Η απόφαση του δασάρχη και των οικείων Επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα εκτάσεως ως δάσους ή δασικής πρέπει να είναι ειδικώς
αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του
δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την
ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους
βλαστήσεως, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφ΄ όσον υπάρχει η οργανική αυτή ενότητα, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος. Το άρθ. 14 παρ. 3 Ν 998/1979 παρέχει μεν την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία προς διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της υφισταμένης καταστάσεως εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου της διαδικασίας, τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα της οποίας επομένως επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας.

 

Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου, Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Κ. Βαρδακαστάνης, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της αποφάσεως …/27.1.2005 της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθ΄ ο μέρος με αυτήν τμήμα εμβαδού 300 τ.μ., εκτάσεως 2.700 τ.μ., κειμένης στη θέση Β του Δημοτικού Διαμερίσματος Χανιώτη Δήμου Παλλήνης Ν. Χαλκιδικής, χαρακτηρίσθηκε τελικά ως δάσος του άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. […] [4]

5. […] Από τις διατάξεις αυτές [5] προκύπτει ότι η απόφαση του δασάρχη και των οικείων Επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή μη, που εκδίδεται με τη σύμπραξη του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 3944/2009, 2959/2006, 2997/2003 κ.ά.). Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς, η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλαστήσεως, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφ΄ όσον υπάρχει η οργανική αυτή ενότητα, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος (βλ. ΑΕΔ 27/1999, ΣτΕ 4247/2009, 885/2008, 1554/2007, 2705/2006 κ.ά.).

6. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει του …/17.2.1971 συμβολαίου του συμβολαιογράφου … ο αποβιώσας Χ αγόρασε από τον Ψ έκταση εμβαδού 2.700 τ.μ. στη θέση Β του δημόσιου δάσους Χανιώτη Χαλκιδικής, αποτελούσα τμήμα μείζονος εκτάσεως εμβαδού 4.050 τ.μ., η οποία είχε παραχωρηθεί στον Ψ με τον …/14.4.1967 οριστικό τίτλο του Δασαρχείου Κασσάνδρας προς μόνιμη γεωργική καλλιέργεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 857/1937. Με την από 7.6.1999 αίτησή του προς το Δασαρχείο Κασσάνδρας, ο αιτών ζήτησε τον χαρακτηρισμό εκτάσεως εμβαδού 2.310 τ.μ., η οποία αποτελεί τμήμα της ανωτέρω εκτάσεως των 2.700 τ.μ., μετά την απαλλοτρίωση τμήματος της τελευταίας για τη διάνοιξη επαρχιακής οδού. Με την απόφαση …/20.9.1999 του Δασάρχη Κασσάνδρας, η οποία εκδόθηκε μετά την από 15.6.1999 έκθεση αυτοψίας του δασολόγου … από την προς χαρακτηρισμό έκταση των 2.310 τ.μ. ένα τμήμα, εμβαδού 2.010 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως γεωργικώς καλλιεργούμενη έκταση του άρθ. 3 παρ. 6α Ν 998/1979 «για την οποία δεν επιτρέπεται η αλλαγή χρήσεως … σύμφωνα με τα άρθ. 14 ΝΔ 86/1969 και 46 του Ν 998/1979, διότι προέρχεται από παραχώρηση δασικής εκτάσεως για γεωργική καλλιέργεια», ενώ δεύτερο τμήμα, εμβαδού 300 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως δάσος, κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979, ως καλυπτόμενο από δασική βλάστηση και ειδικότερα από επτά άτομα χαλεπίου πεύκης. Αντιρρήσεις του αιτούντος κατά της πράξεως χαρακτηρισμού απερρίφθησαν με την απόφαση …/2001 της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Χαλκιδικής, η οποία επεκύρωσε την πράξη χαρακτηρισμού και έκρινε ότι το μεν τμήμα των 2.010 τ.μ. «είναι προϊόν νομίμου εκχερσώσεως σύμφωνα με τον [με] αριθ. …/1966 οριστικό τίτλο παραχώρησης», ενώ το επίδικο τμήμα των 300 τ.μ. αποτελεί δάσος του άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. Κατά της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας Επιτροπής άσκησαν αντίθετες προσφυγές αφ΄ ενός ο Δ/ντής Δασών Περιφ. Κεντρικής Μακεδονίας, ως προς το τμήμα των 2.010 τ.μ., προκειμένου αυτό να χαρακτηρισθεί ως δασική έκταση, που εκχερσώθηκε παράνομα και αφ΄ ετέρου ο αιτών, με αίτημα να χαρακτηρισθεί το τμήμα των 300 τ.μ. ως αγροτική έκταση. Η δευτεροβάθμια Επιτροπή, αφού έλαβε υπ΄ όψη τα στοιχεία του φακέλου καθώς και διενεργηθείσα από τα μέλη της αυτοψία, με την προσβαλλομένη απόφαση …/27.1.2005 απέρριψε τις ασκηθείσες προσφυγές και επεκύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, με την αιτιολογία, ως προς μεν το τμήμα των 2.010 τ.μ. ότι εκχερσώθηκε νόμιμα και αποτελεί αγροτική έκταση σύμφωνα με το άρθ. 3 παρ. 3 περ. ΙΙΙγ΄ Ν 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 1 παρ. 1 Ν 3208/2003), ως προς δε το επίδικο τμήμα των 300 τ.μ. ότι αυτό: «… παρέμεινε δάσος πεύκης, με συγκόμωση 0.80, δεν έχει αξιοποιηθεί και δεν έχει επιτελεστεί ο σκοπός της παραχώρησής του, αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα με την όμορη, ίδια φυτοκοινωνίας έκταση και βρίσκεται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση με το όμορο δασικό σύστημα». Τέλος, όπως προκύπτει από το έγγραφο …/1.12.2010 του Δασαρχείου Κασσάνδρας προς το Δικαστήριο, η επίδικη έκταση έχει μορφή δάσους στις αεροφωτογραφίες των ετών 1960, 1980, 1996, 2006 και 2009, η δε ευρύτερη περιοχή πέριξ αυτής, εμβαδού 50.104,8 στρ., κάηκε σε πυρκαγιά της 21.8.2006 και κηρύχθηκε αναδασωτέα με την απόφαση …/15.9.2006 του Γεν. Γραμματέα Περιφ. Κεντρικής Μακεδονίας (ΦΕΚ Δ΄ …), πλην η επίδικη έκταση και τα φυόμενα σε αυτήν πεύκα δεν εθίγησαν από την πυρκαγιά. Εξ άλλου, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, στον προσωρινό κτηματολογικό χάρτη της Κοινότητας Χανιώτη η επίδικη έκταση καταγράφεται ως τμήμα εκτάσεως εμβαδού 7.475.260 τ.μ., με κωδ. αριθ. κτήματος … η οποία εμφανίζεται στις αεροφωτογραφίες έτους 1945 ως δασική έκταση και χαρακτηρίζεται ως δημόσια δασική έκταση.

7. Επειδή το άρθ. 14 παρ. 3 Ν 998/1979 παρέχει μεν την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της «υφισταμένης καταστάσεως» της εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου της διαδικασίας, τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα της οποίας επομένως επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας (ΣτΕ 2696/2007, 2997/2003 κ.ά.). Εν όψει τούτων νομίμως η προσβαλλομένη απόφαση, προς αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού της επίδικης εκτάσεως ως δασικής, παραπέμπει και σε σχετική «αυτοψία» των μελών της Επιτροπής, οι δε λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι δεν συντάχθηκε σχετικό πρακτικό και ότι μη νομίμως δεν περιγράφονται στην προσβαλλομένη οι συνθήκες διενέργειας και οι διαπιστώσεις της αυτοψίας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

8. Επειδή προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική, διότι έχει ενταχθεί στο πολεοδομικό σχέδιο και αποτελεί οικόπεδο, έχει δε εκδοθεί υπέρ του αιτούντος η …/22.7.1998 άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας Ν. Μουδανιών της ΝΑ Χαλκιδικής για την περίφραξη της εκτάσεως των 2.310 τ.μ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η επίμαχη έκταση εμπίπτει σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως (πρβλ. ΣτΕ 3915/2005, 3685/2010, 1956/2008, 2626/2005 κ.ά.), αντιθέτως μάλιστα η ανωτέρω άδεια περιφράξεως, όπως προκύπτει από το στέλεχός της και το σχετικό από Ιουλίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα, αφορά ακίνητο «εκτός οικισμού» και εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ της 6.10.1978 (ΦΕΚ Δ΄ 538) περί δομήσεως εκτός σχεδίου.

9. Επειδή προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως δάσος κατά παράβαση της διατάξεως του άρθ. 3 παρ. 3 περ. ΙΙ Ν 998/1979, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διότι δεν έχει εμβαδόν τουλάχιστον 0,3 εκτάρια. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου, η επίδικη έκταση συνορεύει με ευρύτερη έκταση, που αποτελεί δάσος κατά τις α/φ των ετών 1960, 1980, 1996 και 2006 και με την οποία τελεί σε σχέση αλληλεξαρτήσεως, εμπίπτει δε σε ευρύτερη έκταση που είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο δάσος (πρβλ. ΣτΕ 2743/2011 κ.ά.).

10. Επειδή με τα ανωτέρω δεδομένα η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τη διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως, εφ΄ όσον βεβαιώνει ότι στην έκταση υφίσταται δασική βλάστηση αποτελούμενη από πεύκα με συγκόμωση 80%, δεν έχει δε καλλιεργηθεί ή αλλάξει μορφή μέχρι σήμερα, η αιτιολογία δε αυτή δεν παρίσταται προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται από τα εκτιθέμενα στο προαναφερθέν έγγραφο …/1.12.2010 του Δασαρχείου Κασσάνδρας, το οποίο αν και μεταγενέστερο της προσβαλλομένης πράξεως, νομίμως λαμβάνεται υπ΄ όψη ως αναφερόμενο στη μορφή της επίδικης εκτάσεως πριν τον χαρακτηρισμό (ΣτΕ 2835/2008 , 3225/2006, 2997/2003 κ.ά.) και σύμφωνα με το οποίο η επίδικη έκταση είχε την ίδια δασική μορφή στις αεροφωτογραφίες των ετών 1960, 1980, 1996, 2006 (έτος εκδηλώσεως της πυρκαγιάς της 21.8.2006) και 2009 (δηλ. και μετά την πυρκαγιά). Από τα αυτά εξ άλλου στοιχεία συνάγεται και η ύπαρξη οργανικής ενότητας των στοιχείων της δασικής βλαστήσεως της επίδικης εκτάσεως, ενώ τεκμαίρεται η συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται στον νόμο, όπως η συμβολή της δασικής εκτάσεως στη φυσική ισορροπία κ.λπ., δεν απητείτο δε πανηγυρική διαβεβαίωση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών στην προσβαλλομένη πράξη, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση (βλ. ΣτΕ 2119/2006, 2270, 3745/2004 κ.ά.). Περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι δεν βεβαιώνεται η ύπαρξη πανίδας και υπώροφης βλαστήσεως στην επίδικη έκταση, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ήσαν απαραίτητα για τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους, εφ΄ όσον πάντως διαπιστώθηκε η ύπαρξη ξυλώδους δασικής βλαστήσεως από πεύκα μεγάλης ηλικίας. Εξ άλλου, οι ισχυρισμοί ότι η επίδικη έκταση καλλιεργείτο γεωργικώς κατά το παρελθόν και ότι τα φυόμενα πεύκα ήσαν πέντε αντί επτά είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αναπόδεικτοι. Εφ΄ όσον δε η κρίση της προσβαλλομένης για τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, συμπεριλαμβανομένης και αυτοψίας, τα οποία δεν αμφισβητούνται ειδικώς, αβασίμως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπεχρεούτο να διενεργήσει περαιτέρω αυτοψία σε παρακείμενες εκτάσεις, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως της Επιτροπής για την επάρκεια των αποδείξεων και την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού είναι απαράδεκτη.

11. Επειδή επομένως η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Απορρίπτει την αίτηση

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *