Τι είναι η Διαμεσολάβηση και πως διεξάγεται ;
Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, ως διαμεσολάβηση νοείται «η διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή».
Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση γίνεται α) με πρωτοβουλία των μερών, που αποδεικνύεται εγγράφως, β) με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιων του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης σε δικάσιμο μετά την πάροδο 3μήμου, γ) με διαταγή από δικαστήριο άλλου κράτους- μέλους και δ) εκ του νόμου.
Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, ως διαμεσολάβηση νοείται «η διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή».
Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση γίνεται α) με πρωτοβουλία των μερών, που αποδεικνύεται εγγράφως, β) με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιων του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης σε δικάσιμο μετά την πάροδο 3μήμου, γ) με διαταγή από δικαστήριο άλλου κράτους- μέλους και δ) εκ του νόμου.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης ρυθμίζεται νομοθετικά μόνο ως προς τα συγκεκριμένα απαραίτητα τυπικά στοιχεία της, αφού από τη φύση της διαμεσολάβησης πρόκειται για μια ελαστική διαδικασία, που καθορίζεται από το διαμεσολαβητή σε συνεργασία με τα μέρη και ανάλογα με την εκτίμηση των στοιχείων που εξυπηρετούν βέλτιστα την επίλυση της εκάστοτε διαφοράς. Εξυπακούεται βέβαια, ότι οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης βρίσκουν εφαρμογή και στη διαδικασία αυτή.
Τα μέρη επιλέγουν το διαμεσολαβητή από κοινού ή από τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση εσωτερικής διαφοράς ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος, ενώ σε διασυνοριακή διαφορά, τα μέρη μπορούν να ορίσουν διαπιστευμένο διαμεσολαβητή που δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα. Επίσης, τα μέρη υποχρεωτικά παρίστανται στη διαμεσολάβηση με πληρεξούσιους δικηγόρους, που συντάσσουν και το τελικό κείμενο του συμφωνητικού, με το οποίο ρυθμίζεται η επιτυχώς επιλυθείσα διαφορά.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού . Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι τα μέρη μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης οποτεδήποτε το επιθυμούν.
Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η άμεση εκτέλεση χωρίς την εμπλοκή σε άλλες διαδικαστικές διαδικασίες.
Πηγή: Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά