Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την διαπίστωση της υπάρξεως παλαιού αιγιαλού στην συγκεκριμένη περιοχή, η οποία ερείδεται αποκλειστικώς στην δημιουργηθείσα αμφιβολία ως προς την πραγματική έκταση των υφισταμένων, για την επίμαχη περιοχή, αρχικών συμβολαίων, χωρίς περαιτέρω έρευνα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της εκτάσεως, κλονίζεται, πάντως, από τις διαπιστώσεις τεχνικής εκθέσεως των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας, με την οποία, κατόπιν ελέγχου των υφιστάμενων και προσαχθέντων για την περιοχή τίτλων και εφαρμογής αυτών, οι ως άνω υπάλληλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι τίτλοι αυτοί, οι οποίοι ανάγονται στο έτος 1880 (για τα 80 παλαιά στρέμματα) και στο έτος 1889 (για τα παραχωρηθέντα από το Υπουργείο Οικονομικών 100 βασιλικά στρέμματα), επιβεβαιώνουν την ύπαρξη διακατοχικών πράξεων ιδιωτών επί εκτάσεως, εμβαδού 228,60 στρεμμάτων, καταλαμβανομένης από την καθορισθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού.

2.Επειδή, με την αίτηση αυτήν ζητείται η ακύρωση της 8598/02.11.2006 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Δυτικής Ελλάδος (Δ’ 984), με την οποίαν επεκυρώθη η από 31.01.2006 έκθεση της συγκροτηθείσης, για τον καθορισμό των ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην θέση «Μυρτιά – Καραούλια ή Μεσόκαμπος» του Δήμου Αντιρρίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας, Επιτροπής μετά των οικείων τοπογραφικών και υψομετρικών διαγραμμάτων. Η ακύρωση της ως άνω αποφάσεως ζητείται καθ’ ο μέρος δι’ αυτής έγινε ο καθορισμός της οριογραμμής της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού.
3.Επειδή, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υποθέσεως παρέστη ως πληρεξούσιος των αιτούντων ο δικηγόρος Δημήτριος Παπαδημητρίου, ο οποίος, όμως, δεν ενομιμοποιήθη ως πληρεξούσιος του πέμπτου, του εβδόμου, της ογδόης, του ενδεκάτου, της δωδεκάτης, του εικοστού πρώτου, της εικοστής τρίτης και της εικοστής τετάρτης εκ των αιτούντων με έναν από τους προβλεπομένους στο άρθρο 27 του πδ 18/1989 (Α’ 8), όπως ισχύει, τρόπους. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος ασκείται από τους ως άνω αιτούντες.
4.Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το προσαχθέν 11.967/22.04.2010 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρ. Μουτοπούλου, η δεκάτη έκτη εκ των αιτούντων, Βασιλική Καλαβρουζιώτη, κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση αφ’ ενός για τον εαυτό της και αφ’ ετέρου ως ασκούσα από κοινού μετά του συζύγου της Ι. Λαλόπουλου την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους Κωνσταντίνου και Θεοδώρου Λαλόπουλου (δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου εκ των αιτούντων). Οι ως άνω, γεννηθέντες, όπως προκύπτει από το αυτό πληρεξούσιο, το έτος 1993 και 1995, αντιστοίχως, είχαν ήδη ενηλικιωθεί κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως, δεν ενομιμοποίησαν, όμως, τον παραστάντα ενώπιον του Δικαστηρίου δικηγόρο, κατά το προαναφερθέν άρθρο 27 του πδ 18/1989. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος ασκείται και από τους δύο αυτούς αιτούντες.
5.Επειδή, οι λοιποί αιτούντες, οι οποίοι φέρονται, κατά τα προσκομισθέντα υπ’ αυτών στοιχεία, ως κύριοι ακινήτων στην προαναφερθείσα θέση και ισχυρίζονται ότι διά των ρυθμίσεων του προσβαλλομένου επανακαθορισμού των ορίων του παλαιού αιγιαλού και της παραλίας θίγονται οι ιδιοκτησίες αυτών, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινομένη αίτηση (πρβλ. ΣΕ 3998/2014), παραδεκτώς δε ομοδικούν προβάλλοντες τους αυτούς λόγους ακυρώσεως, που στηρίζονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση.
6.Επειδή, με τις διατάξεις του ν. 2971/2001 (Α’ 285), όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορίζονται τα εξής: ʼρθρο 1 «1. «Αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. 2. «Παραλία» είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα. 3. «Παλαιός αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού…». Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη «ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα» (άρθρο 2 παρ. 5). «Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή…» (άρθρο 3 παρ. 1) η οποία «… καθορίζει τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού εντός μηνός από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτήν και συντάσσει σχετική έκθεση. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού, που υπήρχε μέχρι το έτος 1884 αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα εάν δεν υφίστανται τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων» (άρθρο 5 παρ. 3). «Η έκθεση και το διάγραμμα [του άρθρου 4] επικυρώνονται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.), με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και δημοσιεύονται μαζί με την επικυρωτική αυτή απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…» (άρθρο 5 παρ. 5). ʼρθρο 6 (Στοιχεία για τον καθορισμό του παλαιού αιγιαλού) «Η Επιτροπή αναζητά και συνεκτιμά όλα τα απαιτούμενα για την ακριβή οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού στοιχεία, τα οποία και παραθέτει στην έκθεσή της, ιδίως φυσικές ενδείξεις (όπως το αμμώδες, ελώδες ή βαλτώδες εκτάσεων συνεχομένων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ετών, γεωλογικές μελέτες».
7.Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣΕ 706, 803, 3998/2014, 4496- 9/2012, 4513/2009 κ.ά.), με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2971/2001 καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθετήσεως της δημοσίας κτήσεως, η οποία προκύπτει από την μετατόπιση της ακτογραμμής προς την θάλασσα. Συγκεκριμένα, εάν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θαλάσσης, η οικεία Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού επί τη βάσει των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001 στοιχείων. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπιδέκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν κατελαμβάνετο από τις αναβάσεις των χειμερίων κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς την θάλασσα τούτο καθίσταται τμήμα της δημοσίας κτήσεως. Λόγω του χαρακτήρος της αυτού η ως άνω διαδικασία δύναται, κατ’ αρχήν, να αναχθεί σε οιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις οι οποίες είχαν δημιουργηθεί κατά το παρελθόν, εθέσπισε ένα χρονικό όριο έως το οποίο μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολό της, προ του έτους 1884 και, στην έκταση μεταξύ του σήμερον υφισταμένου και του ως άνω παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημοσία κτήση. Εάν δε τμήμα μόνον της νέας χερσαίας ζώνης έχει δημιουργηθεί προ του έτους 1884 και, στο τμήμα αυτό του παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, η οριογραμμή παλαιού αιγιαλού δεν μπορεί να καθορισθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει και το ως άνω τμήμα. Εάν όμως δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο, κατά νόμον, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξεως η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού. Εξ άλλου, η κρίση της Διοικήσεως για την διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού και για τον χρόνο δημιουργίας του πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε τεκμηριωμένες επιστημονικώς ενδείξεις ή σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, των μαρτυρικών καταθέσεων. Εξ άλλου, κατά την διαδικασία καθορισμού των ορίων του παλαιού αιγιαλού τα αρμόδια όργανα πρέπει να εκφέρουν ιδία κρίση επί των τιθεμένων ζητημάτων και να συνεκτιμούν τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερομένους σχετικά στοιχεία (πρβλ. ΣΕ 2089/2007, 2539/ 2000, 3153/1999 κ.ά.).
8.Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Όπως εκτίθεται στο Φ.544.5/968/01/28.12.2001 έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού [ΓΕΝ], με θέμα «… Επανακαθορισμός ορίων αιγιαλού-παραλίας και παλαιού αιγιαλού από τη ΔΥΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΤΑ Αντιρρίου μέχρι τη θέση «ΜΥΡΤΙΑ-ΚΑΡΑΟΥΛΙΑ» Ν. Αιτωλ/νίας…», το οποίο απεστάλη στην Κτηματική Υπηρεσία Αιτωλοακαρνανίας συνοδευόμενο από τέσσερα διαγράμματα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, κατά την διενεργηθείσα, την 05.09.2001, στην ανωτέρω θέση αυτοψία, κατόπιν υποβληθείσης αναφοράς-καταγγελίας του Ι. Ασημακόπουλου, κατοίκου Αντιρρίου, διεπιστώθη ότι οι «πινακίδες 5 έως 13» του επικυρωθέντος με την 641/13.07.1993 απόφαση του Νομάρχου Αιτωλίας και Ακαρνανίας (Δ’ 900) τοπογραφικού διαγράμματος, επί του οποίου είχαν καθορισθεί οι οριογραμμές αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού, στην θέση «από τα όρια με την Κοινότητα Μολυκρείου Ναυπακτίας και μέχρι την Κοινότητα Μακύνειας» του νομού Αιτωλοακαρνανίας, δεν ανταποκρίνονται «πλέον στην υπάρχουσα κατάσταση της ακτής όχι επειδή ήταν εξ αρχής εσφαλμέν[ες], αλλά επειδή έχει ριζικά μεταβληθεί η ακτή λόγω φυσικών προσχώσεων ή διαβρώσεων» και ότι, εν όψει τούτου υφίσταται «ανάγκη επανεξετάσεως της καθορισμένης οριογραμμής παλαιού αιγιαλού επειδή προέκυψαν σαφείς ενδείξεις παλαιού αιγιαλού ο οποίος δεν έχει καθορισθεί». Προς τον σκοπό αυτόν, όπως, επίσης, αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο, «από την Υδρογραφική Υπηρεσία ψηφιοποιήθηκαν … τόσο τα διαγράμματα καθορισμού όσο και το φωτογραμμετρικό διάγραμμα της Γ.Υ.Σ. κλίμακας 1:5.000, καθώς και οι αεροφωτογραφίες φωτοληψίας των ετών 1945, 1972 και 1992. Μέσω του φωτογραμμετρικού διαγράμματος έγινε αναγωγή των υπολοίπων στοιχείων σε ενιαία κλίμακα 1:5.000 και συνετάγησαν τέσσερα διαγράμματα. Στα τρία εξ αυτών γίνεται σύγκριση του διαγράμματος καθορισμού με τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1972 και 1992 αντίστοιχα, ενώ στο τέταρτο γίνεται μία συνολική συσχέτιση όλων των στοιχείων. Από τη σύγκριση αυτή προέκυψαν οι εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα: α. Μεγάλα τμήματα της ακτής στην πάροδο του χρόνου παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα, υποκείμενα σε προσχώσεις/διαβρώσεις που είναι απότοκες των χαλαρών ιζημάτων της ακτής, των φερτών υλών των παρακειμένων ποταμών και χειμάρρων και των εντόνων παραθαλασσίων ρευμάτων. β. Το σύνολο σχεδόν της καθορισμένης γραμμής παλαιού αιγιαλού όταν εφαρμοσθεί στην αεροφωτογραφία του έτους 1945, χαράσσεται εντός της θαλάσσης, αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εκτεταμένες εκτάσεις προσχωσιγενών ελωδών εδαφών εκτός της ζώνης του παλαιού αιγιαλού. Σύμφωνα με τη διαπίστωση αυτή, η τεχνική έκθεση που συνοδεύει την υποβληθείσα πρόταση επανακαθορισμού και εξαιρεί φερόμενες ιδιοκτησίες με το αιτιολογικό ότι σε αυτές αναγνωρίστηκε αλληλουχία τίτλων μέχρι το έτος 1884 είναι εξ ολοκλήρου εσφαλμένη και δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. γ. Ανάγκη επανακαθορισμού του παλαιού αιγιαλού υπάρχει και για την προς δυσμάς έκταση, για την οποία έχει εκδοθεί η … 8535/27-7-1987 … επικυρωτική απόφαση [του Νομάρχου Αιτωλίας και Ακαρνανίας (Δ’ 727)]». Εν όψει των διαπιστώσεων αυτών το ΓΕΝ, αφ’ ενός μεν εγνωμοδότησε υπέρ της αμέσου προωθήσεως της διαδικασίας επανακαθορισμού του αιγιαλού και του παλαιού αιγιαλού στην περιοχή από την αρμοδία Κτηματική Υπηρεσία, προτείνοντας τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού στην θέση που ενδεικτικώς είχε σημειωθεί στα προαναφερθέντα διαγράμματα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, αφ’ ετέρου δε διετύπωσε την άποψη ότι «κάθε τυχόν εξαίρεση τίτλου από τη ζώνη του επανακαθοριζόμενου παλαιού αιγιαλού [πρέπει] να τύχει της εγκρίσεως των Τεχνικών Υπηρεσιών και της Διευθύνσεως Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών πριν από την επανυποβολή της υποθέσεως στο ΓΕΝ για γνωμοδότηση». Ακολούθως, την 10.01.2003, συνεκλήθη η αρμοδία Επιτροπή του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2971/2003, για τον επανακαθορισμό των ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην θέση «Μυρτιά- Καραούλια ή Μεσόκαμπος» του Δήμου Αντιρρίου Αιτωλοακαρνανίας. Στο σχετικό πρακτικό της ως άνω Επιτροπής, το οποίο συνοδεύεται από το, με ημερομηνία 14.10.2002, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Γεωργίου Λώλου, υπαλλήλου της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας, με αποτυπωμένη την οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού στην προταθείσα, κατά τα ανωτέρω, από το ΓΕΝ, θέση, αφού παρατίθεται αυτούσιο το προαναφερθέν έγγραφο του ΓΕΝ, εκτίθεται ότι «… η ακτογραμμή έχει μετατοπιστεί, εξαιτίας προσχώσεων, προς νότο, κατά μερικές δεκάδες μέτρα από το έτος 1993 που είχε πραγματοποιηθεί ο πρώτος καθορισμός των ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού. Η σημαντική αυτή αύξηση της ξηράς προς νότον και λόγω του ότι, στους προσκομισθέντες από τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες τίτλους ιδιοκτησίας [ως] ένα από τα … όρια των ιδιοκτησιών τους αναφέρεται η θάλασσα (νότιο όριο), έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται εντελώς αόριστο και συνεπώς αναξιόπιστο το προς την θάλασσα … όριο, αφού τούτο λόγω της πρόσχωσης θα εφαρμόζεται σήμερα πολύ εσώτερα προς την ξηρά και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να γίνει εφαρμογή των τίτλων ιδιοκτησίας και να ληφθούν υπόψη για την εξαίρεσή τους από την ζώνη του παλαιού αιγιαλού». Με την 544.5/1014/03/06.11.2003 γνωμοδότησή του, το ΓΕΝ συνεφώνησε με τον ως άνω καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού, επισημαίνοντας ότι, σε περίπτωση διαφοροποιήσεως των θέσεων της Επιτροπής, κατόπιν της υποβληθείσης εξωδίκου διαμαρτυρίας κατοίκων του Αντιρρίου, με την οποίαν αμφισβητήθηκε η κυριότης του Δημοσίου επί της καταλαμβανομένης από τον προταθέντα παλαιό αιγιαλό εκτάσεως, «παύει ισχύουσα η σύμφωνη γνώμη και η υπόθεση … πρέπει να επανυποβληθεί … για γνωμοδότηση». Κατόπιν των ανωτέρω, συνετάγη η από 24.05.2004 Έκθεση της τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας Ι. Αργιαδίτη, με σκοπό να ερευνηθεί η ύπαρξη δικαιωμάτων του Δημοσίου επί ακινήτων (αγροτεμαχίων), συνολικού εμβαδού 223.900 τμ, κειμένων στην επίμαχη περιοχή, με την εφαρμογή επί του εδάφους των προσκομισθέντων, υπό των φερομένων ως ιδιοκτητών, τίτλων. Ειδικότερα, στην έκθεση αυτήν, αρχικώς, περιγράφονται οι προσκομισθέντες υπό ιδιωτών τίτλοι, δυνάμει των οποίων οι ως άνω, προβάλλοντες δικαιώματα κυριότητος εντός της προτεινομένης ζώνης του παλαιού αιγιαλού, είχαν αποκτήσει τα εν λόγω ακίνητα με αδιάκοπη σειρά μεταβιβάσεων από το έτος 1880 και εντεύθεν. Ακολούθως, εκτίθεται ότι, κατόπιν της αναγωγής των αναφερομένων στους τίτλους παλαιών και βασιλικών στρεμμάτων στην σημερινή μονάδα μετρήσεως και νέας καταμετρήσεως, η έκταση την οποίαν αφορά η έρευνα «έχει συνολικό εμβαδόν 217.759,88 τμ. Απαρτίζεται από επί μέρους ιδιοκτησίες, οι οποίες ανήκουν τώρα στους επιγόνους του αρχικού αγοραστού … Νικολάου Παπαμιχαήλ του Δημητρίου … ο οποίος είχε [αποκτήσει] την έκταση, αφενός μεν από προικοσυμβόλαιο (αριθ. 220/1883) για 80 παλαιά στρέμματα…αφετέρου δε από αγορά σε δημόσιο πλειστηριασμό (αριθ. 12776/1905) 100 στρεμμ[άτων]. Εξ άλλου υπάρχει το αριθ. 174922/1889 Παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών για 100 βασιλικά στρέμματα από το οποίο προήλθε και η έκθεση πλειστηριασμού του 1905. … Συνημμένα επισυνάπτονται τίτλοι από κάθε ιδιοκτήτη-επίγονο του αρχικού ιδιοκτήτη για το πώς απέκτησε το τμήμα που [του] ανήκει και με ποιους τίτλους…[Η] ταυτοποίηση της ιδιοκτησίας επιτυγχάνεται τόσο με το εμβαδόν όσο και με την αναφορά στα συμβόλαια των … προς τον βορρά» ομόρων ιδιοκτητών ότι οι ιδιοκτησίες τους έχουν «ως νότιο όριο την ιδιοκτησία Νικολάου Παπαμιχαήλ». Περαιτέρω, κατά την εφαρμογή των προσκομισθέντων υπό των φερομένων ως ιδιοκτητών τίτλων ιδιοκτησίας ελήφθησαν υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, τα συνοδεύοντα τους τίτλους τοπογραφικά διαγράμματα, το τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Κίσσα, σε κλίμακα 1:1000 και με χρονολογία Ιούνιος 2003, με το οποίο «εφαρμόστηκε … η οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού, όπως την καθόρισε η Επιτροπή [με το από 10.01.2003 πρακτικό της]» και στο οποίο εμφαίνονται όλες οι υφιστάμενες εντός του παλαιού αιγιαλού ιδιοκτησίες και, τέλος, το γεγονός ότι ναι μεν δεν υπάρχει τοπογραφικό διάγραμμα για την επίμαχη έκταση των 180 παλαιών και βασιλικών στρεμμάτων, όμως «απ’ την περιγραφή και την υλοποίηση των ορίων των υπαρχόντων συμβολαίων και του Παραχωρητηρίου, τα όρια του κτήματος αυτού είναι και παραμένουν σταθερά από το 1905, δηλαδή ανατολικά το «ρεύμα» Μπζιάκος ή Μπουζάκος και βόρεια με σούδαν». Κατόπιν εκτιμήσεως των στοιχείων αυτών, η συντάξασα την έκθεση ως άνω τοπογράφος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εντός της προτεινομένης ζώνης του παλαιού αιγιαλού υφίστανται οι αποτυπωθείσες στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Κίσσα, με χρονολογία Ιούνιος 2003, ιδιοκτησίες, ως εξής: » Η έκταση που αναφέρεται στο συμβόλαιο 29941/9-11-1921 του συμβ/φου Τρικαίου [δυνάμει του οποίου ο αρχικός αγοραστής Νικόλαος Παπαμιχαήλ απέκτησε 80 παλαιά και 100 βασιλικά στρέμματα στην θέση Μεσόκαμπος της κτηματικής περιφερείας Αντιρρίου], είναι οπωσδήποτε αυτή που απαρτίζεται συνολικά από τις [ως άνω] ιδιοκτησίες…, συνολικού εμβαδού 223.900 τ.μ.. Την βεβαιότητα θεμελιώνει η περιγραφή των ορίων τα οποία συμφωνούν σε όλα τα συμβόλαια, η αναφορά της θέσης Μεσόκαμπος, η αναφορά του νοτίου ορίου που είναι η θάλασσα και η αναφορά του αριθμού των στρεμμάτων, εκατόν ογδόντα παλαιά και βασιλικά. Επίσης, όσον αφορά τις ελώδεις και βαλτώδεις εκτάσεις που αναφέρονται στην πρώτη γνωμοδότηση του Γ.Ε.Ν., στην αναφορά των συμβολαίων και στην περιγραφή αυτών όσον αφορά το είδος των αγρών, αναφέρεται εν μέρει ως ξηρικόν και εν μέρει βαλτώδ[ε]ς. Στην αριθ. 12776/1905 Πλειστηριακή Έκθεση, για τα 100 στρέμματα, τα πενήντα στρέμματα αναφέρονται ως καλλιεργήσιμα και τα άλλα πενήντα ως αγρός ακαλλιέργητος (αγρίδιον). Για όλα τα ανωτέρω, δεν υπάρχει διεκδίκηση από οποιονδήποτε καθόλη την χρονική διάρκεια από της αγοράς της όλης εκτάσεως κατά το έτος 1921 έως σήμερα. Αποδεικνύεται έτσι μετά την εφαρμογή των παραπάνω τίτλων και την διαδοχή των μεταβιβάσεων, ότι δεν μεταβλήθηκαν τα προς την ξηρά όρια και το προς την θάλασσα όριο πρέπει να τοποθετηθεί εσώτερα προς την θάλασσα, από τη θέση που φαίνεται στο διάγραμμα, για να περικλειστεί έκταση μεταξύ των ορίων, ισοδύναμη σε εμβαδόν με την αγορασθείσα, ήτοι 180 παλαιά ή 228,6 νέα στρέμματα. Ήδη με την προς την θάλασσα θέση του ορίου που προτείνεται, περικλείεται έκταση με σαφώς μικρότερο εμβαδόν. Εφαρμόστηκε στο διάγραμμα της υπηρεσίας μας, το οποίο αποτελεί και αναπόσπαστο τμήμα της παρούσης έκθεσης η προτεινόμενη οριογραμμή παλαιού αιγιαλού, σύμφωνα με το από 10/1/2003 Πρακτικό της Επιτροπής Ορίων Αιγιαλού-Παραλίας…Μετά την εφαρμογή φαίνεται ότι η οριογραμμή θίγει ιδιοκτησίες, για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι οι οποίοι ανάγονται στο έτος 1884 και… Παραχωρητήριο του Δημοσίου. [Επομένως, η] ανωτέρω έκταση, με σημερινή καταμέτρηση, …217.764,21 μ2, όπως περιγράφεται με τους παραπάνω τίτλους ιδιοκτησίας των ιδιοκτητών, προέρχεται από Παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών, τίτλους που ανάγονται στο έτος 1884 και πρέπει να εξαιρεθεί από τον παλαιό αιγιαλό και τα αγροτεμάχια μετά τον καθορισμό ορίων αιγιαλού και παραλίας, παραμένουν ως είχαν, χωρίς καθορισμό ορίων παλαιού αιγιαλού». Εν συνεχεία, την 23.09.2004, συνεκλήθη εκ νέου η αρμοδία Επιτροπή, η οποία, όπως προκύπτει από το πρακτικό της, αφού έλαβε υπ’ όψιν της, μεταξύ άλλων, α) τα προπαρατεθέντα στοιχεία, ήτοι το από 10.01.2003 προηγούμενο πρακτικό της, τις Φ.544.5/968/01/2001 και 544.5/1014/03/2003 γνωμοδοτήσεις του ΓΕΝ και την από 24.5.2004 «έρευνα ιδιοκτησιακού καθεστώτος με βάση τίτλους και εφαρμογή αυτών επί του εδάφους», μετά των οικείων τοπογραφικών διαγραμμάτων, β) την σχετική από 15.05.2003 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία κατοίκων του Αντιρρίου και τις υποβληθείσες κατά τα έτη 2003 και 2004 αιτήσεις-αναφορές ορισμένων εκ των αιτούντων «που θίγονταν από τον παλαιό αιγιαλό», με τις οποίες είχαν προσκομισθεί τίτλοι ιδιοκτησίας, και γ) το γεγονός ότι «στην περιοχή υπάρχουν έντονες μεταβολές της χερσαίας έκτασης προς την θάλασσα, συγκριτικά με τα τοπογραφικά διαγράμματα του 2000», ενώ «παρατηρείται πολυπλοκότητα στο θέμα, καθώς υπάρχει πληθώρα τίτλων, χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από τοπογραφικό διάγραμμα, με σταθερά όρια και ακριβείς διαστάσεις, ώστε να μπορέσει να γίνει η εξαίρεση των εκτάσεων από τον παλαιό αιγιαλό», καθώρισε την οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού όπως είχε αποτυπωθεί στο προαναφερθέν από 14.10.2002 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας Γεωργίου Θ. Λώλου και, περαιτέρω, απεφάσισε την αποστολή των τίτλων «που κατέθεσαν οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες που θίγονται από τον παλαιό αιγιαλό, καθώς και την έκθεση έρευνας τίτλων της μηχανικού Ιωάννας Αργιαδίτη, στην Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να γίνει έρευνα ιδιοκτησιακού καθεστώτος και σε περίπτωση εφαρμογής των τίτλων αυτών να εξαιρεθούν από την ζώνη παλαιού αιγιαλού». Το ως άνω πρακτικό δεν προκύπτει ότι διεβιβάσθη στο ΓΕΝ για την διατύπωση γνωμοδοτήσεως (βλ. το Φ.544.5/1098/ 04/18.10.2004 έγγραφο του ΓΕΝ).
9.Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 31.01.2006 έκθεση της Επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2971/200, η οποία, κατόπιν της Φ.544.5/816/06/28.08.2006 συμφώνου γνώμης του ΓΕΝ, επεκυρώθη-μετά των οικείων τοπογραφικών και υψομετρικών διαγραμμάτων του τοπογράφου μηχανικού Δ. Κίσσα, με χρονολογία Ιανουάριος 2006-με την προσβαλλομένη απόφαση, τα μέλη της Επιτροπής, ειδικώς εν σχέσει με τον επανακαθορισμό της ζώνης του παλαιού αιγιαλού στην επίμαχη θέση, αφού έλαβαν υπ’ όψιν τους «1. την τεχνική έκθεση -έρευνα ιδιοκτησιακού των τίτλων της τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλ/νίας Ιωάννας Αργιαδίτη … από το κείμενο [της οποίας] και το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει αυτό (και τα δύο αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτού του πρακτικού) [προκύπτει ότι] η έκταση που περιγράφεται στους αρχικούς τίτλους που κατατέθηκαν οριοθετείται: προς βορρά: με αγρούς «Ανδρέα Ρήγα, Μαρίας θυγα[τρός] Αγγελή Αγγελόπουλου και Γεωργίου Κ. Κατσούδα, προς νότο: με θάλασσα προς δυσμάς: με αγρούς «Μπιλιαναίων», προς ανατολάς: με ρέμα «Μπουζάκος» και ταυτίζεται με την έκταση που απεικονίζεται στο διάγραμμα εφαρμογής των τίτλων της τεχνικής έκθεσης» και «2. την γνωμοδότηση του Γ.Ε.Ν. (544.5/968/01/28.12.2001) με σειρά αεροφωτογραφιών 1945-1972-1992 όπου αναφέρεται ότι μέσα στην ζώνη του παλαιού αιγιαλού όπως το Γ.Ε.Ν. προτείνει υπάρχουν «εκτεταμένες εκτάσεις προσχωσ[ι]γενών ελωδών εδαφών» δηλ. πρόκειται για εκτάσεις που παλαιότερα ήταν θαλάσσιες», καθώρισαν την οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού όπως είχε προταθεί από το ΓΕΝ με την Φ.544.5/968/01/ 28.12.2001 γνωμοδότησή του «σύμφωνα με το [από 14.10.2002] τοπογραφικό διάγραμμα» του Γ. Λώλου, με την αιτιολογία ότι «εκ των δύο ανωτέρω [στοιχείων] εύλογα προκύπτει αμφιβολία ως προς την πραγματική έκταση των αρχικών συμβολαίων…».
10.Επειδή, ακολούθως, ορισμένοι εκ των αιτούντων με την από 08.05.2007 αίτηση θεραπείας κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία παρέθεσαν αυτούσιο το κείμενο της από 24.05.2004 εκθέσεως της τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας Ι. Αργιαδίτη, η οποία, όπως ήδη εξετέθη, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εντός της προταθείσης ζώνης του παλαιού αιγιαλού περιλαμβάνονται οι αποτυπωθείσες στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Κίσσα, με χρονολογία Ιούνιος 2003, ιδιοκτησίες, προέβαλαν ότι, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της εκθέσεως αυτής, μη νομίμως οι ιδιοκτησίες τους κατελήφθησαν από την ζώνη του παλαιού αιγιαλού. Κατόπιν της υποβολής της ως άνω αιτήσεως θεραπείας συνετάγη η από 07.06.2008 «Τεχνική και Διοικητική Έκθεση» των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας Μ. Τζωρτζοπούλου και Δ. Ζαφειρόπουλου, στην οποίαν εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η έκταση την οποίαν αφορά η έκθεση ορίζεται από τις κορυφές με αριθμούς 1, 2, 3… 14, 15… 17… Π7, 21, Π6, 49, Π5, 48, 46, 44, 42, 40… Π3, 84, 32, 29, 28, Π2, 23, 24, 25, 1 στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Κίσσα, με χρονολογία Φεβρουάριος 2008 και συνορεύει, «όπως αναφέρεται και στα παλαιά συμβόλαια», ανατολικώς με ρέμμα «Μπουζάκο», νοτίως με θάλασσα, δυτικώς με αγρούς Μπιλαναίων και βορείως με δημοτική οδό και πέραν αυτής με αγρούς Α. Ρήγα, Μ. Αγγελοπούλου και Γ. Κατσούδα. Έχει εμβαδόν 180 βασιλικά στρέμματα (228, 6 σημερινά στρέμματα). Δεδομένου ότι το ανατολικό, βόρειο και δυτικό όριο παρέμειναν αναλλοίωτα, αλλά το νότιο όριο «διαμορφώθηκε με τον καθορισμό των γραμμών αιγιαλού και παραλίας», το τελικό εμβαδόν της εκτάσεως είναι «226.795,16 τ.μ. μέχρι την, προσφάτως καθορισθείσα, γραμμή παραλίας και είναι στη θέση «Μεσόκαμπος ή Καρούλια» του Δ.Δ. Αντιρρίου του Δήμου Αντιρρίου. Απαρτίζεται από επιμέρους ιδιοκτησίες οι οποίες ανήκουν τώρα στους επιγόνους του αρχικού αγοραστού ο οποίος ήταν ο Νικόλαος Παπαμιχαήλ του Δημητρίου. Ο αρχικός αγοραστής ήταν κύριος μιας έκτασης 180 παλαιών στρ. ή 228,60 νέων στρ., την οποία απέκτησε, αφενός μεν από το … 220/1883 προικοσυμβόλαιο εκτάσεως 80 παλαιών στρεμμάτων και αφετέρου από αγορά σε δημόσιο πλειστηριασμό (αριθμ. 12776/1905) εκτάσεως 100 βασιλικών στρεμμάτων, τα οποία προήλθαν από το … 174922/1889 Παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών ως αναφέρεται στην έκθεση πλειστηριασμού του έτους 1905″. Ακολούθως, στην έκθεση περιγράφονται οι τίτλοι κτήσεως των ακινήτων στην επίμαχη περιοχή [δυνάμει των οποίων οι επίγονοι του αρχικού αγοραστού απέκτησαν αυτά με αδιάκοπη σειρά μεταβιβάσεων από το έτος 1880 έως σήμερα] και, κατόπιν εφαρμογής των τίτλων ιδιοκτησίας, για την οποίαν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι τίτλοι με τα συνοδεύοντα αυτούς τοπογραφικά διαγράμματα, καθώς και, μεταξύ άλλων, τα προαναφερθέντα τοπογραφικά διαγράμματα του Δ. Κίσσα και του Γ. Λώλου και η προμνημονευθείσα από 24.05.2004 έκθεση της τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας Ι. Αργιαδίτη, συμπερασματικώς εκτίθενται τα ακόλουθα: Η έκταση που αναφέρεται στο συμβόλαιο 2941/9-11-1921 του συμβολαιογράφου Τρικαίου, [δυνάμει του οποίου, όπως ήδη εξετέθη, ο αρχικός αγοραστής Νικόλαος Παπαμιχαήλ απέκτησε 80 παλαιά και 100 βασιλικά στρέμματα στην θέση Μεσόκαμπος της κτηματικής περιφερείας Αντιρρίου] είναι οπωσδήποτε αυτή που απαρτίζεται συνολικά από τις [ως άνω] ιδιοκτησίες … συνολικού εμβαδού 226.795,6μ2. Την βεβαιότητα θεμελιώνει η περιγραφή των ορίων τα οποία συμφωνούν σε όλα τα συμβόλαια, δηλαδή την αναφορά της θέσης «Μεσόκαμπος», την αναφορά του νότιου ορίου που είναι η θάλασσα και την αναφορά του αριθμού των στρεμμάτων, εκατόν ογδόντα παλαιά και βασιλικά τα οποία αναγόμενα, αντιστοιχούν σε 228,60 σημερινά στρέμματα. Επίσης, όσον αφορά τις ελώδες εκτάσεις των αγρών, αναφέρεται εν μέρει ως ξηρικόν και εν μέρει βαλτώδεις. Στην αριθ. 12776/1905 Πλειστηριακή Έκθεση, για εκατό (100) στρέμματα, τα πενήντα (50)αναφέρονται ως καλλιεργήσιμα και τα άλλα πενήντα (50) ως αγρός ακαλλιέργητος (αγρίδιον). Για όλα τα ανωτέρω, δεν υπάρχει διεκδίκηση από οποι[ο]νδήποτε καθόλη την διάρκεια, δηλ. από της αγοράς της όλης εκτάσεως, η οποία έγινε κατά το έτος 1921[έ]ως σήμερα. Αποδεικνύεται έτσι μετά την εφαρμογή των παραπάνω τίτλων και την διαδοχή μεταβιβάσεων, ότι δεν μεταβλήθηκαν τα προς την ξηρά όρια. Το προς την θάλασσα όριο πρέπει να τοποθετηθεί εσώτερα προς αυτήν, ακριβώς στην γραμμή παραλίας όπως φαίνεται στο διάγραμμα, για να περικλειστεί έκταση μεταξύ των ορίων, ισοδύναμη σε εμβαδόν με την αγορασθείσα, ήτοι 180 παλαιά ή 228,60 νέα στρέμματα. Ήδη, με τον καθορισμό της γραμμής παραλίας που αποτελεί το προς την θάλασσα όριο, περικλείεται έκταση με σαφώς μικρότερο εμβαδόν (226.795, 16μ2)… Η ανωτέρω έκταση … έχει με σημερινή καταμέτρηση εμβαδόν … 226.795,16μ2, όπως περιγράφεται με τους τίτλους ιδιοκτησίας των ιδιοκτητών, προέρχεται από Παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών, τίτλο[υ]ς που ανάγονται στο έτος 1884 και πρέπει να εξαιρεθεί από τον παλαιό αιγιαλό και τα αγροτεμάχια μετά τον καθορισμό ορίων αιγιαλού και παραλίας, παραμένουν ως είχαν, χωρίς καθορισμό ορίων παλαιού αιγιαλού». Τέλος, όπως προκύπτει από το 2177/07/376/11.06.2008 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας η έκθεση αυτή απεστάλη στην Διεύθυνση Δημοσίας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ώστε να επιληφθεί της υποθέσεως το αρμόδιο για την προστασία των δημοσίων κτημάτων Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Δημοσίων Κτημάτων του άρθρου 8 του αν 1539/1938.
11.Επειδή, εν όψει των γενομένων δεκτών στην εβδόμη σκέψη, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την διαπίστωση της υπάρξεως παλαιού αιγιαλού στην συγκεκριμένη περιοχή, η οποία, όπως προκύπτει από την επικυρωθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση από 31.01.2006 έκθεση της Επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2971/2001 και ήδη εξετέθη, ερείδεται αποκλειστικώς στην δημιουργηθείσα αμφιβολία ως προς την πραγματική έκταση των υφισταμένων, για την επίμαχη περιοχή, αρχικών συμβολαίων, χωρίς περαιτέρω έρευνα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της εκτάσεως, κλονίζεται, πάντως, από τις διαπιστώσεις της παρατεθείσης στην προηγουμένη σκέψη τεχνικής εκθέσεως των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας Αιτωλοακαρνανίας, με την οποία, κατόπιν ελέγχου των υφισταμένων και προσαχθέντων για την περιοχή τίτλων και εφαρμογής αυτών, οι ως άνω υπάλληλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι τίτλοι αυτοί, οι οποίοι ανάγονται στο έτος 1880 (για τα 80 παλαιά στρέμματα) και στο έτος 1889 (για τα παραχωρηθέντα από το Υπουργείο Οικονομικών 100 βασιλικά στρέμματα), επιβεβαιώνουν την ύπαρξη διακατοχικών πράξεων ιδιωτών επί εκτάσεως, εμβαδού 228,60 στρεμμάτων, καταλαμβανομένης από την καθορισθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού.
12.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση στο σύνολό της, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της ερεύνης του ετέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον πλήσσεται η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την δημιουργία ζώνης παραλίας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *