-Εφόσον η δημοσιοποίηση της πράξης χαρακτηρισμού αφίσταται κατά πολύ του χρόνου της έκδοσής της, η ολοκλήρωση από τον ενδιαφερόμενο των διατυπώσεων που προβλέπονται στο νόμο για τη δημοσιότητα της πράξης χαρακτηρισμού, δεν κινεί την προθεσμία των δύο μηνών για την άσκηση αντιρρήσεων κατά της πράξης χαρακτηρισμού, καθώς απαιτείται, λόγω του διαδραμόντος χρόνου, η διαπίστωση από τον αρμόδιο δασάρχη της μορφής και του χαρακτήρα της έκτασης κατά τον χρόνο τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας και, ως εκ τούτου, οι αντιρρήσεις παραδεκτώς ασκούνται, από την άποψη της προθεσμίας, εντός ευλόγου χρόνου από τη γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης των εν λόγω διατυπώσεων.

-Ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη είναι ακυρωτέα, διότι οι αιτούντες είχαν προβάλει ενώπιον της Επιτροπής ότι οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Φωκίδας είχαν ασκηθεί χωρίς εξουσιοδότηση και ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από την δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. με απλή μνεία των ανωτέρω αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι με τις αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα εξουσιοδοτήθηκαν οι Διευθυντές Δασών των νομών της Περιφέρειας να υπογράφουν, πλην άλλων, με εντολή του τις ενδικοφανείς προσφυγές ενώπιον των οικείων Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και, επομένως, για την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού των αιτούντων δεν απαιτείτο να διαλάβει η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. ειδική αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφασή της.

-Η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. με την προσβαλλόμενη απόφασή της εκτίμησε τα στοιχεία του φακέλου καθώς και τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες.

-Αιτιολογία, η οποία μπορεί κατά τα νόμο να στηρίζεται και σε αεροφωτογραφίες που εκτιμώνται από την Επιτροπή, επιβεβαιώνεται και από το πόρισμα της αυτοψίας που περιελήφθη στο έγγραφο του Δασάρχη ʼμφισσας προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Φωκίδας, είναι νόμιμη και ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, δεν ήταν δε αναγκαία για τη νομιμότητα και πληρότητα της αιτιολογίας της δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. η αντίκρουση της έκθεσης φωτοερμηνείας που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες ή ο προσδιορισμός της ακριβούς θέσης της φυόμενης στην έκταση δασικής βλάστησης, προεχόντως, διότι η φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση προέκυψε, πέραν των άλλων, και από την αυτοψία του Δασάρχη ʼμφισσας, οι διαπιστώσεις της οποίας επιβεβαιώνονται και με το έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης το οποίο, αν και είναι μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης, λαμβάνεται παραδεκτώς υπόψη κατά το μέρος που αναφέρεται σε προγενέστερα της πράξης αυτής πραγματικά περιστατικά κατά το μέρος δηλαδή που παραπέμπει και στον ορθοφωτοχάρτη του έτους 1997.

Πρόεδρος: Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης
Δικηγόροι: Κ. Βαρδακαστάνης

Βασικές σκέψεις

Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία είχε συζητηθεί πριν από την ισχύ του ν. 3900/2010 (βλ. Σ.τ.Ε. 2279/2011) και παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση με την 4088/2014 απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, ζητείται η ακύρωση της απόφασης 2/2006 (θέμα 2ο) της Β´ δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων (εφεξής Ε.Ε.Δ.Α.) του Εφετείου Λαμίας, με την οποία, κατ’ αποδοχήν προσφυγής του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας, ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 39/2003 απόφαση της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. Ν. Φωκίδας και χαρακτηρίσθηκε ως έκταση δασικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3208/2003, έκταση εμβαδού 1214,00 τ.μ., κειμένη στη θέση «Δόκανο», στην περιφέρεια του Δ.Δ. Επταλόφου του Δήμου Παρνασσού. Με την απόφαση της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. είχαν απορριφθεί ως εκπρόθεσμες οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Φωκίδας κατά της 1834/23.4.1981 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη ʼμφισσας.
Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση απολιπομένων των αιτούντων, δεδομένου ότι αντίγραφο της 4088/2014 παραπεμπτικής απόφασης, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος της υπόθεσης η 7η Ιανουαρίου 2015, επιδόθηκε νομοτύπως στον δικηγόρο Αντ. Κουκοδήμο που είχε παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της πενταμελούς συνθέσεως.
Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι οι αιτούντες επικαλούνται εμπράγματα δικαιώματα στην προαναφερθείσα έκταση, ομοδικούν δε παραδεκτώς, διότι προβάλλουν λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί επί της ουσίας.
Επειδή, στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ορίζονται τα εξής: «1. Εάν δεν έχει καταρτισθή εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τας εν άρθρω 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ’ αίτησιν οιουδήποτε έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξις, ερειδομένη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη, δι’ αναφοράς εις την μορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τας τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφάς ως και εις παν έτερον χρήσιμον στοιχείον προς χαρακτηρισμόν της εκτάσεως. Η πράξις αύτη κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετικήν αίτησιν ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον ή δημοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα, μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφημερίδας ή εις μίαν τοπικήν και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούμεναι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομον συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή εφ’ όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρον 10 παρ. 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ’όψιν τον σχετικόν φάκελλον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήση αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4 […] 5. […]».
Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 5390/2012 7μ.), οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1979 θεσπίζουν προσωρινά, μέχρι την έγκριση του δασικού χάρτη, ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό, τόσο για την Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη συνίσταται στη διαπίστωση υφιστάμενης πραγματικής (φυσικής) κατάστασης και των τυχόν πρόσφατων αλλοιώσεών της (Σ.τ.Ε. 946/2013, 5012/2013, 3916/2007 7μ., 45/2005, 2009/2003 Ολομ., 2996/2003 κ.ά.), δεδομένου δε ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού, σε περίπτωση άσκησης των προβλεπόμενων από τον νόμο ενδικοφανών προσφυγών, ολοκληρώνεται με την απόφαση της αρμόδιας δευτεροβάθμιας επιτροπής, ως υφιστάμενη πραγματική κατάσταση για το χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη νοείται εκείνη, στην οποία βρίσκεται η έκταση αυτή κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης (Σ.τ.Ε. 3916/2007 7μ.). Εν όψει όμως της συνταγματικής προστασίας των δασών, η σχετική διαπίστωση ανάγεται και στο παρελθόν, όταν η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα οφείλεται σε καταστροφή ή παράνομη εκχέρσωση (Σ.τ.Ε. 2009/2003 Ολομ. κ.ά.). Οι κρίσεις των προβλεπόμενων στις ανωτέρω διατάξεις οργάνων, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πρέπει εν όψει των συνεπειών του χαρακτηρισμού να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες από πλευράς, ιδίως, της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάστησης, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Από τις διατάξεις εξάλλου αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας των δασών (άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3), συνάγονται τα ακόλουθα: Η διαδικασία χαρακτηρισμού κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο δασάρχη είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου ιδιώτη είτε ύστερα από παραπομπή του ζητήματος από δημόσια αρχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα. Ο δασάρχης οφείλει, δηλαδή, να εκδώσει προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, περαιτέρω δε υποχρεούται να κοινοποιήσει την απόφασή του στον ιδιώτη ή στη δημόσια αρχή που υπέβαλε τη σχετική αίτηση και να τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο. Η απόφασή του αυτή, ήδη από την έκδοσή της και την αποστολή της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι δεσμευτική, ο δε δασάρχης δεν δικαιούται πλέον να επανέλθει στην υπόθεση και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει, ακόμη και για τυπικούς λόγους, την απόφασή του, η οποία στο εξής υπόκειται σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση μόνο από τις αρμόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόμενη από τον νόμο ενδικοφανή διαδικασία. Οι έννομες όμως συνέπειες της ανωτέρω απόφασης ως προς τους τρίτους αναπτύσσονται, σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη, μόνον εφόσον και αφότου τηρηθούν όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητας, οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η απόφαση του δασάρχη και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της ενώπιον των αρμοδίων Επιτροπών (Σ.τ.Ε. 2756/1994 Ολομ.). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, θεσπίζουν διαδικασία για την έγκυρη διαπίστωση ότι ορισμένη έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα, μετά από εξέταση της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης και της πυκνότητας της φυομένης βλάστησης, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της έκτασης, των τυχόν επελθουσών αλλοιώσεων ή καταστροφών της βλάστησης, καθώς και κάθε άλλου χρήσιμου για τον χαρακτηρισμό της έκτασης στοιχείου, μετά δηλαδή από εξέταση της κρίσιμης για τον χαρακτηρισμό πραγματικής κατάστασης, συνάγεται ότι η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο και, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, έχουν ως συνέπεια να επέρχονται οι έννομες συνέπειες της απόφασης έναντι των τρίτων, πρέπει να λαμβάνει χώρα επικαίρως, δηλαδή εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της πράξης με την οποία το αρμόδιο όργανο, ήτοι ο δασάρχης και οι οικείες επιτροπές, διαπιστώνει εάν μια έκταση αποτελεί ή όχι, κατά τον χρόνο άσκησης της αρμοδιότητάς του, δασικό οικοσύστημα. Συνεπώς, μετά την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, των διατυπώσεων δημοσιότητας η πράξη χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως μη δασικής δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής, στην οποία ανακύπτει, ως προκριματικό, το ζήτημα του χαρακτήρα της έκτασης, όπως οι πολεοδομικές υπηρεσίες προκειμένου για την έκδοση οικοδομικής αδείας, μόνον εάν είναι πρόσφατη, διότι άλλως, εάν δηλαδή έχει παρέλθει μακρό χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, το περιεχόμενό της ενδέχεται να μην αντιστοιχεί προς την πραγματική κατάσταση που υφίσταται κατά την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, με τις οποίες επέρχονται πλήρως οι έννομες συνέπειες της πράξης, δεδομένου ότι στο διάστημα αυτό η πραγματική κατάσταση δεν αποκλείεται να έχει μεταβληθεί με την αύξηση του ποσοστού δασοκάλυψης ορισμένης έκτασης ή με την ανάπτυξη δασικής βλάστησης σε έκταση, η οποία είχε στο παρελθόν μη δασικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η έκταση να έχει αποκτήσει δασική μορφή επιγενομένως, μετά δηλαδή από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού της ως μη δασικής. Επομένως, αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, με την οποία ορισμένη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, δεν είναι πλέον επιτρεπτή, κατ’ αρχήν, η ολοκλήρωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας και η τυχόν τήρηση των διατυπώσεων αυτών μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου δεν έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται οι έννομες συνέπειες της πράξης έναντι άλλων αρχών ή τρίτων, ο δε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει την έκδοση νέας πράξης χαρακτηρισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1979. Η επάνοδος του δασάρχη στην περίπτωση αυτή, με την έκδοση νέας πράξης, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη ανάκληση ή τροποποίηση της προγενέστερης πράξης του, εφόσον η διαπίστωση για τον δασικό ή μη χαρακτήρα της έκτασης δεν γίνεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα του χρόνου έκδοσης της προγενέστερης πράξης χαρακτηρισμού, αλλά με βάση την υφιστάμενη κατά τον χρόνο υποβολής του νέου αιτήματος πραγματική κατάσταση (Σ.τ.Ε. 5390/2012 7μ. πρβλ. 2889/2014 7μ.). Κατ’ εξαίρεση, όμως, των ανωτέρω, εάν η αρμόδια δασική αρχή, με αφορμή την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας σε χρόνο που απέχει κατά πολύ από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού, επιληφθεί προκειμένου να διαπιστώσει τον χαρακτήρα της έκτασης και τη φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση, ιδίως με τη διενέργεια αυτοψίας ή την φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, η ενδικοφανής διαδικασία νομίμως συνεχίζεται ενώπιον των οικείων Επιτροπών, διότι στηρίζεται πλέον και στις διαπιστώσεις του αρμόδιου οργάνου (δασάρχη) περί της υφισταμένης πραγματικής κατάστασης ορισμένης έκτασης κατά τον χρόνο που οι Επιτροπές Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων ασκούν την αρμοδιότητά τους. ʼλλωστε, ενόψει και του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού της ταχείας επιλύσεως των σχετικών αμφισβητήσεων, αφενός για την εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και αφετέρου, σε περίπτωση ιδιωτικών εκτάσεων, για την αποσαφήνιση των ορίων της εξουσίας του ιδιοκτήτη, η τυπική επανάληψη της σχετικής διαδικασίας στην περίπτωση αυτή ουδέν θα προσέθετε στην ουσία της υπόθεσης και θα οδηγούσε μόνον σε πρόσθετη καθυστέρηση ολοκλήρωσης της σχετικής διαδικασίας.
Επειδή, από τις αυτές διατάξεις του ν. 998/1979, οι οποίες ερμηνεύονται παγίως, ενόψει και της συνταγματικής προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της Χώρας, κατά τρόπο ώστε να εναρμονίζεται η θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος με το συμφέρον των ενδιαφερομένων πολιτών, συνάγεται ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 προθεσμίες άσκησης ενδικοφανών προσφυγών (αντιρρήσεων κατά της πράξης χαρακτηρισμού ή προσφυγής κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α.), συνδέονται, κατά τον νόμο με την τήρηση, μέσα σε εύλογο χρόνο, των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού ή της απόφασης της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α., αντιστοίχως, αφού, όπως εκτέθηκε, η κρίση των οικείων επιτροπών συνίσταται στη διαπίστωση υφιστάμενης πραγματικής (φυσικής) κατάστασης και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα στοιχεία του φακέλου με βάση τα οποία εκδόθηκε η πράξη χαρακτηρισμού (εισήγηση, έκθεση αυτοψίας, έκθεση φωτοερμηνείας, δασικοί χάρτες κ.ά.). Κατά συνέπεια, εάν από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού έως την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, το αρμόδιο διοικητικό όργανο προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να ασκήσει αντιρρήσεις, με τις οποίες η υπόθεση άγεται ενώπιον της οικείας Επιτροπής, προς νέα κατ’ ουσίαν κρίση, δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικώς στα έγγραφα του φακέλου που συνετάγησαν κατά το απώτερο παρελθόν, αλλά οφείλει, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, να στηριχθεί στις διαπιστώσεις των δασικών οργάνων ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα της έκτασης κατά τον χρόνο της ολοκλήρωσης των διατυπώσεων δημοσιότητας, κατόπιν ιδίως αυτοψίας ή φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών. Επομένως, εφόσον η δημοσιοποίηση της πράξης χαρακτηρισμού αφίσταται κατά πολύ του χρόνου της έκδοσής της, η ολοκλήρωση από τον ενδιαφερόμενο των διατυπώσεων που προβλέπονται στο νόμο για τη δημοσιότητα της πράξης χαρακτηρισμού (βλ. Σ.τ.Ε. 2928/2012), δεν κινεί την προθεσμία των δύο μηνών για την άσκηση αντιρρήσεων κατά της πράξης χαρακτηρισμού, καθώς απαιτείται, λόγω του διαδραμόντος χρόνου, η διαπίστωση από τον αρμόδιο δασάρχη της μορφής και του χαρακτήρα της έκτασης κατά τον χρόνο τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας και, ως εκ τούτου, οι αντιρρήσεις παραδεκτώς ασκούνται, από την άποψη της προθεσμίας, εντός ευλόγου χρόνου από τη γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης των εν λόγω διατυπώσεων.
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία περιλαμβάνεται και το 63808/2075/31.10.2011 έγγραφο του Δασαρχείου ʼμφισσας με το οποίο διαβιβάσθηκαν οι απόψεις της Διοίκησης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν αιτήσεως του Α. Λ για τον χαρακτηρισμό έκτασης εμβαδού 2.338 τ.μ., κειμένης στη θέση «Δόκανο», στην περιφέρεια της Κοινότητας Επταλόφου Ν. Φωκίδας, πραγματοποιήθηκε αυτοψία από τον Προϊστάμενο του Περιφερειακού Δασικού Γραφείου Γραβιάς, οι διαπιστώσεις της οποίας περιελήφθησαν στο υπ’ αριθμ. 421/17.4.1981 έγγραφό του προς το Δασαρχείο ʼμφισσας. Στο ανωτέρω έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «… ύστερα από αυτοψία που ενεργήσαμε στη θέση “Δόκανο” περιφερείας Επταλόφου επί εκτάσεως που αναφέρεται στην από 20.3.1981 αίτηση του Α. Δ. Λ. κατοίκου Επταλόφου αναφέρουμε τα κατωτέρω: α. Η έκταση της αιτήσεως και όπως αυτή απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Α. Γ. Ζ. … με τα σημεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Α είναι γυμνή βλαστήσεως, εκτός του τμήματος που σημειώνουμε στο τοπογραφικό διάγραμμα σε απόσταση 10 μ. από το σημείο Γ΄ προς το Β και με διαστάσεις 37,00 μ, 19,00 μ. και 43,00 μ. το οποίο καλύπτεται από 13 άτομα ελάτης μεγάλης ηλικίας και αποτελεί δασική έκταση μηδέποτε καλλιεργηθείσα. β. Υπάρχουν παλαιά πεζούλια καλλιέργειας, γ. Η έκταση εφάπτεται της Επαρχιακής οδού Επταλόφου-Αραχόβης. δ. Πρόκειται περί εκτάσεως με πολλά ίχνη παλαιάς καλλιεργείας. Υποβάλλουμε όλη την αλληλογραφία μαζί με δύο μαρτυρικές καταθέσεις κατοίκων Επταλόφου και προτείνουμε την χορήγηση βεβαιώσεως της εκτάσεως εκτός του τριγώνου που σημειώνουμε στο διάγραμμα που είναι δασική έκταση καλυπτομένη από ελάτη …». Με βάση το έγγραφο αυτό εκδόθηκε η 1834/23.4.1981 βεβαίωση του Δασάρχη ʼμφισσας, σύμφωνα με την οποία η προαναφερθείσα έκταση, όπως αποτυπώνεται στο διορθωμένο τοπογραφικό διάγραμμα (Μάρτιος 1981) του μηχανικού Απ. Ζορμπά, «… δεν είναι δασική, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/79 … και δεν διαχειρίζεται σήμερα από την υπηρεσία μας. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως χέρσος αγρός …». Εξάλλου, σύμφωνα με το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την πράξη αυτή η επίμαχη έκταση αποτυπώνεται με σχήμα πολυγώνου με έξι πλευρές, η μεγαλύτερη των οποίων υπό στοιχεία Α,Β,Γ αποτελεί πρανές και συνορεύει με την επαρχιακή οδό Επταλόφου-Αραχόβης πλάτους 12 μ. οι δε υπόλοιπες πλευρές της έκτασης συνορεύουν, σύμφωνα με το διάγραμμα, με δασικές εκτάσεις. Περαιτέρω, η εξαιρούμενη δασική έκταση ελάτης, που αναφέρεται στο ως άνω 421/17.4.1981 έγγραφο, εμφαίνεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα με σχήμα ορθογωνίου περίπου τριγώνου εμβαδού 344 τ.μ. (“Δ.Δ.Ε”) στο μέσον της συνολικής έκτασης και επί της πλευράς Α, Β, Γ αυτής. Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει αν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 διατυπώσεις δημοσιότητας για την ανωτέρω «βεβαίωση» του Δασάρχη ʼμφισσας κατά το διάστημα 1981 έως 1999. Εξάλλου, στο 1948/27.6.2001 έγγραφο του Δασάρχη ʼμφισσας προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Φωκίδας, αναφέρεται ότι, με αίτηση που υποβλήθηκε στις 30.4.2001, δηλαδή μετά την πάροδο 20 περίπου ετών από την έκδοση της 1834/1981 βεβαίωσης του Δασάρχη ʼμφισσας, οι αιτούντες ενημέρωσαν το Δασαρχείο ʼμφισσας για την τήρηση και ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας της παραπάνω πράξης χαρακτηρισμού σε δύο τοπικές εφημερίδες (1.12.2000) και στον Δήμο Παρνασσού (22.2.2001) καθώς και ότι μετά την κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε αυτοψία στην έκταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τμήμα της έκτασης εμφαινόμενο στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα με στοιχεία Α-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α εμβαδού 1.124 τ.μ. έχει τη μορφή χέρσου αγρού με ήπια κλίση, έδαφος γαιώδες, επιδεκτικό καλλιέργειας, ενώ το υπόλοιπο τμήμα με στοιχεία Θ-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Ν-Λ-Κ-Ι-Θ εμβαδού 1.214 τ.μ. (2.338-1124=1.214) καλύπτεται από δασική βλάστηση ελάτης και κέδρου ή από βραχώδεις εξάρσεις, έχει ισχυρή κλίση, είναι ανεπίδεκτο οιασδήποτε μορφής καλλιέργειας κατά το παρελθόν και αποτελεί συνέχεια του παρακείμενου ελατοδάσους, χαρακτηριζόμενο από τον Δασάρχη ως δάσος. Στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει το ανωτέρω έγγραφο του Δασάρχη ʼμφισσας, η έκταση που αποτελεί χέρσο αγρό γειτνιάζει με την οδό και αποτυπώνεται προς την πλευρά Α,Β της έκτασης, ενώ η δασική έκταση αποτυπώνεται περιμετρικά του αγρού και ως συνέχεια των έναντι αυτού δασικών εκτάσεων, αλλά και της δασικής έκτασης 344 τ.μ. τριγωνικού σχήματος που αναφέρεται στο 421/17.4.1981 έγγραφο. Κατόπιν τούτου, με το ίδιο έγγραφο (1948/27.6.2001) ο Δασάρχης ʼμφισσας εισηγήθηκε την άσκηση αντιρρήσεων κατά της 1834/1981 πράξης χαρακτηρισμού ως προς το τμήμα εμβαδού 1.214 τ.μ., οι οποίες ασκήθηκαν στη συνέχεια με το 654/29.6.2001 έγγραφο του Διευθυντή Δασών του Ν. Φωκίδας, που υπογράφει με εντολή του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος. Οι αντιρρήσεις πρωτοκολλήθηκαν στο βιβλίο της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. στις 17 Ιουλίου 2001, από παραδρομή, όμως, ως ημερομηνία πρωτοκόλλου των αντιρρήσεων μνημονεύεται σε διάφορα στοιχεία του φακέλου η 17η Ιουνίου 2001. Επακολούθησε η έκδοση της 39/2003 απόφασης της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α., με την οποία απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας με την αιτιολογία ότι είχαν ασκηθεί εκπροθέσμως, κατά της απόφασης δε αυτής ο παραπάνω Διευθυντής άσκησε προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη εν προκειμένω, υπ’ αριθμ. 2/2006, απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Φωκίδας είχαν ασκηθεί εμπροθέσμως, ακυρώθηκε μετά ταύτα η απόφαση 39/2003 της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. και η έκταση εμβαδού 1.214 τ.μ. στην ανωτέρω θέση «Δόκανο» με τα στοιχεία Θ-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Ν-Λ-Κ-Ι-Θ χαρακτηρίσθηκε ομοφώνως ως δάσος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, με την αιτιολογία ότι «… η εν λόγω έκταση, τόσο από την εξέταση των Α/Φ ετών λήψης 1945 και 1970, όσο και σήμερα είναι συνέχεια του ελατοδάσους της ευρύτερης περιοχής, ευρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με αυτό και αποτελούν μια οργανική ενότητα, έχει ισχυρή κλίση 40-50%, καλύπτεται από βλάστηση κέδρων θαμνώδους μορφής και μεμονωμένων ατόμων ελάτης με ποσοστό κάλυψης κατά μέσο όρο μεγαλύτερο του 30% και δεν φέρει κανένα τεκμήριο καλλιέργειας». Τέλος, ως προς το εμπρόθεσμο ή μη των αντιρρήσεων του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας ενώπιον της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. και τη φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση στο προαναφερθέν 63808/2075/31.10.2011 έγγραφο των απόψεων του Δασαρχείου ʼμφισσας εκτίθενται τα εξής: «… Επί του εμπροθέσμου ή μη της υποβολής της προσφυγής [αντιρρήσεων] αναφέρουμε ότι η υπηρεσία μας εισηγήθηκε σαφώς εμπρόθεσμα (27.6.2001), οι αντιρρήσεις του Δ/ντή υπογράφηκαν εμπρόθεσμα (29.6.2001 ημέρα Παρασκευή) και κοινοποιήθηκαν σε εμάς την 4.7.2001 (επόμενη Τετάρτη, λογική καθυστέρηση μεσολαβούντος Σαββατοκύριακου). Η καθυστέρηση της πρωτοκόλλησης των αντιρρήσεων του Δ/ντή στην Α΄ βαθμια ΕΕΔΑ (17.7.2001, εκ παραδρομής αναφέρεται ως ημερ/νία η 17.6.2001) οφείλεται προφανώς στο ότι ο Γραμματέας της Επιτροπής ήταν Προϊστάμενος του Δασονομείου Ευπαλίου και δεν βρίσκονταν καθημερινά στην έδρα της Γραμματείας της ΕΕΔΑ […] Η επίμαχη έκταση των 1.214 τ.μ. σε καμία περίπτωση δεν ήταν ανέκαθεν αγροτική αφού όπως προκύπτει από την 1948/27.6.2001 αναφορά μας κατά το χρόνο της αυτοψίας (2001) καλύπτονταν από δασική βλάστηση ελάτης και κέδρου ή από βραχώδεις εξάρσεις, έχει ισχυρή κλίση και είναι ανεπίδεκτη οιασδήποτε μορφής καλλιέργειας. Ειδικότερα, όπως φαίνεται στον επισυναπτόμενο Ορθοφωτοχάρτη 1997 κλίμακας 1:1000 όπου έχουμε τοποθετήσει με χρήση συντεταγμένων που επικαλείται ο αιτών την επίμαχη έκταση, ακόμη και να δεχθούμε μια μικρή μετατόπιση, αυτή φαίνεται να αποτελεί δάσος ως συνέχεια του παρακείμενου ελατοδάσους και οπωσδήποτε δεν βρίσκεται εντός ευρύτερης αγροτικής περιοχής όπως ισχυρίζεται ο ιδιώτης φωτοερμηνευτής. Τέτοια περιοχή υπάρχει νοτίως της Επαρχιακής οδού Επταλόφου-Αράχωβας […]».
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α ότι οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Φωκίδας είχαν ασκηθεί εμπροθέσμως, διότι κατατέθηκαν στην Επιτροπή στις 17.7.2001 και όχι στις 17.6.2001, όπως έγινε δεκτό και ότι ακόμη και αν γίνει δεκτή ως αφετηρία κίνησης της σχετικής προθεσμίας η επομένη της ημερομηνίας κατάθεσης των στοιχείων δημοσιότητας στον Δασάρχη ʼμφισσας, και πάλι οι αντιρρήσεις ήταν εκπρόθεσμες, διότι ασκήθηκαν μετά την πάροδο 2 μηνών και 17 ημερών και ότι εν πάση περιπτώσει ο χρόνος άσκησης των αντιρρήσεων είναι ο χρόνος κατάθεσης στο πρωτόκολλο της Επιτροπής και όχι στο πρωτόκολλο της υπηρεσίας που τις ασκεί. Όπως, όμως, προκύπτει από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου και το 63808/2075/31.10.2011 έγγραφο του Δασαρχείου ʼμφισσας προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι αιτούντες ενημέρωσαν το Δασαρχείο ʼμφισσας ότι ολοκλήρωσαν τις διατυπώσεις δημοσιότητας της 1834/23.4.1981 πράξης χαρακτηρισμού στις 30.4.2001, ο δε Δασάρχης ʼμφισσας εισηγήθηκε την άσκηση αντιρρήσεων κατά της πράξης, κατόπιν αυτοψίας στην επίμαχη έκταση, με το 1948/27.6.2001 έγγραφό του προς τη Διεύθυνση Δασών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 6 και 7 νομίμως συνεχίσθηκε η διαδικασία ενώπιον των Επιτροπών, οι αντιρρήσεις δε του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας, που κατατέθηκαν στο πρωτόκολλο της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. στις 17.7.2001, ήτοι εντός ευλόγου από την ανωτέρω γνωστοποίηση χρόνου, είχαν ασκηθεί εμπροθέσμως, όπως ορθώς κρίθηκε από τη δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. με την προσβαλλόμενη απόφασή της, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως καθώς και οι συναφείς ισχυρισμοί του από 12.12.2011 υπομνήματος των αιτούντων, με τους οποίους πλήσσεται η κρίση της Επιτροπής περί της εμπρόθεσμης άσκησης των αντιρρήσεων του Διευθυντή Δασών Φωκίδας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 10 του ανωτέρω ν. 998/1979, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής: «Παρά τη έδρα εκάστου νομού συγκροτείται Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία είναι αρμοδία διά την επίλυσιν διαφορών αναφερομένων εις τον χαρακτήρα περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή εις τα όρια ταύτης. Επίσης η Επιτροπή αύτη αποφαίνεται επί παντός ετέρου θέματος παραπεμπομένου εις αυτήν κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου […]. Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ταύτης χωρεί προσφυγή ενώπιον Δευτεροβαθμίου Επιτροπής, εδρευούσης εις την έδραν του οικείου Εφετείου […]». Με την 78806/4479/27.5.1993 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (Β΄ 396) ρυθμίστηκαν διαδικαστικά θέματα σχετικά με την ενώπιον των Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων διαδικασία και τις αποφάσεις αυτών. Εξάλλου, με την απόφαση 5910/1999 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος (Β΄ 1640) ορίσθηκαν τα εξής «Εγκρίνουμε την εξακολούθηση της ισχύος όλων των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί και αναφέρονται στην μεταβίβαση στο Γενικό Διευθυντή και τους προϊσταμένους των Υπηρεσιών της Περιφέρειας, του δικαιώματος να υπογράφουν “Με εντολή Γενικού Γραμματέα”». Περαιτέρω, με την παράγραφο Γ΄ της απόφασης 6747/1997 του Γενικού Γραμματέα της αυτής Περιφέρειας, «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στους προϊσταμένους των δασικών υπηρεσιών της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος και της εξουσίας να υπογράφουν με εντολή Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος», (Β΄ 242/1998), στην οποία παραπέμπει η ως άνω απόφαση του αυτού Γενικού Γραμματέα, εξουσιοδοτήθηκαν οι Διευθυντές Δασών των νομών της Περιφέρειας να ασκούν με εντολή του Γ.Γ.Π.Σ.Ε. τις αναφερόμενες στην εν λόγω απόφαση αρμοδιότητες (αριθμ. 1 έως 154) στις οποίες περιλαμβάνονται (βλ. παράγραφο Γ΄ αριθμ. 145) και οι ενδικοφανείς προσφυγές στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 10 και 14 του ν. 998/1979 και της προαναφερθείσας απόφασης του Υφυπουργού Γεωργίας. Από τις παραπάνω αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος προκύπτει ότι στους Διευθυντές Δασών των νομών της Περιφέρειας ανατέθηκε η υπογραφή με εντολή Γενικού Γραμματέα των ενδικοφανών προσφυγών στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3220/2012, 3945/2006). Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη είναι ακυρωτέα, διότι οι αιτούντες είχαν προβάλει ενώπιον της Επιτροπής ότι οι αντιρρήσεις του Διευθυντή Δασών Φωκίδας είχαν ασκηθεί χωρίς εξουσιοδότηση και ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από την δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. με απλή μνεία των ανωτέρω αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα εξουσιοδοτήθηκαν οι Διευθυντές Δασών των νομών της Περιφέρειας να υπογράφουν, πλην άλλων, με εντολή του τις ενδικοφανείς προσφυγές ενώπιον των οικείων Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και, επομένως, για την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού των αιτούντων δεν απαιτείτο να διαλάβει η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. ειδική αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφασή της.
Επειδή, με την 32/2013 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η τεθείσα υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, με την οποία δίνονται οι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης υιοθέτησε τους αντίστοιχους ορισμούς που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Κατόπιν δε αυτού, κρίθηκε ότι είναι αντίθετες προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και την υπ’ αυτό ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση και, συνεπώς, ανίσχυρες, οι εξής ρυθμίσεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκαν, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3208/2003: α) η της περ. Ι της παρ. 3, κατά την οποία το δάσος ή η δασική έκταση αποτελείται μόνο από άγρια ξυλώδη φυτά που είναι δασοπονικά, δηλαδή δυνάμενα να παράγουν προϊόντα από τη δασοπονική του εκμετάλλευση, β) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙ της παρ. 3, κατά την οποία η έκταση ενός δάσους ή μιας δασικής έκτασης πρέπει να έχει ένα αριθμητικώς καθοριζόμενο ελάχιστο εμβαδόν (τρία στρέμματα), γ) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3, που ορίζει ότι η συγκόμωση, η κατακόρυφη δηλαδή προβολή της κόμης των επί της ανωτέρω έκτασης δασικών ειδών πρέπει να καλύπτουν το 25% αυτής και δ) των στοιχείων α΄ και β΄ του δευτέρου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, και αναλόγως του ποσοστού της συγκόμωσης, πότε μία έκταση είναι δάσος και πότε δασική (βλ. Σ.τ.Ε. 33/2013 Ολομ.).
Επειδή, εξάλλου, κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλάστησης, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής έκτασης, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή ο κύριος ρόλος του στον κύκλο του άνθρακα, η συγκράτηση των ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.λπ. Συνεπώς, ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης που περιέχεται στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979, είναι σύμφωνος με την προεκτεθείσα επιστημονική έννοια του δάσους, διότι, κατά την αληθή του έννοια το άρθρο αυτό δεν θέτει αθροιστικώς δύο προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους, αλλά μόνο μία, δηλαδή την οργανική του ενότητα, ώστε, εάν αυτή υφίσταται, έπεται κατ’ ανάγκη, πλεοναστικώς αναφερομένη στο νόμο, η συμβολή του δάσους στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου (ΑΕΔ 27/1999, Σ.τ.Ε. 4518/2009, 2895/2004, 2994/2003 κ.ά.).
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. με την προσβαλλόμενη απόφασή της εκτίμησε τα στοιχεία του φακέλου καθώς και τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες (το από 5.6.2006 υπόμνημά τους, την από 13.6.2006 παρέμβαση-προτάσεις και το από 19.7.2006 πρόσθετο υπόμνημα με φωτοερμηνεία), δέχθηκε δε ομοφώνως ότι από την εξέταση των αεροφωτογραφιών ετών λήψης 1945 και 1970 αλλά και από την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση προκύπτει ότι η επίμαχη έκταση εμβαδού 1.214 τ.μ. στην ανωτέρω θέση «Δόκανο» με τα στοιχεία Θ-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Ν-Λ-Κ-Ι-Θ αποτελεί δάσος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, διότι αποτελεί συνέχεια του ελατοδάσους της ευρύτερης περιοχής, ευρίσκεται σε αλληλεξάρτηση και αποτελεί με αυτό μια οργανική ενότητα, έχει ισχυρή κλίση 40-50%, καλύπτεται από βλάστηση κέδρων θαμνώδους μορφής και μεμονωμένων ατόμων ελάτης με ποσοστό κάλυψης κατά μέσο όρο μεγαλύτερο του 30% και δεν φέρει κανένα τεκμήριο καλλιέργειας. Η αιτιολογία αυτή, η οποία μπορεί κατά τα νόμο να στηρίζεται και σε αεροφωτογραφίες που εκτιμώνται από την Επιτροπή, επιβεβαιώνεται και από το πόρισμα της αυτοψίας που περιελήφθη στο 1948/27.6.2001 έγγραφο του Δασάρχη ʼμφισσας προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Φωκίδας, είναι νόμιμη και ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, δεν ήταν δε αναγκαία για τη νομιμότητα και πληρότητα της αιτιολογίας της δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. η αντίκρουση της έκθεσης φωτοερμηνείας που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες ή ο προσδιορισμός της ακριβούς θέσης της φυόμενης στην έκταση δασικής βλάστησης, προεχόντως, διότι η φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση προέκυψε, πέραν των άλλων, και από την αυτοψία του Δασάρχη ʼμφισσας, οι διαπιστώσεις της οποίας επιβεβαιώνονται και με το έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης το οποίο, αν και είναι μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης, λαμβάνεται παραδεκτώς υπόψη κατά το μέρος που αναφέρεται σε προγενέστερα της πράξης αυτής πραγματικά περιστατικά κατά το μέρος δηλαδή που παραπέμπει και στον ορθοφωτοχάρτη του έτους 1997 (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3185/2009, 1996/2007 κ.ά.). Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, οι δε λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ότι από την αιτιολογία της προσβαλλομένης προκύπτει ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 1 του ν. 3208/2003, για την έννοια του δάσους, αφού, όπως δέχθηκε αιτιολογημένα η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α., η επίμαχη έκταση αποτελεί οργανική ενότητα με δάσος ελάτης και καλύπτεται από βλάστηση κέδρων θαμνώδους μορφής και μεμονωμένων ατόμων ελάτης με ποσοστό κάλυψης κατά μέσο όρο μεγαλύτερο του 30%, οι ειδικότεροι ισχυρισμοί με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα ως μη νόμιμη, διότι η έκταση η οποία χαρακτηρίσθηκε με αυτήν ως δασική δεν πληροί τα κριτήρια τα οποία θέτει η ανωτέρω διάταξη (επιφάνεια τριών στρεμμάτων, ποσοστό συγκόμωσης 25% κ.ά.) είναι αβάσιμοι, δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 11, οι θέτουσες τα ανωτέρω κριτήρια διατάξεις του ν. 3208/2003 κρίθηκε ότι αντιβαίνουν προς το Σύνταγμα (Σ.τ.Ε. 33/2013 Ολομέλεια, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1160/2013). Περαιτέρω, εφόσον κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και δεν αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, η περαιτέρω αμφισβήτηση από τους αιτούντες της επάρκειας των αντίστοιχων τεχνικών κρίσεων και εκτιμήσεων της Επιτροπής και των λοιπών αρμοδίων οργάνων (δασάρχη), οι οποίοι έχουν κατά τεκμήριο την αντίστοιχη και κατάλληλη επιστημονική εκπαίδευση και κατάρτιση, εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου (Σ.τ.Ε. 3793/2011, 3457/2009 επτ., 3573/2007, 2009/2003 Ολ., 1497/2002 Ολ., 2799/2002).
Επειδή, εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται η Επιτροπή μη νομίμως δεν έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα από τους αιτούντες έκθεση φωτοερμηνείας και το περιεχόμενό της, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί, διότι στην προσβαλλόμενη απόφασή της η Επιτροπή ρητώς εκθέτει ότι έλαβε υπόψη, πλην άλλων, και τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αιτούντες.
Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 3208/2003 ορίζονται τα εξής: «2. Οι εκτάσεις των περιπτώσεων α΄, δ΄, ε΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, καθώς και οι εκτάσεις που κρίθηκαν από τις επιτροπές της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου ως μη δασικές, δεν υπάγονται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, τυχόν δε αποφάσεις με τις οποίες οι εν λόγω εκτάσεις κηρύχθηκαν αναδασωτέες ή επιβλήθηκαν διοικητικές ποινές προστίμου ή ειδικής αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 του ν. 2081/1992 […] και 45 του ν. 2145/1993 […], αντίστοιχα, αίρονται υποχρεωτικά, με πράξη του αρμόδιου οργάνου». Εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση της δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α., όπως η αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, έγινε δεκτό ότι η επίμαχη έκταση δεν φέρει ίχνη καλλιέργειας και έχει δασικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, προεχόντως, για τον λόγο αυτόν δεν ήταν εφαρμοστέες οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 3208/2003. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο πλήσσεται η νομιμότητα της προσβαλλομένης κατ’επίκληση των διατάξεων αυτών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι παρανόμως η επιτροπή δεν εξέτασε τον προβληθέντα ισχυρισμό των αιτούντων, με τον οποίο είχαν προβάλει ότι δεν μπορούσε να ανατραπεί μετά από 20 έτη η 1834/1981 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη ʼμφισσας, διότι τούτο έχει ως αποτέλεσμα να ανατρέπονται καταστάσεις που στηρίχθηκαν στην καλή πίστη των αιτούντων, οι οποίοι προέβησαν σε αγορά της έκτασης. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση η σχετική διαδικασία έκδοσης πράξης χαρακτηρισμού της έκτασης, που είχε κινήσει ο δικαιοπάροχος των αιτούντων το έτος 1981, δεν ολοκληρώθηκε με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί στις οικείες Επιτροπές η κρίση του οικείου δασικού οργάνου, αλλά συνεχίσθηκε από τους αιτούντες είκοσι έτη περίπου αργότερα. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον δεν ολοκληρώθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 διαδικασία ώστε να επέλθουν οι σχετικές έννομες συνέπειες, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων μετά από είκοσι έτη και μάλιστα μετά από πρωτοβουλία των αιτούντων, δεν προσκρούει στις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (Σ.τ.Ε. 4546/2011, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3753/2007, 5222/1996).
Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, κατ’εκτίμηση όμως των περιστάσεων οι αιτούντες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου κατά τις συζητήσεις της υπόθεσης ενώπιον της πενταμελούς συνθέσεως

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *