Διαμεσολάβηση· Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ)· οι μη γνήσιες διαφορές εκουσίας δικαιοδοσίας (όπως η αίτηση λύσης ΟΕ) είναι δεκτικές συμβιβασμού και διαιτησίας και υπάγονται σε διαμεσολάβηση· έτσι θα πρέπει και σε αυτές για το παραδεκτό της συζήτησης να προσκομίζεται στο δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης· σε περίπτωση μη προσκομιδής του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου, το δικαστήριο μπορεί να καλέσει το διάδικο να το προσκομίσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, προς συμπλήρωση της σχετικής τυπικής παράλειψης· το γεγονός ότι το έγγραφο ενημέρωσης φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της κατάθεσης της αίτησης όπως και το γεγονός ότι αυτό φέρει υπογραφή μόνο του διαδίκου και όχι του πληρεξουσίου δικηγόρου του δεν ασκούν κάποια επίδραση.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 70/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Πασχάλη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Πρωτοδικείο Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Λουκία Κοσμίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ της υπό στοιχείο α΄ αίτησης – ΚΑΘ’ ΟΥ των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεων: Σ. Γ. του Σ., κατοίκου … Δήμου Νέστου Καβάλας, με Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δ.Σ. Ξάνθης Κωνσταντίνου Μαλάκη (Α.Μ. Δ.Σ, Ξάνθης …), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεων – ΚΑΘ’ ΟΥ της υπό στοιχείο α΄ αίτησης: Θ. Γ. του Σ., κατοίκου … Δήμου Νέστου Καβάλας, με Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δ.Σ. Καβάλας Αναστάσιου Κοϊμτζίδη (Α.Μ. Δ.Σ. Καβάλας …), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο αιτών της υπό στοιχείο α΄ αίτησης ζητεί να γίνει δεκτή η ως άνω με αριθμό κατάθεσης …/29.5.2020 αίτησή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 9.6.2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ο αιτών των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεων ζητεί να γίνουν δεκτές οι ως άνω με αριθμούς κατάθεσης …/5.6.2020 και …/22.7.2020 αιτήσεις του, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι με αριθμούς κατάθεσης α) …/29.5.2020, β) …/5.6.2020 και γ) …/22.7.2020 αιτήσεις, που πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε επιπλέον και μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 283, 741 ΚΠολΔ).
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό, για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο αντίστοιχο κεφάλαιο, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρία οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου για την εταιρία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 ΑΚ. Μάλιστα κατά το άρθρο 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 περί μεταβατικών διατάξεων ο εν λόγω Νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες που – κατά την έναρξη της ισχύος του από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11.4.2012, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (άρθρο 330 παρ. 2 Ν. 4072/2012) – δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, η ομόρρυθμη εταιρία λύνεται α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξη της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, ενώ στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσης της εταιρίας. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του νέου νόμου 4072/2012 συνάγεται ότι οι λόγοι λύσης των προσωπικών εταιριών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και το επιβεβλημένο απομάκρυνσης από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών. Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας έχει πλέον απαλειφθεί ως προβλεπόμενος από το νόμο λόγος λύσης της προσωπικής εταιρίας, ισχύει όμως ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Ωστόσο, στην εκάστοτε εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσης της εταιρίας (άρθρο 259 παρ. 1 εδ. β΄ ν. 4072/2012, ως ανωτέρω), τέτοιοι δε λόγοι δεν αποκλείεται να είναι και γεγονότα που επιφέρουν άλλωστε και την έξοδο εταίρου από την εταιρία, που αφορούν σε μεταβολές στο πρόσωπο των εταίρων (όπως θάνατος ή πτώχευση εταίρου ή θέση του υπό δικαστική συμπαράσταση κλπ., κατ’ άρθρο 260 παρ. 1-2 Ν. 4072/2012) ή και η καταγγελία της εταιρίας από μέρους εταίρου. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 259, 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11.04.2012), συνάγεται ότι, κατά τα προαναφερόμενα, η ομόρρυθμη εταιρία λύεται, μεταξύ άλλων, με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου όσο και την ορισμένου χρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της διατήρησης της επιχείρησης και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθηκε άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου. Ειδικότερα γίνεται δεκτό ότι, εφόσον ο εταίρος που δεν επιθυμεί τη συνέχιση της εταιρικής συνεργασίας μπορεί να εξέλθει άμεσα από την εταιρία, χωρίς δηλαδή να απαιτείται έκδοση δικαστικής απόφασης, η αίτηση για λύση της εταιρίας πρέπει να γίνεται δεκτή μόνο ως ύστατη λύση όταν ο εταίρος αποδεικνύει ειδικό προς τούτο έννομο συμφέρον, τέτοιο που να μην είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί δια της εξόδου του ή ενδεχομένως και του αποκλεισμού άλλου εταίρου (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν.4072/2012, βλ. επίσης Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ. 2019, σελ. 155, Σ. Ψυχομάνη, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, έκδ. 2020, σελ. 157, Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, «Λύση ομόρρυθμης εταιρίας και έξοδος εταίρου κατά το Ν. 4072/2012», Αρμ. 2014. 199-209, ΑΠ 210/2017 ΕΕμπΔ 2017.350, ΜΠρΧαλκ 43/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 4842/2013 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, ο σπουδαίος λόγος που απαιτείται να συντρέχει για να απαγγελθεί η λύση της ομόρρυθμης εταιρίας έχει διαφορετικό περιεχόμενο από το σπουδαίο λόγο που απαιτείται για την έξοδο εταίρου από εταιρία ορισμένου χρόνου. Αυτός, συναρτώμενος αναγκαίως με το ειδικό έννομο συμφέρον του αιτούντος να ζητήσει τη λύση, θα πρέπει προφανώς να την καθιστά αναγκαία, είτε διότι η εταιρία δε θα είναι δυνατό εξαιτίας του να συνεχίσει την ομαλή λειτουργία της είτε διότι διαφορετικά, δηλαδή με την προβλεπόμενη δυνατότητα εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου, δε θα προστατεύονται επαρκώς τα νόμιμα συμφέροντα του αιτούντος (Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, ό.π.). Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου (για τη λύση της εταιρίας) κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος, η συνδρομή ή μη του οποίου αξιολογείται με αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. ΑΠ 459/2011 ΤΝΠ Νόμος). Η ύπαρξη του θα πρέπει πάντως να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Αυτές οι επιπτώσεις είναι απαραίτητο να παρουσιάζουν το στοιχείο της μονιμότητας και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος, πρέπει κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο λύσης της ομόρρυθμης εταιρίας είναι, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχείρησης, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, η έλλειψη συνεργασίας, οι διαφωνίες μεταξύ των εταίρων, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κλπ. και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, που έχουν ως επακόλουθο είτε την παράλυση της λειτουργίας είτε την αδυναμία της εκπλήρωσης του σκοπού της (βλ. ΑΠ 473/2019 ΕΕμπΔ 2019.799, ΑΠ 1085/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 210/2017 ΤΝΠ Νόμος). Το Δικαστήριο θα κρίνει τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων συνεκτιμώντας όλες τις ειδικές περιστάσεις, ενώ αν του υποβληθεί και αίτηση αποκλεισμού εταίρου είναι υποχρεωμένο να την εξετάσει κατά προτεραιότητα, έστω και στην ίδια απόφαση συνεκδικάζοντας την αίτηση λύσης και την αίτηση αποκλεισμού, να απορρίψει δε την πρώτη αν γίνει δεκτή η δεύτερη, διότι με τον αποκλεισμό θα εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του ή των εταίρων που τον ζητούν, θα περισωθεί, δε, και η εταιρία (βλ. Ε.Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012 «Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρίας σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρίας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου». Η ως άνω διάταξη αποσκοπεί προφανώς να υποκαταστήσει τη ρύθμιση του άρθρου 771 Α.Κ., που ισχύει επί αστικών εταιρειών και εφαρμοζόταν, μέχρι πρότινος και στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες. Με τη ρητή πλέον δυνατότητα του αποκλεισμού του εταίρου στις προσωπικές εταιρείες, επήλθε η διαφοροποίηση του νόμου κατά δύο στοιχεία. Συγκεκριμένα από τη σύγκριση των δύο διατάξεων, δηλαδή των άρθρων 774 ΑΚ και 263 Ν.4072/2012, προκύπτει η απουσία από το κείμενο της νεότερης διάταξης του άρθρου 263 Ν.4072/2012 του στοιχείου της υπαιτιότητας στο πρόσωπο του υπό αποκλεισμό εταίρου, ενώ διευρύνεται η έννοια του σπουδαίου λόγου, που μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό, καθώς το άρθρο 771 ΑΚ αξιώνει ο σπουδαίος λόγος να ανάγεται στην παράβαση των εταιρικών υποχρεώσεων του υπό αποκλεισμό εταίρου, ενώ κατά το άρθρο 263 Ν.4072/2012 απαιτείται περιστατικό που θα δικαιολογούσε την λύση της εταιρίας, κατ’ άρθρο 259 παρ. 1 δ΄ (σπουδαίος λόγος) ο οποίος να συντρέχει στο πρόσωπο του υπό αποκλεισμό εταίρου. Στη, δε, αιτιολογική έκθεση του Ν. 4072/2012 φαίνεται πως ο νομοθέτης υπολαμβάνει ότι ο αποκλεισμός του εταίρου μπορεί να χωρήσει στην περίπτωση που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει τη δικαστική λύση της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 259 παρ. 1 περ. δ΄ για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο ενός των εταίρων, οπότε παρέχεται σε αυτό η δυνατότητα, αντί της λύσης της, να αποφασίσει τον αποκλεισμό του συγκεκριμένου εταίρου μετά από αίτηση των υπολοίπων. Από το ίδιο το κείμενο όμως του άρθρου 263 ουδόλως προκύπτει ότι προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης αποκλεισμού αποτελεί η εκκρεμότητα προηγούμενης αίτησης με αντικείμενο τη λύση της εταιρίας. Είναι βεβαίως πρόδηλο ότι ο νομοθέτης θέλησε και σε αυτή την περίπτωση να αποφευχθεί η λύση, αν η εταιρία μπορεί να συνεχίσει τον παραγωγικό της βίο με τον αποκλεισμό κάποιου από τους εταίρους για σπουδαίο λόγο και συγκεκριμένα για περιστατικό αναγόμενο στο πρόσωπό του, τέτοιο που να καθιστά αδύνατη τη συνέχισή της με τη συμμετοχή του, ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή μη και υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι αυτός δεν αποχωρεί εκουσίως. Η παραπομπή στο σπουδαίο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη λύση, έγινε όπως και στην αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 771 ΑΚ, προφανώς για να παρασχεθεί στον εφαρμοστή του δικαίου ένα μέτρο σύγκρισης σχετικά με τη βαρύτητα και τη σημασία που θα πρέπει να έχει ο λόγος αυτός, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό και δε σημαίνει ότι ο σπουδαίος λόγος για τη λύση της εταιρίας και ο σπουδαίος λόγος για τον αποκλεισμό εταίρου ταυτίζονται ως έννοιες και υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ερμηνευθεί και η σχετική διάταξη (βλ. Ε.Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, ό.π.). Σκοπός, άλλωστε, της διάταξης για τον αποκλεισμό εταίρου είναι η προστασία των λοιπών εταίρων και η διατήρηση της επιχείρησης. Ο αποκλεισμός του εταίρου συνίσταται στην ακούσια έξοδό του από την εταιρία και αποτελεί αναγκαστική αποχώρησή του από αυτήν, παρά τη θέλησή του. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να υπάρχει εξάλλου όχι μόνο κατά το χρόνο άσκησης της αίτηση αλλά και κατά το χρόνο συζήτησής της. Επιπλέον, η συνέχιση της εταιρίας, με τον υπό αποκλεισμό εταίρο, λόγω της (υπαίτιας ή μη) συμπεριφοράς του θα πρέπει να είναι δυσβάστακτη για τους άλλους εταίρους, έτσι ώστε να κινδυνεύει η ομαλή λειτουργία ή η υπόστασή της. Περαιτέρω, προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αποκλεισμού εταίρου, είναι η αίτηση να έχει υποβληθεί από τους λοιπούς εταίρους. Ο αποκλεισμός μπορεί να αφορά έναν ή περισσότερους εταίρους, ερμηνεία που ίσχυε και στη μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 771 ΑΚ. Από, δε, τη διάταξη του άρθρου 263 Ν.4072/2012, σε συνδυασμό με τις λειτουργικά συναφείς διατάξεις των άρθρων 259, 264 και 267 Ν.4072/2012, υπό το πρίσμα της αρχής της διατήρησης της εταιρικής επιχείρησης, το δικαίωμα αποκλεισμού μπορεί να ασκηθεί και από τον «άλλο εταίρο» στο πλαίσιο διμελούς ομόρρυθμης εταιρίας, δοθέντος ότι μετά την εισαγωγή του θεσμού της μονοπρόσωπης ομόρρυθμης εταιρίας, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αυτή γίνεται δεκτή ανεξάρτητα από την αιτία («για οποιονδήποτε λόγο») της αποχώρησης «ενός ή περισσότερων εταίρων». Ειδικότερα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 267 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 27 του Ν.4403/2016, ΦΕΚ A΄ 125/7.7.2016), αν οι εταιρικές μερίδες συγκεντρωθούν στα χέρια ενός εταίρου ή αν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο (ακόμη και αποκλεισμό) ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνο ένας εταίρος, η εταιρία λύνεται, εφόσον μέσα σε τέσσερεις μήνες δεν δημοσιευθεί στο Γ.Ε.Μ.Η. η είσοδος νέου εταίρου. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 263 του Ν.4072/2012 δε θέτει ως στοιχείο του πραγματικού της αίτησης αποκλεισμού εταίρου επί διμελούς ομόρρυθμης εταιρίας τη ρητή μνεία της πρόθεσης ανεύρεσης νέου εταίρου για τη συνέχιση της εταιρίας (βλ. ΑΠ 473/2019 ό.π., ΑΠ 37/2019 ΕΕμπΔ 2019.802, Α. Λαμπριανίδου, «Ο αποκλεισμός του εταίρου στις διμελείς προσωπικές εταιρίες», ΕπισκΕμπΔ 2019.537-549). Έτσι, στην περίπτωση διμελούς ομόρρυθμης εταιρίας το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί την αίτηση αποκλεισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι ο σπουδαίος λόγος που καθιστά αδύνατη τη συνεργασία των εταίρων οφείλεται στον καθ’ ου, δίνοντας τη δυνατότητα στον εναπομείναντα εταίρο να συνεχίσει τη λειτουργία της εταιρίας με την ανεύρεση νέου εταίρου (ΕφΛαρ 99/2019 ΧρΙΔ 2019.292, ΕφΛαμ 7/2015 ΔΕΕ2015.621). Αν αυτό δεν συμβεί μέσα στην τετράμηνη προθεσμία, η λύση της εταιρίας θα επέλθει αυτομάτως, χωρίς να απαιτείται νέα δικαστική απόφαση. Πρέπει, πάντως, σε τέτοιες περιπτώσεις, για τον σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου να συνεκτιμάται, αναλόγως βεβαίως και των προβαλλόμενων ισχυρισμών και του αποδεικτικού υλικού, ο κίνδυνος να εκμεταλλευθεί ένας εταίρος τη δυνατότητα που του παρέχουν οι σχετικές διατάξεις, προκειμένου να θέσει εκποδών τον μέχρι τότε συνεταίρο του, στερώντας του τις απολαβές που θα του απέφερε η συμμετοχή του σε μια κερδοφόρα εταιρία στο μέλλον, στη δημιουργία της οποίας συντέλεσε σημαντικά, προκειμένου να προσλάβει στη θέση του άλλον εταίρο της αρεσκείας του με ενδεχομένως πολύ χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στα κέρδη (βλ. ΕφΘεσ 1575/2018 ΕπισκΕμπΔ 2019.80, Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 268 παρ. 2 του Ν. 4072/2012 «Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, ο εξερχόμενος ή ο αποκλειόμενος εταίρος, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 261, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.». Η, δε, αξία της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου ή αποκλεισμένου εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης του τελευταίου κατά της εταιρίας, η οποία νομιμοποιείται παθητικά προς τούτο στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου (βλ. ΕφΛαρ 161/2017 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΘεσ 570/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, τη λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια, εάν δεν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, το στάδιο της εκκαθάρισης (άρθρο 268 παρ. 1 του Ν. 4072/2012). Από δε τη λύση της τελευταίας παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων (άρθρο 777 ΑΚ) και αρχίζει η εξουσία των εκκαθαριστών (συμβατικών, νομίμων ή δικαστικών – άρθρο 778 ΑΚ), εφόσον, βέβαια, υπάρχει εκκαθαριστέα εταιρική περιουσία. Σε περίπτωση διαφωνίας, ο εκκαθαριστής, συμβατικός, νόμιμος ή δικαστικός, διορίζεται ή αντικαθίσταται από το Δικαστήριο (άρθρο 786 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), με αίτηση ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους. Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, συνιστά, μεταξύ άλλων, και η ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των εκκαθαριστών ή μεταξύ αυτών και των συνεταίρων, εξαιτίας των οποίων καθίσταται αδύνατη ή πολύ δυσχερής η πραγματοποίηση του έργου της εκκαθάρισης. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται, επίσης, και κάθε γεγονός, εκ του οποίου προκύπτει ότι η διατήρηση του εκκαθαριστή ή των εκκαθαριστών δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εκκαθάρισης και δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρίας και των εταίρων ή εκ του οποίου προκύπτει ότι η εξακολούθηση της διαχειριστικής εξουσίας του εκκαθαριστή αποβαίνει μη ανεκτή, κατά την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη, εκ μέρους των εταίρων. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει και η μεταξύ του εκκαθαριστή και κάποιου από τους συνεταίρους εχθρότητα, ακόμη και εκ λόγων ασχέτων προς την εκκαθάριση, καθώς και η δικαιολογημένη δυσπιστία ενός από τους εταίρους ως προς το πρόσωπο του εκκαθαριστή και, βέβαια, η ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των παραπάνω προσώπων ή των προσώπων, που ορίζονται από το καταστατικό ή το νόμο ως εκκαθαριστές (ΑΠ 780/2018 ΤΝΠ Νόμος).
II. Σύμφωνα με το άρθρο 283 ΚΠολΔ η παρεμπίπτουσα αγωγή ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους στο ίδιο δικαστήριο πρέπει να περιέχει μεταγενέστερη αίτηση του ενός ή του άλλου διαδίκου και μπορεί να ασκηθεί σε κάθε στάση της δίκης, και κατ’ έφεση, εκτός αν περιέχει αυτοτελή αίτηση, ενώ κατά το άρθρο 285 ΚΠολΔ τα παρεμπίπτοντα ζητήματα και οι παρεμπίπτουσες αγωγές συνεκδικάζονται με την κύρια δίκη. Κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή συνδέονται συνεπώς με το δεσμό της συνάφειας. Οι, δε, παρεμπίπτουσες αγωγές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) στις αυτοτελείς, που ερευνώνται ανεξάρτητα από τη θεμελίωση της κύριας αγωγής και πρέπει να ασκηθούν το αργότερο μέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και β) στις μη αυτοτελείς, που τείνουν απλά σε ενίσχυση και συμπλήρωση της αρχικής αγωγής (ακόμη και σε συμπλήρωση ουσιωδών ελλείψεων της κύριας αγωγής, ώστε να καταστεί αυτή ορισμένη) και μπορούν να ασκηθούν ακόμη και μετά την πρώτη συζήτηση της κύριας αγωγής σε πρώτο βαθμό και κατ’ έφεση (βλ. ΕφΠατρ 432/1971 ΕΕΝ 1973.331, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, άρθρο 283 αρ. 1-7).
III. Κατά το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του ως άνω άρθρου έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 Ν.4647/2019, ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019) «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι στη διαμεσολάβηση υπάγονται αστικές και εμπορικές διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου δεν αποσαφηνίζεται το ακριβές νοηματικό περιεχομένου του όρου «εξουσία διαθέσεως». Ωστόσο, από την αναδρομή στην Αιτιολογική Έκθεση του προγενέστερου Ν. 4512/2018 σε συνδυασμό με τη σιωπή της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4640/2019 διαφαίνεται ασφαλής η υπόθεση ότι η εξουσία διάθεσης νοείται υπό την έννοια της ελευθερίας διάθεσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ο νόμος δεν καταγράφει συνολικά σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει το στοιχείο της εξουσίας διάθεσης, πλην όμως, κατά την κρατούσα άποψη τα μέρη στερούνται εξουσίας διάθεσης όταν η συμφωνία τους αναφέρεται σε ουσιαστικές έννομες σχέσεις, οι οποίες διέπονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ανεπίδεκτες αποκλίνουσας συμβατικής ρύθμισης (βλ. Π.Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, έκδ. 2020, σελ. 150-152). Περαιτέρω, στο άρθρο 749 του ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, προβλέπεται ότι οι διατάξεις για τη διαμεσολάβηση και την απόπειρα συμβιβασμού δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η ως άνω διάταξη, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, αποτελεί απόρροια του ιδιαίτερου χαρακτήρα της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου απουσιάζει συνήθως τόσο της στοιχείο της διαφοράς όσο και η δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης του επίδικου αντικειμένου, αφού οι σχετικές υποθέσεις αποβλέπουν κατά κανόνα στην εξασφάλιση των συμφερόντων των μερών και όχι στην προστασία των υπό αμφισβήτηση δικαιωμάτων τους (βλ. Π.Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2020, άρθρο 749 παρ. 1 σελ. 401). Γίνεται, λοιπόν, δεκτό ότι οι γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς και η ένδικη προστασία παρέχεται με πράξεις διαπλαστικής ή διαπιστωτικής υφής, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση ή στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων, η δε εφαρμογή της ανωτέρω διαδικασίας υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιβληθούν τον μανδύα και τις εγγυήσεις της δικαστικής κρίσης ορισμένες σημαντικές και γενικότερου συμφέροντος υποθέσεις (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τόμος I, σελ. 87 επ.), δεν αποτελούν ιδιωτικές διαφορές, είναι ανεπίδεκτες συμβιβασμού και διαιτησίας και δεν είναι δυνατή η υπαγωγή τους σε διαμεσολάβηση. Εκτός όμως από τις γνήσιες υπάρχουν και οι μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, ήτοι ιδιωτικές διαφορές που εμφανίζουν το στοιχείο της αντιδικίας, οι οποίες είναι δεκτικές συμβιβασμού, διαιτησίας και διαμεσολάβησης. Πρόκειται κυρίως για διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης υπαγάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία για λόγους σκοπιμότητας και προς αποφυγή της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Παρά λοιπόν την απαγόρευση του άρθρου 749 ΚΠολΔ περί μη υπαγωγής στη διαμεσολάβηση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, δέον να διευκρινιστεί ότι η ανωτέρω απαγόρευση αναπτύσσει ενέργεια μόνο στις γνήσιες υποθέσεις και όχι και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, οι οποίες ενέπιπταν και στο πεδίο εφαρμογής του προγενέστερου Ν. 3898/2010 και εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 178 – 206 του Ν. 4512/2018 (βλ. σχετ. Γονίντα Κούκιο, Προβλήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από το θεσμό της διαμεσολάβησης, έκδ. 2019, σελ. 15-17, Ν. Κωνσταντινάκης, Η διαμεσολάβηση αστικών και εμπορικών διαφορών στις έννομες τάξεις των Η.Π.Α., Ε.Ε., Ελλάδας, Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, 2019, ψηφιακή βιβλιοθήκη Πέργαμος, σελ.160, Ι.Σπυριδάκη, Εκούσια Δικαιοδοσία, έκδ. 2019, σελ.301, Π. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ό.π., άρθρο 749 παρ. 2, σελ. 401, πρβλ. και Φιλιώτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., άρθρο 867 (για διαιτησία) παρ. 8, σελ. 668). Τέτοιες είναι και οι διαφορές που αφορούν την αίτηση λύσης Ο.Ε. ή αποκλεισμού εταίρου, που εκδικάζονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία και συνιστούν μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, υπαγόμενες σε διαμεσολάβηση, δεδομένου ότι εισάγουν ιδιωτικές διαφορές και τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους (βλ. Ν. Κωνσταντινάκη ό.π., βλ. και Ν.Ρόκα «Συμφωνίες διαιτησίας στο εταιρικό δίκαιο», ΕΠολΔ 2019, σελ. 369-382, που δέχεται ως προς τις ανωτέρω διαφορές ότι υφίσταται εξουσία διάθεσής τους από τα μέρη και ότι μπορούν αυτές να υπαχθούν σε διαιτησία). Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων του Ν. 4072/2012 που προβλέπουν τον αποκλεισμό εταίρου και τη λύση εταιρίας με δικαστική απόφαση δεν εισάγουν ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου (βλ. σχετ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ. 2019, σελ. 149 και 155) και συνεπώς υφίσταται, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, εξουσία διάθεσης του αντικειμένου των σχετικών διαφορών από τα μέρη. Έτσι, και στις περιπτώσεις αυτές, ήτοι των αιτήσεων αποκλεισμού ομόρρυθμου εταίρου και λύσης ομόρρυθμης εταιρίας θα πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησής τους να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης. Σε περίπτωση, πάντως, μη προσκομιδής του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου γίνεται δεκτό ότι το Δικαστήριο μπορεί να καλέσει το διάδικο να το προσκομίσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, ενώ η τυχόν μη έγκαιρη ενημέρωση του διαδίκου (ήτοι ενημέρωση μετά την κατάθεση της αγωγής) εκτιμάται ότι δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες, αφού ο νομοθέτης περιόρισε την εμβέλεια του απαραδέκτου αποκλειστικά στην περίπτωση της μη προσκομιδής του ενημερωτικού εγγράφου (βλ. Π.Γιαννόπουλο, ό.π., σελ. 208).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών της υπό στοιχείο α΄ και με αριθμό κατάθεσης …/2020 αίτησης ισχυρίζεται ότι δυνάμει του από 1.9.1966 ιδιωτικού συμφωνητικού συστήθηκε μεταξύ αυτού και του καθ’ ου η αίτηση – αδερφού του η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «… Ο.Ε.» με έδρα τις πηγές Δήμου Νέστου και αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία καινούριων και μεταχειρισμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων, γεωργικών μηχανημάτων κλπ., το οποίο διευρύνθηκε στη συνέχεια με νέα τροποποίηση του καταστατικού της στις 4.12.2007. Ότι κατά το καταστατικό της εταιρίας έκαστος εταίρος συμμετέχει στα κέρδη και στις ζημίες της κατά ποσοστό 50%, ενώ διαχειριστές και εκπρόσωποι αυτής τυγχάνουν αμφότεροι οι εταίροι, δυνάμενοι να ενεργούν τόσο ατομικά όσο και από κοινού. Ότι, παρά την ανοδική οικονομική πορεία της εταιρίας, οι σχέσεις των εταίρων δεν εξελίχθηκαν ομαλά, με συνέπεια την εμφάνιση εντάσεων μεταξύ τους. Ότι η ως άνω κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη παραπάνω όταν στην εταιρία προσλήφθηκε ως υπάλληλός της ο γαμπρός του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος, θεωρώντας την επιχείρηση ως ιδιοκτησία δική του και του καθ’ ου, άρχισε να αναμιγνύεται στη διοίκηση της εταιρίας, δρώντας ως αποκλειστικός διαχειριστής αυτής. Ότι κατόπιν τούτου, προ δύο ετών, μεταβλήθηκε πλήρως και η στάση του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος άρχισε έκτοτε να εκδηλώνει την πρόθεσή του να προβούν σε χωρισμό της εταιρίας, αρνούμενος να συναινέσει στη ρύθμιση θεμελιωδών για τη λειτουργία και της οργάνωσης της επιχείρησης ζητημάτων που του έθετε υπόψη του ο ίδιος και καθιστώντας αδύνατη την εξεύρεση οποιασδήποτε συμβιβαστικής λύσης μεταξύ τους. Ότι επιπροσθέτως ο καθ’ ου η αίτηση επιμένει σταθερά να ανοίγει την επιχείρηση και εκτός του ωραρίου λειτουργίας της, προκειμένου να πωλήσει ή να αφαιρέσει εμπορεύματα αφήνοντάς την συχνά ανοιχτή και εκτεθειμένη, παρά τις περί του αντιθέτου υποδείξεις που του έχουν γίνει από τον ίδιο (τον αιτούντα). Ότι λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς του καθ’ ου, που συνιστά υπαίτια παράβαση των εταιρικών του υποχρεώσεων και κατάχρηση της διαχειριστικής εξουσίας του, και των διαρκών εντάσεων, που δημιουργούνται μεταξύ τους, έχει επέλθει οριστική ρήξη στις προσωπικές σχέσεις του, με αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους και τη μόνιμη πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων στη λειτουργία και στην οργάνωση της εταιρίας. Ότι ως εκ τούτου συντρέχει σπουδαίος λόγος για τη λύση της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρίας, καθώς και για την αντικατάσταση του καθ’ ου η αίτηση από την προβλεπόμενη από το ως άνω καταστατικό θέση του εκκαθαριστή της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να διαταχθεί η λύση της παραπάνω ομόρρυθμης εταιρίας και να ορισθούν ως εκκαθαριστές αυτής ο ίδιος, ως καταστατικός διαχειριστής της εταιρίας, καθώς και ο Ι. Λ. του Π. ως συνεκκαθαριστής της εταιρίας, σε αντικατάσταση του καθ’ ου η αίτηση – έτερου καταστατικού διαχειριστή, αλλά και να καταδικαστεί ο αντίδικος στη δικαστική δαπάνη του. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 786 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ και 259 παρ. 2 του Ν. 4072/2012), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 259 παρ. 1 περ. δ΄, 268 παρ. 1 και 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, 777, 778 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. δ΄ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη, προσκομίστηκε από τον αιτούντα, κατόπιν κλήσης του από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, προς συμπλήρωση της σχετικής τυπικής παράλειψης, το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης του διαδίκου για την δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση (βλ. το προσκομισθέν από 1.5.2020 ενημερωτικό έγγραφο).
Ο αιτών της υπό στοιχείο β΄ αίτησης εκθέτει ότι τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τη σύσταση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… Ο.Ε.», το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων στην εταιρία και τη θετική οικονομική της πορεία, καθώς και ότι στην ανοδική πορεία της εταιρίας και στην καλή φήμη της συνέβαλε σημαντικά και το γεγονός ότι ο ίδιος διαμένει πάνω από την επιχείρηση και εξυπηρετεί τους πελάτες ακόμη και αργίες αλλά και εκτός του ωραρίου λειτουργίας της. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος αποκλεισμού του καθ’ ου η αίτηση – αδελφού του από την εταιρία, δεδομένου ότι ο τελευταίος με την πάροδο των ετών άρχισε να διαχειρίζεται τα εταιρικά πράγματα με τρόπο αντίθετο στο νόμο, την εταιρική ηθική και τη μεταξύ τους εταιρική σχέση, αφού α) προέβαινε, παρά τις αντιρρήσεις του σε παραγγελίες εμπορευμάτων, με σκοπό τον αδικαιολόγητο σχηματισμό εμπορικού αποθέματος, β) στον τομέα των τραπεζικών συναλλαγών ενεργούσε ως μόνος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας, αποκλείοντας την πρόσβασή του στους λογαριασμούς της εταιρίας, γ) απέκλειε τον ίδιο από την καταμέτρηση του ημερήσιου ταμείου και δ) προέβαινε σε παραγγελίες και ενέργειες διαχείρισης, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και σύμφωνη γνώμη του και γενικά ασκούσε αδιαφανή διαχείριση με δυσμενείς συνέπειες στην εταιρία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να αποκλειστεί ο καθ’ ου η αίτηση από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρία και να προσδιοριστεί η αξία της εταιρικής συμμετοχής του στο ποσό των 50.000,00 ευρώ, καταβλητέο σε 50 άτοκες μηνιαίες δόσεις ποσού 1.000,00 ευρώ έκαστη, αρχής γενομένης από την τριακοστή δεύτερη ημέρα από την έκδοση της απόφασης, καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικος στη δικαστική δαπάνη του. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1 ΚΠολΔ και 263 του Ν. 4072/2012) και ως προς το αίτημα αποκλεισμού του καθ’ ου από την εταιρία τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 263 και 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, ενώ ως προς το αίτημα του καθορισμού της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος, αφού η σχετική αξίωση ανήκει, όπως εκτέθηκε και στην ανωτέρω νομική σκέψη, στον καθ’ ου η αίτηση και δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση πλαγιαστικής άσκησης αυτής. Εξάλλου, ακόμη και αν το ανωτέρω αίτημα εκτιμηθεί ως αίτημα εξαγοράς της μερίδας του καθ’ ου και πάλι τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον αφενός μεν δεν παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα εξαγοράς της εταιρικής συμμετοχής αποκλεισμένου εταίρου προσωπικής εμπορικής εταιρίας από τους λοιπούς εταίρους, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα υπό προϋποθέσεις επί κεφαλαιουχικών εταιριών, αφετέρου δε υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αίτησης πραγματικά περιστατικά, ουδόλως προκύπτει ότι οι εταίροι, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), είχαν συμπεριλάβει στο καταστατικό της συγκεκριμένης εταιρίας ρητό όρο, που να παρέχει τη δυνατότητα εξαγοράς της εταιρικής συμμετοχής αποκλεισμένου εταίρου από τους λοιπούς εταίρους (βλ. ΜΠρΑγρ 129/2020 ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει, επομένως, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίστηκε από τον αιτούντα το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης του διαδίκου για την δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση (βλ. το προσκομισθέν από 27.7.2020 ενημερωτικό έγγραφο), χωρίς, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας, να ασκείται εν προκειμένω κάποια επίδραση από το γεγονός ότι το ως άνω προσκομισθέν έγγραφο φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της κατάθεσης της αίτησης, αλλά και από το γεγονός ότι έχει υπογράφει μόνο από το διάδικο και όχι και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, δεδομένου, άλλωστε, ότι το έγγραφο αυτό προσκομίζεται από τον πληρεξούσιο του αιτούντος και από το περιεχόμενό του αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ότι έχει επιτευχθεί η επιβαλλόμενη από την παραπάνω διάταξη ενημέρωση του διαδίκου.
Ο αιτών της υπό στοιχείο γ΄ και με αριθμό κατάθεσης …/2020 συμπληρωματικής αίτησης συμπληρώνει με αυτή την υπό στοιχείο β΄ και με αριθμό κατάθεσης …/2020 αίτησή του με την προσθήκη των ακόλουθων στοιχείων: α) της εκδήλωσης ενδιαφέροντος εισόδου στην εταιρία «… Ο.Ε.» του γαμπρού του, Λ. Σ. του Δ. καθώς και ενός επιχειρηματία της Ξάνθης, με τους οποίους μπορεί να συνεχίσει την εταιρία σε περίπτωση αποκλεισμού του καθ’ ου από αυτή, β) της διάδοσης εκ μέρους του καθ’ ου, μετά την κατάθεση της υπό στοιχείο α΄ αίτησής του, φημών περί λύσης της εταιρίας, με αντίστοιχη μείωση της φήμης και της πελατείας της τελευταίας, γ) της επιδίωξης του καθ’ ου να αποκλείσει τον ίδιο από την πρόσβασή του στην επιχείρηση σε ώρες εκτός του ωραρίου λειτουργίας της, παρουσιάζοντάς τον ψευδώς στο δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ότι προβαίνει σε κλοπές εμπορευμάτων από την επιχείρηση και δ) της παρεμπόδισής του από τον καθ’ ου κατά τους τελευταίους τέσσερεις μήνες να προβαίνει σε ανεφοδιασμό της εταιρίας, αιτούμενος να γίνει δεκτή αυτή καθώς και η ως άνω με αριθμό κατάθεσης …/2020 αίτησή του στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο καθ’ ου στη δικαστική δαπάνη του. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η ως άνω συμπληρωματική αίτηση, που φέρει το χαρακτήρα μη αυτοτελούς παρεμπίπτουσας αίτησης, παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί και η κύρια αίτηση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (285, 739, 741 ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 282, 283, 285, 741 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, σημειουμένου ότι εκ περισσού προσκομίστηκε από τον αιτούντα το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης του διαδίκου για την δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση (βλ. το προσκομισθέν από 27.7.2020 ενημερωτικό έγγραφο), δεδομένου ότι η συγκεκριμένη αίτηση δε φέρει αυτοτελή χαρακτήρα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων (ενός από κάθε πλευρά) και τις χωρίς όρκο καταθέσεις των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται από τους διαδίκους, εκ των οποίων κάποια λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων και των με αριθμούς …/27.8.2020, …/27.8.2020 και …/13.7.2020 ένορκων βεβαιώσεων των Κ. Μ. του Π., Α. Μ. του Α. και Ι. Α. του Κ. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Δ. Τ., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του αιτούντος των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεων στο πλαίσιο άλλης δίκης και δη ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς κλήτευση του αντιδίκου του, αλλά και της από 24.8.2020 υπεύθυνης δήλωσης της Μ. Π. του Α., της από 17.8.2020 υπεύθυνης δήλωσης του Γ. Λ. του Α. και της από 26.8.2020 υπεύθυνης δήλωσης του Α. Α. του Αλέξανδρου, που λαμβάνονται κανονικά υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, αφού στην εκούσια δικαιοδοσία ισχύει η ελεύθερη απόδειξη και στο πλαίσιο αυτής ο δικαστής για τη δικαστική του πεποίθηση λαμβάνει υπόψη κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, και αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης τόσο ως προς το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων και την αποδεικτική τους δύναμη, όσο και ως προς τους τηρητέους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας (βλ. ΑΠ 411/2012 ΤΝΠ Ισοκράτης), αλλά και από τη με αριθμό …/4.9.2020 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α. του Κ. ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που λήφθηκε με επιμέλεια του αιτούντος των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεων, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου του, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του τελευταίου (βλ. σχετ. δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ανωτέρω αιτούντος καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 1.9.1996 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Καβάλας με αρ. δημοσίευσης …/4.9.1996, συστήθηκε μεταξύ των διαδίκων, που τυγχάνουν αδελφοί, η αορίστου χρόνου ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «… Ο.Ε.» με έδρα τις … Δήμου Νέστου Καβάλας και αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία καινούριων και μεταχειρισμένων ανταλλακτικών παντός τύπου (αυτοκινήτων – γεωργικών μηχανημάτων κλπ.), την ίδρυση και εκμετάλλευση ηλεκτροτεχνουργείου για την επισκευή αυτοκινήτων – γεωργικών μηχανημάτων κ.λ.π., την εμπορία γεωργικών μηχανημάτων παντός τύπου, την αντιπροσώπευση και κάθε είδους συνεργασία, την πρακτόρευση οίκων εσωτερικού ή εξωτερικού, ανταλλακτικών και γεωργικών μηχανημάτων – αυτοκινήτων παντός τύπου, την ίδρυση γραφείων – πρακτορείων – υποκαταστημάτων και την επιχείρηση των ανωτέρω πράξεων στην Ελλάδα και κάθε συναφή ή ομοειδή εργασία προς τα ανωτέρω, τη συμμετοχή της εταιρίας σε υφιστάμενες ή συσταθησόμενες επιχειρήσεις, εταιρίες ή κοινοπραξίες που επιδιώκουν ομοίους ή συναφείς σκοπούς καθώς και κάθε πράξη και δραστηριότητα που έχει σχέση με τα είδη τα οποία εμπορεύεται η συνιστώμενη εταιρία, ή την παροχή υπηρεσίας. Το κεφάλαιο της εταιρίας ορίστηκε στο ποσό των 15.000.000 δραχμών, το οποίο καλύφθηκε κατά ½ από το Θ. Γ., μέσω της εισφοράς της προσωπικής επιχείρησης που διατηρούσε μέχρι τότε στις … Καβάλας με αντικείμενο την εμπορία ανταλλακτικών παντός τύπου, η αξία της οποίας εκτιμήθηκε στο ποσό των 7.500.000 δραχμών, και κατά το έτερο ½ από το Σ. Γ., μέσω της εισφοράς α) της προσωπικής του επιχείρησης «…» που διατηρούσε μέχρι τότε στις … Καβάλας, β) της προσωπικής του εργασίας, ενόψει και του πτυχίου που διαθέτει, γ) ενός ανοιχτού επαγγελματικού φορτηγού δύο θέσεων ιδιοκτησίας του, μάρκας SKODA AYTOMOBILOVA, έτους κυκλοφορίας 1991, αξίας 200.000 δραχμών και δ) του ποσού των 1.300.000 δραχμών σε μετρητά. Περαιτέρω, στο καταστατικό της ανωτέρω εταιρίας ορίστηκε ότι έκαστος των εταίρων θα συμμετέχει στα κέρδη και τις ζημίες αυτής κατά ποσοστό 50%, όπως άλλωστε ήταν και η συμμετοχή τους στο εταιρικό κεφάλαιο, ενώ προβλέφθηκε ότι η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπηση της εταιρίας θα ασκείται ισότιμα και από τους δύο εταίρους αλλά και από τον καθένα χωριστά, καθώς και ότι έκαστος εταίρος θα δύναται με μόνη την υπογραφή του να δεσμεύει και να εκπροσωπεί την εταιρία. Επίσης, ορίστηκε ότι οι εταίροι θα είναι ταυτόχρονα και ταμίες της εταιρίας και θα υποχρεούνται σε προσφορά της προσωπικής τους εργασίας για την ευόδωση των σκοπών της εταιρίας. Επιπλέον, δυνάμει του από 4.12.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, νομίμως δημοσιευθέντος στα βιβλία του Πρωτοδικείου Καβάλας με αρ. δημοσίευσης …/13.12.2007, διευρύνθηκε το αντικείμενο της δραστηριότητάς της εταιρίας και συμπεριλήφθηκαν σε αυτό και η εμπορία χονδρικώς και λιανικώς ανταλλακτικών μοτοποδηλάτων – αξεσουάρ αυτοκινήτων και μοτοποδηλάτων, βιομηχανικών ειδών, ηλεκτρικών και ηλεκτρολογικών ειδών και υλικών αυτών, ειδών οικιακής χρήσης, διακοσμητικών ειδών, ειδών κήπου, αλιείας, υγιεινής, κιγκαλερίας, ιματισμών εργασίας, ειδών κεντρικής θέρμανσης και υδραυλικών ειδών παντός τύπου και αυξήθηκε το κεφάλαιο της εταιρίας κατά το ποσό των 35.979,46 ευρώ, που καλύφθηκε ισομερώς από τους εταίρους με καταβολή μετρητών. Περαιτέρω, όπως συνομολογείται και από τα διάδικα μέρη, η πορεία της παραπάνω προσωπικής εταιρίας, που ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, υπήρξε εξαιρετικά ανοδική και κερδοφόρα, έχοντας καθιερωθεί, με τους κόπους και τις προσπάθειες αμφότερων των εταίρων, ως μία ευυπόληπτη και φερέγγυα επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας αλλά και της Θάσου, η δε συνεργασία μεταξύ των εταίρων διεξαγόταν επί σειρά ετών χωρίς ουσιώδη προβλήματα. Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε άρδην κατά τα τελευταία έτη και ιδίως όταν στην εταιρία προσλήφθηκε ως υπάλληλος ο σύζυγος της κόρης του Θ. Γ., Λ. Σ. του Δ.. Ειδικότερα, από την έναρξη της εταιρίας είχε υπάρξει μία άτυπη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων – εταίρων, στο πλαίσιο της οποίας είχε συμφωνηθεί ότι ο Σ. Γ., λόγω και των σπουδών του, θα ασχολείται με την οικονομική διαχείριση της εταιρίας, ενώ ο Θ. Γ. θα λειτουργεί το κατάστημα της εταιρίας στις … Καβάλας. Έτσι, η διαχείριση της εταιρίας ασκούνταν εν τοις πράγμασι, με τη συναίνεση αμφότερων των εταίρων, μόνο από το Σ. Γ., ενώ ο Θ. Γ. φρόντιζε κυρίως για τη λειτουργία του καταστήματος της επιχείρησης, δεδομένου, άλλωστε, ότι η οικία του τελευταίου βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κατάστημα και ο ίδιος δεν επεδείκνυε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα διαχειριστικά ζητήματα. Εντούτοις, η είσοδος του ως άνω Λ. Σ. στην εταιρία σηματοδότησε την πρόκληση μεγάλων εντάσεων μεταξύ των δύο εταίρων, καθόσον ο τελευταίος, καθ’ υπέρβαση της υπαλληλικής του ιδιότητας, άρχισε να παρεμβαίνει σε θέματα διοίκησης της εταιρίας, επηρεάζοντας αρνητικά τη μέχρι τότε αρμονική συνεργασία μεταξύ των διαδίκων και ωθώντας τους σε διαρκείς έριδες. Έκτοτε επήλθε ρήξη στις σχέσεις των δύο εταίρων και περιορίστηκαν σημαντικά οι δυνατότητας ομαλής συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ τους. Έτσι, στο πλαίσιο – των διαταραγμένων (για τον ως άνω λόγο) σχέσεών τους, ο Θ. Γ., παρά τις αντιρρήσεις που συνεχώς του εξέφραζε ο Σ. Γ., επέμενε να εισέρχεται στο κατάστημα σε ώρες εκτός ωραρίου λειτουργίας της επιχείρησης και να εξυπηρετεί διάφορους πελάτες, χωρίς μάλιστα να είναι τυπικός ως προς την κατάθεση των αντίστοιχων τιμημάτων στο ταμείο του καταστήματος, με αποτέλεσμα την επόμενη ημέρα να εμφανίζονται πελάτες αιτούμενοι την έκδοση των αντίστοιχων παραστατικών, χωρίς όμως να υπάρχει στο ταμείο της εταιρίας το τίμημα των σχετικών συναλλαγών. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη δόλου παράνομης ιδιοποίησης των εν λόγω ποσών εκ μέρους του Θ. Γ., η δε σχετική συμπεριφορά του αποδίδεται σε αμέλειά του καθώς και στην αδυναμία του να κατανοήσει τη σημασία της αυστηρής τήρησης των τυπικών διαδικασιών, ενόψει και του προσωπικού χαρακτήρα της εταιρίας που είχε συστήσει με στενό συγγενικό πρόσωπο και δη με τον αδερφό του. Εξάλλου, αν ο ως άνω επιθυμούσε πράγματι να προβεί σε υπεξαίρεση εσόδων της εταιρίας θα είχε επιλέξει εξαρχής να αναμιχθεί και στην οικονομική διαχείριση της εταιρίας, ενώ δε θα είχε επιτρέψει και την εγκατάσταση καμερών στο εταιρικό κατάστημα, πράγμα που δεν συνέβη στην προκείμενη περίπτωση. Ούτε αποδείχθηκε, όμως, ότι ως άνω Θ. Γ. προέβαινε σε αφαίρεση εμπορευμάτων από το κατάστημα με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής τους, δεδομένου, άλλωστε, ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά την απογραφή των εμπορευμάτων, που διενεργούνταν κυρίως από το Σ. Γ., είχε διαπιστωθεί κάποιο έλλειμμα. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ο Θ. Γ. αρνούνταν να συνεργαστεί με το Σ. Γ. αναφορικά με θεμελιώδη ζητήματα διαχείρισης της εταιρίας, όπως η εγκατάσταση συστήματος παρακολούθησης του καταστήματος, η επιδιόρθωση της εταιρικής πινακίδας, η έκδοση κωδικών e-banking και η προώθηση των διαδικτυακών πωλήσεων των εμπορευμάτων τους, αδιαφορώντας για τη ρύθμισή τους και εκδηλώνοντας πλέον την πρόθεσή του για διάλυση της εταιρίας, με την επισήμανση, όμως, ότι τελικώς ο ως άνω δέχθηκε να υπογράψει το σχετικό έγγραφο για την έκδοση των κωδικών e- banking της εταιρίας ενώ, παρά την αρνητική στάση του, δεν εμπόδισε στην πράξη τον συνέταιρό του να προβεί σε εγκατάσταση καμερών στο κατάστημα αυτής. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο κάποιος αποκλεισμός του ως άνω Θ. Γ. από τη διαχείριση των παραγγελιών και των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρίας εκ μέρους του Σ. Γ., δεδομένου ότι ο πρώτος είχε εκ του καταστατικού τη δυνατότητα να προβαίνει και μόνος του σε διαχειριστικές ενέργειες, όπως παραγγελίες εμπορευμάτων κ.λ.π., όπως άλλωστε και ο Σ. Γ., ενώ οι κωδικοί e-baking των λογαριασμών της εταιρίας ήταν αναρτημένοι σε συγκεκριμένο σημείο στο γραφείο της επιχείρησης, που του είχε γνωστοποιηθεί, αλλά του γνωστοποιήθηκαν και εκ νέου, κατόπιν εξώδικης πρόσκλησής του, πλην όμως, ο Θ. Γ. μέχρι και πρόσφατα δεν είχε επιδείξει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα τα ανωτέρω ζητήματα, τη διευθέτηση των οποίων είχε επωμιστεί, με τη δική του συναίνεση, κυρίως ο Σ. Γ., όπως άπαντα τα ανωτέρω κατατέθηκαν με σαφήνεια από το μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια του αιτούντος της υπό στοιχείο α΄ αίτησης – Σ. Γ., ο οποίος ήταν λογιστής της επιχείρησης επί δέκα έτη και έχει άμεση γνώση των όσων καταθέτει. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Σ. Γ., βάσει καταστατικού, δεν ήταν υποχρεωμένος κατά τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων να ενεργεί κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης και σύμφωνης γνώμης του συνεταίρου του. Ούτε αποδείχθηκε, άλλωστε, ότι ο ως άνω Σ. Γ. είχε αρνηθεί να συναινέσει στην έκδοση νέων κωδικών e-banking για τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρίας, τους οποίους να γνωρίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αφού προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του ο Θ. Γ. προσκομίζει αποκλειστικά και μόνο μία επιστολή του προς την τράπεζα Πειραιώς και μία εξώδικη δήλωσή του, που συντάχθηκαν όμως από τον ίδιο, ενώ ουδέν περί τούτου κατατέθηκε από το μάρτυρά του, αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι ο πρώτος έχει αποκλείσει το δεύτερο από την καταμέτρηση του ημερήσιου ταμείου, το οποίο, εξάλλου, βρίσκεται στο κατάστημα της εταιρίας, όπου παρίστατο καθημερινά ο Θ. Γ., ακόμη και εκτός του ωραρίου λειτουργίας του. Επιπροσθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο Σ. Γ. ασκούσε πλημμελώς ή χωρίς διαφάνεια τα διαχειριστικά καθήκοντά του, δεδομένου, άλλωστε, ότι κατά κοινή ομολογία των διαδίκων η πορεία της εταιρίας υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια, που η διοίκηση ασκούνταν κυρίως από τον τελευταίο, καθόλα ανοδική, επιτυχής και κερδοφόρα, χωρίς να δημιουργούνται ανεξόφλητες οφειλές, ζημίες και οικονομικά ελλείμματα. Εξάλλου, ούτε και ο Θ. Γ. επικαλείται συγκεκριμένες οικονομικές ατασθαλίες του αδελφού του, στον οποίο αποδίδει απλά κάποιες γενικόλογες κατηγορίες για άσκηση αδιαφανούς διαχείρισης, εγείρουσα υπόνοιες σε βάρος του. Μόνο, δε, το γεγονός ότι ο Σ. Γ. προέβη κατά τα έτη 2012-2018 σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρίας ύψους 70.000 ευρώ περίπου (μέρος των οποίων αφορούσε μάλιστα σε αναλήψεις κερμάτων), δεν αρκεί για την απόδειξη του αντιθέτου, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, ο Σ. Γ. ήταν επιφορτισμένος με την διευθέτηση όλων των οικονομικών εκκρεμοτήτων της εταιρίας και συνεπώς όλες οι συναλλαγές, ακόμη και εκείνες που αφορούσαν την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της εταιρίας και την προσωρινή διανομή κερδών μεταξύ των εταίρων, γίνονταν από εκείνον, οι δε αναλήψεις σε κέρματα δικαιολογούνται, καθόσον αυτά ήταν αναγκαία για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του εταιρικού καταστήματος (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια του Σ. Γ.). Άλλωστε, επρόκειτο για μια ευμεγέθη εταιρία, με κύκλο εργασιών ύψους 682.954,71 ευρώ το έτος 2017, 717.590,00 ευρώ το έτος 2018 και 581.357,59 ευρώ το έτος 2019, ετήσια κέρδη ύψους 99.219,66 ευρώ το έτος 2018 και 76.543,26 ευρώ το έτος 2019 και ετήσιες δαπάνες ύψους 83.459,35 ευρώ το έτος 2018 (εκ των οποίων τα 59.336,97 ευρώ αφορούσαν σε διάφορα λειτουργικά έξοδα) και 76.690 ευρώ το έτος 2019 (εκ των οποίων τα 51.348,97 ευρώ αφορούσαν σε διάφορα λειτουργικά έξοδα) και ως εκ τούτου οι ως άνω δαπάνες θεωρούνται εύλογες αναλογικά και με το μέγεθος της εταιρίας. Ο ισχυρισμός δε του Θ. Γ. ότι ξαφνικά το έτος 2020, κατόπιν των σχετικών αντιδράσεών του σε σχέση με τη συμπεριφορά του αδελφού του, δεν έγινε καμία ανάληψη από τον τελευταίο, ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον δεν προσκομίστηκε αναλυτική κίνηση όλων των λογαριασμών της εταιρίας για ολόκληρο το έτος 2020, αλλά μόνο της τράπεζας ALPHA BANK. Επιπλέον, ο σχηματισμός αποθέματος εμπορευμάτων είναι συνήθης σε εταιρίες με παρόμοιο αντικείμενο με την συγκεκριμένη ομόρρυθμη εταιρία, αφού λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας πολλά μηχανήματα θεωρούνται με την πάροδο των ετών τεχνολογικά ξεπερασμένα (βλ. και τη με αριθμό …/4.9.2020 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α.) και δεν αποδίδεται εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε συγκεκριμένα διαχειριστικά σφάλματα και εσφαλμένες παραγγελίες του Σ. Γ., μόνη δε η κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια του Θ. Γ. δεν αρκεί για την απόδειξη του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του τελευταίου, καθόσον ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν είχε άμεση γνώση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της εταιρίας, αλλά η κατάθεσή του στηρίχθηκε κυρίως σε διαδιδόμενες φήμες στην ευρύτερη περιοχή του καταστήματος της. Η κρίση του Δικαστηρίου περί όλων των ανωτέρω ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (άνω των 20 ετών) δεν είχε εμφανιστεί κανένα σοβαρό πρόβλημα στη συνεργασία μεταξύ των εταίρων, ούτε είχαν εκφραστεί ανάλογες, με τις ανωτέρω, κατηγορίες μεταξύ τους. Ωστόσο, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο Σ. Γ. δυσανασχετούσε έντονα με την ενεργή ανάμιξη του μη εταίρου Λ. Σ. στη διοίκηση της εταιρίας. Η ως άνω ανάμιξη επηρέαζε, άλλωστε, αρνητικά και την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που είχε χτίσει με τον αδελφό του και διατάρασσε τη μέχρι τότε ισορροπημένη συνεργασία τους ως προς τον τρόπο διαχείρισης και λειτουργίας της εταιρίας, όπως οι ανωτέρω τομείς είχαν άτυπα κατανεμηθεί μεταξύ των εταίρων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνεχώς συγκρούσεις μεταξύ τους. Συνεπεία, δε, του ανωτέρω αρνητικού κλίματος στην εταιρία και των διαρκών εντάσεων των διαδίκων από το Μάρτιο του έτους 2020 και εντεύθεν διακόπηκε κάθε ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των δύο ομόρρυθμων εταίρων, που άρχισαν πλέον να επικοινωνούν μέσω εξώδικων δηλώσεων και δικογράφων. Ειδικότερα, στις 11 Μαρτίου του έτους 2020 ο Θ. Γ. επέδωσε στο Σ. Γ., την από 10.3.2020 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι ο τελευταίος τον έχει αποκλείσει από τη διαχείριση της εταιρίας, δήλωσε προς αυτόν ότι εφεξής προτίθεται να ασκήσει πλήρως τα καθήκοντά του ως ταμία και διαχειριστή της εταιρίας, εγκαταλείποντας την μέχρι πρότινος ήπια στάση του και τον κάλεσε αφενός να μην τον παρεμποδίσει και αφετέρου, σε περίπτωση που εκείνος επιθυμούσε τη λύση της εταιρίας, να του το γνωστοποιήσει εγγράφως εντός 3 ημερών, ώστε να αποφευχθεί τυχόν δικαστική επίλυση της διαφοράς τους, διαμαρτυρόμενος παράλληλα και για την υβριστική συμπεριφορά του προς το πρόσωπό του. Ακολούθησε η από 16.3.2020 εξώδικη απάντηση του Σ. Γ., με την οποία αυτός αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του αδερφού του περί αποκλεισμού του από τη διαχείριση, επισημαίνοντας ότι οι ως άνω κατηγορίες σε βάρος του συνιστούν απλές προφάσεις του Θ. Γ., προκειμένου να επιτύχει τη λύση – χωρισμό της εταιρίας, και δηλώνοντας παράλληλα προς τον τελευταίο ότι σε καμία περίπτωση δεν θα συναινέσει στη διάλυση της εταιρίας. Εν συνεχεία, δε, ο Θ. Γ. επέδωσε στο Σ. Γ. τις ακόλουθες εξώδικες δηλώσεις του, ήτοι: α) την από 10.4.2020 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία, αποκρούοντας τις κατηγορίες του αδερφού του ότι αφαιρούσε πράγματα και χρήματα από το κατάστημα, δήλωσε ότι επιθυμεί την άμεση απογραφή των εμπορευμάτων του εταιρικού καταστήματος, την απομάκρυνση, άλλως αδράνεια του συστήματος λήψης εικόνων, που είχε εγκαταστήσει με δική του απόφαση σε αυτό, τη συνυπογραφή όλων των δελτίων παραγγελίας προς τους προμηθευτές της εταιρίας και τη συνάντησή τους στο εταιρικό κατάστημα μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους προς εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης της διαφοράς, στην οποία (εξώδικη δήλωση) ο Σ. Γ. απάντησε με την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης περί λύσης της Ο.Ε. και β) την από 1.6.2020 εξώδικη δήλωσή του, δυνάμει της οποίας κάλεσε τον τελευταίο να του παραδώσει τους κωδικούς του e-banking της εταιρίας, ώστε να έχει πρόσβαση στους λογαριασμούς αυτής και ο ίδιος καθώς και να σταματήσει να παρεμποδίζει την ορθολογική λειτουργία της εταιρίας, δυσφημώντας την και εμποδίζοντας τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές της, μη πληρώνοντας τους τελευταίους, ως μοναδικός διαχειριστής των τραπεζικών λογαριασμών της, αλλά και να συναντηθούν στο εταιρικό κατάστημα μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους προς εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, σε απάντηση της οποίας (εξώδικης δήλωσης) ο Σ. Γ. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας τη με αριθμό κατάθεσης …/2.6.2020 αίτηση προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, επί της οποίας εκδόθηκε η από 4.6.2020 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που απαγόρευσε προσωρινά στο Θ. Γ. να εισέρχεται στο χώρο της εταιρίας σε ώρες μη λειτουργίας αυτής, καθώς και την κρινόμενη αίτηση αποκλεισμού του, γ) την από 7.7.2019 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία δήλωσε στο Σ. Γ. ότι έχει προβεί στην κατάθεση της κρινόμενης αίτησης περί αποκλεισμού του καθώς και ότι μέχρι την έκδοση αποφάσεων επί των αιτήσεών τους θα συνεχίσει να εργάζεται για την πρόοδο των εταιρικών εργασιών και τη διατήρηση της οικογενειακής επιχείρησης, ισχυριζόμενος ότι ο τελευταίος δεν επιθυμεί στην πραγματικότητα τη ρύθμιση των διαφορών τους, αλλά την προσωπική εξόντωσή του, διότι ο ίδιος δε δέχθηκε να εξαγοράσει το μερίδιό του στην τιμή που του πρότεινε, αλλά ούτε και να εξαγοράσει αυτός το δικό του μερίδιο στην ίδια τιμή. Κατόπιν, δε, της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης, ο Σ. Γ. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας τη με αριθμό κατάθεσης …/29.7.2020 αίτηση προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, με αίτημα να απαγορευθεί στο μεν Θ. Γ. να διενεργεί διαχειριστικές πράξεις χωρίς τη συναίνεσή του στο δε Λ. Σ. να αναμιγνύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και αντίστοιχό αίτημα προσωρινής διαταγής, επί του οποίου εκδόθηκε η από 30.7.2020 προσωρινή διαταγή της Δικαστή του Πρωτοδικείου Καβάλας, που υποχρέωσε προσωρινά το Θ. Γ. και το Λ. Σ. να καταθέτουν όλα τα ποσά από τις πωλήσεις των προϊόντων και από τις εισπράξεις παλαιότερων οφειλών προς την εταιρία σε τραπεζικούς λογαριασμούς με δικαιούχο την εταιρία ή με συνδικαιούχους και τους δύο εταίρους. Εν συνεχεία, δε, ακολούθησαν οι εξής εξώδικες δηλώσεις των διαδίκων α) η από 3.8.2020 εξώδικη δήλωση του Σ. Γ., με την οποία κάλεσε τον αδερφό του, σε εκτέλεση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, να σταματήσει να εκτελεί κρυφά τις παραγγελίες, και β) η από 4.8.2020 εξώδικη απάντηση του Θ. Γ., με την οποία κάλεσε το Σ. Γ. να επιστρέψει στο ταμείο της εταιρίας ή να καταθέσει σε κάποιο εταιρικό λογαριασμό το 50% των εισπράξεων της εβδομάδας που αφαίρεσε την 1.8.2020 από αυτό χωρίς απόδειξη, καθώς και να προσέρχεται καθημερινά από 08.00 το πρωί έως ώρα 09.00 το βράδυ στο εταιρικό κατάστημα, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος, ή να του γνωστοποιήσει ποιες μεσημεριανές και απογευματινές ώρες δέχεται να λειτουργεί το κατάστημα, δηλώνοντάς του ταυτόχρονα ότι ο περιορισμός του ωραρίου λειτουργίας της εταιρικής επιχείρησης από ώρα 08.00 έως 14.00, καθημερινά εκτός της Κυριακής, είναι αντίθετος προς τα συμφέροντα της εταιρίας. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στις 6.7.2020 ο Σ. Γ. κατέθεσε και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του Λ. Σ., με αίτημα την παράλειψη προσβολής της τιμής και της προσωπικότητάς του και τη μη προσέγγισή του από εκείνον, ενώ στις 4.8.2020 προέβη και σε απόλυση του τελευταίου από την εταιρία, επιπροσθέτως δε, προχώρησε στις 30.7.2020 σε μήνυση σε βάρος του ανωτέρω, του Θ. Γ. και της συζύγου του, Α. Γ. για εξύβριση και απειλή, στις 3.8.2020 σε νέα μήνυση σε βάρος της Α. Γ. για εξύβριση και απειλή και στις 6.9.2020 σε νέα μήνυση σε βάρος του Λ. Σ. για αυτοδικία και διατάραξη οικιακής ειρήνης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε επιπροσθέτως ότι μετά την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης περί λύσης της Ο.Ε. ο ως άνω Σ. Γ., παρά την εκφρασθείσα βούλησή του Θ. Γ. περί συνέχισης της λειτουργίας της εταιρίας μέχρι να κριθεί δικαστικά το ενδεχόμενο της λύσης της, άρχισε να διαδίδει προς τους προμηθευτές της εταιρίας ότι αυτή πρόκειται άμεσα να λυθεί και να παροτρύνει τους τελευταίους να μην εκτελούν τις παραγγελίες που γίνονται από το Θ. Γ., παρότι κάτι τέτοιο δεν ενέπιπτε στο περιεχόμενο των ως άνω προσωρινών διαταγών, παρακωλύοντας με την ανωτέρω συμπεριφορά του τη λειτουργία της και μειώνοντας το κύρος και την αξιοπιστία της τόσο προς τους προμηθευτές όσο και προς τους καταναλωτές (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε με επιμέλεια του Θ. Γ. σε συνδυασμό με την από 24.8.2020 υπεύθυνη δήλωση της Μ. Π. του Α., την από 17.8.2020 υπεύθυνη δήλωση του Γ. Λ. του Α. και την από 26.8.2020 υπεύθυνη δήλωση του Α. Α. του Α., καθώς και τη με αριθμό …/2020 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α., που προσκομίζονται από το Θ. Γ.), σημειουμένου ότι ο Σ. Γ., κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο κατέθεσε ότι κατά τους τελευταίους τρεις μήνες, ήτοι από τον Ιούλιο του έτους 2020 απέχει από τη διαχείριση της Ο.Ε.. Ενόψει των ως άνω εκτιθέμενων αποδείχθηκε κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι έχει επέλθει πλήρης, οριστική και ανεπανόρθωτη ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των δύο ομόρρυθμων εταίρων. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, οι ως άνω δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, παρά μόνο μέσω εξώδικων δηλώσεων και δικογράφων, ενώ έχει πλέον απωλεσθεί κάθε εμπιστοσύνη του ενός προς το πρόσωπο του άλλου και υπάρχουν διαρκείς έριδες και διαφωνίες μεταξύ τους ως προς τη διαχείριση της εταιρίας. Η ως άνω κατάσταση, η οποία δεν είναι προσωρινή, αλλά έχει πλέον παγιωθεί, προσλαμβάνοντας μόνιμο χαρακτήρα, αντικειμενικά κρινόμενη, θα συνιστούσε κατ’ αρχήν σπουδαίο λόγο λύσης της εταιρίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για μία κερδοφόρα εταιρία με ευρύ κύκλο εργασιών, η οποία, παρά την επελθούσα ήδη από τριετίας διάρρηξη των σχέσεων των δύο εταίρων της, συνεχίζει επιτυχώς, έστω και με κάποια κάμψη των κερδών της, την άσκηση της επικερδούς εμπορικής της δραστηριότητας (βλ. ιδίως τα από 24.4.2020 και 31.7.2020 αποδεικτικά καταβολής Φ.Π.Α., που προσκομίζει ο Σ. Γ., αλλά και τις μηνιαίες καταστάσεις εσόδων έτους 2020, που προσκομίζει ο Θ. Γ.), χωρίς να εμφανίζει ζημίες ή σοβαρές οφειλές προς τρίτους, γεγονός που καταδεικνύει ότι το εχθρικό κλίμα, που επικρατεί ανάμεσα στους δύο εταίρους της και οι δικαστικές διενέξεις, στις οποίες αμφότεροι έχουν εμπλακεί και η εκατέρωθεν εκτόξευση κατηγοριών και παραπόνων, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη αυτών, δεν έχουν – προς το παρόν τουλάχιστον – ασκήσει ουσιώδη αρνητική επίδραση στην οικονομική πορεία της εταιρίας, που εξακολουθεί να παραμένει βιώσιμη και να προωθεί τον σκοπό, για τον οποίο ιδρύθηκε, δεν κρίνεται εν προκειμένω σκόπιμη και αναγκαία η λύση αυτής. Αντιθέτως, εκτιμάται ότι η λύση της εταιρίας τυγχάνει δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από τον αιτούντα αυτή σκοπό, δεδομένου, άλλωστε, ότι ο τελευταίος δεν απέδειξε την ύπαρξη ειδικού προς τούτο εννόμου συμφέροντος του, τέτοιου που να μην είναι δυνατό να εξασφαλιστεί μέσω της ενδεχόμενης εξόδου του από την εταιρία και τη λήψη της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του. Σε κάθε, δε, περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Σ. Γ., μετά την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης περί λύσης της, άρχισε πλέον να παρεμποδίζει τη λειτουργία της εταιρίας, διαδίδοντας ότι πρόκειται να λυθεί και παροτρύνοντας τους προμηθευτές να μην εκτελούν τις παραγγελίες που διενεργούσε ο Θ. Γ., γεγονός που συμπεριλαμβάνεται, μάλιστα, στις επιμέρους αιτιάσεις, στις οποίες ο τελευταίος στηρίζει το αίτημά του περί αποκλεισμού του Σ. Γ. από την εταιρία. Ενόψει, δε, της παραπάνω συμπεριφοράς του τελευταίου και της εκφρασθείσας βούλησής του για λύση της εταιρίας καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει πλέον καμία πιθανότητα συνεργασίας του με τον αδερφό του προς προώθηση των εταιρικών συμφερόντων, η δε περαιτέρω παραμονή του σ’ αυτή ελλοχεύει σοβαρότατους κινδύνους για την ομαλή λειτουργία της και, κατ’ επέκταση, για την ίδια την υπόστασή της και καθίσταται δυσβάσταχτη για τον άλλο εταίρο. Ενόψει όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι ο μεν Θ. Γ. επιθυμεί τη διατήρηση της εταιρίας, έχοντας μάλιστα ανεύρει και νέους εταίρους, ο δε Σ. Γ. δεν επιθυμεί τη συνέχιση της εταιρικής συνεργασίας, αλλά ούτε δέχεται να εξέλθει εκουσίως από την εταιρία, ώστε να εξομαλυνθεί η κατάσταση, και επιδιώκει την οριστική διάλυση της εταιρίας, χωρίς όμως να αποδεικνύει ειδικό προς τούτο έννομο συμφέρον, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη και του γεγονότος ότι ο τελευταίος, εξαιτίας της αντιδικίας του με τον αδερφό του, άρχισε πλέον να δρα αντίθετα με τα συμφέροντα της εταιρίας, όπως βάσιμα ισχυρίζεται και ο Θ. Γ., θα πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προς άρση του προκύψαντος αδιεξόδου, να διαταχθεί ο αποκλεισμός του ανωτέρω Σ. Γ. από την Ο.Ε.. Με την υιοθέτηση της παραπάνω λύσης, άλλωστε, που προκρίνεται ως ορθότερη, αφενός παρέχεται η δυνατότητα στον εναπομείναντα εταίρο να συνεχίσει τη λειτουργία της εταιρίας με την ανεύρεση νέου εταίρου, όπως άλλωστε επιθυμεί, και αφετέρου δεν θίγονται και διασφαλίζονται και τα συμφέροντα του αποκλεισμένου εταίρου, ο οποίος αφενός μεν, σύμφωνα με το άρθρο 264 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, μπορεί να εγείρει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του σε αυτή, αφετέρου δε, σύμφωνα με το άρθρο 255 του ν. 4072/2012 και το καταστατικό της εταιρίας, μπορεί να αξιώσει ισόποσο με τον συνέταιρό του μερίδιο από τα κέρδη αυτής για το χρονικό διάστημα που συμμετείχε στην εταιρία. Εξάλλου, η ίδια ως άνω λύση, που διασώζει το υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, ουδόλως έχει διακόψει τις εργασίες του, παρίσταται πλήρως εναρμονίζουσα και με την απορρέουσα από το ν. 4072/2012 γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης (βλ. ΕφΘεσ 1575/2018 ΕπισκΕμπΔ 2019.80), στο πλαίσιο της οποίας το δικαίωμα προς δικαστική λύση αυτής πρέπει να συνιστά το έσχατο μέσο, ήτοι το «ultimum refugium» αντιμετώπισης της κατάστασης που ανέκυψε. Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο α΄ αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν οι υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αιτήσεις και να διαταχθεί ο αποκλεισμός του καθ’ ου οι ανωτέρω υπό στοιχείο β΄ και γ΄ αιτήσεις, Σ. Γ. από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «… Ο.Ε.», όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της συγγενικής σχέσης τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ τις με αριθμούς κατάθεσης α) …/29.5.2020, β) …/5.6.2020 και γ) …/22.7.2020 αιτήσεις αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο α΄ και με αριθμό κατάθεσης …/29.5.2020 αίτηση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχείο β΄ και με αριθμό κατάθεσης …/5.6.2020 αίτηση και την υπό στοιχείο γ΄ και με αριθμό κατάθεσης …/22.7.2020 συμπληρωματική αυτής αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον αποκλεισμό από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «… Ο.Ε.», που εδρεύει στις … Δήμου Νέστου Καβάλας, του ομόρρυθμου εταίρου αυτής, Σ. Γ. του Σ., κατοίκου … Δήμου Νέστου Καβάλας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Καβάλα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 2α Μαρτίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ