Τεκμήριο αθωότητας και διοικητικά δικαστήρια. Το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μίας ποινικής δίκης . Εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν την οριστική απαλλαγή του κατηγορούμενου και στις διαδικασίες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

ΕΔΚΑ 2008/198, ΔΦΟΡΝ 2008/954, ΔΕΕ 2008/883, ΔΕΕ 2008/1031) ΕΣΔΑ και τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί οποιουδήποτε προσώπου συνδέεται με ποινική δίκη και όχι μόνο για τον κατηγορούμενο. Πότε υφίσταται προσβολή της ανωτέρω διάταξης από δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις. Εχει εφαρμογή η διάταξη αυτή και όταν εκκρεμής ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων διαδικασία συνδέεται με ποινική διαδικασία που προηγήθηκε. Αθώωση λόγω αμφιβολιών. Χορήγηση εργατικής κατοικίας από τον ΟΕΚ και ανάκληση της σχετικής απόφασης με την αιτιολογία ότι ο δικαιούχος είχε υποβάλει ψευδή δήλωση αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Τα διοικητικά δικαστήρια, που επικύρωσαν την ανάκληση αν και είχε προηγηθεί αθώωση λόγω αμφιβολιών του δικαιούχου, παραβίασαν την ανωτέρω διάταξη της ΕΣΔΑ. Προστασία της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Νο1. Η διάταξη αυτή δεν εγγυάται το δικαίωμα στην απόκτηση περιουσιακών αγαθών. Εννοια του όρου “αγαθά” κατά τη διάταξη αυτή. Η χορήγηση εργατικής κατοικίας δεν είναι απόλυτο δικαίωμα. Το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να απόσχει από το συμπέρασμα των εθνικών δικαστηρίων ότι η ανάκληση ήταν νόμιμη. Δεν παραβιάστηκε η ανωτέρω διάταξη στην ένδικη υπόθεση. Απορρίπτεται η αξίωση για αποκατάσταση υλικής ζημίας του προσφεύγοντος, αφού δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της παραβίασης της ΕΣΔΑ με τέτοια ζημία. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 10.000 ευρώ. Παρατηρήσεις Ιωάννη Αντ. Πετρόγλου στην ΕΔΚΑ 2008:205.

Ε.Δ.Δ.Α. ΥΠΟΘΕΣΗ Β. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ κ. ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ: της 27.9.2007 ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 35522/04

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ Ι. ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

5. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1944 και κατοικεί στο Αργός.

6. Σε ημερομηνία που δεν προσδιορίζεται, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (στο εξής Ο.Ε.Κ.) με αίτημα να του χορηγηθεί κατοικία που είχε κατασκευαστεί από τον τελευταίο. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, στον ενδιαφερόμενο μπορεί να χορηγηθεί τέτοια κατοικία υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κύριος ακινήτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατοικία1. Σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή ο προσφεύγων συνήψε στην αίτηση του έγγραφα που αποδείκνυαν την ακίνητη ιδιοκτησία του και που δικαιολογούσαν την χορήγηση κατοικίας.

7. Το Φεβρουάριο 1984 ο προσφεύγων εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στο ακίνητο αυτό, αφού αναγνωρίστηκε δικαιούχος κατόπιν κλήρωσης.

8. Στις 20.2.86, κατόπιν καταγγελίας τρίτου προσώπου, ο Ο.Ε.Κ. διέταξε νέο έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης του προσφεύγοντος. Ο ελεγκτής διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ήταν κύριος οικίας στην ίδια περιοχή.

9. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Ε.Κ., με την υπ` αριθμ. 17/1986 απόφαση του ανακάλεσε την απόφαση χορήγησης της επίδικης κατοικίας2 με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων ήταν κύριος άλλων ακινήτων όπου μπορούσε να κατοικήσει και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ψευδής δήλωση συνεπαγόταν αφ` εαυτής τον αποκλεισμό του από τις παροχές που χορηγεί ο Ο.Ε.Κ. Επιπλέον το αρμόδιο όργανο αποφάσισε να κινηθεί κατά του προσφεύγοντος δικαστικώς με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος “είχε εξαπατήσει εκ προθέσεως τα όργανα του Ο.Ε.Κ.” όσον αφορά τα ακίνητα του. Στις 9 Ιουνίου 1987 η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Δ.Σ. με την απόφαση υπ` αριθμ. 25/1987.

1. Διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων

10. Σε συνέχεια της υπ` αριθμ. 25/1987 απόφασης του Δ.Σ. ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για απάτη και ψευδή δήλωση. Κατά το κατηγορητήριο ο προσφεύγων κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, για το ότι “προέβη εκ προθέσεως σε ψευδή δήλωση σχετικά με τα ακίνητα του”.

11. Μετά την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό με την υπ` αριθμ. 293/1991 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Με την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου ο προσφεύγων αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες, στις 18 Ιουνίου 1991. Κατά το διατακτικό της απόφασης: “Π”ο Δικαστήριο] κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο: α) (…) του ότι εκ προθέσεως και με σκοπό εξαπατήσεως εξέθεσε στον Ο.Ε.Κ. ότι δεν διέθετε ούτε ο ίδιος ούτε τα μέλη της οικογένειας του ακίνητα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για κατοικία (…)” και “(…) του ότι εκ προθέσεως κατέθεσε ψευδή δήλωση κατά την οποία ούτε ο ίδιος ούτε τα μέλη της οικογένειας του ήταν κύριοι κατοικίας ή άλλων ακινήτων (…)”.

Πράγματι το Εφετείο έκρινε ότι η ενοχή του προσφεύγοντος δεν είχε αποδειχθεί, κατ` εφαρμογή της αρχής in dubio pro reo. H αιτιολογία της απόφασης ήταν η εξής:

“Προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, από την εξέταση του κατηγορουμένου και από την όλη αποδεικτική διαδικασία ότι συντρέχουν αμφιβολίες όσον αφορά στην ενοχή του κατηγορουμένου για τις πράξεις της απάτης και της ψευδούς δηλώσεως”.

12. Η υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου κατέστη αμετάκλητη, δοθέντος ότι ο Εισαγγελέας του δικαστηρίου δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης.

2. Διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων

13. Εν τω μεταξύ, την 2α Σεπτεμβρίου 1987, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών προσφυγή για την ακύρωση της υπ` αριθμ. 25/1987 απόφασης του Δ.Σ. του Ο.Ε.Κ., με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση χορήγησης κατοικίας. Την 30 Μαρτίου 1990, το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και απέρριψε την προσφυγή, αφού προηγουμένως έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να συμπεριλάβει στη δήλωση των ακινήτων του το ακίνητο του οποίου ήταν κύριος και ότι δεν απέδειξε ότι η παράλειψη αυτή δεν είχε λάβει χώρα εκ προθέσεως (απόφαση 4424/1990).

14. Την 2α Σεπτεμβρίου 1990 ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Μετά την αθώωση του από το ποινικό δικαστήριο (ως άνω απόφαση 1008/ 1991) ο προσφεύγων κατέθεσε ενώπιον του διοικητικού εφετείου πρόσθετο υπόμνημα με αίτημα να λάβει υπόψη του την εν λόγω απόφαση. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η αθώωση του από το ποινικό δικαστήριο αποτελούσε απόδειξη ότι η παράλειψη του δεν είχε λάβει χώρα εκ προθέσεως. Την 14η Απριλίου 1993 το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση. Όσον αφορά στο αίτημα του προσφεύγοντα να λάβει υπόψη του την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση, το διοικητικό εφετείο το απέρριψε με την αιτιολογία ότι δεν συνδεόταν με τη λύση που υιοθετήθηκε από τα ποινικά δικαστήρια (απόφαση υπ` αριθμ. 397/1993).

15. Την 19η Αυγούστου 1993 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το διοικητικό εφετείο αποφάνθηκε επί της ενοχής του παραβλέποντας την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση και χωρίς νόμιμη αιτιολογία. Την 22α Απριλίου 1999 το Συμβούλιο της Επικρατείας εξαφάνισε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την αιτιολογία ότι, ακόμα κι αν το διοικητικό εφετείο δεν δεσμευόταν από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να τη λάβει υπόψη του3. Έτσι, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του διοικητικού εφετείου για να επιληφθεί εκ νέου (υπ` αριθμ. 1439/ 1999 απόφαση).

16. Την 16.2.00 το διοικητικό εφετείο απέρριψε εκ νέου την έφεση του προσφεύγοντος και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση (υπ` αριθμ. 611/00). Ειδικότερα το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να δηλώσει όλα τα ακίνητα του και ότι δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η παράλειψη του δεν οφειλόταν σε πρόθεση. Έτσι, η εμπρόθετη αυτή παράλειψη, από μόνη της, συνεπαγόταν τον αποκλεισμό του από τη χορήγηση κατοικίας ανεγερθείσας από τον Ο.Ε.Κ. Στο μέτρο που ο προσφεύγων επικαλείτο την αθώωση του από τις κατηγορίες της απάτης και της ψευδούς δηλώσεως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν είχαν καταλήξει στην ανυπαρξία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο ο προσφεύγων για έλλειψη δόλου, αλλά ότι τον αθώωσαν λόγω αμφιβολιών ως προς την ενοχή του.

17. Την 16η Μαίου 2000 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Μεταξύ άλλων επικαλέστηκε ότι ήταν απαράδεκτο, στα πλαίσια ενός κράτους δικαίου, οι διοικητικές αρχές να θεωρούν ότι είχε αποκρύψει την περιουσία του, ενώ τα ποινικά δικαστήρια τον είχαν αθωώσει για τα ίδια αδικήματα. Ειδικότερα ο προσφεύγων υποστήριξε ότι:

“(…) στο τυπικό της μέρος, η υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου έκρινε ότι “υπήρχαν αμφιβολίες”, αλλά όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα ποινικά δικαστήρια της χώρας μας συντάσσονται με αυτό τον τρόπο. Πάντως, ως προς την ουσία, η εν λόγω απόφαση με κηρύσσει “αθώο”, κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό. Στο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο ο όρος αθώος σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε τις πράξεις που του καταλογίζονται. Επομένως σφάλλει όποιος αγνοεί ή αμφισβητεί μια τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. (…)”.

18. Την 18η Μαΐου 2004, με την υπ` αριθμ. 1300/2004 απόφαση του το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αναίρεση με την ίδια αιτιολογία του διοικητικού εφετείου. Ειδικότερα, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων:

“(…) αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών του δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι λόγω μη συνδρομής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων αυτών ή λόγω έλλειψης δόλου”.

II. ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ

19. Το άρθρο 58 του Π.Δ. 341/1978 που διέπει τη διαδικασία σχετικά με ορισμένες διοικητικές διαφορές, που εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, ορίζει: “Περί του δεδικασμένου εξ αποφάσεων άλλων δικαστηρίων έχει εφαρμογήν το άρθρον 120 του Κ.Φ.Δ. (…)”.

20. Η παρ. 3 του άρθρου 120 του Κ.Φ.Δ. προβλέπει ότι:

“3. Δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν”.

21. Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν κρίνουν επί διοικητικών κυρώσεων, τα διοικητικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια. Πάντως, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους την ποινική απόφαση προκειμένου να εκδώσουν την απόφαση τους (βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Σ.τ.Ε. 1176/1989, 5962/1996, 3915/1999, 446/2003,3587/2004).

ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ

Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α.

22. Ο προσφεύγων παραπονείται, υπό το πρίσμα του άρθρου 6 Ε.Σ.Δ.Α., ότι ο τρόπος που τα διοικητικά δικαστήρια ερμήνευσαν την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του ποινικού δικαστηρίου του Ναυπλίου δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη αθώωση του για τα αδικήματα της απάτης και της ψευδούς δη λώσεως. Η διάταξη που επικαλείται ο προσφεύγων, κατά το μέρος που αφορά, ορίζει τα εξής:

Αρθρο 6 § 2 “Παν πρόσωπον κατήγορου μενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”.

Α. Επί του παραδεκτού

1. Ως προς την ένσταση μη εξάντλησης των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων

23. Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται κατ` αρχήν ότι ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα εθνικά ένδικα βοηθήματα αφού δεν επικαλέστηκε με τρόπο ρητό και ουσιαστικό ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας όπως θεμελιώνεται στο άρθρο 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α.

24. Ο προσφεύγων αποκρούσει το επιχείρημα του Δημοσίου.

25. Το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) υπενθυμίζει ότι ο κανόνας της εξάντλησης των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων πρέπει να εφαρμόζεται με κάποια επιείκεια και χωρίς υπερβολική τυπικότητα (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Cardot κ. Γαλλίας της 19 Μαρτίου 1991, Σειρά A No 200, σ. 18, § 34, και Castells κ. Ισπανίας της 23 Απριλίου 1992, Σειρά A No 232, σ. 19, § 27). Όμως, εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος δεν παρέλειψε να τονίσει ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας ότι το διοικητικό εφετείο είχε κρίνει επί της ενοχής του παραβλέποντας την ποινική αθώωση του και ότι αυτό δεν ήταν παραδεκτό σε ένα κράτος δικαίου. Χωρίς να βασιστεί, με ρητή αναφορά, στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, προέβαλε επιχειρήματα που ισοδυναμούσαν με το να προβάλει, κατ` ουσίαν, την προσβολή του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α. Έτσι, έδωσε στο Συμβούλιο Επικρατείας την ευκαιρία να παραλείψει ή να διορθώσει την παραβίαση που ισχυριζόταν ότι είχε λάβει χώρα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η ένσταση αυτή.

2. Ως προς την ένσταση της μη εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α.

26. Το Δημόσιο αμφισβητεί την εφαρμογή του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α. Τονίζει, κατ` αρχάς, ότι η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών αρχών δεν αφορούσε σε “κατηγορία ποινικής φύσεως” και ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του “κατηγορουμένου” κατά την έννοια του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α. Στην πραγματικότητα, η ανάκληση της χορήγησης της εργατικής κατοικίας ήταν μια πράξη διοικητική, διεπόμενη από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου και δεν συνιστούσε ποινική κύρωση. Έτσι, η απόφαση των διοικητικών αρχών δεν αποσκοπούσε να τιμωρήσει τον προσφεύγοντα, αλλά να ανακαλέσει την πράξη χορήγησης, γιατί αυτή δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις από την σχετική νομοθεσία. Εξάλλου το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η διοικητική διαδικασία δεν συνιστούσε ούτε παρακολούθημα ούτε αναγκαίο συμπλήρωμα της ποινικής διαδικασίας δοθέντος ότι ήταν μία διαδικασία σαφώς διακεκριμένη, ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων. Επιπλέον, κατά το εθνικό δίκαιο, τα διοικητικά δικαστήρια δεν δεσμεύονταν καθόλου από τη λύση που υιοθετήθηκε από τα ποινικά. Υπό το φως των όσων προαναφέρθηκαν, το Δημόσιο κάλεσε το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) να διαπιστώσει ότι το άρθρο 6 § 2 δεν τύγχανε εφαρμογής εν προκειμένω.

27. Ο προσφεύγων αντιτίθεται στις θέσεις που προέβαλε το Δημόσιο. Υποστηρίζει ότι η διοικητική διαδικασία δεν ήταν ανεξάρτητη από την ποινική δίωξη, αλλά η άμεση συνέπεια της.

28. Το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) κρίνει εκ νέου ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις που ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας του. Πράγματι, το Ε.Δ.Δ.Α. απαιτεί απλώς ο προσφεύγων να συνδέεται με μία απόφαση που εκδόθηκε σε μια τέτοια διαδικασία (βλ., mutandis mutandis, Diamantides κ. Ελλάδας (No 2), No 71563/01, §§ 34-35, 19 Μαΐου 2005).

29. Σχετικώς, το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) κρίνει ότι το άρθρο 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α. καταλαμβάνει τις δικαστικές διαφορές που έπονται της τελεσίδικης αθώωσης του κατηγορουμένου (βλ., μεταξύ πολλών, τις αποφάσεις Rushiti κ. Αυστρίας, No 28389/95, 21 Μαρτίου 2000 και Lamanna κ. Αυστρίας, No 28923/95,10 Ιουλίου 2001). Στην πραγματικότητα μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις προερχόμενες από δημόσιες αρχές μπορούν να δημιουργούν πρόβλημα υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α., αν ισοδυναμούν με παραδοχή της ενοχής που παραβλέπει ηθελημένα την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου (βλ., Leutscher κ. Ολλανδίας, απόφαση της 26 Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996-II, σ. 436, § 29 και Del Latte κ. Ολλανδίας, No 44760/98, § 30, 9 Νοεμβρίου 2004).

30. Ως εκ τούτου, το Ε.Δ.Δ.Α. θα ερευνήσει αν η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, που δεν συνίστατο σε “κατηγορία ποινικής φύσεως” κατά του προσφεύγοντος, συνδεόταν με την ποινική διαδικασία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2.

31. Εν προκειμένω, το Ε.Δ.Δ.Α. επισημαίνει ότι τόσο η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων όσο και αυτή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων αφορούσαν στα ίδια περιστατικά και την ίδια συμπεριφορά, δηλ. στην παράλειψη του προσφεύγοντα να υποβάλει ορθή δήλωση για την ακίνητη περιουσία του. Το κεντρικό στοιχείο κατά την εξέταση της υπόθεσης από τα διοικητική δικαστήρια, δηλ. ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως σκόπιμης ή όχι, αποτελούσε μέρος των περιστατικών που συγκροτούσαν τα αδικήματα για τα οποία ο προσφεύγων είχε διωχθεί ποινικώς. Κατά το εθνικό δίκαιο και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα κι αν τα διοικητικά δικαστήρια δεν ήταν δεσμευμένα να ακολουθήσουν την κρίση που υιοθέτησαν τα ποινικά, όφειλαν, σε κάθε περίπτωση, να την λάβουν υπόψη κατά το σχηματισμό της κρίσης τους (βλ. ανωτέρω, παρ. 19- 21). Για το λόγο αυτό, εν προκειμένω, το Συμβούλιο Επικρατείας εξαφάνισε την υπ` αριθμ. 397/1993 απόφαση του διοικητικού εφετείου και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού για να λάβει υπόψη του τη λύση που υιοθετήθηκε από το [ποινικό] Εφετείο Ναυπλίου. Κατά την άποψη του Ε.Δ.Δ.Α., από τούτο αποδεικνύεται ότι κατά το εθνικό δίκαιο υφίσταται ένας δεσμός μεταξύ της διοικητικής και ποινικής διαδικασίας.

32. Ενόψει των όσων προηγήθηκαν, το Ε.Δ.Δ.Α. κρίνει ότι η διαδικασία η σχετική με την ανάκληση της χορήγησης της εργατικής κατοικίας συνδεόταν με την ποινική διαδικασία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2.

β. Επί της ουσίας

33. Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η παράλειψη του δεν είχε λάβει χώρα εκ προθέσεως, τα διοικητικά δικαστήρια δεν παρέβλεψαν την αθώωση του τελευταίου από τα ποινικά δικαστήρια και δεν έκριναν επί της ενοχής του.

34. Ο προσφεύγων αντιτίθεται στα επιχειρήματα αυτά. Ισχυρίζεται ότι, παρά το ότι αθωώθηκε με το ευεργέτημα της αμφιβολίας, κρίθηκε αθώος των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε.

35. Το Ε.Δ.Δ.Α. επισημαίνει ότι το τεκμήριο αθωότητας, που θεμελιώνεται από την παρ. 2 του άρθρου 6, συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων της δίκαιης ποινικής δίκης που επιβάλλεται κατά την παρ. 1 της ίδιας διάταξης. Κατά γενική αρχή, η εγγύηση αυτή παραβιάζεται αν μια δικαστική απόφαση που αφορά κατηγορούμενο δημιουργεί το αίσθημα ότι είναι ένοχος, ενώ η ενοχή του δεν αποδείχθηκε προηγουμένως νόμιμα (μεταξύ άλλων, Lavents κ. Λετονίας, Ν° 58442/00, §§ 125-126, 28 Νοεμβρίου 2002). Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (βλ. παρ. 25) η εγγύηση του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α. εκτείνεται στις δικαστικές διαδικασίες που έπονται της τελεσίδικης αθώωσης του κατηγορουμένου.

36. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, κατηγορούμενος ότι είχε εκ προθέσεως συντάξει ψευδή δήλωση για την ακίνητη περιουσία του, αθωώθηκε τελεσίδικα με την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Στη συνέχεια, στα πλαίσια της διαδικασίας που αφορούσε τη νομιμότητα της ανάκλησης της πράξης με την οποία χορηγήθηκε σ` αυτόν η εργατική κατοικία, τόσο το διοικητικό εφετείο όσο και το Συμβούλιο Επικρατείας, που κλήθηκαν να αποφανθούν για τον χαρακτήρα της παράλειψης του προσφεύγοντα ως εκ προθέσεως ή όχι, έκριναν ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν είχαν οδηγηθεί στην κρίση της ανυπαρξίας των αδικημάτων για τα οποία είχε κατηγορηθεί για έλλειψη δόλου, αλλά είχαν αθωώσει τον προσφεύγοντα λόγω αμφιβολιών ως προς την ενοχή του.

37. Το Ε.Δ.Δ.Α. τονίζει ότι δεν καλείται να εξετάσει σε ποιο βαθμό τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονταν από την υπ` αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου, δοθέντος ότι το έργο του δεν συνίσταται στο να υποκαθίσταται στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων. Η ερμηνεία του εθνικού δικαίου είναι έργο των εθνικών αρχών και, κατά πρώτο λόγο, των δικαστηρίων (βλ., mutatis mutandis, τις αποφάσεις Brualla Gomez de la Torre κ. Ισπανίας της 19 Δεκεμβρίου 1997, Συλλογή 1997-VIII, σ. 2955, § 31, και Edificacio-nes March Gallego S.A. κ. Ισπανίας της 19 Φεβρουαρίου 1998, Συλλογή 1998-1, σ. 290, § 33). Το ερώτημα που τίθεται στην υπό κρίση περίπτωση είναι να ελεγχθεί αν, από τον τρόπο ενέργειας τους, από την αιτιολογία των αποφάσεων τους ή από τη χρησιμοποιούμενη γλώσσα στις αποφάσεις τους, τα διοικητικά δικαστήρια δημιούργησαν αμφιβολίες ως προς την αθωότητα του προσφεύγοντα και έτσι παραβίασαν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 2 Ε.Σ.ΔΑ. (Puig Panella κ. Ισπανίας, no 1483/02, § 54, 25 Απριλίου 2006).

38. Σχετικώς το Ε.Δ.Δ.Α. υπενθυμίζει ότι είχε ήδη την ευκαιρία να τονίσει ότι η έκφραση αμφιβολιών ως προς την αθωότητα ενός κατηγορουμένου δεν είναι αποδεκτή μετά την τελεσίδικη αθώωση του (βλ., στο πνεύμα αυτό, Sekanina κ. Αυστρίας, απόφαση της 25 Αυγούστου 1993, Σειρά A No 266 Α, σ. 15-16, § 30). Κατά τα νομολογηθέντα, αφ` ης στιγμής η αθώωση καταστεί τελεσίδικη – ακόμα και αν πρόκειται για αθώωση λόγω αμφιβολιών σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 – η έκφραση αμφιβολιών ως προς την ενοχή, περιλαμβανομένων αυτών που αντλούνται από το αιτιολογικό της αθώωσης, δεν είναι συμβατή με το τεκμήριο αθωότητας (Rushiti κ. Αυστρίας, όπ. παρ., § 31).

39. Το Ε.Δ.Δ.Α. εκτιμά ότι κατά την αρχή “in dubio pro reo”, που συνιστά μια ιδιαίτερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, καμία ποιοτική διαφοροποίηση δεν πρέπει να υπάρχει μεταξύ της αθώωσης ελλείψει αποδείξεων και της αθώωσης μετά από τη διαπίστωση πέραν πάσης αμφιβολίας της αθώωσης του κατηγορούμενου. Πράγματι, οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται βάσει των αιτιολογιών που κάθε φορά εκφέρει ο ποινικός δικαστής. Αντιθέτως, στα πλαίσια του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α., το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή που κρίνει, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, επί της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.

40. Εν προκειμένω, το Ε.Δ.Δ.Α. παρατηρεί ότι τα διοικητικά δικαστήρια βασίστηκαν, ρητά και χωρίς καμία επιφύλαξη, στο γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε αθωωθεί λόγω αμφιβολιών για να αιτιολογήσουν την κρίση τους ότι η παράλειψη του ήταν εσκεμμένη. Έτσι, τόσο το Συμβούλιο Επικρατείας όσο και το διοικητικό εφετείο, χρησιμοποίησαν όρους που υπερέβαιναν το διοικητικό πλαίσιο της διαφοράς και δεν άφηναν καμία αμφιβολία ως προς την πρόθεση του προσφεύγοντα να μην συμπεριλάβει στη δήλωση του όλα τα ακίνητα κυριότητας του (βλ. έτσι, Υ κ. Νορβηγίας, No 56568/00, § 46, Ε.Σ.Δ.Α. 2003-11).

Ενόψει των ανωτέρω, η κρίση του Συμβουλίου Επικρατείας και του διοικητικού εφετείου είναι ασυμβίβαστη με το τεκμήριο αθωότητας.

41. Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α.

II. Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ No 1

42. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η ανάκληση της πράξης χορήγησης της κατοικίας από τον Ο.Ε.Κ. και η επιβεβαίωση της από τα διοικητικά δικαστήρια προσέβαλαν το δικαίωμα του στο σεβασμό της περιουσίας του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου No 1, το οποίο προβλέπει ότι:

“Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ούς ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”.

Επί του παραδεκτού

43. Το Δημόσιο καλεί το Δικαστήριο να κηρύξει τον ισχυρισμό αυτό απαράδεκτο. Κατ` αρχάς δηλώνει ότι ο προσφεύγων δεν εξήντλησε τα εσωτερικά ένδικα βοηθήματα, αφού δεν προέβαλε τον ισχυρισμό αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ως προς την ουσία δηλώνει ότι ο προσφεύγων δεν είχε “ιδιοκτησία” με την έννοια του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου No 1.

44. Το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι πρέπει να επιληφθεί των ενστάσεων του Δημοσίου, αφού το σχετικό παράπονο μπορεί να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους.

45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου No 1 δεν εγγυάται το δικαίωμα στην απόκτηση περιουσιακών αγαθών και ότι ο προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι παραβιάζεται η διάταξη αυτή μόνο στο μέτρο που οι αποφάσεις τις οποίες προσβάλλει αφορούν “αγαθά” κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Η έννοια των “αγαθών” της διάταξης αυτής μπορεί να καταλαμβάνει τόσο τα “ενεστώτα αγαθά” (Van der Mussele κ. Βελγίου, απόφαση της 23.11.83, Σειρά A No 70, σ. 23, § 48) όσο και τις απαιτήσεις, ενόψει των οποίων ο προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει τουλάχιστον μια “βάσιμη προσδοκία” ν` αποκτήσει την αποτελεσματική απόλαυση δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ., Pine Valley Developments Ltd κ.λπ. κ. Ιρλανδίας της 29.11.91, Σειρά A No 222, σ. 23, § 51, και Pressos Compania Naviera S.A. κ.λπ. κ. Βελγίου της 20.11.95, Σειρά A No 332, σ. 21, § 31). Αντιθέτως, απαίτηση εξαρτώμενη υπό όρο ή από τη μη πραγματοποίηση όρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “αγαθό” υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου No 1 (Malhous κ. Δημοκρατίας της Τσεχίας [GC], No 33071/96, Ε.Δ.Δ.Α. 2000-ΧΙΙ).

46. Εν προκειμένω το Δικαστήριο κατ` αρχάς αναφέρει ότι, ενώ το εσωτερικό δίκαιο παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να τους χορηγηθεί η χρήση κατοικίας κατασκευασμένης από τον Ο.Ε.Κ., το δικαίωμα αυτό δεν είναι σε κάθε περίπτωση απόλυτο. Πράγματι η χορήγηση τέτοιας κατοικίας εξαρτάται από ικανό αριθμό προϋποθέσεων, περιλαμβανομένης και της προϋπόθεσης της μη κατοχής άλλων περιουσιακών αγαθών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατοικία. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ οι αρχές είχαν αρχικά αναγνωρίσει στον προσφεύγοντα το δικαίωμα σε κατοικία, κατόπιν νέου ελέγχου της κατάστασης της ιδιοκτησίας του, όσο οι αρχές όσο και τα δικαστήρια που επιλήφθηκαν κατέληξαν ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το εσωτερικό δίκαιο δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω.

47. Ενόψει του ότι ανήκει, κατ` αρχάς, στα εθνικά δικαστήρια η ερμηνεία και η εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου (βλ., στο πνεύμα αυτό, Garcia Ruiz κ. Ισπανίας [GC], No 30544/96, § 28, Ε.Δ.Δ.Α.1999-1, Kopecky κ. Σλοβακίας [GC], No 44912/98, § 56, Ε.Δ.Δ.Α. 2004-ΙΧ), δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να απόσχει από το συμπέρασμα των εθνικών δικαστηρίων ότι η επίδικη ανάκληση ήταν νόμιμη.

48. Υπό τους όρους αυτούς, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν κατείχε “περιουσιακό αγαθό”, υπό την έννοια του πρώτου εδ. του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου No 1. Συμπερασματικά οι εγγυήσεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω.

49. Έπεται ότι η προσφυγή, ως προς αυτό το τμήμα της, πρέπει να απορριφθεί κατ` εφαρμογή του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Σύμβασης.

III. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

50. Κατά τις επιταγές του άρθρου 41 της Σύμβασης:

“Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση”.

Α. Ζημία

51. O προσφεύγων ζητά να επιδικαστούν 187.052 ευρώ λόγω υλικής ζημίας που, κατά τη γνώμη του, υπέστη λόγω της ανάκλησης της πράξης χορήγησης της εργατικής κατοικίας. Επίσης απαιτεί 30.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης.

52. Το Δημόσιο καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα για ικανοποίηση της υλικής ζημίας. Ως προς την ηθική βλάβη, το Δημόσιο δηλώνει ότι το ποσό που αιτείται ο προσφεύγων είναι υπερβολικό και ότι η διαπίστωση της παραβίασης θα αποτελούσε αφ` εαυτής δίκαιη ικανοποίηση. Επικουρικώς, το Δημόσιο κρίνει ότι το ποσό δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ.

53. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διαπίστωση της παραβίασης της Συνθήκης στην οποία προβαίνει προέρχεται από τη μη τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβίασης που διαπιστώθηκε και οποιασδήποτε υλικής ζημίας την οποία υπέστη ο προσφεύγων. Ως εκ τούτου απορρίπτεται η αξίωση του κατά το μέρος αυτό. Όσον αφορά την ηθική βλάβη, το Δικαστήριο παραδέχεται ότι ο προσφεύγων υπέστη ηθική βλάβη λόγω της μη τήρησης του τεκμηρίου αθωότητας. Κρίνοντας με δίκαιη κρίση, του επιδικάζει το ποσό των 10 000 ευρώ νια το λόνο αυτό.

Α.Σ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *