Απόκτηση κυριότητας με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο. Αμφισβήτηση δικαιώματος κυριότητας. Σε περίπτωση διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, διότι μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Οθωμανικά κτήματα. Υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, καθώς αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. ʼσκηση νομής διανοία κυρίου, προκειμένου για απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Οι συνέπειες που προβλέπει το άρθρο 60 παρ. 1 του δασικού κώδικα, αφορούν μόνο σε δικαιοπραξίες και όχι στην κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Απορρίπτεται η έφεση.

Αριθμός Απόφασης: 212/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2°

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Παναγιώτη Φιλόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών, και το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. ……), το οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ο Δικαστικός Πληρεξούσιος Ν.Σ.Κ. Ηλίας Ζαχείλας.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……. του ……., κατοίκου …… Αττικής, οδός …. αρ. ….., την οποία εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Απόστολος Παπακωνσταντίνου.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21 -9-2009 (Γενικός Αριθμός Κατάθεσης .. /24-9-2009 και Αριθμός Κατάθεσης ../24-9-2009) αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 1883/2013 μη οριστική απόφαση, με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη επί του επιδίκου ακινήτου και στη συνέχεια μετά τη διενέργεια αυτής εξέδωσε την υπ`αριθμ. 1704/2016 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.

Κατά της ανωτέρω 1704/2016 απόφασης με την οποία συμπροσβάλλεται και η 1883/2013 ανωτέρω απόφαση ασκήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο η από 14.10.2016 με αριθμό κατάθεσης στο εκδόν Δικαστήριο 4189/14-10-2016 γ–1 και με αριθμ. κατάθ. δικογρ. ../../21-11-2016 στο Δικαστήριο τούτο έφεση. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων με χωριστές δηλώσεις που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14-10-2016 (με αριθμό κατάθ. δικογρ. ../14.10.2016 στο εκδόν Δικαστήριο και με αριθμ. κατάθ. δικογρ. ../../21.11.2016 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 1704/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλίαν των διαδίκων, συμπροσβαλλομένης με αυτή και της υπ’ αριθμ. 1883/2013 μη οριστικής απόφασης του ιδίου πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εφαρμόζοντας την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β),2517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011) και άρθρο 10 του Καν.Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 ίούλιου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Α 139)/](εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στις 9-9-2016 (βλ. τη σχετική με ημερομηνία 9- 9-2016 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. στην εμπρόσθια όψη του πρώτου φύλλου της σε φ/ο εκκαλουμένης, την οποία προσκομίζει μετ`επικλήσεως το εκκαλούν) επιμέλεια της εφεσίβλητης και η έφεση ασκήθηκε στις 14-10-2016, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοσή της, για το παραδεκτό της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή του τασσομένου από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4055/6-7-2012 και συμπληρώθηκε με τη προσθήκη του εδαφίου β` με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, αφού το εκκαλούν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου άνω Καν.Δ/τος και εν προκειμένω για την ασκηθείσα έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα (εφεσίβλητη) ισχυρίστηκε ότι έχει γίνει κυρία ενός ακινήτου εκτός σχεδίου πόλεως που βρίσκεται στη θέση «……» του Δήμου ……. εκτάσεως 702 τμ., όπως ειδικότερα περιγράφεται στο δικόγραφο ως προς τα όρια και τις πλευρικές διαστάσεις, αξίας 50.000 ευρώ και προέρχεται από το ευρύτερο «…..» ή κτήμα «……..» συνολικής εκτάσεως 4500 στρεμμάτων. Ότι απέκτησε κυριότητα στο ανωτέρω ακίνητο με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού ομόρρυθμη εταιρεία «……» δυνάμει του υπ’αριθμ. …../23-7-1987 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Επικουρικώς δε, ισχυρίστηκε ότι κατέστη κυρία του εν λόγω ακινήτου και με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον από το έτος 1987 και εφεξής μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (2009), ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των δέκα (10) και είκοσι (20) ετών αντίστοιχα, το νέμεται, συνεχώς και αδιατάρακτα, όπως άλλωστε και η άμεση, αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοί της από το έτος 1833, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, ασκώντας, διανοία κυρίου, τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης, που επικαλείται στο δικόγραφο, με τους επίσης αναφερόμενους νόμιμους τίτλους και με καλή πίστη. Ότι το εναγόμενο (ήδη εκκαλούν) αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της επί του επιδίκου, και προβάλλει ίδιον επ’αυτού δικαίωμα, ισχυριζόμενο ειδικότερα ότι το εν λόγω ακίνητο αποτελεί δάσος, καθόσον στην από Σεπτέμβριο 2000 Μελέτη Δενδροφύτευσης Τουρκοβουνίων της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής η ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει το επίδικο χαρακτηρίζεται ως δημόσια δασική έκταση, ενά) με την υπ` αριθμ. 23/28-5/18-6-1987 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων που έγινε δεκτή με την υπ` αριθμ. 3954/20-7-1987 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η ίδια έκταση χαρακτηρίστηκε ως δημόσια, ανήκουσα στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ζήτησε ως έχουσα προφανές έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί κυρία του επιδίκου ακινήτου και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη αρχικά η με αριθμ. 1883/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διετάχθη επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργιεα πραγματογνωμοσύνης επί του επιδίκου και στη συνέχεια μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από το διορισθέντα νομοτύπως με την ως άνω απόφαση πραγματογνόιμονα και τη σύνταξη από αυτόν σχετικής έκθεσης εξεδόθη η με αριθμό 1704/2016 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, συμπροσβαλλομένης με αυτή της ως άνω υπ` αριθμ. 1883/2013 μη οριστικής απόφασης του ιδίου άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παραπονείται τώρα το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο για τους αναφερόμενους στην έφεσή του λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προς το σκοπό όπως απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του.

I. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ.α` και β` ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγιο αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, πλην άλλων, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ` όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 621/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι σε αυτό περιέχεται με σαφήνεια το επίδικο (ακίνητο) ως τμήμα ευρύτερης εδαφικής έκτασης 4.500 στρεμμάτων «……» η «κτήμα ……». Και τούτο ανεξάρτητα από το αν στους επικαλούμενους από την ενάγουσα τίτλους ιδιοκτησίας με τις οποίες μεταβιβάστηκε η συνολική επίδικη έκταση (702 τμ) προσδιορίζονται επακριβώς το εμβαδό της, οι πλευρικές της διαστάσεις και τα γειτονικά της ακίνητα, ενόψει του ότι στην εποχή των επίδικων μεταβιβάσεων ήταν αδύνατη, αν` όχι δύσκολη και δαπανηρή, η τοπογράφηση τόσο μεγάλων εκτάσεων που είχαν τότε μικρή οικονομική αξία (ΑΠ 1355/2014). Εξάλλου, η περιγραφή του επίδικου ακινήτου γίνεται και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα. Τέλος, διευκρινίζεται ότι το ζήτημα της επίκλησης της τριακονταετούς άσκησης της νομής με καλή πίστη έως την 11-9-1915 από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, που θίγει με το σχετικό λόγο έφεσης το εκκαλούν δεν άπτεται του ζητήματος της αοριστίας ή μη της αγωγής, όμως τέτοιες πράξεις νομής (καλλιέργεια, καρποσυλλογή κ.λπ.) επί της ευρύτερης εδαφικής έκτασης των 4.500 στρεμμάτων από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας αναφέρονται σε κάθε περίπτωση στο δικόγραφό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο έφεσης να απορριφθούν ως κατ ουσίαν αβάσιμοι, όπως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του από τούδε και ο λόγος αυτός έφεσης.

II. Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3.2.1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν` είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Ελληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν` κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενη δήμευση «πολεμικά) δικαιώματι», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν` στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο «ταπί») μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3.2.1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων («μούλκια»), τα οποία ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίους τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς. Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια»), που δεν είχαν` εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της ../16.6.1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα «…….» και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά στα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3.2.1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και τα παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με «ταπί») από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμιανούς ιδιώτες νόμιμα με «ταπί», που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως «τεσσαρούφ», καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες («μούλκια» – πλήρεις ιδιοκτησίες) και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3.2.1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. Όμως, όσον αφορά στα ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3.2.1830) και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτους υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ. και ΑΠ 52/2014 ό.π., ΕφΑθ 5279/2008, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικοί) έτους 1856 βλ. ΑΕΙ 80/2015, ΑΕΙ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας], οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια» – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξούσιαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες («μιριγιέ» – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), το)ν οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες («βακούφια»), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες («μετρουκέ» – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες («μεβάτ» – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξούσιαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1647/2016). Από τις διακρίσεις αυτές προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμά τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση «χοτζέτι», δηλαδή άτυπης μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαστή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ – οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται «ταπί», και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31, 1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. 1989, τ. Α` , σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος του Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως «δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών», καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο «εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας διά 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε είχε είτε δεν είχε έγκυρο τίτλο, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος». Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμου- γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κ.λπ., τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17.11.1836 Δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 Β.Δ.) του από …/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13.1 1.1835 διαταγής των επί του Βασ. Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της , λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δε δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17.11.1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29.11.1836, πρέπει να διακρίνονται από τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της διά της από 16.4/4.5.1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29- 11/1.12.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Τις δε αποφάσεις τής επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως .υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικράτειας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικράτειας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (/ΑΓΊ 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην /Αττική (δηλ. από 25 Μάιου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, ΕφΑΘ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1162/2002, ΝοΒ 50, 1281).

Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν` αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες («μούλκια»), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου «χοτζέτι», αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε, άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά στις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγάμενα βακούφια, αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων, όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο «ταπί»), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» – οιονεί επικαρπίας). Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με «ταπί», το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» – οιονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίες. Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, – αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3.2.1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ. της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγιο διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν επρόκειτο για δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλά με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν` το δικαίωμα κυριότητας τρίτου για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», με το άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/26.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» και του άρθρου άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Αντίθετα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (1041, 1045, 974 ΑΚ), αφού αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας κατ` άρθρο 1054 ΑΚ (ΑΠ 712/2015, ό.π.). ʼσκηση νομής διανοία κυρίου, προκειμένου για απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 1114/2014, ΑΠ 1077/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα, ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ των άλλων, η βοσκή ζώων, η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η επίβλεψη, η οριοθέτηση, η επιμέλεια καθαρισμού του, η χρήση του ως βοσκοτόπου (ΑΠ 1365/2014, AΠ 1291 /2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ` όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ καλή πίστη, εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1355/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (ΑΠ 1355/2014, ό.π.). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν απαιτείτο, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη «ταπίου» υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ. «περί ιδιωτικών δασών» (ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι την 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του» (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1249/2013, ΝοΒ 2014, 94, ΑΙ4 1182/2013 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΑΠ 4/2013, ΝοΒ 2013, 1267, ΑΓ1 923/2012, ΝοΒ 2013, 148), ούτε η εκδιδομένη, με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 998/1977, και με βάση το άρθρο 43 του ν. 998/1979. απόφαση της Διοίκησης με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας (ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 975/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η κήρυξη, δε, έκτασης ως αναδασωτέας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του ν, 998/1979, στην περίπτωση που αποβλέπει στην ανάκτηση της αλλοιωθείσης δασικής της μορφής δεν υποχρεώνει τη Διοίκηση στην κήρυξή της και ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που ο σκοπός της κήρυξης της έκτασης ως «αναδασωτέας» δεν αποτελεί η αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης, που έχει καταστραφεί και η εν γένει ανάκτηση της μορφής, αλλά η δάσωσή της και η πρόσδοση σ` αυτήν δασικού χαρακτήρα, που δεν είχε προηγουμένως, η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2729/2014 ΣτΕ 713/2014. δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094. 1045 και 1054 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντος στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε σ` αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 712/2015 ό.π., ΑΠ 1527/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού, ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015, ό.π.). Περαιτέρω, δάσος, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 «περί δασικού Κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Κατ` αυτές «ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικούς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος» και ως δασική έκταση νοείται «πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφο) λειτουργιών» (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 400/2011. δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/1997, ΕλλΔνη 38, 1544, ΑΠ 1296/1993, ΕλλΔνη 36, 201). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην ένοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιοσδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε, επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 309/2012, ΑΠ 312/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από τη δέουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 1883/2013 απόφαση του πρωτοβάμιου Δικαστηρίου, επαναπροσκομιζόμενα σε κεκυρωμένο αντίγραφο πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (ρητώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη), που νομίμως μετ` επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την από Ιουνίου 2014 Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα ……, πολ. μηχανικού-τοπ. μηχανικού, ο οποίος ορκίστηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. προσκομιζόμενη σε κεκυρωμένο φ/ο υπ’ αριθμ. …/4.6.2013 έκθεση όρκισης πραγματογνώμονος), την τεχνική έκθεση που συνέταξε ο διορισθείς από το εκκαλούν κατ` άρθρο 392 ΚΠολΔ τεχνικός σύμβουλος, ……, δασολόγος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του …../1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας αγροτικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών …….], που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… (…….) η εφεσίβλητη απέκτησε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με αγορά από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……» ένα ακίνητο που βρίσκεται στη θέση «……» του πρώην Δήμου ….. και ήδη Δήμου ……, στο συνοικισμό ……, που εμφαίνεται υπό τον αριθμό … του οικοδομικού τετραγώνου ….. στο από 18.10.1940 διάγραμμα των μηχανικών ….. και ……, που συντάχθηκε εν όψει και με την προοπτική της μη πραγματοποιηθείσης τελικώς εντάξεως μείζονος εδαφικής περιοχής 800 ως έγγιστα στρεμμάτων στο σχέδιο πόλεως και επισυνάπτεται στην υπ` αρ. …./1966 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών …… και εμφαίνεται υπό τα κεφαλαία γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από Ιούλιο 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …… . Το εν λόγω ακίνητο, εκτάσεως κατά τους τίτλους κτήσεως 702 τμ συνορεύει προς βορρά επί πλευράς Δ-Γ, μήκους 30 μ με αγροτική οδό πλάτους 10 μ, ανατολικά επί πλευράς Γ-Β μήκους 30 μέτρων με ακίνητο υπ` αρ. …, ιδιοκτησίας αγνώστου, δυτικά και νοτιοδυτικά επί πλευρώ/ Δ-Ε και Ε- Α, μήκους 34 μ με αγροτική οδό και νοτιοανατολικά επί πλευράς Α-Β μήκους 13 μ με ακίνητο υπ` αριθμόν 5, εμφαίνεται λ,στο από Ιούλιο 2008 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …… υπό τα στοιχεία A Β Γ Δ Ε Α και αποτυπώνεται με έντονη περιμετρική γραμμή, αποδίδουσα το σχήμα και τη θέση του στο τοπογραφικό διάγραμμα με στοιχεία …./…. της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, ενώ ήδη το πιο πάνω ακίνητο εμφαίνεται στο από Απρίλιο 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα ….., που συνοδεύει την από Ιούλιο 2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υπό τα περιμετρικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης με αγορά από το ….., δυνάμει του …./1966 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….. (…….), στον τελευταίο δε αυτόν είχε περιέλθει με αγορά από τις ….. συζ. ……και ……. συζ. …… (θετών θυγατέρων του ……) δυνάμει του …../18.4.1944 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγραφέντος (……). Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί μερικότερο τμήμα μείζονος εκτάσεως 4.500 στρεμμάτων, που προήλθε από τη συνένωση των κτημάτων «………» και «……..», γνωστής σήμερα ως – κτήμα ….. ή ……..που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια των Δήμων ……., ……. και Αθηνών και εντοπίζεται μεταξύ της κορυφογραμμής των ……, ……, συνοικίας ……., οδούς ……., ……, ……, …… και ρέματος ….. . Το πιο πάνω μείζον κτήμα περιήλθε στους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης ως εξής: α) Με το από συμφωνητικό του Μνήμονος των πωλήσεων (Νοταρίου Αθηνών) Π. Πούλου, ο ……., αρχικός δικαιοπάροχος των περαιτέρω ιδιοκτητών του συνολικού ακινήτου, ήδη γνωστού ως «….. ή ……», έγινε κατ` αρχήν κύριος, από αγορά από τον ιδιώτη ……, μιας εκτάσεως 765 περίπου στρεμμάτων, καθώς και της γύρω άγριας γης, στη θέση «…..» (βλ. το συμβόλαιο αυτό στον τόμο: Ο κώδιξ του Νοταρίου Αθηνών Π. Πούλου, Μνημεία Μεταβυζαντινού Δικαίου, Εκδόσεις Γ. Πετροπούλου, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1957, σελ. 515). Η παραπάνω έκταση ανήκε πριν από το έτος 1829 σε μέλη της οικογένειας …… και περιήλθε μετά από διαδοχικές πωλήσεις στον άμεσο δικαιοπάροχο του ……., …… β) Με το από ιδιωτικό συμφωνητικό (ομόλογο), το οποίο συντάχθηκε από το δημογέροντα Αθηνών ……., παρουσία των μαρτύρων ……. και …… και των δημογερόντων ……., ……, ……, οι οποίοι επικυρώνουν τις υπογραφές και τις δηλώσεις των συμβαλλομένων μερών και τις υπογραφές εκείνου, ο οποίος συνέταξε το έγγραφο και των μαρτύρων «κατά τας προσωπικός ομολογίας εκάστου», τα αδέλφια ……, ….. και ….., κληρονόμοι του πατέρα τους …… και της μητέρας τους ……., το γένος ……, πώλησαν προς τον …… 60 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης, γ) με το υπ` αριθμ. …../1837 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., ο …… αγόρασε από το …….. το πατρικό κληρονομικό του μερίδιο επί του κτήματος «……» και κατά τη διατύπωση του συμβολαίου αυτού «…το πατρικό του όλο μερίδιο των χωραφιών κειμένοιν στη θέση των Αθηνών καλούμενη ……. και πέριξ αυτών, συγκειμένων δε εκ στρεμμάτων 60 και πόσα εισέτι ήθελε ανακαλυφθώσι’, τα οποία ανήκουσιν εις τον πατέρα του», δ) με το υπ` αριθμ. …../25.8.1843 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, ο ……. αγόρασε από τον ….. το 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος των ……., το οποίο βρίσκεται νοτιότερα και εν συνεχεία του κτήματος «……». Όπως σε αυτό προσδιορίζεται και περιγράφεται: «….το κτήμα το οποίο κατείχαν τα αδέλφια ….. και ……. στους …… και ένα μέρος εντός του κτήματος του ……. με τα παραρτήματά του στους ……., στο …… και λοιπά άλλα μέρη έμειναν κληροδότημα νόμιμο στους υιούς και τις θυγατέρες τους, ήτοι τους μεν γιους του …….., τον ……, σιδηρουργό στο επάγγελμα και τον ……, αρτοποιό, δε ,του ……, δηλ. τον ……, αμαξηλάτη στο επάγγελμα και ,τη/κόρη του, ….., συζ. ……., γεωργό, το μισό μέρος από το μισό ολόκληρου του κληροδοτήματος του κτήματος ……. ήτοι το ένα τέταρτο του όλου και από τα μερικά στρέμματα χωράφια τα εντός του κτήματος …… τα πωλεί προς τον …… κτηματία, κάτοικο Αθηνών και κάτοχο του κτήματος …….». ε) Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα του κτήματος …… αγοράστηκαν` από τον …….. διαδοχικός, με συμβόλαια, που σύναψε με τον …… (υπ αριθμ. …./28.7.1852 του συμβολαιογράφου Αθηνών …..) με τον ….. (υπ αριθμ. …../11.8.1852 του αυτού συμβολαιογράφου) και με τις ….. και ……, θυγατέρες του …… (υπ αριθμ. …../10.12.1852 του αυτού συμβολαιογράφου). Από τους ίδιους κληρονόμους ….., ο αυτός ως άνω …… αγόρασε και μερίδια χωραφιών που περιλαμβάνονταν στο κτήμα ….. . Ειδικότερα, με το υπ’ αριθμ. …../11.8.1852 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., ο …… αγόρασε από τον ……. 120 στρέμματα ή «όσον εστί αγρών ήμερων και αγρίων κειμένων εν τη ……» και το 1/4 εξ αδιαιρέτου από το κτήμα ….. και με το υπ’ αριθμ. …../10.12.1852 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., ο …… αγόρασε από τις ……. και ……, θυγατέρες του ……., «τα χωράφια ως κληρονομικό μερίδιο από τον πατέρα τους, όσα δηλαδή αυτός απέκτησε στο κτήμα της ……., εντός της περιφέρειας του Δήμου ……, ήμερα και άγρια, μάνδρες, αλώνια, ζευγαροσπιτότοποι, το ασβεστοκάμινο Ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και όλη τη γύρω περιοχή…». Τέλος με το υπ’ αριθμ. ….5/1853 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, ο …… αγόρασε από τους: α) ….. , χηρ. ……, β) ……, γ) ……, το μερίδιο του …… επί του κτήματος …… στ) Ο …… απεβίωσε στις 9.9.1864 και με την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθμ. ../11.11.1864 πρακτικό δημοσιεύσεως διαθήκης, εγκατέστησε κληρονόμο του στο παραπάνω περιγραφέν ενιαίο κτήμα του, γνωστό με την ονομασία «……», την ……, χήρα του γνωστού Σουλιώτη οπλαρχηγού της Επαναστάσεως …… ή ……., πρώτου εξαδέλφου του διαθέτη. Στη διαθήκη αυτή ο διαθέτης,μεταξύ άλλων, όρισε τα εξής: «Καταλείπω και παραχωρώ εις την ……. συμβία του ……… εκ ……. της …… πρώτου εξαδέλφου…., επειδή δε η αυτή …….. μου έσωσε και τη ζωή, κατά την επικίνδυνη ασθένεια μου το 1857, καταλείπω και παραχωρώ εις τέλεια ιδιοκτησία της το κτήμα μου ……., κείμενο εντός της περιφέρειας του Δήμου ……. και σύγκειται εκ δέκα πέντε χιλιάδων περίπου στρεμμάτων γης, ήμερης και άγριας καταμετρημένο από τον αποβιώσαντα μηχανικό της πόλεως των Αθηνών- …….., τεθέντων δε των ορίων του από τον τότε Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς ……. κατά το επίσημο έγγραφο υπ’ αρ. …. της 30ης Μαΐου 1853, ευρισκόμενο εν τω αρχείο του Ειρηνοδικείου εκείνου…». Πράγματι, η όλη έκταση των άνω κτημάτων καταμετρήθηκε από το μηχανικό του Δήμου …….. …… και οριοθετήθηκε από τον/ τότε Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών ……., ο οποίος και συνέταξε την υπ` αριθμ. 154 /31.5.1853 πράξη οριοθεσίας, έχει δε αποτυπωθεί και εμφαίνεται, ως προς τη συνολική του έκταση, διαστάσεις και όρια στο από 6 Ιουνίου 1988 διάγραμμα, επί χάρτου της Γ.ΥΣ., της τοπογράφου μηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών του Υπουργείου Οικονομικών …….. ζ) Η ……, χήρα, ……. ή …… ή …… απεδέχθη την κληρονομιά του ……., αναμείχθηκε, υπεισήλθε και εγκαταστάθηκε σε αυτήν ως κληρονόμος στο κτήμα από τους εκτελεστές της διαθήκης, οι οποίοι με την υπ` αριθμ. ……/31.3.1865 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, εγκατέστησαν αυτήν στην κυριότητα, νομή και κατοχή του κτήματος και της παρέδωσαν τους τίτλους του κτήματος. Έτσι, η …….. έγινε κυρία και νομεύς του κτήματος δια παραγώγου τρόπου από αιτία κληρονομιάς (Α.Π 152/1891 Λεξ. Ν. Κουντουριώτη, έκδ. 1911, σελ. 696), μη απαιτούμενης μεταγραφής υπό το τότε ισχύον δίκαιο της αποδοχής κληρονομιάς (Βλ. Γ. Μπαλή, Κληρονομικό Δίκαιο, 1950, σελ. 272, Π. Καλλιγά, Σύστημα Ρωμακού Δικαίου, Τόμος Β`, ΓΙερί κυριότητος, σελ. 564 επ.). Με την υπ` αριθμ. 161/17.3.1882 πράξη καθορισμού ορίων του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, οι όμοροι ιδιοκτήτες από τη Δυτική και τη Νότια πλευρά και η …… χήρα …….ή ……. καθόρισαν και αναγνώρισαν εκ νέου τα όρια του κτήματος, όπως αυτά ειδικότερα αναγράφονται στην πράξη αυτή, η) Η ….., χήρα ……. ή ……. απεβίωσε την 21.1.1899 (βλ. την ……/22.1.1899 ληξιαρχική πράξη θανάτου), χωρίς να αφήσει διαθήκη (βλ. υπ` αριθμ. …./16.1.1959 πιστοποιητικό του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου σε όλη της την περιουσία και συνεπώς και στο παραπάνω κτήμα, από το γιο της ….. ή …. . Ο ……. απεδέχθη την κληρονομιά, ανεμείχθη και υπεισήλθε σε αυτήν, ειδικότερα δε κατέλαβε και παρέλαβε την κυριότητα, νομή και κατοχή και άσκησε τα εν λόγω δικαιώματα με καλή πίστη σε ολόκληρο το κτήμα «……», επί του οποίου, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο, και συνέχισε την ανεπίληπτη και αδιάλειπτη νομή και κατοχή της δικαιοπαρόχου μητέρας του. Ο προρρηθείς κληρονόμος της ……. κατέθεσε κατά το έτος 1904 στο συμβολαιογράφο Αθηνών……. αντίγραφο της παραπάνω μνημονευθείσης πράξεως οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη Βόρειας πλευράς Αθηνών ……. , του 1853. θ) …… απεβίωσε στις 15.2.1911, όπως προκύπτει (βλ. την υπ` αριθμ. …../16.2.1911 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου του .. Τμήματος της πόλης των Αθηνών), χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε εξ αδιαιρέτου από τη σύζυγό του ……, το γένος ……. ή …… και τα παιδιά του, ……, ……, σύζυγο ……, ……, σύζυγο ……. και ….., σύζυγο …… (βλ. το …../7.7.1921 πιστοποιητικό του Δήμου …..). Αυτοί υπεισήλθαν στην κληρονομιά και εγκαταστάθηκαν σ` αυτήν πλην της ….., η οποία παραιτήθηκε της πατρικής κληρονομιάς (βλ. την …/3.3.1911 έκθεση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Έτσι, η κληρονομιά του …… παρέμεινε στη σύζυγο του (χήρα του) ….. και τα τρία πρώτα από τα παραπάνω τέκνα του, ….., …… και ….., ι) Με το υπ`αριθμ. …../1.2.1918 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών/ ….., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφαδν του Δήμου …. (τόμος ….., αριθμός …..), ο ….. αγόρασε από τη μητέρα του ……και την αδερφή του ……., χήρα ….., τα κληρονομικά τους μερίδια επί του ως άνω ακινήτου και έτσι έγινε συγκύριος αυτού κατά τα τρία τέταρτα, ενώ) κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο παρέμεινε κυρία η αδερφή του ….., σύζυγος …… . Με το υπ` αριθμ. ……/16.3.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., οι εναπομείναντες, κατόπιν των ανωτέρω, μόνοι συγκύριοι του κτήματος …….., ……..και ……, συζ. …….., αποφάσισαν να καταργήσουν τις μεταξύ τους δίκες και να προβούν στην εξώδικη διανομή τού εν λόγω κτήματος, ανέθεσαν δε την πραγματοποίηση της διανομής αυτής σε πραγματογνώμονες διαιτητές. Συγκεκριμένα, η εν/ λόγω εξώδικη διανομή του κτήματος έγινε με την/ από 4.6.1927 απόφαση των πραγματογνωμόνων – διαιτητών ……., ….. και από τον ορισθέντα ως επιδιαιτητή ……. . Η απόφαση αυτή κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ` αριθμ. 7008/1927 απόφαση του προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, τα δε υπ` αριθμ. 1 έως 16/ 1927 πρακτικά της Διαιτησίας, κηρύχθηκαν εκτελεστά με την υπ` αριθμ. 8855/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, απάντων των εγγράφων αυτών μεταγραφέντων στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ….. (τόμος ……/α.α, …..). Σύμφωνα με τη διανομή αυτή, ο …… έλαβε το βόρειο τμήμα του κτήματος και η ……., τέως συζ. …….. το νότιο. Το βόρειο, το οποίο και παρέμεινε γνωστό ειδικότερα με την ονομασία «……» ή «κτήμα ……», είναι εκείνο όπου βρίσκεται και η αγορασθείσα από την 1 ενάγουσα έκταση κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. ια) Ο ….. ή ……. απεβίωσε στην Αθήνα την 14.2.1934, κατέλειπε την από 29 Οκτωβρίου-16 Νοεμβρίου- 3 Δεκεμβρίου 1932- 29 Ιουνίου- 9 Ιουλίου 1933 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία κηρύχθηκε κυρία με την υπ` αριθμ. 5904/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνιόν και δημοσιεύθηκε με την υπ` αριθμ. 633/1934 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

Με τη διαθήκη αυτή, ο ……. εγκατέστησε κληρονόμους σε ολόκληρη την περιουσία του τις τρεις θετές θυγατέρες του ……, …… και ……, το γένος ….. . Από αυτές, η τελευταία (……) είχε προαποβιώσει και ως εκ τούτου η κληρονομιά περιήλθε αποκλειστικά στις δύο πρώτες, οι οποίες και κατέστησαν ιδιοκτήτριες του βορείου τμήματος εκ του παλαιού κτήματος ………, που είχε περιέλθει κατά τα ανωτέρω στον …… . ιβ) Οι ανωτέρω αναφερόμενες ιδιοκτήτριες του όλου κτήματος ……, το οποίο είχε παραμείνει στην κυριότητα του …… και κληρονομήθηκε από αυτές, οι οποίες υπεισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο περιελθόν σε αυτές κτήμα (το βόρειο τμήμα του αρχικού κτήματος, που είχε περιέλθει στο διαθέτη με τη διανομή του 1927 κατά τα ανωτέρω) και αφού προέβησαν σε αποχωρισμό εξ αυτού ενός μικρότερου τμήματος παρά την νότια πλευρά του κτήματος οκτακόσιων ως έγγιστα στρεμμάτων, το διαίρεσαν σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα προκειμένου να το εντάξουν στο σχέδιο πόλης (βλ. υπ` αριθμ. …./29.8.1940 προσύμφωνο πωλήσεως και υπ` αριθμ. …./1940 συμπληρωματική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών …….). Μη πραγματοποιηθείσης της εντάξεως της περιοχής στο σχέδιο πόλεως, όπου και το ήδη επίδικο, οι παραπάνω ιδιοκτήτριες του όλου κτήματος επώλησαν με το υπ` αριθμ. …../1944 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., νομίμως μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….., προς τον ….. του ….. το υπ` αριθμ. .. εκ του «οικοδομικού τετραγώνου» …., όπως αυτό εμφαίνεται στο από 18.10.1940 διάγραμμα των μηχανικών…… και ……, συνημμένο στην προμνησθείσα πράξη υπ αριθμ. …./1940 του συμβολαιογράφου ….. . Το ως είρηται ακίνητο αγόρασε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…….» και εν συνεχεία η εφεσίβλητη κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης, απώτεροι και εγγύτεροι, ήτοι ο …… μέχρι τον θάνατο του (1864) και εν συνεχεία η ……,χήρα …… μέχρι του θανάτου της (1899) και προσέτι ο γιος της …… ή …… , αλλά και οι λοιποί, όπως ανωτέρω κατά σειρά αναφέρονται, διάδοχοι τους, νέμοντο την μείζονα έκταση του κτήματος «…….» ή «……», επί της οποίας ευρίσκεται το επίδικο, ανεπιλήπτως και αδιαλείπτως, ήσυχα και αδιατάρακτα συνεχίζοντας έκαστος επόμενος την αδιάλειπτη και ανεπίληπτη νομή και κατοχή του προκατόχου του με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με τα ίδια προσόντα του προκατόχου του και πίστευαν ότι με την άσκηση νομής στο άνω κτήμα δεν προσβάλλουν κανένα άλλο και δη επικρατέστερο δικαίωμα οιουδήποτε τρίτου και μάλιστα του Ελληνικού Δημοσίου από δε της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) με την πεποίθηση ότι απέκτησαν κυριότητα και ανεξάρτητα από καλή πίστη. Πιο συγκεκριμένα, οι εν όλοι εκμίσθωναν αυτό προς βόσκηση, χορτονομή, λατόμευση, εξόρυξη, ρητινοσυλλογή, καλλιέργεια και κάθε άλλη χρήση (βλ. τα …./1837, …../1838, …./1841,…../1843 μισθωτήρια του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, το …../2.2.1877 μισθωτήριο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., το …../28.7.1861 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, το …../1977 μισθωτήριο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, το από 10.12.1897 συμφωνητικό, το …../1903 ενοικιαστήριο τους συμ/φου Αθηνών ….., το …../1903 μισθωτήριο του Συμ/φου Αθηνών Η. …… , το …../1930 ενοικιαστήριο του συμ/φου Αθηνών ……, το …../1906 μισθωτήριο του συμ/φου Αθηνών ….., το …../1920 μισθωτήριο του συμ/φου Αθηνών ……, το …../1914 μισθωτήριο του συμ/φου Αθηνών ……), επιμελήθηκαν της οριοθέτησής του, οροσηραίνοντας τα με ογκώδη τσιμέντινα ορόσημα (βλ. την υπ` αριθμ. …../31.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών, την 161/1882 πράξη καθορισμού ορίων και το από 18.10.1940 σχεδιάγραμμα) και της αποβολής καταπατητών τμημάτων της όλης μείζονος εκτάσεως (βλ. το από 22.11.1858 πρακτικό συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και την 18448/1860 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τα 190/1907 και 209/1902 πρακτικά συνεδριάσεως του Α Ειρηνοδικείου βόρειας πλευράς Αθηνών και την 3954/1907 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόρειας Πλευράς), κατέβαλαν τους αναλογούντες φόρους, ενώ αναγνωρίσθηκαν ως δικαιούχοι αποζημίωσης απαλλοτριώσεων για τμήματα αυτής (βλ. τις 146/1930 και 8/1935, 1030/1958, 944/1968, 157/1959 αποφάσεις του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών). Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι η επικαλούμενη ως άνω υπ` αριθμ. …./31.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών, η οποία περιέχεται στην προσκομιζόμενη σε φ/ο πράξη κατάθεσης του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., το οποίο σημειωτέον το εκκαλούν δεν προσβάλλει ως πλαστό, δεν κρίθηκε πλαστή με την υπ’ αριθμ. 10897/1970 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 9244/1972 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Αντιθέτως, με τις ……… αποφάσεις αυτές ….. αντίγραφο της ως άνω υπ’ αριθμ. …./31-5- 1853 εκθέσεως οριοθεσίας. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι το εκκαλούν, αμφισβητώντας την κυριότητα της εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο, στην από Σεπτέμβριο 2000 Μελέτη Δενδροφυτεύσεως Τουρκοβουνίων, που συνέταξε η Διεύθυνση Αναδασώσεων Αττικής, χαρακτηρίζει την όλη περιοχή, στην οποία ευρίσκεται και το ως είρηται επίδικο ακίνητο, ως δημόσιο κτήμα, διαχειριζόμενο αυτή ως δημόσια δασική έκταση, ενώ η όλη περιοχή του «……» ή «κτήματος …….» συμπεριλαμβανομένης της επίδικης έκτασης χαρακτηρίσθηκε δημόσια με την υπ` αριθ. 23/28,5/18.6.1987 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων (η οποία έγινε δεκτή με την υπ` αριθ. Δ. 3954/20.7.1987 απόφαση του Υπουργού Οικονομιών) ως ανήκουσα στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, στο οποίο, κατά τα γενόμενα δεκτά υπό της εν λόγω γνωμοδοτήσεως, προ της αναγνωρίσεως της Ελλάδος ως ανεξαρτήτου κράτους, υποτίθεται ότι ανήκε κατά κυριότητα η έκταση αυτή. Ωστόσο, ουδόλως, αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ως δημόσια γαία περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως καθολικό διάδοχο του Τουρκικού Κράτους, δυνάμει της Συνθήκης της Κων/πόλεως και των πιο πάνω πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ή ότι την απέκτησε δικαιώματι πολέμου ή, τέλος, ότι αυτή ανήκε σε Τούρκους ιδιώτες, οι οποίοι με την απομάκρυνσή τους από την Αττική, την εγκατέλειψαν, αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους (κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη) ούτε συνέτρεξε μία από τις άλλες περιπτώσεις. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν δάσος με την έννοια που δίνει το πρώτον ο νόμος ΑΧΝ/1888, ούτε ότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, αλλά, αντιθέτως, καλλιεργούμενος αγρός, ούτε ότι το Ελληνικό Δημόσιο τη νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από τις απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της αγωγής (24.9.2009), αφού καμία πράξη νομής δεν αποδείχθηκε από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, ούτε τέλος αποδείχθηκε ότι καταλήφθηκε αυτή από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) ως αδέσποτη έκταση, αφού ποτέ δεν ήταν αδέσποτη έκταση. Στο αυτό συμπέρασμα κατέληξε και ο διορισθείς από το Δικαστήριο τούτο ως άνω πραγματογνώμονας, ο οποίος σημειωτέον προέβη στην εφαρμογή των τίτλων (εκεί αυτό ήταν εφικτό) επί του εδάφους (βλ. παρ. 8.2 επ. της ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης), παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται αβασίμως το εκκαλούν με σχετικό λόγο έφεσης, παραπονούμενο ότι ο εν λόγω πραγματογνώμων δεν προέβη στην εφαρμογή των τίτλων επί του εδάφους. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό του εκκαλούντος που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο έφεσης (2° σκέλος), και ο οποίος βάλει κατά της νομιμότητας της κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου κατά παράγωγο τρόπο και συνάπτεται με την ακυρότητα των επίδικων συμβολαίων λόγω παράνομης κατάτμησης κατά άρθρου 60 παρ. 1 του ισχύοντος δασικού κώδικα (ν.δ. 86/1969) πρέπει να αναφερθεί ότι ελέγχεται ως αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος, αφού ήδη κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε ο μη δασικός χαρακτήρας της επίδικης εδαφικής έκτασης. Περαιτέρω, ο ίδιος ισχυρισμός που βάλει κατά της νομιμότητας της απόκτησης κυριότητας του επιδίκου κατά πρωτότυπο τρόπο (ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας) στηρίζεται σε λάθος προϋπόθεση και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος, αφού οι συνέπειες (απόλυτη ακυρότητα) που προβλέπει το άνω άρθρο 60 παρ. 1 του δασικού κώδικα αφορούν μόνο σε δικαιοπραξίες και όχι στην κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Τέλος, το γεγονός ότι η μείζονα έκταση, μέρος της οποίας αποτελεί κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα το επίδικο κηρύχθηκε αναδασωτέα με το από 18.3.1915 Β.Δ. και την υπ’ αριθμ. 108.424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ουδεμία επιρροή ασκεί στο συναχθέν ως άνω δικανικό πόρισμα, όπως ειδικότερα αναφέρθηκε στο οικείο μέρος της άνω νομικής σκέψης, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας.

Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως κατ`ουσίαν αβάσιμοι άπαντες οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που επαναφέρει με σχετικούς λόγους έφεσης (2ος. 3ος, 4ος, 50ς και 6ος). Εφόσον αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη κατέστη κατά τα ανωτέρω κυρία της προπεριγραφόμενης επίδικης έκτασης, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η κρινόμενη αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που σε όμοια με την παρούσα δικανική κρίση ήχθη ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει προς εξέταση άλλως λόγος έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ`ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μετά από παραδοχή του νομίμως υποβληθέντος σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττήθηκε (άρθρο 176 μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 74/29/16.1.2.1988 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ`εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1087, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 14-10-2016 κρινόμενη έφεση.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή στην ουσία της.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μειωμένα σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 12 Ιανουάριου 2018, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ κ Επιθεώρηση Ακινήτων, 2019, σ. 181

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *