Η προσφυγή κατατέθηκε από την Αλίκη-Μαρία Παπαχελά (Ελληνίδα υπήκοο που γεννήθηκε το 1961 και κατοικεί στην Αθήνα) και από ανώνυμη εταιρεία, της οποίας η κα Παπαχελά είναι η μόνη μέτοχος. Τον Απρίλιο του 2016 η κα Παπαχελά διαπίστωσε ότι μια ομάδα ανθρώπων στα πλαίσια εκδήλωσης αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες κατέλαβαν το ξενοδοχείο της, το οποίο ήταν άδειο από τον Μάρτιο του 2010, στο κέντρο της Αθήνας. Η προσφεύγουσα ενημέρωσε την αστυνομία, αλλά οι αξιωματικοί που ήταν παρόντες απλώς παρατηρούσαν τις κινήσεις των καταληψιών. Η κα Παπαχελά υπέβαλε επανειλημμένα καταγγελίες εναντίον διαφορετικών προσώπων. Ο δικηγόρος των προσφευγουσών υπέβαλε στη συνέχεια αναφορά ενώπιον του εισαγγελέα διαμαρτυρόμενος ότι δεν είχε αναληφθεί καμία ενέργεια για την έξωση των καταληψιών. Κατόπιν τούτου, ο εισαγγελέας διέταξε τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας. Εν τω μεταξύ, η ομάδα αλληλεγγύης που είχε καταλάβει το ξενοδοχείο προχώρησε σε παράνομη επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και της παροχής ύδατος. Η εταιρεία της κ. Παπαχελά ενημέρωσε γραπτώς τους κρατικούς παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και ύδατος για την κατάσταση, αλλά κανένας δεν απάντησε. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2017, η εταιρεία της κ. Παπαχελά κλήθηκε να εξοφλήσει έναν λογαριασμό ποσού 81.500 ευρώ, ο οποίος αυξήθηκε σε 141.990 ευρώ έως τις 12 Φεβρουαρίου 2018. Τον Απρίλιο του 2017, η εταιρεία της προσφεύγουσας υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ζητώντας να απομακρυνθούν οι καταληψίες από το ξενοδοχείο της. Τον Μάιο του 2017, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι είχε εκδοθεί εντολή έξωσης από τον εισαγγελέα, αλλά ότι δεν είχε εκτελεστεί. Τον Ιούλιο του 2017, το Ειρηνοδικείο (απόφαση αριθ. 1023/2017 της 26ης Ιουλίου 2017) δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διέταξε το «δίκτυο αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων» να εκκενώσει το ξενοδοχείο, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης διέταξε την επιβολή χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωρινής κράτησης δύο μηνών σε βάρος του εκπροσώπου της ομάδας. Το Ειρηνοδικείο επισήμανε συγκεκριμένα ότι, παρά το αίτημα της κας Παπαχελά της 22ας Απριλίου 2016, με την οποία ζητούσε από την αστυνομία να εκκενωθεί το ξενοδοχείο, δεν έχει λάβει χώρα καμία ενέργεια. Ο δικαστής σημείωσε επίσης ότι, παρόλο που η προσφεύγουσα είχε ενημερώσει εγγράφως τον Ιούνιο του 2016 τον αρχηγό της αστυνομίας και τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, το κράτος δεν της είχε παράσχει καμία βοήθεια, με αποτέλεσμα να ασκηθεί καταγγελία εναντίον τους στις 3 Μαρτίου 2017. Τον Αύγουστο του 2017, ένας δικαστικός επιμελητής κοινοποίησε την απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα, ζητώντας από την αστυνομική αρχή να επέμβει προκειμένου να εκκενωθεί το ξενοδοχείο, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση. Ο δικαστικός επιμελητής κατόπιν επανέλαβε την κοινοποίηση του αιτήματος, ανεπιτυχώς, στις 6 και 18 Σεπτεμβρίου 2019, και πάλι στις 2 Οκτωβρίου 2019. Αργότερα οι προσφεύγοντες υπέβαλαν επίσης προσφυγή στο Νομικό Συμβούλιο του κράτους, το οποίο όμως δεν απάντησε.

Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η οφειλή τους προς το Δημόσιο για διάφορους φόρους έως τον Ιούνιο του 2017 ανήλθε σε 101.885,35 ευρώ και οι απλήρωτοι λογαριασμοί ύδατος, έως τις 12 Φεβρουαρίου 2018, σε 141,990 ευρώ πλέον των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας. Η δε καθαρή αξία του ξενοδοχείου από την κατοχή του φέρεται να μειώθηκε από 9.000.000 σε 4.000.000 ευρώ.

Τον Ιανουάριο του 2018, η κα Παπαχελά έλαβε ειδοποίηση δήμευσης της προσωπικής της οικίας ως αποτέλεσμα των οφειλών της προς το Δημόσιο. Αναγκάστηκε να το πουλήσει για να εξοφλήσει τα χρέη της και να αποφύγει ποινική δίωξη.

Τον Ιανουάριο του 2018, η εταιρεία της κ. Παπαχελά άσκησε αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ζητώντας την απομάκρυνση των καταληψιών. Τον Αύγουστο του 2018, ο αρχηγός της αστυνομίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής ότι η απόφαση εκδίωξης δεν θα ήταν εύκολο να εκτελεστεί και ότι θα ήταν πρώτα απαραίτητο να εντοπιστούν άλλα μέρη όπου θα μπορούσαν να στεγαστούν οι άνθρωποι μετά την απομάκρυνσή τους από το ξενοδοχείο. Τελικά, η κατάληψη, η οποία είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο του 2016, έληξε τον Ιούλιο του 2019 όταν οι καταληψίες έφυγαν από το ξενοδοχείο οικειοθελώς.

Βασιζόμενες στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (προστασία περιουσίας), οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για την παράνομη κατάληψη του ξενοδοχείου τους και για την αδράνεια του Κράτους που δεν επέλυσε το ζήτημα. Παραπονέθηκαν επίσης ότι οι αρχές αρνήθηκαν να τις αποζημιώσουν. Ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να πληρώσουν φόρους στο κράτος ως νόμιμοι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η αποτυχία των αρχών να λάβουν μέτρα για την εκκένωση του ξενοδοχείου των προσφευγουσών από τους παράνομους καταληψίες, παρόλο που είχε εκδοθεί εντολή εκδίωξης από τον εισαγγελέα, είχε ως αποτέλεσμα το ακίνητο να περιπέσει σε αχρηστία για αρκετά χρόνια, επιβαρύνοντάς οικονομικά τις προσφεύγουσες λόγω σημαντικής αύξησης του ενεργειακού κόστους του κτηρίου.

Η κυβέρνηση δικαιολόγησε την αδράνεια των αρχών καταρχήν για λόγους δημόσιας πολιτικής. Οι αρχές επιδίωκαν ιδίως να αποφύγουν τον κίνδυνο διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης εάν απομάκρυνε βίαια δεκάδες ανθρώπους και εκκένωνε ένα κτίριο που είχε καταληφθεί στο πλαίσιο μιας εκστρατείας από ακτιβιστές. Συγχρόνως επικαλέστηκαν λόγους κοινωνικής πρόνοιας, έχοντας κατά νου ότι, σε μια εποχή που η κρίση της μετανάστευσης είχε κορυφωθεί, δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις στέγασης για τους εν λόγω μετανάστες.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι οι φόβοι που προκαλούνταν στις αρχές από τις προαναφερθείσες εκτιμήσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν σε κάποιο βαθμό την απροθυμία τους να πραγματοποιήσουν ταχεία και ξαφνική εκκένωση του κτιρίου. Ωστόσο, αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια συνολική και παρατεταμένη αδράνεια από την πλευρά τους. Παρά την καταγγελία των προσφευγουσών με την οποία είχαν ζητήσει άμεση αστυνομική βοήθεια για την έξωση των καταληψιών από το ξενοδοχείο, η διαδικασία είχε καθυστερήσει. Επιπλέον, δύο καταγγελίες των προσφευγουσών κατά του υπευθύνου για την κατάσταση αυτή δεν είχαν εξεταστεί ποτέ.

Επιπλέον, οι εθνικοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας και ύδατος, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να συνεχίσουν την προμήθειά τους στο ξενοδοχείο, παρόλο που οι προσφεύγουσες είχαν διακόψει στο παρελθόν τόσο ηλεκτρικό ρεύμα όσο και νερό, δεν απάντησαν στην έκκληση των προσφευγουσών να μην θεωρηθούν υπεύθυνες για οποιαδήποτε κατανάλωση γινόταν από τους καταληψίες. Παρόλα αυτά, ένα χρόνο μετά την έναρξη της κατάληψης του ξενοδοχείου η εθνική πάροχος υδροδότησης είχε καλέσει την εταιρεία της κ. Παπαχελά να πληρώσει λογαριασμό 81.000 ευρώ με απειλή κατάσχεσης του ξενοδοχείου, ένα ποσό που είχε ανέλθει τα 141.990 ευρώ έως τις 12 Φεβρουαρίου 2018. Η οφειλή προς τις φορολογικές αρχές για διάφορους φόρους ανήλθε στα 101.885,35 ευρώ τον Ιούνιο του 2017, εκ των οποίων 22.000 ευρώ ετησίως αντιστοιχούσαν στο ΕΝΦΙΑ.

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες προσπάθησαν να καταλήξουν σε συμφωνία με το Δημόσιο για την καταβολή φόρων και των λογαριασμών ύδατος και ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν συσσωρευτεί για την περιουσία τους. Έτσι είχαν ενημερώσει εγγράφως το Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, το οποίο ήταν ο μόνος φορέας που είχε την εξουσία να διαπραγματευτεί μια τέτοια συμφωνία, αλλά δεν είχαν λάβει καμία απάντηση. Τον Ιανουάριο του 2018, η κα Παπαχελά έλαβε ειδοποίηση ότι η προσωπική της κατοικία θα κατασχεθεί για την κάλυψη οφειλών της προς το Δημόσιο.

Τέλος, μολονότι η απόφαση υπ’ αριθ. 1023/2017 με την οποία το Ειρηνοδικείο Αθηνών, επισήμανε την αδράνεια των αστυνομικών αρχών, διέταξε, ως ασφαλιστικό μέτρο, την εκκένωση των χώρων και την ανάκτηση του ξενοδοχείου από τις προσφεύγουσες, αυτή δεν εκτελέστηκε ποτέ. Η αστυνομία δεν ανταποκρίθηκε στα τέσσερα αιτήματα του δικαστικού επιμελητή, με τα οποία εκείνος ζητούσε τη συνδρομή της για την εκτέλεση της απόφασης. Η δε διαδικασία για την έξωση των καταληψιών, που ξεκίνησε από την εταιρεία της κ. Παπαχελά τον Ιανουάριο του 2018 ενώπιον του Ειρηνοδικείου, δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2019, οπότε και οι καταληψίες εγκατέλειψαν το ξενοδοχείο οικειοθελώς.

Λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των προσφευγουσών, οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν το δικαίωμά τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους, επιτρέποντας παράλληλα ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την εύρεση ικανοποιητικής λύσης. Παραμένοντας αδρανείς για πάνω από τρία χρόνια και αντιμέτωπες με μια κατάσταση που είχε σημαντικές επιπτώσεις στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγουσών, οι εθνικές αρχές είχαν αποτύχει στην επίτευξη μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγουσών.

Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στις προσφεύγουσες 300.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη και 2.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Επιδίκασε επίσης στην κα Παπαχελά 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Η περίληψη είναι από τo sakkoulas-online.gr
Tο κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-206273%22]}

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *