Με τις διατάξεις των άρθ. 53 έως 58 Ν 4055/2012 θεσμοθετήθηκε ως νέο ένδικο βοήθημα η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της
εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά του Ελληνικού
Δημοσίου. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση
της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση επιδίκασης υπέρ της αιτούσας χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, που υπέστη λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας δίκης, η οποία άρχισε με την εκ μέρους της κατάθεση αιτήσεως ακυρώσεως κατ΄ αποφάσεως, με την οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα έκταση, φερoμένης ιδιοκτησίας της και διήρκεσε εννέα έτη και τρεις μήνες για έναν βαθμό δικαιοδοσίας. Το Δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της αιτούσας σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λαμβανομένης ωστόσο υπ΄ όψη της προκύπτουσας από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώσης του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι απότοκη του σοβαρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτου, περιόρισε την επιδικασθείσα στην αιτούσα δίκαιη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη στο ποσό των 3.600 ευρώ, αντί του ποσού των 300.000 ευρώ, που ζητούσε η αιτούσα με την αίτησή της.

 

Προεδρεύουσα: Α. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Σ. Μαυρογιάννης, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η επιδίκαση υπέρ της αιτούσης χρηματικού ποσού ύψους 300.000 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία άρχισε με την κατάθεση από την ήδη αιτούσα αιτήσεως ακυρώσεως κατά της …/5.6.2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδος, με την οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα έκταση 12,974 στρ., φερoμένη ως ανήκουσα στην αιτούσα, στη θέση Α Ν. Αιτωλοακαρνανίας και περατώθηκε με τη δημοσίευση της 4839/2012 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Επειδή με τις διατάξεις των άρθ. 53 έως 58 Ν 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51) θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, για την άσκηση δε αυτής προεβλέφθη η καταβολή παραβόλου ύψους 200 ευρώ. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), απαριθμούνται στο άρθ. 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν ειδικότερα στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλ. τη σημασία της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθ. 57 Ν 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια. Στο πρώτο στάδιο το δικαστήριο αποφαίνεται, αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθ. 57 του ανωτέρω νόμου. Εφ΄ όσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ΄ όψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό -πλην μαχητό- τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. ΕΔΔΑ Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφ. της 21.10.2010, σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας, απόφ. της 29.3.2006, σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας, απόφ. της 29.3.2006, σκ. 204), αποφαίνεται σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν αντιθέτως μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. ΕΔΔΑ Αναστασιάδης κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφ. της 18.4.2013, σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος, απόφ. της 18.4.2013, σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος, απόφ. της 10.2.2005, σκ. 34, Αθανασιάδης κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφ. της 28.4.2005, σκ. 27, Αγαθός κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφ. της 23.9.2004, σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφ. της 15.7.2004, σκ. 35). Εάν κατά το δεύτερο στάδιο το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφ΄ ενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού λαμβάνοντας ιδίως υπ΄ όψη τη χρονική περίοδο, που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως καθώς και την ενδεχομένη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία και αφ΄ ετέρου στην επιβολή σε βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερομένου άρθ. 57 Ν 4055/2012 (βλ. ΣτΕ Γ΄ Μονομελές 4467/2012, Δ΄ Μονομελές 1, 1856/2013, πρβλ. και την από 1.10.2013 επί του παραδεκτού απόφαση ΕΔΔΑ, Τεχνική Ολυμπιακή ΑΕ κατά Ελλάδος (αριθ. προσφ. 40547/2010).

4. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 1.9.2003 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία κατατέθηκε την 1.9.2003 (…/2003), η αιτούσα είχε ζητήσει την ακύρωση της …/5.6.2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Δυτ. Ελλάδος (ΦΕΚ Δ΄ …/2.7.2003), με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση 12,974 στρ. στη θέση Α Δήμου Β Ν. Αιτωλοακαρνανίας, η οποία φέρεται ότι ανήκει στην αιτούσα. Η υπόθεση εισήχθη, λόγω αρμοδιότητας, στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας και η εκδίκασή της προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15.12.2004, οπότε και αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως διαδοχικά για τις δικασίμους των 30.11.2005, 10.5.2006, 7.3.2007 και 19.9.2007. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε λόγω εκλογών για την 28.5.2008 και κατόπιν αυτεπαγγέλτως για τις δικασίμους των 17.9.2008, 12.11.2008, 28.1.2009, 18.2.2009 και 1.4.2009. Την 13.5.2009 συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον του Ε΄ Τμήματος, έγινε διάσκεψη της υποθέσεως την 27.5.2009 και δημοσιεύθηκε η ακυρωτική 4839/2012 απόφαση του Τμήματος την 12.12.2012. Με την απόφαση αυτή η πράξη αναδάσωσης ακυρώθηκε ως πλημμελώς αιτιολογημένη και η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ηλεκτρονικά βιβλία του Δικαστηρίου, την 23.11.2004 παρελήφθη ο φάκελος της Διοικήσεως (…/2004), ενώ την 19.5.2009 η ήδη αιτούσα κατέθεσε το …/2009 υπόμνημα με συνημμένα έγγραφα ενώπιον του Ε΄ Τμήματος, τα οποία συνεκτιμήθηκαν κατά την έκδοση της αποφάσεως. Η διαδικασία καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως ολοκληρώθηκε την 15.2.2013, οπότε ήταν δυνατή η χορήγηση επικυρωμένου αντιγράφου.

5. Επειδή η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψη, προκειμένου να κριθεί, αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην κρινομένη περίπτωση, άρχισε την 1.9.2003, με την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως και έληξε στις 12.12.2012, με τη δημοσίευση της 4839/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου. Η διαδικασία διήρκεσε επομένως εννέα έτη και τρεις μήνες για έναν βαθμό δικαιοδοσίας.

6. Επειδή η αιτούσα προβάλλει ότι ο χρόνος, που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υποθέσεως υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, χωρίς υπαιτιότητά της καθώς δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο την αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως. Η αιτούσα περαιτέρω θεωρεί ότι η επίμαχη υπόθεση δεν παρουσίαζε κάποια ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία καθώς είχαν προσκομισθεί τίτλοι ιδιοκτησίας από το 1872 μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της διαφοράς, ότι προέκυπτε συνεπώς ανενδοιάστως ότι η κρίσιμη έκταση ήταν ιδιωτική και αγροτική. Σε σχέση με τη σημασία (διακύβευμα) της επίμαχης διαφοράς ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι ετίθετο ζήτημα δυνατότητας εκμετάλλευσης της περιουσίας της, δοθέντος ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας αδυνατούσε να καλλιεργήσει την επίδικη έκταση. Προβάλλει δε ότι η εν λόγω καθυστέρηση προκάλεσε σε αυτήν ηθική και υλική βλάβη καθώς «με την αγορά του ευρύτερου ακινήτου, μέρος του οποίου ήταν η αναδασωτέα έκταση, έκανε αίτηση και ενέταξε το ακίνητο στον αναπτυξιακό Ν 3299/2004 για μεταποίηση και εμπορία των βιολογικών γεωργικών [της] προϊόντων», ωστόσο «λόγω της καθυστερήσεως εκδόσεως της αποφάσεως του ΣτΕ … απώλεσε όλες τις πρόνοιες του ανωτέρω αναπτυξιακού Νόμου, μεταξύ αυτών και … επιδότηση … 142.000 ευρώ». Παράλληλα ότι επί δέκα έτη αμφισβητείται στα πολιτικά δικαστήρια η κυριότητά της επί της ανωτέρω εκτάσεως και ότι οι εν λόγω ζημίες θα είχαν αποφευχθεί, εάν εξεδίδετο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε εύλογο χρόνο. Συναφώς, με το από 7.10.2013 υπόμνημά της, η αιτούσα επανέρχεται ισχυριζομένη ότι η αρχική διαφορά δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία: «… διότι υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας από το 1872 …» και άλλα έγγραφα που διευκόλυναν την έκδοση απόφασης σε εύλογο χρονικό διάστημα και ότι «[η] μεγάλη καθυστέρηση της απόφασης, επέτρεψε στο Δασαρχείο Αγρινίου και στη Νομική υπηρεσία να [την] σύρουν στα δικαστήρια ως καταπατητή δημόσιας γης …» με συνακόλουθες δικαστικές αντιδικίες. Προσκομίζει δε σχετικά στοιχεία ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης έκτασης, την από 18.7.2001 έκθεση αυτοψίας, αποφάσεις του Ειρηνοδικείου και του μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, με τις οποίες ακυρώθηκε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής της αιτούσας από την επίδικη έκταση, κατηγορητήριο και την επ΄ αυτού 2857/2004 απόφαση του μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, με την οποία αθωώθηκε η αιτούσα από την κατηγορία της κατάληψης δημόσιας δασικής έκτασης καθώς και την 143/2012 απόφαση του μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, με την οποία απερρίφθη αναγνωριστική αγωγή του Δημοσίου περί αποδόσεως σε αυτό της επίδικης δασικής έκτασης. Υπό το φως των ανωτέρω ζητά να ικανοποιηθεί με χρηματικό ποσό και συγκεκριμένα με το αναφερόμενο στην υπό κρίση αίτηση, ποσό των 300.000 ευρώ.

7. Επειδή από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει κατ΄ αρχήν ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 4839/2012 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Επισημαίνεται βέβαια ότι με το υπόμνημά της της 19.5.2009 συνυπέβαλε και στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν για την επίλυση της διαφοράς (έκθεση πραγματογνωμοσύνης κ.λπ.), ωστόσο η εκ μέρους της αιτούσας κατάθεση υπομνήματος με συνυποβολή στοιχείων, σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχει η διάταξη της παρ. 2 του άρθ. 25 ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) δεν μπορεί να της καταλογισθεί ως στοιχείο που συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 4467/2012 σκ. 11, απόφ. ΕΔΔΑ της 21.2.2008, Ανώνυμος Τουριστική Εταιρία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος, σκ. 31). Εξ άλλου μία εκ των αναβολών (19.9.2007) δόθηκε λόγω διενέργειας εκλογών κατά την περίοδο της προσδιορισθείσας δικασίμου (βουλευτικές εκλογές 16.9.2007-19.9.2007), αφορά όμως πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ενώ ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι πρέπει να αφαιρεθούν από το συνολικό χρόνο που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υποθέσεως τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. αποφ. ΕΔΑΔ της 21.2.2008, Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος, της 6.4.2000, Comingersoll SA κατά Πορτογαλίας κ.ά.). Περαιτέρω, σχετικά με την πολυπλοκότητα των κριθέντων ζητημάτων επισημαίνεται ότι όσα ισχυρίζεται η αιτούσα τελούν υπό την εσφαλμένη εκδοχή ότι το αντικείμενο της δίκης αφορούσε προεχόντως στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης εκτάσεως, ενώ όπως έχει ήδη εκτεθεί, το κρίσιμο ζήτημα που επιλύθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ήταν αν η επίδικη πράξη αναδασώσεως ήταν νόμιμα αιτιολογημένη και αν η έκταση έφερε δασικό χαρακτήρα προ της φερομένης αποψιλώσεως. Και ναι μεν η υπόθεση δεν εμφάνιζε ιδιαίτερη νομική δυσχέρεια, κατά το πραγματικό της όμως μέρος παρουσίαζε ιδιαιτερότητες, εν όψει και της αντιδικίας της αιτούσης με το Δημόσιο και της αντιφατικότητας των προσκομισθέντων στοιχείων. Εξ άλλου, τα όσα η αιτούσα προβάλλει για την πρόθεσή της να εκμεταλλευθεί το επίδικο ακίνητο για μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών της προϊόντων, προβάλλονται αναποδείκτως, πέραν του ότι επανερχομένη η Διοίκηση μετά την ακυρωτική απόφαση μπορούσε και πάλι να κηρύξει την έκταση αναδασωτέα. Τέλος, ο ισχυρισμός της αιτούσης για τον αντίκτυπο της επίμαχης δίκης στην ηθική και κοινωνική της υπόσταση βασίζεται στην αυτή ως άνω εσφαλμένη εκδοχή ότι το ζήτημα της κυριότητας της εκτάσεως ήταν κρίσιμο για το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ η δίκη αφορούσε την πράξη αναδάσωσης, η δε απόφαση 143/2012 του μον. Πρωτ. Αγρινίου εκδόθηκε πριν δημοσιευθεί η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας και ανεξάρτητα από αυτή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το διακύβευμα της υποθέσεως δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την αιτούσα (πρβλ. ΕΔΔΑ απόφ. της 3.9.2013, Roduit κατά Ελβετίας). Πάντως, κατόπιν συνεκτιμήσεως όλων των ανωτέρω δεδομένων, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της αιτούσης σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.

8. Επειδή βάσει όσων έχουν ήδη εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις το Δικαστήριο, κρίνει περαιτέρω, ότι εν προκειμένω υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της ακυρωτικής δίκης, η οποία ήταν ικανή να προκαλέσει και πράγματι προκάλεσε στην αιτούσα ηθική βλάβη (λόγω ταλαιπωρίας, αβεβαιότητας και αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεώς της), για την αποκατάσταση της οποίας -με δίκαιη ικανοποίηση- δεν αρκεί η απλή διαπίστωση της παραβιάσεως του δικαιώματος της αιτούσης σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτής εύλογο χρηματικό ποσό.

9. Επειδή η θέσπιση με τον Ν 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για τη δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση στον αιτούντα με την παρούσα απόφαση χρηματικού ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφ΄ όσον το ποσό που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως (βλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας, απόφ. της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας). Συνεπώς συνεκτιμάται η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτους λόγω εκτοξεύσεως, σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος.

10. Επειδή με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως και λαμβάνοντας επίσης υπ΄ όψη την προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι απότοκη του σοβαρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτους (πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας και της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας), κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των 3.600 ευρώ, για ηθική βλάβη, ακολούθως δε να αποδοθεί στην αιτούσα το κατατεθέν παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει αίτηση

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *