ΙΚΑ και επιβολή προστίμου για τη μη καταχώριση ή μη εμπρόθεσμη καταχώριση νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο ειδικό βιβλίο. Η οικεία ΠΕΠΑΕ εκδίδεται και το πρόστιμο επιβάλλεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του υπόχρεου εργοδότη, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεν απαιτείται η τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης του εργοδότη. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά υπό την ισχύ του ν. 3772/2009, διότι υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του ΣτΕ. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθ. 2475/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών).

Αριθμός 423/2016

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Σ. Μαρκάτης, Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλοι, Χ. Χαραλαμπίδη, Μ. Κρανίτη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.

Για να δικάσει την από 10 Μαΐου 2010 αίτηση:

του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την Παναγιώτα Παρασκευοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ” και ήδη «Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας 50), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ευγενία Δημητροπούλου (Α.Μ. 21464), που την διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2475/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Κρανίτη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρου 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄31), ζητείται η αναίρεση της ανέκκλητης λόγω ποσού 2475/2009 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία, αφού έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων» και ήδη «Οργανισμός Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων» (βλ. σχετικώς 1302/14.11.2011 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, ΦΕΚ 2784, τεύχος Β΄ και 14660/13681/2.4.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής , ΦΕΚ 1005, Τεύχος Β΄-ΣτΕ 1308-9/2014) κατά της 183/23/2005 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Πλατείας Συντάγματος, απορριπτικής ένστασής του κατά της 1889/26.10.2004 πράξης επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ), ποσού 1.500 ευρώ, ακυρώθηκε η ως άνω πράξη της Τ.Δ.Ε. και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος, προκειμένου με πρωτοβουλία αυτού, να διενεργηθούν τα δέοντα αναφορικά με την τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης του αναιρεσίβλητου νομικού προσώπου κατ’ άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

2. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Σε βάρος του αναιρεσίβλητου Οργανισμού εκδόθηκε η 1889/26.10.2004 Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ) του Υποκαταστήματος Πλατείας Συντάγματος, συνολικού ποσού 1.500 ευρώ, λόγω μη καταχώρησης στο Ειδικό Βιβλίο Νεοπροσλαμβανόμενων Μισθωτών των τριών αναφερομένων στην καταλογιστική αυτή πράξη εργαζομένων. Ενσταση του αναιρεσίβλητου Οργανισμού κατά της πράξης αυτής απορρίφθηκε με την 183/23/2005 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος. Προσφυγή του Οργανισμού κατά της απόφασης αυτής της Τ.Δ.Ε. έγινε δεκτή με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας υποχρέωση της Διοίκησης να καλεί σε προηγούμενη ακρόαση τον διοικούμενο πριν την έκδοση δυσμενούς γι’ αυτόν διοικητικής πράξης υφίσταται και στην περίπτωση που επίκειται η έκδοση σε βάρος του Π.Ε.Π.Α.Ε., η υποχρέωση δε αυτή υφίσταται ακόμη και όταν κατά της μέλλουσας να εκδοθεί διοικητικής πράξης προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής (ειδικής ή ενδικοφανούς). Περαιτέρω, κατά το δικάσαν δικαστήριο, η κλήση αυτή του διοικουμένου σε προηγούμενη ακρόαση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της διοικητικής πράξης, η παράλειψη τήρησης του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της διοικητικής πράξης, εκτός εάν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Έκρινε δε περαιτέρω το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το ερειδόμενο επί των ανωτέρω διατάξεων δικαίωμα του διοικούμενου να καλείται να εκθέσει τις απόψεις του πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν διοικητικής πράξης υφίσταται και στην περίπτωση έκδοσης καταλογιστικής πράξης από τα όργανα του Ι.Κ.Α., λαμβανομένου υπόψη ότι ούτε στον Κανονισμό Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. ούτε στον α.ν. 1846/1951 υφίστανται ειδικές διατάξεις που να ρυθμίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού και ότι η προβλεπόμενη στη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. ενδικοφανής προσφυγή δεν υποκαθιστά την υποχρέωση του Ιδρύματος να τηρεί τον ουσιώδη τύπο της προηγούμενης ακρόασης στο πλαίσιο της οποίας ο θιγόμενος από την επιβολή του εν λόγω προστίμου εργοδότης μπορεί να υποβάλει στοιχεία και να παραθέσει απόψεις και να αναπτύξει ουσιαστικούς ισχυρισμούς ικανούς να αναμορφώσουν τα στοιχεία και δεδομένα της ασφαλιστικής σχέσης. Ακολούθως, το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού έλαβε υπόψη του ότι πριν την έκδοση της ένδικης Π.Ε.Π.Α.Ε. δεν κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός να εκθέσει τις απόψεις του, καθώς και ότι ούτε το αναιρεσείον Ίδρυμα επικαλέστηκε ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι συνέτρεχε ειδικός λόγος παράλειψης τήρησης του τύπου αυτού (ανάγκη άμεσης έκδοσης της πράξης για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος), έκρινε ότι δεν τηρήθηκε ο ουσιώδης τύπος της διαδικασίας εκδόσεως της καταλογιστικής αυτής πράξης και για το λόγο αυτό, ο οποίος, κατά την κρίση του δικαστηρίου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, δέχτηκε την προσφυγή, ακύρωσε την προσβληθείσα με αυτήν πράξη της Τ.Δ.Ε. και ανέπεμψε την υπόθεση στον Διευθυντή του ανωτέρω Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α., για την τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της Π.Ε.Π.Α.Ε..

3. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και πριν την αντικατάσταση της ίδιας παραγράφου (3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989) με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, Α΄ 213 (που άρχισε να ισχύει από 1.1.2011, βλ. άρθρο 70 αυτού), ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. … Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων…». Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 10.7.2009 (βλ. άρθρο 51 αυτού) ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις» και, επομένως, καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως. Επειδή, σύμφωνα δε με το άρθρο 51 του ιδίου νόμου, η ισχύς αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009), εκτός αν στις επιμέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά. Με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες καταλαμβάνουν όσες αιτήσεις αναιρέσεως ασκούνται μετά την ως άνω ημερομηνία (10.7.2009) (Σ.τ.Ε. 3323-6, 3475- 6/2011 Ολομ., 4239/2011), θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως όσον αφορά τις υποθέσεις, στις οποίες το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ και, περαιτέρω, ως εξαίρεση, το παραδεκτό, εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ, υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, προς άρση του ανωτέρω απαραδέκτου, ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση, προς την οποία υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης ως προς αυτό καθ’ εαυτό το νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, και όχι κάποιο παραπλήσιο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει αντίθεση, όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού της απόφασης αιτιολογίες της (Σ.τ.Ε. 3475/2011 Ολομ., 41-42/2014, 1308-09/2014).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 12.5.2010, ήτοι υπό την ισχύ του ν. 3772/2009 και αφορά διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που ανέκυψε από την έκδοση πράξης επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 9 εδ. στ΄ του Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48/12.2.2004), λόγω παράλειψης καταχώρισης στο τηρούμενο από τον αναιρεσίβλητο Οργανισμό ειδικό βιβλίο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού τριών εργαζομένων, όπως δε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το αμφισβητούμενο κατ’ αναίρεση ποσό, ανερχόμενο στο ύψος των 1.500 ευρώ, υπολείπεται του θεσπισθέντος με τις ανωτέρω διατάξεις ορίου των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου ήταν ακυρωτέα, αφού έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη ότι δεν τηρήθηκε πριν από την έκδοση της πράξης αυτής ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας η κλήση του αναιρεσίβλητου σε ακρόαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), χωρίς η παράλειψη τήρησης της διαδικασίας ακρόασης να μπορεί να καλυφθεί με την άσκηση εκ μέρους του αναιρεσίβλητου ενδικοφανούς προσφυγής (ένστασης) κατά της εν λόγω Π.Ε.Π.Α.Ε. Εν προκειμένω, με την αίτηση αυτή αμφισβητείται η ορθότητα της ως άνω κρίσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προβάλλεται δε, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του α.ν. 1846/1951, η μη αναγραφή εργαζομένων στο Ειδικό Βιβλίο Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού αποτελεί τυπική παράβαση επισύρουσα πρόστιμο ανεξαρτήτως της υποκειμενικής συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να μην επιβάλλεται η ακρόαση του τελευταίου πριν την έκδοση ΠΕΠΑΕ, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Εξάλλου, ενόψει του χαμηλού ποσού της διαφοράς και προς άρση του απαραδέκτου που συνεπάγεται αυτό, το αναιρεσείον Ίδρυμα προβάλλει ότι η υπό κρίση υπόθεση άγεται παραδεκτώς κατ’ αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ισχυριζόμενο, μεταξύ άλλων, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ζήτημα που τίθεται με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης τελεί σε αντίθεση προς την 162/2009 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης πράξεων επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων η προηγούμενη κλήση του εργοδότη σε ακρόαση.

5. Επειδή, με την 162/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι το πρόστιμο του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997, το οποίο προβλέπεται για τη μη καταχώριση ή μη εμπρόθεσμη καταχώριση νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο προς τούτο ειδικό βιβλίο, επιβάλλεται μόλις διαπιστωθούν οι πιο πάνω τυπικές παραβάσεις και ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του υπόχρεου εργοδότη και ότι στην περίπτωση έκδοσης της εν λόγω πράξης επιβολής προστίμου δεν είναι αναγκαία κατά τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας η τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης του εργοδότη. Και ναι μεν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε επί Π.Ε.Π.Α.Ε. εκδοθείσας υπό την ισχύ του άρθρο 10 του ν. 3232/2004, πλην, όμως, με τις διατάξεις του ν. 3232/2004 δεν επήλθε καμία μεταβολή σε σχέση με τις αρχικές ρυθμίσεις του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, όσον αφορά την ως άνω εργοδοτική υποχρέωση της άμεσης καταχώρισης των μισθωτών μετά την πρόσληψή τους και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία στο ειδικό βιβλίο και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και την ως άνω 162/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 41-42/2014, 1308-9/2014). Με τα δεδομένα αυτά, όπως το αναιρεσείον Ίδρυμα βασίμως προβάλλει, συντρέχει περίπτωση αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για αυτό καθ’ εαυτό το εν προκειμένω τιθέμενο, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υποθέσεως, η αντίθεση δε αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού της απόφασης αιτιολογίες της. Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης β΄ του τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτώς από την άποψη αυτή και είναι εξεταστέα περαιτέρω.

6. Επειδή, το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Περαιτέρω, με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ρυθμίζεται, όπως αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση, η άσκηση του ως άνω συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος, ειδικότερα δε στην παράγραφο 1 το εν λόγω άρθρο 6, το οποίο επιγράφεται «προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου», προβλέπει ότι οι «διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα», ενώ με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου τούτου καθορίζεται η διαδικασία ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος. Από την διατύπωση της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας («κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του προσώπου»), αλλά και από την εισηγητική έκθεση του ν. 2690/1999, συνάγεται ότι το εύρος εφαρμογής της διατάξεως αυτής συμπίπτει με εκείνο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος. Επομένως, η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως ακριβώς και η προμνησθείσα συνταγματική διάταξη, δεν έχει έδαφος εφαρμογής σε περιπτώσεις δυσμενών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει αντικειμενικών προϋποθέσεων, ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του προσώπου του οποίου τα συμφέροντα θίγουν (Σ.τ.Ε. 162/2009, 1505/2010 7μ., 41-42/2014, 1308-9/2014).

7. Επειδή, ενόψει του κατά τα ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του Α.Ν. 1846/1951, τόσο πριν όσο και μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004, για την επιβολή του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές προστίμου αρκεί η διαπίστωση των τυπικών παραβάσεων της μη καταχώρισης ή της μη εμπρόθεσμης καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο προς τούτο ειδικό βιβλίο, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του υπόχρεου εργοδότη και ανεξαρτήτως τυχόν τήρησης των λοιπών υποχρεώσεών του ως προς τους μισθωτούς αυτούς, οι οποίες απορρέουν από τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. (βλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 1505/2010 7μ., 41-42/2014, 1308-9/2014).

8. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη και έβδομη σκέψη, κατά την έκδοση της Π.Ε.Π.Α.Ε. δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εφόσον το επίδικο πρόστιμο επιβάλλεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, ύστερα, δηλαδή, από τη διαπίστωση της μη καταχώρισης ή της πλημμελούς καταχώρισης των μισθωτών στο ειδικό έντυπο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εργοδότη ή της εκ μέρους του τήρησης των λοιπών υποχρεώσεων που του επιβάλλονται εκ του νόμου ως προς την ασφαλιστική τακτοποίηση των μισθωτών του. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του αν η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας αποτελεί ζήτημα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο από τα δικαστήρια της ουσίας κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή όχι, μη νομίμως έκρινε το δικάσαν πρωτοδικείο ότι η ένδικη Π.Ε.Π.Α.Ε. ήταν ακυρωτέα ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας της προηγούμενης ακρόασης του θιγόμενου εργοδότη, προεχόντως διότι για την έκδοση της πράξης αυτής δεν απαιτείτο εκ του Συντάγματος ή εκ του νόμου η τήρηση του τύπου αυτού και άρα δεν ετίθετο ζήτημα παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (ΣτΕ 41-42/2014). Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 2475/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο «Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων» τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2014

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Α. Γκότσης Β. Κατσιώνη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας

Α. Καλογεροπούλου Β. Κατσιώνη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ……………………………………….

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *