ΣτΕ 832/2022 Τμ.Ε – Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα
Εισηγήτρια: Α. Σπανού, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Παναγιώτης Βρεττάκος
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 29/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, με την οποία απορρίφθηκε η από 22.11.2010 αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας κατά της από 23.9.2010 απόφασης της Επιτροπής Εξετάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας, Με την απόφαση αυτή είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση της ανωτέρω κατά της από 17.2.2009 έκθεσης αυτοψίας της ίδιας Υπηρεσίας, με την οποία οι εργοταξιακές εγκαταστάσεις -οικίσκοι (ΙSOBOX) που είχαν τοποθετηθεί εντός ακινήτου ιδιοκτησίας της εκκαλούσας για τις ανάγκες εκτέλεσης του έργου «Ανέγερση Τουριστικών Εγκαταστάσεων στην Π.Ο.Τ.Α Μεσσηνίας …» χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετες και επιβλήθηκαν σε βάρος της πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων 767.892 ευρώ και 383.946 ευρώ αντιστοίχως, κατόπιν δε της μερικής αποδοχής της ένστασης το πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης μειώθηκε και επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 346.300 ευρώ και 173.100 αντιστοίχως. Με το δικόγραφο της εφέσεως προβάλλονται δύο λόγοι εφέσεως. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο που δέχθηκε ότι ως δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής άδειας νοούνται και οι εργοταξιακοί οικίσκοι, οι οποίοι τοποθετούνται προσωρινώς εντός εργοταξίων προς εξυπηρέτηση των αναγκών στέγασης, σίτισης και ανάπαυσης του απασχολούμενου στο εργοτάξιο εργατοτεχνικού προσωπικού. Για το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα, η δε 1867/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία επιλύθηκε ρητώς το ζήτημα αυτό δημοσιεύθηκε μετά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, αυτόν, δηλαδή, της άσκησης της άσκησης της κρινόμενης εφέσεως. Όμως, κατασκευή, για την οποία απαιτείται οικοδομική άδεια, είναι κάθε κατασκευή που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και η οποία προορίζεται, πλην άλλων, για την παραμονή ανθρώπων ή την αποθήκευση ή την τοποθέτηση πραγμάτων. Νομίμως, επομένως, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι ο εργοταξιακός οικίσκος (isobox) που τοποθετείται για ορισμένο χρόνο εντός του ακάλυπτου χώρου γηπέδου, με προορισμό να καλύψει το σύνολο των αναγκών (στέγασης, διατροφής, υγιεινής, φύλαξης ειδών κλπ) του απασχολουμένου σε ορισμένο έργο προσωπικού αποτελεί δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής αδείας. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως προβλήθηκε ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 έκρινε η εκκαλουμένη ότι τα πρόστιμα επιβάλλονται πάντα σε βάρος του κυρίου του γηπέδου διότι την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες και όχι ο εργολάβος-ανάδοχος των εκάστοτε εργασιών, ενώ, σύμφωνα με τον λόγο εφέσεως, το πρόστιμο έπρεπε να επιβληθεί σε βάρος του κυρίου του αυθαιρέτου, δηλαδή της αναδόχου εταιρείας, όταν η αυθαίρετη κατασκευή δεν καθίσταται συστατικό του ακινήτου αλλά παραμένει απλώς παράρτημά του, καθ’ όσον η ανάδοχος εταιρεία αγόρασε, τοποθέτησε και χρησιμοποίησε τις επίμαχες εργοταξιακές εγκαταστάσεις. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι «δεν υπάρχει αντίθετη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία να κωλύει την αποδοχή του προκειμένου λόγου εφέσεως», και η επίκληση της απόφασης 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και της 3421/2011 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας όμως, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος, διότι η έλλειψη νομολογίας αντίθετης προς τους λόγους εφέσεως δεν στοιχειοθετεί, κατά νόμο, ισχυρισμό ικανό να θεμελιώσει το παραδεκτό της εφέσεως. Αλλά και αν θεωρηθεί ότι με τον ισχυρισμό αυτό, ορθώς ερμηνευόμενο, προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τις επικαλούμενες από την εκκαλούσα αποφάσεις 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, την οποία, πάντως, δεν προσκομίζει, ως έδει, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάλι ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, κατά πρώτον, η κρίση της εκκαλουμένης δεν έρχεται σε αντίθεση με την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς με την τελευταία ερμηνεύθηκαν διατάξεις που αφορούν σε έκδοση πράξεων κατεδάφισης εντός δασών και δασικών εκτάσεων και όχι οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985, οι οποίες ερμηνεύθηκαν με την εκκαλουμένη, ενώ είναι σύμφωνη με την κρίση της 10/2012 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει, πάντως, ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες. Κατά δεύτερον, ο προβαλλόμενος λόγος εφέσεως εκκινεί υπό την εσφαλμένη εκδοχή ότι κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν η κατασκευή για την οποία ερείζεται η υποχρέωση εκδόσεως οικοδομικής αδείας συνιστά συστατικό ή παράρτημα του γηπέδου, ώστε, εν συνεχεία, να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 περί του κύκλου των προσώπων στους οποίους δύναται να επιβληθεί το πρόστιμο και ο βαθμός ευθύνης αυτών. Τούτο, όμως, δεν είναι κρίσιμο για την διάγνωση της υπόθεσης διότι, κρίσιμο είναι αν η κατασκευή, όπως εν προκειμένω οι εργοταξιακοί οικίσκοι οι προορισμένοι για την παραμονή προσώπων, είναι τεχνικό έργο για το οποίο απαιτείται οικοδομική άδεια, κατά τις διατάξεις του ΓΟΚ/1985.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 58 § 1 Π.Δ. 18/1989, 17 § 4 Ν. 1337/1983
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Φεβρουαρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μ. Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Σωτηροπούλου, Ρ. Γιαννουλάτου, Σύμβουλοι, Θ. Κανελλοπούλου, Α. Σπανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μάσσια.
Για να δικάσει την από 3 Ιουλίου 2014 έφεση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.», που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής (…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Βρεττάκο (Α.Μ. … Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Καλαμάτας Μεσσηνίας, ο οποίος δεν παρέστη,
και κατά της υπ’ αριθμ. 29/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης.
Ο πληρεξούσιος της αιτούσας εταιρείας δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Σπανού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. …, …/3.7.2014 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 29/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, με την οποία απορρίφθηκε η από 22.11.2010 αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας κατά της από 23.9.2010 απόφασης της Επιτροπής Εξετάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας, Με την απόφαση αυτή είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση της ανωτέρω κατά της από 17.2.2009 έκθεσης αυτοψίας της ίδιας Υπηρεσίας, με την οποία οι εργοταξιακές εγκαταστάσεις -οικίσκοι (ΙSOBOX) που είχαν τοποθετηθεί εντός ακινήτου ιδιοκτησίας της εκκαλούσας για τις ανάγκες εκτέλεσης του έργου «Ανέγερση Τουριστικών Εγκαταστάσεων στην Π.Ο.Τ.Α Μεσσηνίας …» χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετες και επιβλήθηκαν σε βάρος της πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων 767.892 ευρώ και 383.946 ευρώ αντιστοίχως, κατόπιν δε της μερικής αποδοχής της ένστασης το πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης μειώθηκε και επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 346.300 ευρώ και 173.100 αντιστοίχως.
3. Επειδή, με την από 21.12.2021 πράξη της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος, η υπόθεση, η οποία είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 26ης Μαΐου 2021, εισήχθη προς ανασυζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο, λόγω μη περατώσεως της διασκέψεως μέχρι της αποχωρήσεως από την υπηρεσία του Αντιπροέδρου Π. Ευστρατίου, που είχε προεδρεύσει στη σύνθεση κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως. Περαιτέρω, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παράσταση του εφεσίβλητου Δήμου Καλαμάτας, διότι, όπως προκύπτει από το …/24.1.2022 αποδεικτικό επίδοσης, αντίγραφο της από 21.12.2021 πράξεως της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος για τον ορισμό της νέας δικασίμου και εισηγητή επιδόθηκε σε αυτόν νομίμως και εμπροθέσμως (ΣτΕ 2564, 2265/2020).
4. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 αυτού, άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) το εξής εδάφιο: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου, η άσκηση εφέσεως επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, ως ισχυρισμοί δε, η προβολή των οποίων απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπόθεσης και όχι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2890/2014, 2155/2014, 4482/2013, 3371/2013 και σε Συμβούλιο 2646/2013, 1278/2013, 331/2013 κ.ά.). Περαιτέρω, για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται η έφεση, ο εκκαλών πρέπει να προβάλλει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με τους οποίους και πρέπει να καθορίζεται ποιο είναι το επίμαχο νομικό ζήτημα που κρίθηκε, περαιτέρω δε, να επικαλείται κατά τρόπο συγκεκριμένο, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, είτε έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ σε Συμβούλιο 2646/2013, 1278/2013, 331/2013 κ.ά.). Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς (ΣτΕ 4931/2014, 4588/2014).
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210) «[…] 17. Κτίριο είναι η κατασκευή, που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και προορίζεται για: α) την παραμονή ανθρώπων ή ζώων, όπως η κατοικία και ο στάβλος, β) την εκτέλεση εργασίας ή την άσκηση επαγγέλματος, όπως το κατάστημα και το εργοστάσιο, γ) την αποθήκευση ή τοποθέτηση πραγμάτων, όπως οι αποθήκες, ο χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, το σιλό, η δεξαμενή υγρών και δ) την τοποθέτηση ή λειτουργία μηχανημάτων, όπως το αντλιοστάσιο. 18. Κατασκευή είναι κάθε τεχνικό έργο […]». Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του ιδίου νομοθετήματος, όπως τροποποιήθηκε με τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 19 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140) «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως οι εκσκαφές και επιχώσεις, η εγκατάσταση ικριωμάτων, η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση και κατεδάφιση κτιρίων και των παραρτημάτων τους. Η οικοδομική άδεια κτιρίου ή εγκατάστασης θεωρείται ότι περιλαμβάνει τη διαμόρφωση του εδάφους, τις αναγκαίες εκσκαφές για τη θεμελίωση του κτιρίου ή της εγκατάστασης, καθώς και την κατασκευή περιφραγμάτων, βόθρων και υπόγειων δεξαμενών ύδατος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 9 του άρθρου 8 του ν.1512/1985 (ΦΕΚ 4) και του άρθρου 4 του παρόντος δεν απαιτείται άδεια για εσωτερικούς χρωματισμούς ή για εξωτερικούς χρωματισμούς όταν δεν γίνεται χρήση ικριωμάτων, για μικρές εσωτερικές επισκευές ή διασκευές που δεν θίγουν τη φέρουσα κατασκευή του κτιρίου ή την εμφάνιση του, για επισκευές δαπέδου, για επισκευές, διασκευές ή συμπληρώσεις των εγκαταστάσεων και αγωγών των κτιρίων, για μικρές επισκευές θυρών, παραθύρων, στεγών δωμάτων χωρίς χρήση ικριωμάτων και γενικά για μικρές και μεμονωμένες επισκευές για λόγους χρήσης, υγιεινής και προστασίας των κτιρίων που υφίστανται νόμιμα […] 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ` υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν […]». Τέλος, στο άρθρο 345 παρ. 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. από 14/27.7.1999, Δ΄ 580), με το οποίο αποδίδεται η παρ. 1 του άρθρου 2 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (Υ.Α. 3046/304/ 3.2.1989 – Δ΄ 59) ορίζεται ότι «1. Δομικό έργο: Είναι κάθε κατασκευή που προορίζεται να χρησιμοποιείται σταθερά συνδεδεμένη με το έδαφος, ως ακίνητο εδράζεται απευθείας ή διά μέσου άλλων στοιχείων σ’ αυτό, δεν έχει δυνατότητα αυτοκίνησης και δεν μπορεί να ρυμουλκηθεί με απλό και άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δομικά έργα είναι π.χ. τα κτίρια, ανεξάρτητα από τα υλικά ή τον τρόπο κατασκευής τους, οι γέφυρες, οι τοίχοι αντιστήριξης, οι περιφράξεις, οι πέργκολες, οι δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων υλικών ανεξάρτητα από τον τρόπο κατασκευής τους και το σκοπό που εξυπηρετούν, οι οικίσκοι που εδράζονται στο έδαφος απευθείας ή σε τροχούς κ.λπ.». Όπως κρίθηκε με την 1867/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ως τεχνικό έργο για την κατασκευή του οποίου απαιτείται οικοδομική άδεια νοούνται και τα κτίσματα από κόντρα πλακέ ή λαμαρίνα, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν έχουν θεμελίωση, είναι πακτωμένα στο έδαφος και δεδομένου του όγκου, του βάρους και των υλικών τους προσιδιάζουν προς την έννοια της κατασκευής που βρίσκεται σε ακινησία. Επίσης, κρίθηκε ότι κατά το άρθρο 22 του ΓΟΚ 1985 κατασκευή, για την οποία απαιτείται οικοδομική άδεια, είναι κάθε κατασκευή που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και η οποία προορίζεται, πλην άλλων, για την παραμονή ανθρώπων ή την αποθήκευση ή την τοποθέτηση πραγμάτων (βλ. και άρθρο 2 περ. 17 του ΓΟΚ 1985).
6. Επειδή, στη προκείμενη περίπτωση από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τo οικ. 12517/16.10.2008 [εκ παραδρομής αναφέρεται ως ημερομηνία του εγγράφου η 16.10.2007] έγγραφο της Διευθύντριας ΧΩ.ΠΕ και Πολεοδομίας της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας δόθηκε εντολή προς το Τμήμα Αυθαιρέτων της ιδίας Υπηρεσίας να διενεργηθεί αυτοψία στην εγκατάσταση των χώρων φιλοξενίας και διαμονής του απασχολούμενου προσωπικού στο εργοτάξιο του έργου «… Π.Ο.Τ.Α Μεσσηνίας» επί γηπέδου ιδιοκτησίας της ήδη εκκαλούσας στο οποίο εκτελούνταν εργασίες ανέγερσης τουριστικών καταλυμάτων από την ανάδοχο εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΤΕ», διότι οι χώροι φιλοξενίας του απασχολούμενου προσωπικού δεν αποτυπώνονταν στο εγκεκριμένο διάγραμμα κάλυψης της …/2006 οικοδομικής άδειας, που είχε εκδοθεί. Παράλληλα, με το 48575/16.12.2008 έγγραφό της προς την Διεύθυνση Χωροταξίας, Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας σε απάντηση του οικ. 12521/16.10.2008 σχετικού ερωτήματος, η Διευθύντρια Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας (Δ.Ο.Κ.Κ.) του Υπουργείου ΠE.ΧΩ.ΔΕ διατύπωσε τη γνώμη ότι σύμφωνα με το άρθρο 109 του π.δ/τος 1073/1981 (Α΄ 260) που προβλέπει τη διάθεση επαρκών και κατάλληλων χώρων για την υγιεινή και την εστίαση του απασχολούμενου σε εργοτάξιο προσωπικού, την 685/1989 γνωμοδότηση της Νομικής Διεύθυνσης του ΥΠΕΧΩΔΕ και την 84/1989 εγκύκλιο αυτού (ΥΠΕΧΩΔΕ/ΔΟΚΚ/β/70210/ 2.11.1989) προκύπτει η υποχρέωση έκδοσης οικοδομικών αδειών για τη κατασκευή εργοταξιακών οικημάτων, χωρίς όμως την προσμέτρησή τους στο συντελεστή δόμησης και στο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου καθώς και ότι η κατασκευή από την εκκαλούσα άνευ σχετικής οικοδομικής αδείας πέντε συγκροτημάτων των σαράντα κατοικιών έκαστο ως προσωρινών χώρων φιλοξενίας εργαζομένων στο εργοτάξιό της είναι αυθαίρετη. Διενεργήθηκαν δύο αυτοψίες στο χώρο του εργοταξίου του εν λόγω έργου (Τμήμα Ρωμανού, Ν Μεσσηνίας) (στις 17.10.2008 και στις 17.2.2009) και σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας η οποία τοιχοκολλήθηκε στις 17.2.2009 διαπιστώθηκε ότι «είχαν τοποθετηθεί πλην των προσωρινών εγκαταστάσεων γραφεία του επιστημονικού προσωπικού και αποθήκη οικοδομικών υλικών, κοιτώνες φιλοξενίας του απασχολούμενου προσωπικού, συνολικού εμβαδού 7.678,92 τ.μ. καθώς και χώρος εστιατορίου- καντίνα 450,52 τ.μ., χωρίς να έχουν προβλεφθεί στην 638/06 άδεια και χωρίς τις αναγκαίες προς τούτο εγκρίσεις. Σημειώνουμε ότι οι κατασκευές αυτές σύμφωνα και με το 48575/16.12.2008 έγγραφο της Δ.Ο.Κ.Κ. δεν μπορούν να θεωρηθούν από το υφιστάμενο σήμερα νομοθετικό πλαίσιο (εγκύκλιο 84/89, 70210/2.11.1989) ότι εντάσσονται στις απαραίτητες για το εργοτάξιο προσωρινές κατασκευές –στάδιο εργασιών ολοκληρωμένα». Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, υπολογίσθηκαν πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου κατασκευής, ύψους 767.892 ευρώ καθώς και πρόστιμο διατήρησης 383.946 ευρώ. Η εκκαλούσα άσκησε την 2335/11.3.2009 ένσταση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Αυθαιρέτων του Νομού Μεσσηνίας επικαλούμενη ότι η τοποθέτηση εντός εργοταξιακού χώρου προκατασκευασμένων κουβουκλίων (isobox) τα οποία συνιστούν εξοπλισμό υγιεινής και ασφάλειας του απασχολουμένου προσωπικού στο εργοτάξιο δεν προϋποθέτει, κατά το νόμο, την έκδοση οικοδομικής άδειας, καθώς και ότι προϋπόθεση έκδοσης οιασδήποτε πράξης χαρακτηρισμού αυθαιρέτου είναι η προηγούμενη διαπίστωση ότι πρόκειται περί κατασκευής ή κτίσματος, το οποίο μπορεί είτε να ανεγερθεί, είτε να κατεδαφισθεί, δηλαδή σε περίπτωση που υπάρχει συνάρθρωση δομικών υλικών ώστε να προκύπτει κτίσμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, ούτε στα δημόσια έργα προβλέπεται άδεια για εγκατάσταση εργοταξιακών κατασκευών. Περαιτέρω, η εκκαλούσα προέβαλε ότι στην έκθεση αυτοψίας δεν αναφέρονται οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν, δεδομένου ότι έγγραφα ή εγκύκλιοι της Διοίκησης δεν συνιστούν πολεοδομικές διατάξεις. Εξάλλου, με την ένσταση προβλήθηκε ότι σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας, τα γραφεία επιστημονικού προσωπικού εντάσσονται στις απαραίτητες προσωρινές κατασκευές και δεν επιβλήθηκε για αυτά πρόστιμο σε αντίθεση με τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνταν ως κοιτώνες φιλοξενίας για τις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο. Περαιτέρω, η εκκαλούσα προέβαλε με την ένσταση ότι κατά παράβαση της αρχής της χρηστής Διοίκησης, αν και υποβλήθηκε από την ίδια αίτηση για αναθεώρηση της άδειας οικοδομής στις 20.10.2008 και συμπληρωματικώς στις 5.11.2008 με σκοπό τη νομιμοποίηση των εργοταξιακών εγκαταστάσεων, η αρμόδια πολεοδομική αρχή τοιχοκόλλησε την προσβαλλόμενη έκθεση αυτοψίας αυθαίρετων κατασκευών. Τέλος, η εκκαλούσα προέβαλε ότι υπόχρεη για την καταβολή των προστίμων είναι ως κυρία των εργοταξιακών εγκαταστάσεων, η ανάδοχος εταιρεία «… ΑΤΕ» στην οποία ανήκουν οι προκατασκευασμένοι οικίσκοι και η οποία αγόρασε και τοποθέτησε τα οικήματα εντός του εργοταξίου για την εξυπηρέτηση του προσωπικού της μέχρι αποπερατώσεως του αναληφθέντος έργου. Με την από 23.9.2010 απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής, η ένσταση έγινε εν μέρει δεκτή και αφού αξιολογήθηκαν οι προβαλλόμενοι στο 6282/10.9.2010 υπόμνημα της εκκαλούσας ισχυρισμοί αναφορικά με την εκτιμώμενη αξία των εγκαταστάσεων, καθώς και τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα σε σχέση με την αγοραία αξία των προκατασκευασμένων οικίσκων, περιορίσθηκε τελικώς το επιβληθέν πρόστιμο στη τιμή αγοράς των οικίσκων και επιβλήθηκε πρόστιμο ανέγερσης 346.200 ευρώ και πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου 173.100 ευρώ.
7. Επειδή, η εκκαλούσα άσκησε κατά της από 23.9.2010 απόφασης της Επιτροπής Εξετάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας αίτηση ακυρώσεως, με την οποία υποστήριζε ότι η ως άνω πράξη είναι αναιτιολόγητη, αφού η Επιτροπή Αυθαιρέτων α) δεν απάντησε σε ουσιώδεις ισχυρισμούς της ένστασής της και ειδικότερα στον προβληθέντα λόγο ότι οι προκατασκευασμένοι εργοταξιακοί οικίσκοι αποτελούσαν στοιχεία εξοπλισμού υγιεινής και ασφάλειας του προσωπικού του εργοταξίου δηλαδή αποτελούσαν κινητά στοιχεία που τοποθετήθηκαν προσωρινά στο χώρο και ως εκ τούτου δεν συνιστούσαν δομικά έργα ώστε να απαιτείται για την εγκατάστασή τους έκδοση οικοδομικής άδειας και β) δεν ανέφερε σε ποια διάταξη ερείδεται η υποχρέωση έκδοσης οικοδομικής άδειας για την προσωρινή τοποθέτηση προκατασκευασμένων κουβουκλίων εντός εργοταξίου. Οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν από το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αιτιολογία ότι στην έκθεση αυτοψίας περιλαμβανόταν επαρκής αιτιολογία, συνιστάμενη στη συνοπτική περιγραφή των αυθαιρέτων κατασκευών που διαπιστώθηκαν και στον προσδιορισμό της συγκεκριμένης πολεοδομικής παραβάσεως που αποδιδόταν στην κατασκευή, αλλά και στη παράθεση των εγγράφων της Διοίκησης στα οποία, κατά την εκτίμηση της πολεοδομικής αρχής, αναφέρονται και ερμηνεύονται διατάξεις βάσει των οποίων ανακύπτει η υποχρέωση έκδοσης οικοδομικών αδειών για τις περιπτώσεις εγκατάστασης εργοταξιακών οικημάτων, την αιτιολογία δε αυτή υιοθέτησε πλήρως και η Επιτροπή Αυθαιρέτων με την απόφασή της, απορρίπτοντας κατά το σκέλος αυτό την ένσταση της εκκαλούσας. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός ότι για την τοποθέτηση εργοταξιακών οικίσκων δεν απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας δεν έχρηζε ειδικής απαντήσεως, διότι συνιστά αμφισβήτηση της ορθότητας της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, για την πληρότητα της οποίας όμως ως προς το χαρακτηρισμό των κατασκευών ως αυθαιρέτων δεν είναι αναγκαίο να παρατίθενται στο σώμα αυτής οι διατάξεις που επισύρουν την επιβολή των επίμαχων προστίμων, ούτε είναι αναγκαία η διαπίστωση ότι πρόκειται για κατασκευή με την οποία παραβιάζονται συγκεκριμένες ουσιαστικές πολεοδομικές διατάξεις. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως της εκκαλούσας ότι η προσβληθείσα απόφαση στερείται αιτιολογίας διότι απορρίφθηκε σιγή ο προβληθείς με την ένσταση ισχυρισμός ότι η επιβολή των προστίμων διενεργήθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο με την αιτιολογία ότι η επιβολή του επίδικου προστίμου είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση αφού δεν ανάγεται σε άσκηση αρμοδιότητας κατά διακριτική ευχέρεια. Ο λόγος ακυρώσεως περί συνδρομής ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο της εκκαλούσας που αίρει τον καταλογισμό, αφού η Διοίκηση, δια του 29587/8.10.2003 εγγράφου της, είχε δεχθεί ότι στα δημόσια έργα δεν απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας για προσωρινές εργοταξιακές εγκαταστάσεις, απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή των πολεοδομικών διατάξεων και η επιβολή των προβλεπομένων κυρώσεων δεν συναρτάται με υποκειμενική συμπεριφορά ή πεποιθήσεις των υπόχρεων στην τήρησή τους. Η εκκαλούσα προέβαλε με την αίτηση ακυρώσεως ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη άλλως ακυρωτέα λόγω παράβασης κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, αφού η αρμόδια Επιτροπή, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983, έκρινε ότι η ανάδοχος του έργου «… ΑΤΕ» η οποία επέλεξε, αγόρασε και τοποθέτησε τα οικήματα στο εργοτάξιο μέχρι αποπερατώσεως των εργασιών δεν ήταν η κυρία των αυθαιρέτων και επομένως η υπόχρεη για την καταβολή οιοδήποτε προστίμων. Ο λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο (βλ. σκ. 13 και 17 της εκκαλουμένης απόφασης) με την αιτιολογία ότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι επίμαχοι οικίσκοι, κατά το διάστημα που χρησιμοποιούνταν, είχαν το χαρακτήρα κινητών πραγμάτων ευχερώς μετακινήσιμων και ουδόλως σταθερά συνδεδεμένων με το έδαφος, και δεν παρίσταται ουσιώδης, πρωτίστως για το λόγο ότι την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες και όχι ο εργολάβος – ανάδοχος των εκάστοτε εργασιών. Επίσης, προβλήθηκε με την αίτηση ακυρώσεως ότι η αιτιολογία της προσβληθείσας απόφασης είναι ελλιπής και αντιφατική κατά το μέρος που δεν επιβλήθηκε πρόστιμο και για τους οικίσκους που στέγαζαν τα γραφεία του επιστημονικού προσωπικού ενώ επιβλήθηκε πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου για τους οικίσκους που χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή και στέγαση των απασχολούμενων στο έργο. Ο λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθόσον η μη προσμέτρηση περαιτέρω αυθαίρετων κατασκευών, και αληθής υποτιθέμενη, δεν κλονίζει το έρεισμα της προσβληθείσας πράξης, η νομιμότητα της οποίας δεν συναρτάται με την ύπαρξη ή μη εντός του ιδίου γηπέδου και άλλων πολεδομικώς αυθαίρετων κατασκευών ή εγκαταστάσεων. Η εκκαλούσα προέβαλε ότι η προσβληθείσα πράξη είναι ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιαστικής διάταξης νόμου, άλλως λόγω συνδρομής πλάνης περί τα πράγματα δεδομένου ότι η τοποθέτηση εντός εργοταξίου προσωρινών κουβουκλίων isobox για τις ανάγκες υγιεινής και ασφάλειας του εργοταξίου δεν προϋποθέτει την έκδοση ιδιαίτερης άδειας οικοδομής. Επί του λόγου αυτού, η εκκαλουμένη παρέθεσε τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 17 και 22 παρ. 1 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985-Α΄ 210), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, και τις διατάξεις του άρθρου 2 της 3046/304/30.1.3.2.1989 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Κτιριοδομικός Κανονισμός» (Δ΄ 59), και τις ερμήνευσε σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4067/2012 (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός-Ν.Ο.Κ., Α΄ 79) στον οποίον ορίζεται πλέον ρητά ότι για τους εργοταξιακούς οικίσκους απαιτείται η έκδοση άδειας δόμησης ή έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας και έκρινε ότι: «ως δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής αδείας, νοείται και ο εργοταξιακός οικίσκος (isobox) που τοποθετείται για ορισμένο χρόνο εντός του ακάλυπτου χώρου γηπέδου, με προορισμό να καλύψει το σύνολο των αναγκών (στέγασης, διατροφής, υγιεινής, φύλαξης ειδών κλπ) του απασχολουμένου σε ορισμένο έργο προσωπικού. Kαι τούτο διότι κάθε τέτοιου είδους οικίσκος ανεξαρτήτως του τρόπου και των υλικών κατασκευής του, κατά το χρόνο της τοποθέτησης του στο εργοτάξιο εδράζεται απευθείας στο έδαφος, εγκαθίσταται σταθερά σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της κατά προορισμό χρήσης του, συνδεόμενος προς τούτο λειτουργικά με τα δίκτυα κοινής ωφελείας (ρεύμα, ύδρευση, αποχέτευση κ.λπ.), δεν είναι δυνατό δε, να απομακρυνθεί ευχερώς από το χώρο παρά μόνο με τη χρήση ειδικών τεχνικών μέσων ιδιαίτερων προδιαγραφών (γερανοί, πλατφόρμες κ.λπ.). Συνεπώς, λόγω της φύσης, του όγκου και των εν γένει προπαρατιθέμενων χαρακτηριστικών του προσιδιάζει περισσότερο προς την έννοια του κτιρίου κατά την έννοια του νόμου, οπότε για τη λειτουργική εγκατάστασή του απαιτείται να εκδοθεί σχετικώς οικοδομική άδεια. Στην ερμηνευτική δε αυτή εκδοχή συνηγορεί και το γεγονός ότι και με τη μεταγενέστερη ρύθμιση του Ν.Ο.Κ. ορίζεται πλέον ρητώς ότι για την εγκατάσταση εργοταξιακών οικίσκων υπάρχει σε κάθε περίπτωση υποχρέωση έκδοσης σχετικής άδειας της πολεοδομικής αρχής». Με τις ερμηνευτικές αυτές παραδοχές, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως. Ακολούθως, η ήδη εκκαλούσα προέβαλε ότι εσφαλμένως η αρμόδια Επιτροπή Αυθαιρέτων απέρριψε την ένστασή της διότι αφενός μεν οι αυθαίρετες κατασκευές νομιμοποιήθηκαν καθόσον υποβλήθηκε φάκελος αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας, η οποία τελικώς εκδόθηκε στις 19.3.2009, δηλαδή πριν την συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής, αφετέρου δε διότι οι επίμαχες εγκαταστάσεις δεν παραβίαζαν το περίγραμμα της οικοδομής, το συντελεστή δομήσεως και το συντελεστή όγκου. Το δικάσαν εφετείο απέρριψε το λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο, κατά μεν το πρώτο του σκέλος επειδή η εκ των υστέρων νομιμοποίηση αυθαιρέτου κτίσματος δια της εκδόσεως ή αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας δεν ανατρέχει στο χρόνο κατασκευής του αυθαιρέτου αλλά ισχύει για το μέλλον και ως εκ τούτου η τυχόν εν τω μεταξύ εκδοθείσα πράξη επιβολής προστίμου δεν καθίσταται επιγενομένως παράνομη, κατά δε το δεύτερο σκέλος του επειδή η έλλειψη οικοδομικής αδείας συνεπάγεται το χαρακτηρισμό οποιασδήποτε κατασκευής ως αυθαίρετης με αποτέλεσμα να επισύρονται οι προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και τα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου και τούτο ανεξαρτήτως της ύπαρξης παράβασης επιμέρους ουσιαστικών πολεοδομικών διατάξεων. Τέλος, η εκκαλούσα προέβαλε ενώπιον του διοικητικού εφετείου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, υποστήριξε δε ότι συνέτρεχε περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης που αίρει τον καταλογισμό, δοθέντος ότι στα δημόσια έργα η Διοίκηση δεν έκρινε αναγκαία την έκδοση οικοδομικής άδειας για εργοταξιακούς οικίσκους, άλλωστε η ανάδοχος εταιρεία είχε ενημερώσει τις αρχές (Αστυνομικό Τμήμα και Δήμο Γαργαλιάνων) υποβάλλοντας σχέδια και τεχνικές προδιαγραφές του εξοπλισμού που τοποθετήθηκε για την κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων. Το δικάσαν εφετείο απέρριψε το λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι η επιβολή των κυρώσεων του νόμου σε περίπτωση χαρακτηρισμού οιασδήποτε κατασκευής ως αυθαίρετης είναι ανεξάρτητη της υπαιτιότητας των υποχρέων, ενόψει δε του σκοπού των διατάξεων αυτών που συνίσταται στην ακριβή συμμόρφωση προς τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη νόμιμη δόμηση, οι προβλεπόμενες κυρώσεις δεν είναι προδήλως ακατάλληλες για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ούτε άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση η επιβολή των κυρώσεων σε βάρος της εκκαλούσας τον υπερακοντίζουν ώστε να τίθεται θέμα αντίθεσης προς τη αρχή της αναλογικότητας.
8. Επειδή, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 3.7.2014 και, συνεπώς, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010. Με το δικόγραφο της εφέσεως προβάλλονται δύο λόγοι εφέσεως. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο που δέχθηκε ότι ως δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής άδειας νοούνται και οι εργοταξιακοί οικίσκοι, οι οποίοι τοποθετούνται προσωρινώς εντός εργοταξίων προς εξυπηρέτηση των αναγκών στέγασης, σίτισης και ανάπαυσης του απασχολούμενου στο εργοτάξιο εργατοτεχνικού προσωπικού. Για το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως από την άποψη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ισχύει, διότι, πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα, η δε 1867/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία επιλύθηκε ρητώς το ζήτημα αυτό δημοσιεύθηκε μετά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, αυτόν, δηλαδή, της άσκησης της άσκησης της κρινόμενης εφέσεως (ΣτΕ 2556/2014 7μ., 1167/2020, 319/2019, 520/2019). Όμως, κατά τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη, κατασκευή, για την οποία απαιτείται οικοδομική άδεια, είναι κάθε κατασκευή που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και η οποία προορίζεται, πλην άλλων, για την παραμονή ανθρώπων ή την αποθήκευση ή την τοποθέτηση πραγμάτων. Νομίμως, επομένως, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι ο εργοταξιακός οικίσκος (isobox) που τοποθετείται για ορισμένο χρόνο εντός του ακάλυπτου χώρου γηπέδου, με προορισμό να καλύψει το σύνολο των αναγκών (στέγασης, διατροφής, υγιεινής, φύλαξης ειδών κλπ) του απασχολουμένου σε ορισμένο έργο προσωπικού αποτελεί δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής αδείας (βλ. και ΣτΕ 2604/2016). Πρέπει, επομένως, ο πρώτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
9. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι κατ’εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) έκρινε η εκκαλουμένη ότι τα πρόστιμα επιβάλλονται πάντα σε βάρος του κυρίου του γηπέδου διότι την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες και όχι ο εργολάβος-ανάδοχος των εκάστοτε εργασιών, ενώ, σύμφωνα με τον λόγο εφέσεως, το πρόστιμο έπρεπε να επιβληθεί σε βάρος του κυρίου του αυθαιρέτου, δηλαδή της αναδόχου εταιρείας, όταν η αυθαίρετη κατασκευή δεν καθίσταται συστατικό του ακινήτου αλλά παραμένει απλώς παράρτημά του, καθ’ όσον η ανάδοχος εταιρεία αγόρασε, τοποθέτησε και χρησιμοποίησε τις επίμαχες εργοταξιακές εγκαταστάσεις. Σε σχέση με τη συνδρομή των όρων του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει αντίθετη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία να κωλύει την αποδοχή του προκειμένου λόγου εφέσεως», στη συνέχεια επικαλείται την απόφαση 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος, διότι η έλλειψη νομολογίας αντίθετης προς τους λόγους εφέσεως δεν στοιχειοθετεί, κατά νόμο, ισχυρισμό ικανό να θεμελιώσει το παραδεκτό της εφέσεως (ΣτΕ 1795/2018, πρβλ. ΣτΕ 2007/2017). Αλλά και αν θεωρηθεί ότι με τον ισχυρισμό αυτό, ορθώς ερμηνευόμενο, προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τις επικαλούμενες από την εκκαλούσα αποφάσεις 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, την οποία, πάντως, δεν προσκομίζει, ως έδει, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1182/2021, 2951/2019, 2945/2014) και την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάλι ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, κατά πρώτον, η κρίση της εκκαλουμένης δεν έρχεται σε αντίθεση με την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς με την τελευταία ερμηνεύθηκαν διατάξεις που αφορούν σε έκδοση πράξεων κατεδάφισης εντός δασών και δασικών εκτάσεων και όχι οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985, οι οποίες ερμηνεύθηκαν με την εκκαλουμένη, ενώ είναι σύμφωνη με την κρίση της 10/2012 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει, πάντως, ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες (βλ. σκ. 4). Κατά δεύτερον, ο προβαλλόμενος λόγος εφέσεως εκκινεί υπό την εσφαλμένη εκδοχή ότι κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν η κατασκευή για την οποία ερείζεται η υποχρέωση εκδόσεως οικοδομικής αδείας συνιστά συστατικό ή παράρτημα του γηπέδου, ώστε, εν συνεχεία, να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 περί του κύκλου των προσώπων στους οποίους δύναται να επιβληθεί το πρόστιμο και ο βαθμός ευθύνης αυτών. Τούτο, όμως, δεν είναι κρίσιμο για την διάγνωση της υπόθεσης διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω στην πέμπτη σκέψη, κρίσιμο είναι αν η κατασκευή, όπως εν προκειμένω οι εργοταξιακοί οικίσκοι οι προορισμένοι για την παραμονή προσώπων, είναι τεχνικό έργο για το οποίο απαιτείται οικοδομική άδεια, κατά τις διατάξεις του ΓΟΚ/1985.
10. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2022
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος
Μ. Γκορτζολίδου
Η Γραμματέας
Μ. Μάσσια
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Απριλίου 2022.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος
Μ. Γκορτζολίδου
Η Γραμματέας
Γ. Σιμάτη