* (Ομιλία στην ημερίδα «Η ένταξη των Αλβανών μεταναστών στην Ελληνική Κοινωνία» που διοργάνωσε η οργάνωση «ΑΡΣΙΣ» στις 29.9.2003 στο Μεταξουργείο Βόλου)

 

Πρώτα απ` όλα θα ήθελα να συγχαρώ την ʼρσις και το Σύλλογο ILIRIA για την πρωτοβουλία της διοργάνωσης αυτής της ημερίδας, με σκοπό να να συζητηθούν κρίσιμα θέματα που αφορούν όχι μόνο τους Αλβανούς μετανάστες αλλά όλους μας. Τέτοιες κινήσεις είναι σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση .

Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι Αλβανοί μετανάστες έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής και οικονομικής ζωής της χώρας μας. Οι μετανάστες με τη φτηνή εργασία τους σε παραμελημένους τομείς της οικονομίας μας, έχουν συντελέσει αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και σε κάποια ανάσχεση του πληθωρισμού τη τελευταία δεκαετία.

Ωστόσο το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής μας ενημερώνει ότι η Ελλάδα διαθέτει – μετά την Πορτογαλία – το υψηλότερο ποσοστό μεταναστών στη Δ. Ευρώπη και κρατάει τα πρωτεία στα ποσοστά των παράνομων μεταναστών.

Έτσι 12 χρόνια πριν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του ΟΗΕ για τη χώρα ότι το 2015 το 25% του πληθυσμού της θα είναι μετανάστες. Η πραγματικότητα για τους τελευταίους είναι προς το παρόν οδυνηρή : γραφειοκρατικός λαβύρινθος, , έλλειψη ενημέρωσης, εκμετάλλευση στην εργασία, για να μην μιλήσουμε για την κατάσταση στα σύνορα.

Το μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί κανείς να πει πάρα πολλά καθώς θίγει πολλά ζητήματα. Θα προσπαθήσω να θίξω επί τροχάδην ορισμένα μόνο σημεία του νομοθετήματος που αφορά τους μετανάστες, αφήνοντας τις ειδικότερες επισημάνσεις στους αξιόλογους ομιλητές οι οποίοι άλλωστε εκπροσωπούν και τους αρμόδιους εκτελεστικούς φορείς .

Το βασικό νομοθέτημα που καθορίζει τα βασικότερα ζητήματα των μεταναστών είναι ο ν. 2910/01, ο οποίος έχει ήδη τροποποιηθεί. [1]
Η νομιμότητα και η συνταγματικότητα κάποιων επιμέρους άρθρων του Ν. 2910 αμφισβητείται και έγιναν εξαρχής αντικείμενο σφοδρής κριτικής.

Ας δούμε κάποιες διατάξεις ενδεικτικά :

αρ. 7 «Ο Πρόξενος μπορεί να αρνηθεί, χωρίς αιτιολογία τη χορήγηση θεώρησης εισόδου».
Μπορεί να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτες καταχρήσεις εξουσίας εκ μέρους των προξένων και σε συναλλαγές των οποίών την υποψία και μόνο ο νόμος θα έπρεπε να αποτρέπει.

Το ίδιο μπορεί να κάνει κ ο συνοριακός υπάλληλος απορρίπτοντας τη βίζα του προξένου αν πιστεύει λ.χ. ότι ο εισερχόμενος αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κ υγεία.

Σε άλλο σημείο (στο στοιχ ε`) ορίζεται απαγόρευση εισόδου αν «δεν κατέχει τα απαραίτητα έγγραφα για να δικαιολογήσει το σκοπό του ταξιδιού του» Δηλαδή για κάθε λόγο εισόδου πρέπει να έχει κάποιος έγγραφες αποδείξεις, σε περίπτωση που κάποιος επιθυμεί να έλθει για τουρισμό τι γίνεται ?

Χαρακτηριστική είναι η διάταξη (άρθρο 54, παρ. 2) που προβλέπει πως οι διευθυντές δημόσιων και ιδιωτικών κλινικών και θεραπευτηρίων (και ξενοδοχείων και παραθεριστικών κέντρων) οφείλουν να ενημερώνουν τις αστυνομικές αρχές για την άφιξη και την αναχώρηση των «φιλοξενούμενων σε αυτά αλλοδαπών».
Πέρα από την έντονη ηθική απαξία της συγκεκριμένης διάταξης που υποχρεώνει τους πολίτες να γίνονται πληροφοριοδότες.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ευθέως αντισυνταγματική τη διάταξη σε ό,τι αφορά «τις κλινικές και τα θεραπευτήρια», εφόσον αίρει το ιατρικό απόρρητο και καταστρατηγεί τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της ζωής και της υγείας όλων αδιακρίτως.

Το αρ. 53 αποκλείει το μόνιμο μετανάστη από κάθε πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, νοσοκομεία, κοινωνική ασφάλιση. Μόνο ως «έκτακτο περιστατικό» επιτρέπεται η νοσηλεία του.
Η μεγάλη αντίφαση φαίνεται στο αρ 42 που επιτρέπει την πρόσβαση όλων των παιδιών των μεταναστών στο δημόσιο σχολείο, ζητώντας από τους γονείς τους να προσκομίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όταν το αρ. 53 τους απαγορεύει κάθε πρόσβαση στο δημόσιο.

Το 44, παρ. 1 β ανάμεσα σε άλλους λόγους ορίζει το μέτρο της διοικητικής απέλασης ακόμη και σε όποιον έχει παραβιάσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του 2910/01.
Πρόκειται για μια υπερβολικά διευρυμένη προϋπόθεση (που προβλεπόταν και από το προγενέστερο ν. 1975/91) δεδομένου ότι και η μικρή παράβαση του νόμου μπορεί να οδηγήσει σε απέλαση. Το εύρος των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η απέλαση οδηγεί σε αλλοίωση του θεσμού που θα έπρεπε να παραμείνει ένα εξαιρετικό μέτρο και που κατά συνέπεια μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις θα έπρεπε να λαμβάνεται.

Σε πολλές περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερο το αρ. 43 (ανάκληση άδειας παραμονής) γίνεται αναφορά σε τελείως αόριστες έννοιες όπως « λόγους δημοσίας τάξης και λόγους εθνικής ασφαλείας» που οδηγούν σε αυθαιρεσίες. Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο ορισμός αυτών των εννοιών.
Την αντισυνταγματικότητα την έχει επισημάνει εξ αρχής ο Συνήγορος του Πολίτη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του δημοσιογράφου της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» και δίδακτορος του τμήματος πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Καπλάνι που για μια παράβαση ΚΟΚ (ανασφάλιστο δίκυκλο) η αίτηση του για ανανέωση άδειας παραμονής απορρίφθηκε επειδή προέκυψαν λόγοι που άπτονται της δημόσιας τάξης και Ασφάλειας.

– Ένα από τα σημεία που ενοχλούν είναι οι διακρίσεις που κάνει ο νόμος σε κατηγορίες μεταναστών : Οι καλλιτέχνες και οι αθλητές διευκολύνονται για ευνόητους λόγους. Οι επενδυτές, τα στελέχη επιχειρήσεων, τα μέλη διοικητικών συμβουλίων εταιρειών με αποδεδειγμένη χρησιμότητα «στην εθνική μας οικονομία», περνούν από άλλες διαδικασίες,.
Σε ειδικό σημείο (άρθρο 37 παρ. 4 εδ.γ και δ) ο υπουργός Εσωτερικών έχει δικαίωμα να νομιμοποιήσει «αλλοδαπούς επιστήμονες, οι οποίοι έχουν ιδιαιτέρως διακριθεί στην έρευνα και την επιστήμη», καθώς και «αλλοδαπούς επιστήμονες των νέων τεχνολογιών και ιδίως της πληροφορικής».

– Μια διάταξη που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις είναι το άρθρο 24 περί εποχιακής εργασίας αλλοδαπών. Μέσω αυτής της οδού κινείται ένα σύστημα εκμετάλλευσης των αλλοδαπών.[2]
– Το τμήμα του νόμου με τις Ποινικές διατάξεις προκαλεί εντονότατες επικρίσεις. Θεωρείται από πανεπιστημιακούς και δικαστικούς ένα από τα πιο κακότεχνα νομικά κείμενα.
Διατάξεις του είναι τελείως αντίθετες με το ποινικός μας δόγμα. π.χ. στο αρ. 50 («παράνομη είσοδος και έξοδος από τη χώρα» ) που ορίζει «όποιος εξέρχεται ή επιχειρεί να εξέλθει από το το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει χωρίς νόμιμες διατυπώσεις….» Δηλαδή εδώ αναγάγεται η απόπειρα σε τετελεσμένο έγκλημα, παρακάμπτεται δηλαδή ο ποινικός κώδικας.

Στα αρ. 51 και 52 απειλεί υπαλλήλους και συμβολαιογράφους με τιμώρηση για παράβαση καθήκοντος, μια άστοχη πρόβλεψη, αφού η παράβαση καθήκοντος σύμφωνα με τον Π.Κ. απαιτεί και ειδικό σκοπό πλουτισμού.

Και ενώ ο νομοθέτης έχει καθορίσει την τιμωρία κάθε πιθανής και απίθανης περίπτωσης, η αγωνία και ο πανικός του μήπως του ξεφύγει καμία περίπτωση αρρύθμιστη όσον αφορά και την ποινική τιμωρία αυτών που βοηθούν την παράνομη είσοδο φαίνεται στο αρ. 54 παρ.4 όταν απειλεί με φυλάκιση όποιον διευκολύνει να εισέλθει χωρίς τον έλεγχο του αρ. 4.

Δηλαδή παρατηρούμε κάποιες διατάξεις που μαρτυρούν μια έντονη προχειρότητα.

Η ίδια η δικαιοσύνη δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από το γενικότερο κλίμα. Έχουμε γίνει μάρτυρες σε δικαστήρια που μετανάστες χωρίς παρουσία δικηγόρου, μεταφραστή να τους επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές.

Ο 2910 σίγουρα επέφερε σίγουρα κάποιες βελτιώσεις και καινοτομίες στο προηγούμενο καθεστώς.[3]

Η πολιτική που εξυπηρετεί αυτός ο νόμος μπορεί να μην εχθρική προς τους νόμιμους μετανάστες, σαφώς πρόκειται όμως για μια πολιτική αναχαίτισης του μεταναστευτικού ρεύματος προς τη χώρα μας, στόχο κατ` αρχήν εύλογο εν όψει των περιορισμένων δυνατοτήτων υποδοχής και απορρόφησης μεταναστών, που διαθέτει η χώρα μας, και, οπωσδήποτε, για μια πολιτική αποθάρρυνσης της δημιουργίας μονίμου πληθυσμού αλλοδαπών εργαζομένων εν γένει στην Ελλάδα, έστω και αν αυτοί έχουν αποκτήσει νόμιμο τίτλο παραμονής και εργασίας ή και έχουν πλήρως ενσωματωθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Πρόκειται για μια πολιτική αμυντικού προσανατολισμού, ενδεικτικά μόνο σημεία της οποίας είναι :

Η δυσπρόσιτη πρόσβαση στις αρμόδιες για τη χορήγηση των αδειών αρχές: Οι διατάξεις επιμένουν στην λογική της σπανίως εφαρμοζόμενης διαδικασίας «προέγκρισης για εργασία», επεκτείνοντάς τη μάλιστα στο σύνολο των λόγων εισόδου και παραμονής ενός αλλοδαπού στη χώρα. Έτσι, τα ελληνικά προξενεία στην αλλοδαπή, τα οποία -με εξαίρεση τα νοσηλευτικά ιδρύματα αποτελούν τις μόνες ελληνικές διοικητικές αρχές με τις οποίες μπορεί νομίμως να έλθει σε επαφή ο αλλοδαπός που επιθυμεί να αποκτήσει νόμιμο τίτλο παραμονής στη χώρα επωμίζονται το εξαιρετικά δύσκολο έργο της ρύθμισης της ροής της εισόδου των αλλοδαπών στη χώρα, χορηγώντας θεωρήσεις εισόδου για συγκεκριμένους, δεσμευτικούς για τον φορέα της θεώρησης, λόγους, μετά από ενδελεχή εξέταση των σχετικών δικαιολογητικών. Αλλά και αυτή ακόμη η χορήγηση θεώρησης εισόδου δεν διασφαλίζει την είσοδο του αλλοδαπού καθώς οι αρχές ελέγχου των σημείων εισόδου διατηρούν παρ` όλα αυτά το δικαίωμα να του αρνηθούν την είσοδο.
Η Διακριτική ευχέρεια αποφασιζόντων οργάνων: Ακόμη περισσότερο χαρακτηριστικό όμως του αμυντικού προσανατολισμού του νόμου είναι το γεγονός ότι ο αλλοδαπός δεν αποκτά ουσιαστικά ποτέ πραγματικό δικαίωμα να του χορηγηθεί ή ανανεωθεί η άδεια παραμονής στη χώρα, καθώς οι διοικητικές αυτές πράξεις, όπως άλλωστε και η χορήγηση προξενικής θεώρησης εισόδου, τελούν στην απόλυτη σχεδόν διακριτική ευχέρεια των κατά περίπτωση αποφασιζόντων οργάνων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και αυτή η πρόβλεψη ανά περιφέρεια σύστασης Επιτροπών Μετανάστευσης, ενώπιον των οποίων διεξάγεται η προσωπική συνέντευξη του αλλοδαπού, υπονομεύεται από το γεγονός ότι τα όργανα αυτά περιορίζονται στην διατύπωση απλής γνώμης προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής αποτελεί βέβαια η εμμονή στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών για την εξέταση αιτημάτων πολιτογράφησης και στο αναιτιολόγητο των αποφάσεών τους, με μόνο αξιοσημείωτο νεωτερισμό την επιβολή υπέρογκου παραβόλου ικανού να αποτρέπει την υποβολή τέτοιων αιτημάτων.
Οι κρίσιμες δυσλειτουργίες στις αρμόδιες διοικητικές αρχές που έχει τεκμηριωμένα παρατηρήσει ο Συνήγορος του Πολίτη στις εκθέσεις του είναι χαρακτηριστικές της κατάστασης.

Όσον αφορά τις Προξενικές αρχές: Από τη σκοπιά αυτή, λοιπόν, δεν φαίνεται κατ` αρχήν ιδιαιτέρως ρεαλιστικό να αναμένει κανείς να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις εξαιρετικά επαχθείς απαιτήσεις των νομοθετικών διατάξεων, τα ελληνικά προξενεία σε εκείνες ακριβώς τις χώρες που τροφοδοτούν κατ` εξοχήν τη χώρα μας με μετανάστες. Θεωρούμενα συνήθως ως «δύσκολες» υπηρεσίες «αποφεύγονται» κατά τις υπηρεσιακές μετακινήσεις με αποτέλεσμα να παραμένουν υποστελεχωμένα και να λειτουργούν με τη συνδρομή επιτόπιου προσωπικού, στερούμενου συχνά των αναγκαίων προσόντων ή της κατάλληλης εμπειρίας. Ο τεράστιος φόρτος που αντιμετωπίζουν σε συνδυασμό με την πιεστικότητα των αιτημάτων, που τους απευθύνονται, έχουν μοιραία υποβαθμίσει ήδη -και οπωσδήποτε παρά τις προθέσεις των στελεχών τους- την αναγκαία ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, ώστε η προοπτική αίφνης μετατροπής τους και σε αποτελεσματικά Γραφεία Εύρεσης Εργασίας ή σπουδαστικού προσανατολισμού, χωρίς την προηγούμενη δραστική μεταβολή της διοικητικής τους οργάνωσης, να φαντάζει μάλλον ανεδαφική. Περισσότερο όμως και από τη διοικητική αναδιοργάνωσή τους κρίσιμη θα ήταν η προηγούμενη καθιέρωση επαρκών εγγυήσεων ώστε το προσωπικό που στελεχώνει τους μηχανισμούς διεκπεραίωσης των αιτημάτων των αλλοδαπών να αποφεύγει τους πειρασμούς εκείνους που έχουν ήδη υποχρεώσει την ελληνική διοίκηση σε επανειλημμένες πειθαρχικές ενέργειες.

Όσον αφορά την Ευλυγισία και δημοσιότητα των διαδικασιών: Από την εμπειρία όμως της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 1975/1991 και των διαταγμάτων 358 και 359/1997, έχει καταστεί περισσότερο από σαφές ότι ένας από τους βασικότερους παράγοντες παραγωγής παρανόμου αλλοδαπού πληθυσμού είναι η πολυπλοκότητα των διοικητικών διαδικασιών στις οποίες αυτοί καλούνται να εμπλακούν χωρίς καμία συνδρομή ή ενημέρωση εκ μέρους των αρμοδίων αρχών. Το αποτέλεσμα είναι, όπως ελέχθη και παραπάνω, πολλοί αλλοδαποί να μεταπίπτουν άνευ υπαιτιότητάς τους ή από απλή παραδρομή ή άγνοια σε κατάσταση παρανομίας (χάνοντας λ.χ. κάποια προθεσμία), να πέφτουν θύματα επιτηδείων ή απλώς να εγκαταλείπουν γεμάτοι δυσπιστία κάθε προσπάθεια νομιμοποίησής τους ελπίζοντας στην ασυλία που παρέχουν υπαρκτοί μηχανισμοί παράλληλοι ή επάλληλοι με τις αρμόδιες κρατικές αρχές. Το γεγονός ότι πολλές προϋποθέσεις του παραδεκτού των αιτημάτων τους είναι μάλλον ασφυκτικές δεν επιτυγχάνει άλλο από το να επιτείνει το πρόβλημα.

Το ειδικότερο πρόβλημα της εποπτείας των εργασιακών σχέσεων: Ειδικά δε όσον αφορά την ιδιαίτερα σύνθετη διοικητική διαδικασία που προϋποθέτει η χορήγηση της τελικής άδειας εργασίας, η αχρησία στην οποία έχει περιπέσει η ανάλογη διαδικασία της «προέγκρισης», προοιωνίζει ήδη την (αν)αποτελεσματικότητά της. Ο λόγος βέβαια εν προκειμένω δεν είναι μόνη η πολυπλοκότητα της ίδιας της διαδικασίας στα μάτια των αλλοδαπών ενδιαφερομένων να εργασθούν στην Ελλάδα, αλλά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τέτοια διαδικασία δεν ανταποκρίνεται στην ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική ελλήνων εργοδοτών να εξασφαλίζουν την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους αλιεύοντας φθηνή εργατική δύναμη από τη δεξαμενή της «μαύρης» αγοράς εργασίας. Η επιβολή της στοιχειώδους εργασιακής και ασφαλιστικής νομιμότητας στην αγορά αλλοδαπού εργατικού δυναμικού από τις αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Εργασίας και των οικείων ασφαλιστικών ταμείων αποτελεί θεμελιώδες προαπαιτούμενο κάθε προσδοκίας αποτελεσματικής υλοποίησης της πολιτικής που αποτυπώνουν οι νομοθετικές διατάξεις. Είναι πάντως σαφές ότι η απλή επανάληψη των κυρώσεων που προέβλεπε λίγο πολύ και ο Ν. 1975/1991 μάλλον δεν μπορεί να διασφαλίσει το προαπαιτούμενο αυτό.

Έχουν διατυπωθεί πολλές αξιόλογες ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ για τη βελτίωση του συστήματος

Ο 2910 προβλέπει την εμπλοκή πολλών δημόσιων υπηρεσιών προκειμένου ο αλλοδαπός να λάβει άδεια παραμονής και άδεια εργασίας. Η διαδικασία υποβολής σχετικών αιτήσεων και δικαιολογητικών είναι περίπλοκη και ανορθολογικά σχεδιασμένη. Έτσι λοιπόν ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει τη Σύσταση γραφείων one stop shop με αρμοδιότητα την παραλαβή όλων των αιτήσεων των αλλοδαπών, την διαβίβαση στις αρμόδιες υπηρεσίες και την ενημέρωση του κοινού για τα συνοδευτικά δικαιολογητικά κάθε αίτησης. Με αυτό τον τρόπο θα απλοποιηθεί η διαδικασία και θα μειωθεί σημαντικά η ταλαιπωρία του κοινού και της διοίκησης.
Στελέχωση αρμόδιων υπηρεσιών με αύξηση οργανικών θέσεων και υλικοτεχνικής υποδομής.
Η αντικατάσταση άδειας εργασίας και άδειας παραμονής από ένα ενιαίο έγγραφο που θα νομιμοποιεί τόσο την παραμονή όσο και την εργασία του αλλοδαπού στη χώρα.
Οι διαδικασίες εισόδου και παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα είναι απαραίτητο να είναι απλές και κατανοητές στο καθένα, προκειμένου οι μεν ενδιαφερόμενοι να μην υφίστανται άσκοπη ταλαιπωρία και να γνωρίζουν καλά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι η επιτυχία μιας πολιτικής για τη μετανάστευση δεν αποτελεί μόνον ζήτημα πολιτικό αλλά και προεχόντως ηθικό και νομικό, στον βαθμό που έτσι τίθεται εν αμφιβόλω η απόλυτη προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που επιφυλάσσει τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματός μας επιφυλάσσουν σε κάθε πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.

Η απαίτηση για νομοθετικό ρεαλισμό και προσεγμένο σχεδιασμό συγκεκριμένης πολιτικής είναι άμεση και επιτακτική.

——————————————————————————–

[1] Η πρώτη νομοθετική προσέγγιση που ρύθμιζε θέματα μεταναστών ήταν το 1929 (ν.4310/1929), μετά από πολλά χρόνια και όταν το μεταναστευτικό είχε πάρει άλλες διαστάσεις και η Ελλάδα άρχισε να μετατρέπεται σε χώρα υποδοχής θεσπίστηκε ο 1975/1991 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ν. 2452/96 και το ν.2713/99), με ένα καθεστώς τελείως ανεπαρκές η πολιτεία θεωρώντας ότι θα έπρεπε να διαμορφώσει μια μακροπρόθεσμη μεταναστευτική πολιτική θέσπισε το περιβόητο 2910/01, που ήδη τροποιήθηκε και συμπληρώθηκε (βλ. 3113/02, 3068/02 και 3074/02)

[2] Οι εργοδότες παραγγέλνουν στη Νομαρχία τον αριθμό των εργατών που τους χρειάζεται υπό την προϋπόθεση ότι οι εργάτες τους δεν έχουν μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα. Φυσικά οι εργάτες δεν θα μπορούν να δουλέψουν και να ζήσουν στη φιλόξενη πατρίδα μας περισσότερο από «έξι συνολικά μήνες ανά ημερολογιακό έτος» και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αλλάξουν αφεντικό ή να κινηθούν ελεύθερα στον ελλαδικό χώρο. Κάποιοι το έχουν χαρακτηρίσει ως ένα σύγχρονο «δουλοκτητικό» σύστημα.

[3] π.χ. η αρμοδιότητα χορήγησης άδειας παραμονής αφαιρέθηκε από τις αστυνομικές αρχές και περιήλθε στις Γ. Γραμ. της Περιφέρειας επικουρούμενες από τις «Επιτροπές Μετανάστευσης», στις περιφέρειες δημιουργήθηκαν υπηρεσίες «Αλλοδαπών και Μετανάστευσης»

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *