2037/2014 ΣτΕ: Φορολογικές υποθέσεις. Δεν είναι επιτρεπτή η απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης αν δε βεβαιώνεται στην απόφαση ότι δεν προσκομίσθηκε το ειδικό σημείωμα για την καταβολή του 50% του οφειλόμενου φόρου.

Αριθμός 2037/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2014 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 26 Νοεμβρίου 2013 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………..” (με αρχική επωνυμία «………….»), που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής………..), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ιωάννη Δρυλλεράκη (Α.Μ. 2279), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3215/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Eπειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ.
4867267/2013 διπλότυπα εισπράξεως παραβόλου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3215/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 1058/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (προστεθείσα με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010), ποσοστού 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί ως αβάσιμη προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά του υπ’ αριθμ. 12/3.6.2005 φύλλου ελέγχου φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, με το οποίο είχαν καταλογισθεί εις βάρος της εταιρίας αυτής (υπό την αρχική επωνυμία της «……») κύριος φόρος 83.102,83 ευρώ, δημοτικός φόρος 2.493,08 ευρώ και πρόσθετος φόρος, λόγω ανακριβείας της σχετικής δηλώσεως, ύψους 114.681,90 ευρώ (και συνολικά: 200.277,81 ευρώ).

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ Τμήματος με την από 23.1.2014 πράξη του Προέδρου του λόγω σπουδαιότητος (άρθρο 14 παρ. 5 π.δ/τος 18/1989, ΦΕΚ Α΄ 8).

4. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 213), αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ .. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κλπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, επί διαφοράς της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 4163/2012 7μ.).

5. Επειδή, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, με την οποία άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου φορολογική διαφορά ποσού που υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ, προβάλλεται προς θεμελίωση του παραδεκτού αυτής κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3900/2010 ότι νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της εννοίας της παραγράφου 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπάρχει. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος διότι, πέραν της υπ’ αριθμ. 1619/2012 αποφάσεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε μόνον το ζήτημα της συνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως, σχετική νομολογία δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου, παραδεκτώς προβάλλεται ο δεύτερος από τους λόγους αναιρέσεως αναγόμενος στην κατά την έννοια του άρθρου 93 παρ.3 του ΚΔΔ δικονομική λειτουργία του ειδικού σημειώματος της αρμοδίας φορολογικής αρχής που η διάταξη αυτή προβλέπει.

Επειδή, ειδικότερα, με το άρθρο 22 του προαναφερθέντος ν. 3900/2010 προστέθηκε στο άρθρο 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/99, ΦΕΚ Α΄ 97) παράγραφος 3, που έχει ως εξής: «Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου
της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του».

7. Επειδή, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, η θεσπισθείσα με αυτήν για πρώτη φορά υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως, για την απόδειξη συνδρομής της οποίας προβλέπεται ειδικώς η έκδοση από την αρμοδία φορολογική ή τελωνειακή αρχή, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του εκκαλούντος, σημειώματος με το οποίο, αφ’ ενός, προσδιορίζεται το καταβλητέο από τον εκκαλούντα ποσό βάσει της πρωτόδικης αποφάσεως και, αφ’ ετέρου, βεβαιώνεται η καταβολή του. Εν όψει, όμως, αυτού, εφ’ όσον η διάταξη θεσπίζει απαράδεκτο ενδίκου μέσου, είναι στενώς, ως εκ της φύσεώς της, ερμηνευτέα. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η κατ’ εφαρμογή της απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης, αν δεν βεβαιώνεται στην απόφαση του κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου ότι δεν προσκομίσθηκε από ένα των διαδίκων, τον φορολογούμενο ή και την φορολογική αρχή, το ειδικό σημείωμα που η ανωτέρω διάταξη απαιτεί προς απόδειξη της
καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει.

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με το υπ’ αριθμ. 12/3.6.2005 φύλλο ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, καταλογίσθηκε εις βάρος της δημοτικής επιχειρήσεως με την επωνυμία «………..», εν όψει μεταβιβάσεως σ’ αυτήν ακινήτου κειμένου στο Μαρούσι Αττικής, κύριος φόρος ποσού 83.102,83 ευρώ, δημοτικός φόρος ποσού 2.493,08 ευρώ και πρόσθετος φόρος ποσού 114.681,90 ευρώ λόγω ανακριβείας της δηλώσεως. Η ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία, η οποία, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, προήλθε από τροποποίηση του καταστατικού της ως άνω δημοτικής επιχειρήσεως, μεταξύ άλλων, και ως προς την επωνυμία της, κατά την οποία διατηρήθηκε η νομική προσωπικότητα της ανώνυμης εταιρίας (βλ. ανακοίνωση καταχωρήσεως σχετικά με την από 10.9.2002 απόφαση της έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της και την υπ’ αριθμ. ΕΜ 14852/2002 εγκριτική απόφαση της Νομάρχου Αθηνών, στο Φ.Ε.Κ. 9488/16.9.2002, τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), προσέφυγε κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο την απέρριψε με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 1058/2012 απόφασή του. Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως η αναιρεσείουσα εταιρία άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η δια της παρ. 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που προστέθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010) επιβολή «και δευτέρου παραβόλου συζήτησης της έφεσης», ανερχομένου σε ποσοστό 50% επί του οφειλομένου κυρίου φόρου, χωρίς ανώτατο όριο (οροφή), αντιβαίνει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, παράλληλα, όμως, με το από 26.3.2013 επί της εφέσεως υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε, σύμφωνα με την σχετική επί του σώματος αυτού σημείωση της Γραμματέως στις 28.3.2013, πριν από την συζήτηση της εφέσεως, η οποία έγινε κατά την ορισθείσα πρώτη δικάσιμο της 1.4.2013, ανέφερε ότι «προσκομίζεται το με αριθμό πρωτ. Δ4/19.03.13 Ειδικό Σημείωμα καταβολής φόρου (άρθρ. 22 ν. 3900/2010) της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, από το οποίο προκύπτει ότι καταβλήθηκε το 50% του κυρίου φόρου με βάση την υπ’ αριθμ. 1058/12 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών». Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, το ως άνω δικαστήριο, δεχθέν εν πρώτοις ότι η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 δεν αντίκειται στην παρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος και στην παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., έκρινε περαιτέρω ως εξής: «Ενόψει τούτου [του αβασίμου του ισχυρισμού περί ανισχύρου της παρ. 3 του άρθρου 93 του ΚΔΔ], η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της μη καταβολής ποσοστού 50% του οφειλόμενου σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση κύριου φόρου και με δεδομένο ότι δεν έχει ανασταλεί με απόφαση του Δικαστηρίου η εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 209A του Κ.Δ.Δ.».

9. Επειδή, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 93 παρ.3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας «λόγω της μη καταβολής ποσοστού 50% του οφειλόμενου … κύριου φόρου» δίχως, όμως, να βεβαιώνει την διαπίστωση ελλείψεως του προβλεπομένου από την ανωτέρω διάταξη ειδικού σημειώματος, παρόλο, μάλιστα, που αντιθέτως, κατά τα ανωτέρω, του είχε επισημανθεί η ύπαρξή του. Για τον λόγο αυτό βασίμως προβαλλόμενο με την κρινομένη αίτηση, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση, αποβαίνει δε αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3215/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και
παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρίας που ανέρχεται στο ποσό
των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια
συνεδρίαση της 3ης Ιουνίου 2014.

Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *