 εισήγηση – έκθεση αυτοψίας του δασολόγου … για την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού κατά το άρθ. 14 Ν 998/1979. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται ότι η έκταση των 389 στρ. αποτελεί τμήμα ευρύτερης ιδιωτικής, βάσει του …/15.4.1926 οριστικού παραχωρητηρίου, εκτάσεως 1556 στρ., το 1/3 και πλέον της οποίας διατηρεί τον δασικό της χαρακτήρα και ότι θέμα χαρακτηρισμού ανακύπτει μόνον για τμήμα εμβαδού 281 στρ. της ανωτέρω εκτάσεως, το οποίο αποτυπώνεται στο σχετικό διάγραμμα, που συνοδεύει την εισήγηση. Κατά την έκθεση αυτοψίας, η έκταση των 281 στρ. είναι παραλιακή και βρίσκεται στη νοτιοδυτική κατάληξη της κορυφογραμμής «Αδέρες» και συγκεκειμένα μετά το ακρωτήριο «Σκύλλιον», προς τον οικισμό …, η ονομασία της είναι … απέχει από την Κοινότητα Γαλατά περίπου 14 χλμ. και συνορεύει ανατολικά με όμοια έκταση ιδιοκτησίας κληρονόμων …, νότια με θάλασσα, δυτικά με ρέμα … και μικρές καλλιεργημένες εκτάσεις και βόρεια με ελαιόκτημα κληρονόμων Χ. Στην αυτή έκθεση αυτοψίας αναφέρεται περαιτέρω, ότι στην ευρύτερη έκταση διακρίνονται δύο διαφορετικές από πλευράς μορφής εκτάσεις και συγκεκριμένα, αφ΄ ενός εκτάσεις, οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί πριν από το έτος 1940 και έχουν εγκαταλειφθεί, αλλά δεν έχουν αποβάλει τον γεωργικό τους χαρακτήρα, διότι δεν δασώθηκαν και αφ΄ ετέρου η έκταση των 281 στρ., η οποία ουδέποτε έχει καλλιεργηθεί και αποτελείται από λοφώδεις κυρίως σχηματισμούς και της οποίας η δομή και σύνθεση της φυσικής βλαστήσεως χαρακτηρίζεται από τη «σύμπυκνη εμφάνιση των φυτικών ειδών της διαπλάσεως των αειφύλλων – πλατυφύλλων (θαμνώδους μορφής)» με κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους από δασική βλάστηση μεγαλύτερη του 90% και με επικρατέστερα είδη το πουρνάρι, τον σχίνο, την αγριελιά και τον ασπάλαθο. Στην έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ακόμη ότι η έκταση έχει κατατμηθεί και πωληθεί χωρίς την κατ΄ άρθ. 60 ΝΔ 86/1979 άδεια του Υπουργού Γεωργίας, ότι χωρίσθηκε με οριζόντιους και κάθετους δρόμους και ότι εντός της εκτάσεως έχουν κατασκευασθεί 5 εξοχικές κατοικίες και έχουν τοποθετηθεί δύο λυόμενες κατασκευές. Εν συνεχεία, εκδόθηκε η …/2.6.1986 πράξη του Δασάρχη Πόρου, με την οποία η περιγραφόμενη στην έκθεση αυτοψίας έκταση των 281 στρ. χαρακτηρίσθηκε ως δάσος κατά το άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. Αντιρρήσεις του Νομάρχη Πειραιά (έγγραφο …/4.8.1986) κατά της πράξεως χαρακτηρισμού έγιναν εν μέρει δεκτές με την απόφαση …/1987 της πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ της Νομαρχίας Πειραιά, με τη σκέψη ότι κατά την κρίση της Επιτροπής, οι εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα είναι ευρύτερες εν σχέσει με αυτές που περιελήφθησαν στην πράξη χαρακτηρισμού, όπως αποτυπώνονται στο σχετικό από 14.3.1987 απόσπασμα χάρτη του δασολόγου … και ότι και οι εκτάσεις αυτές πρέπει να χαρακτηρισθούν ως δασικές. Προσφυγή από 18.12.2001 των αιτούντων κατά της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίδικης εκτάσεως των 2.158,37 τ.μ., απερρίφθη με την προσβαλλόμενη απόφαση της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ, με την οποία η επίδικη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως δασική κατ΄ άρθ. 3 παρ. 2 Ν 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 1 παρ. 1 Ν 3208/2003. Συγκεκριμένα η Επιτροπή, ύστερα από ακρόαση των προσφευγόντων και αυτοψία της εκτάσεως από τρία μέλη της και αφού έλαβε υπ΄ όψη όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και η από 26.11.2004 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών του ιδιώτη δασολόγου … που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, δέχθηκε τα εξής: «Η επίδικη έκταση εμβαδού 2.158,37 τ.μ. … αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης εμβαδού 281 στρ. … Σήμερα η επίδικη έκταση είναι διαμορφωμένη με κτίσμα εντός αυτής, με βαθμίδες καλλιεργημένες με ελαιόδενδρα και άλλα δένδρα. Σύμφωνα με την εισήγηση για την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού, στην έκταση των 281 στρ., μέσα στα όρια της οποίας περιλαμβάνεται και η επίδικη …, η δομή της δασικής βλάστησης χαρακτηρίζεται από τη σύμπυκνη εμφάνιση των φυτικών ειδών της διαπλάσεως των αειφύλλων – πλατυφύλλων (θαμνώδους μορφής). Τα επικρατέστερα είδη είναι το πουρνάρι, ο σχίνος, η αγριελιά, ο ασπάλαθος κ.λπ. Η κάλυψη της της επιφάνειας του εδάφους από τη δασική βλάστηση υπερβαίνει το 90%».

7. Επειδή όπως προκύπτει από το σώμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνεδρίασε στις 22.10.2004, η υπόθεση κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 5.4.2005 και η προσβαλλομένη, που φέρει αύξοντα αριθ. …/2004, επεδόθη στην παραστάσα ενώπιον της επιτροπής δικηγόρο των αιτούντων στις 13.7.2005 (βλ. σχετ. αποδεικτικό επιδόσεως με την ίδια ημερομηνία που υπάρχει στον φάκελο). Με τα δεδομένα αυτά η απόφαση δεν είναι ανυπόστατη εκ του ότι φέρει αύξοντα αριθ. …/2004, ενώ εκδόθηκε στις 5.4.2005, ούτε δημιουργείται αμφιβολία για τον χρόνο συνεδριάσεως της επιτροπής, τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως και την ταυτότητα της προσβαλλόμενης πράξεως, όλοι δε οι λόγοι, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

8. Επειδή προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη αιτιολογείται πλημμελώς, διότι χαρακτηρίζει την επίδικη έκταση ως δασική κατ΄ άρθ. 3 παρ. 2 Ν 998/1979, ενώ αντιθέτως η πράξη χαρακτηρισμού χαρακτήρισε την έκταση των 281 στρ. ως δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, η δε πρωτοβάθμια Επιτροπή αναφέρεται αορίστως σε «δασικές εκτάσεις». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι στα πλαίσια της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθ. 14 Ν 998/1979, η δευτεροβάθμια ΕΕΔΑ κρίνει την υπόθεση εξ υπ΄ αρχής κατά τον νόμο και την ουσία και διατυπώνει δική της κρίση για τη φύση της υπό χαρακτηρισμό εκτάσεως, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που δόθηκε στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας και, συνεπώς, η αντίθεση της κρίσης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής προς την απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής δεν συνιστά νομική πλημμέλεια. Αλυσιτελώς εξ άλλου προβάλλεται ότι δεν προκύπτει ποιες επιπλέον εκτάσεις χαρακτήρισε δασικές η πρωτοβάθμια Επιτροπή, διότι από τα διαγράμματα που συνοδεύουν την πράξη χαρακτηρισμού και τις αποφάσεις των Επιτροπών προκύπτει ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει πάντως στην έκταση που είχε χαρακτηρισθεί αρχήθεν ως δασικού χαρακτήρα με την πράξη χαρακτηρισμού.

9. Επειδή με το εκτεθέν περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως, εφ΄ όσον προκύπτουν η ταυτότητα της εκτάσεως και το είδος, η σύνθεση, η πυκνότητα και τα χαρακτηριστικά της δασικής βλαστήσεως (αείφυλλα – πλατύφυλλα σε ποσοστό 90%), ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων η εισήγηση του Δασολόγου … και δεν προκύπτει ότι είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Από τα αυτά εξ άλλου στοιχεία συνάγεται και η ύπαρξη οργανικής ενότητας των στοιχείων της δασικής βλαστήσεως της επίδικης εκτάσεως, ενώ τεκμαίρεται η συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται στον νόμο, όπως η συμβολή της δασικής εκτάσεως στην φυσική ισορροπία κ.λπ., δεν απητείτο δε πανηγυρική διαβεβαίωση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών στην προσβαλλόμενη πράξη (βλ. ΣτΕ 2119/2006, 2270, 3745/2004 κ.ά.). Συνεπώς όλοι οι λόγοι περί του αντιθέτου είναι απορριπτέοι. Η ανωτέρω αιτιολογία δεν κλονίζεται από τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως αγρού στο …/21.8.1990 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, όπως αβασίμως προβάλλεται, διότι, όπως κρίνεται παγίως, οι χαρακτηρισμοί που περιλαμβάνονται σε ιδιωτικά συμβόλαια αφορούν τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και δεν ασκούν επιρροή επί της κρίσεως της Διοικήσεως κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητάς της (ΣτΕ 4479/2009 κ.ά.). Αβασίμως επίσης οι αιτούντες επικαλούνται: α) το …/23.3.1936 συμβόλαιο της Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών περί πωλήσεως στον απώτερο δικαιοπάροχό τους Χ2 «αγρού» του Δημοσίου, εμβαδού 781,60 στρ., στην περιοχή Α Ερμιονίδας, στον οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση (βλ. προαναφερθέν συμβόλαιο αγοραπωλησίας …/21.8.1990, σελ. 4), διότι αυτό ανάγεται σε παρωχημένο χρόνο, αφορά ευρύτερη έκταση και δεν ισοδυναμεί με χαρακτηρισμό κατά τις κρίσιμες διατάξεις του Ν 998/1979, β) την …/19.3.1970 άδεια κατατμήσεως, η οποία αφορά «δασοαγρόκτημα» και όχι αμιγώς αγροτική έκταση, εν πάση δε περιπτώσει ανεκλήθη μεταγενεστέρως με την απόφαση …/18.4.1986 του Αναπλ. Υπουργού Γεωργίας και γ) την …/13.10.1973 άδεια εκποίησης, διότι αυτή αφορά προδήλως μόνο τα αγροτικού χαρακτήρα ακίνητα της εκτάσεως, για την οποία είχε χορηγηθεί η ανακληθείσα άδεια κατατμήσεως (βλ. και έγγραφο …/18.3.1986 του Δασαρχείου Πόρου), διαλαμβάνει δε ρητώς ότι αν δυνάμει αυτής πρόκειται να κατατμηθεί δάσος ή δασική έκταση πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ενώ εξ άλλου η επίδικη έκταση σε μεταγενέστερα των ανωτέρω εγγράφων στοιχεία, προερχόμενα από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες, εμφανίζεται ως δασική. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζεται ούτε από την τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του ιδιώτη δασολόγου … σύμφωνα με την οποία η επίδικη έκταση είχε αγροτικό χαρακτήρα από το 1945 και εξής, διότι οι σχετικές κρίσεις εκφέρονται συμπερασματικά και δεν τεκμηριώνονται επαρκώς (βλ. ασάφεια για το αν η βλάστηση της επίδικης εκτάσεως το 1945 και το 1960 αποτελείται από «ελιές» ή «δασικά είδη (θάμνους)» (σελ. 13, 18 και 29), αόριστη αναφορά σε «… 4-5 “γραμμές” … σε παράλληλη διάταξη που υποδηλώνουν ή την ύπαρξη μικρών αναβαθμίδων … ή την καλλιέργεια κάποιων φυτικών ειδών» (σελ. 12)» κ.λπ.), ενώ το γεγονός ότι το 1995, δηλ. μετά την έκδοση της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ και την απόκτηση της εκτάσεως από τους αιτούντες και εξής στην επίδικη έκταση «υπάρχει οικία, περίφραξη και διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου αυτής» (βλ. σελ. 24, 26 και 28) δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, διότι δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι εν λόγω κατασκευές και επεμβάσεις έγιναν με νόμιμες άδειες. Εφ΄ όσον δε η έκθεση αυτή ελήφθη υπ΄ όψη με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, νομίμως η Επιτροπή απέδωσε μείζονα βαρύτητα στις εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας που προσκόμισε η δασική αρχή. Τέλος, αλυσιτελώς προβάλλεται, κατ΄ επίκληση της ανωτέρω τεχνικής εκθέσεως (βλ. σελ. 20 και 28 αυτής), ότι από το 1967 η γύρω περιοχή έχει ρυμοτομηθεί και έχει αποκτήσει οικιστικό χαρακτήρα, διότι δεν προκύπτει ότι η περιοχή έχει ενταχθεί σε σχέδιο πόλεως (βλ. ΣτΕ 2085/2004 κ.ά.), ενώ ο ισχυρισμός ότι γειτονικά ακίνητα έχουν ανοικοδομηθεί με νόμιμες οικοδομικές άδειες είναι απορριπτέος προεχόντως ως αναπόδεικτος, εν πάση δε περιπτώσει και ως αλυσιτελής, διότι κάθε υποκείμενη σε χαρακτηρισμό έκταση κρίνεται αυτοτελώς. Εφ΄ όσον δε, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και δεν παρίσταται προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, η περαιτέρω αμφισβήτηση της επάρκειας των αντίστοιχων τεχνικών κρίσεων και εκτιμήσεων της Επιτροπής εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου.

10. Επειδή το άρθ. 12 Ν 3208/2003 ορίζει ότι: «1. Μεταβιβάσεις εν ζωή ή αιτία θανάτου ακινήτων που εμφανίζονται με αγροτική μορφή στις αεροφωτογραφίες των ετών λήψης 1945 ή 1960 θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν τα ακίνητα αυτά αργότερα, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί. 2. …3. Η διαχείριση των εκτάσεων της πρώτης παραγράφου που εμφανίζουν τη μορφή δάσους, κατά την έννοια των άρθ. 3 παρ. 1 και 67 παρ. 4 περ. α΄ Ν 998/1979, όπως ισχύουν, διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας». Περαιτέρω, στην παρ. 8 του άρθ. 21 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «8. Εκτάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθ. 12 και δεν εμπίπτουν στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου, δεν υπάγονται στις διατάξεις του δασικού νόμου, εφ΄ όσον εμφανίζουν στην αεροφωτογραφία των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους, αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για τη μη υπαγωγή των εκτάσεων, τις οποίες αφορούν στο δασικό νόμο, είναι οι εκτάσεις αυτές να εμφανίζουν στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή (ΣτΕ 4456/2010 7μ., 4202/2011 κ.ά.). Κατόπιν τούτων, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει στις ανωτέρω διατάξεις, εφ΄ όσον υφίσταται γι΄ αυτήν νόμιμος μεταγεγραμμένος τίτλος του 1919 που τη χαρακτηρίζει ως αγροτική, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατά τα ήδη εκτεθέντα, η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει εν προκειμένω.

11. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των Ν ΤΣΤΕ/16.10.1856 και ΥΛΑ/25.3.1871 και των μετέπειτα εκδοθέντων νόμων, διότι το Δημόσιο δεν μπορεί να προβάλει δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις οι οποίες παραχωρήθηκαν με βάση τους νόμους αυτούς, με τους οποίους εκποιήθηκαν ή παραχωρήθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως του χρόνου εκποιήσεως ή παραχωρήσεως και της μορφής των κτημάτων. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι η ειδική διοικητική διαδικασία του άρθ. 14 Ν 998/1979 αφορά αποκλειστικά τη διαπίστωση, αν μία έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα και δεν σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό της καθεστώς (βλ. ΣτΕ 454/2010 κ.ά.). […]

Απορρίπτει την αίτηση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *