Η επίδικη ρύθμιση, όπως τελικώς, σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Β. Αιγαίου, εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στα επιμέρους προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, είναι πλημμελής, διότι απέκλινε από τη γνωμοδότηση του Περιφερειακού ΣΧΟΠ, χωρίς η απόκλιση αυτή να δικαιολογείται ειδικώς, στηριζόμενη σε συγκεκριμένα πολεοδομικά, περιβαλλοντικά ή αναπτυξιακά κριτήρια, παρά μόνο με την αόριστη επίκληση της προστασίας της τοπικής οικονομίας και των γενικών αναπτυξιακών στόχων της περιοχής. ʼλλωστε, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη συγκεκριμένων πολεοδομικών ή άλλων λόγων, ένεκα των οποίων κατέστη επιβεβλημένη η μεταβολή του αρχικού σχεδιασμού ως προς τις παρεκκλίσεις, το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης και την αύξηση της οικιστικής πυκνότητας στις επίδικες περιοχές.
Πρέπει, επομένως, και ενόψει των κατευθύνσεων, που δίδονται στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, ως προς το δραστικό περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης και την υιοθέτηση της αρχής της «συμπαγούς πόλης», να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής που αφορά τη διατήρηση παρεκκλίσεων και το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης στις ανωτέρω ζώνες καθώς και τη συνολική επιφάνεια ορόφων κατοικιών στην περιαστική ζώνη προστασίας φυσιογνωμίας των οικισμών- μέσης προστασίας.
Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Βασικές σκέψεις
επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 26178/507/Α.Φ.5.6.1/26.7.2007 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (Τ.Α.Α.Π.Θ. 328/30.7.2007), με την οποία εγκρίθηκε η αναθεώρηση επέκταση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Μυτιλήνης, Νομού Λέσβου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το υπό κρίση δικόγραφο, ζητείται να ακυρωθεί η ως άνω απόφαση, κατά το μέρος που αφορά την διατήρηση σε ισχύ των παρεκκλίσεων του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. της 24.5.1985 (Δ΄ 270) στις περιοχές με στοιχείο ΠΕΠΔ1, ΠΕΠΔ2, ΓΥ1, ΓΠ2, ΓΓ, Α2 ΠΕΠ Δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και στις υποπεριοχές (ΠΕΠ) με στοιχείο Β2/1, Β2/2, Β2/3, Β2/4, Β3 και Φ2, ως προς το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης στις περιοχές με στοιχείο ΠΕΠΔ1, ΓΥ1, Α2 και Φ2, ως προς την επιτρεπόμενη κάλυψη και συνολική επιφάνεια ορόφων στην περιοχή με στοιχείο Ε4.2 (περιαστική ζώνη προστασίας φυσιογνωμίας οικισμών μέσης προστασίας) και ως προς την υιοθέτηση των αποστάσεων κτιρίων από το οδικό δίκτυο του π.δ. 209/1998 (Α΄ 169) στο σημείο Ζ1.27.
Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από το σωματείο με την επωνυμία «Ναυτίλος εν δράσει», το οποίο έχει ως σκοπό, κατά το καταστατικό του, την προστασία του περιβάλλοντος της Μυτιλήνης και της νήσου Λέσβου, καθώς και από τους λοιπούς αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Μυτιλήνης, και οι οποίοι ισχυρίζονται ότι από τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης πράξης θίγεται η αισθητική, η λειτουργία και η αναπτυξιακή προοπτική της πόλης. Παραδεκτώς δε ομοδικούν, εφόσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, ερειδόμενους επί της αυτής νομικής και πραγματικής βάσης.
Επειδή, παραδεκτώς ασκεί παρέμβαση ο Δήμος Μυτιλήνης.
Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη του αγαθού αυτού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευόμενων αντίστοιχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 2, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός, ο οποίος αποτελεί τη χωρική έκφραση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι κατά το δυνατόν βέλτιστοι όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας. Εντός του πλαισίου αυτού, ουσιώδης συντελεστής για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα χωροταξικά σχέδια, με τα οποία τίθενται, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ Ολομ. 3920/2010, 3396-7/2010, 3037/2008, 705/2006, 1569/2005, 1421-2/2013 επτ. κ.ά.).
Επειδή, σε εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό εκδόθηκαν αρχικώς μεν ο ν. 360/1976 (Α΄ 151), στη συνέχεια δε ο ν. 2742/1999, υπό τον τίτλο «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α΄ 207/7.10.1999), με το άρθρο 18 (παρ. 1) του οποίου καταργήθηκε ο ανωτέρω προηγούμενος νόμος. Σύμφωνα με τον ν. 2742/1999, ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί να συμβάλει «α. Στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στη διατήρηση των οικολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων και στην προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. β. Στην ενίσχυση της διαρκούς και ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και της ανταγωνιστικής παρουσίας της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό της περίγυρο. γ. Στη στήριξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στο σύνολο του εθνικού χώρου
» (άρθρο 2 παρ. 1). Για την εκπλήρωση των στόχων αυτών, κατά την κατάρτιση των χωροταξικών πλαισίων και λοιπών σχεδίων πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι ακόλουθες αρχές: «α. Η εξασφάλιση ισάξιων όρων διαβίωσης και ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης των πολιτών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας
β. Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών και η βελτίωση των υποδομών
γ. Η διατήρηση, ενίσχυση και ανάδειξη της οικιστικής και παραγωγικής πολυμορφίας, καθώς και της φυσικής ποικιλότητας στις αστικές και περιαστικές περιοχές, αλλά και στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στις παράκτιες, νησιωτικές και ορεινές περιοχές, καθώς και στις περιοχές που παρουσιάζουν αυξημένη βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη. δ. Η εξασφάλιση ισόρροπης σχέσης μεταξύ του αστικού, περιαστικού και αγροτικού χώρου
ε. Η κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική και πολιτισμική αναζωογόνηση των μητροπολιτικών κέντρων, των πόλεων και των ευρύτερων περιαστικών περιοχών τους
στ. Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, ανάδειξη και προστασία των νησιών, των ορεινών και των παραμεθόριων περιοχών της χώρας και ιδιαίτερα η ενίσχυση του δημογραφικού και πληθυσμιακού τους ισοζυγίου, η διατήρηση και ενθάρρυνση των παραδοσιακών παραγωγικών κλάδων τους και της παραγωγικής πολυμορφίας τους
καθώς και η προστασία των φυσικών και πολιτιστικών τους πόρων. ζ. Η συστηματική προστασία, αποκατάσταση, διατήρηση και ανάδειξη των περιοχών, οικισμών, τοπίων που διαθέτουν στοιχεία φυσικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. η. Η συντήρηση, αποκατάσταση και ολοκληρωμένη διαχείριση των δασών των αναδασωτέων περιοχών και των αγροτικών εκτάσεων. θ. Η ορθολογική αξιοποίηση και η ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων. ι. Ο συντονισμός των δημόσιων προγραμμάτων και έργων που έχουν χωροταξικές επιπτώσεις
» (άρθρο 2 παρ. 2). Μέσα χωροταξικού σχεδιασμού είναι το γενικό, τα ειδικά και τα περιφερειακά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης (άρθρα 6, 7, 8). Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού αποτελεί σύνολο κειμένων ή και διαγραμμάτων, στο οποίο καταγράφονται και αξιολογούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν την μακροπρόθεσμη χωρική ανάπτυξη και διάρθρωση του εθνικού χώρου, αποτιμώνται οι χωρικές επιπτώσεις των διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών, προσδιορίζονται, με προοπτική 15 ετών, οι βασικές προτεραιότητες και οι στρατηγικές κατευθύνσεις για την χωρική ανάπτυξη και την αειφόρο οργάνωση του εθνικού χώρου (άρθρο 6 παρ. 1). Το Πλαίσιο αυτό εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 6 παρ. 3), οι δε κατευθύνσεις του εξειδικεύονται ή συμπληρώνονται με τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού. Με τις διατάξεις του άρθρου 8 προβλέπονται, περαιτέρω, τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, με τα οποία επιδιώκεται η προώθηση της αειφόρου, ισόρροπης και διαρκούς ανάπτυξης των επιμέρους περιφερειών της χώρας, σύμφωνα με τις φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές τους ιδιαιτερότητες. Στα περιφερειακά πλαίσια, τα οποία καταρτίζονται για κάθε περιφέρεια της χώρας, καταγράφεται και αξιολογείται η θέση εκάστης εξ αυτών στον εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, οι λειτουργίες διαπεριφερειακού χαρακτήρα, τις οποίες έχει ή μπορεί να αναπτύξει η περιφέρεια, και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της, αποτιμώνται οι χωρικές επιπτώσεις των ευρωπαϊκών, εθνικών και περιφερειακών πολιτικών και προγραμμάτων και προσδιορίζονται, με προοπτική δεκαπενταετίας, οι βασικές προτεραιότητες και οι στρατηγικές επιλογές για την ολοκληρωμένη και αειφόρο ανάπτυξή της. Στα περιφερειακά πλαίσια περιλαμβάνονται, επιπλέον, οι κατευθύνσεις και τα προγραμματικά πλαίσια για τη χωροθέτηση των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και, ιδίως, οι περιοχές που πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηρισθούν ως περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, καθώς, επίσης, και οι περιοχές που παρουσιάζουν μειονεκτικά χαρακτηριστικά και απαιτούν ειδικές χωρικές παρεμβάσεις. Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, τα περιφερειακά πλαίσια περιλαμβάνουν, επίσης, τις κατευθύνσεις για την ισόρροπη και αειφόρο διάρθρωση του περιφερειακού οικιστικού δικτύου και τις βασικές προτεραιότητες για την προστασία, τη διατήρηση και την ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιφέρειας. Με το ίδιο άρθρο παρέχεται η δυνατότητα περαιτέρω εξειδικεύσεως των γενικών κατευθύνσεων και προτάσεων των περιφερειακών πλαισίων σε επίπεδο νομού ή άλλης γεωγραφικής ενότητας της οικείας περιφέρειας, εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη λόγω των οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των περιοχών αυτών. Προς το σκοπό, εξάλλου, του αποτελεσματικότερου συντονισμού των διαδικασιών εκπόνησης του χωροταξικού σχεδιασμού σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ορίζεται, περαιτέρω, ότι τα περιφερειακά πλαίσια, τα οποία συνοδεύονται από πρόγραμμα δράσης, εναρμονίζονται προς τις κατευθύνσεις του γενικού και των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού, εξειδικεύουν δε και συμπληρώνουν τις βασικές προτεραιότητες και επιλογές τους (άρθρο 8 παρ. 1 και 2). Με τις διατάξεις, εξάλλου, του άρθρου 9 [όπως ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν, δηλαδή, από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 9 του ν. 3851/2010, Α΄ 85], καθορίσθηκαν οι συνέπειες της έγκρισης των πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης εν σχέσει προς τα λοιπά μέσα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, που εγκρίνονται σε τοπικό επίπεδο. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται υποχρέωση εναρμόνισης των εγκρινόμενων, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ρυθμιστικών σχεδίων, γενικών πολεοδομικών σχεδίων, σχεδίων χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτών πόλεων, σχεδίων ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας, ζωνών οικιστικού ελέγχου, περιοχών οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων ή άλλων σχεδίων χρήσεων γης προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων περιφερειακών πλαισίων και, σε περίπτωση που αυτά ελλείπουν, προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις του γενικού και των εγκεκριμένων ειδικών χωροταξικών σχεδίων. Κατά ρητή, εξάλλου, πρόβλεψη των ίδιων διατάξεων, μέχρι την έγκριση των ανωτέρω πλαισίων, η εκπόνηση των ρυθμιστικών σχεδίων, των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και των λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση των συναφών κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων, γίνεται κατόπιν συνεκτίμησης των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και, ιδίως, αυτών που προκύπτουν από ήδη εκπονηθείσες ή υπό εκπόνηση μελέτες χωροταξικού περιεχομένου (άρθρο 9 παρ. 1). Η, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση εναρμόνισης επεκτείνεται και στα ήδη εγκεκριμένα κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2742/1999 ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια και άλλα σχέδια χρήσεων γης, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, πρέπει να τροποποιούνται ή να αναθεωρούνται καταλλήλως με τη διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις που τα διέπουν (άρθρο 9 παρ. 2).
Επειδή, εξάλλου, για τη «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της Χώρας» εκδόθηκε ο ν. 2508/1997 (Α΄ 124), ο οποίος ορίζει ότι η οικιστική οργάνωση και ο πολεοδομικός σχεδιασμός εναρμονίζονται με τις αρχές και τις κατευθύνσεις του αναπτυξιακού προγραμματισμού και του χωροταξικού σχεδιασμού (άρθρο 1 παρ. 2), πραγματοποιούνται δε σε δύο επίπεδα, στο πρώτο των οποίων, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται αφενός μεν το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) για τον αστικό και περιαστικό χώρο, αφετέρου δε το σχέδιο χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτής πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) για τον μη αστικό χώρο (άρθρο 1 παρ. 3). Το ΓΠΣ περιλαμβάνει την εδαφική περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας που συνιστάται με το άρθρο 1 του ν. 2539/1997 (Α΄ 244), στην οποία περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον οικισμός με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων, σύμφωνα με την εκάστοτε τελευταία απογραφή (άρθρο 24 παρ. 2α ν. 2539/1997). Τα ΓΠΣ καθορίζουν: α) τις περιοχές ειδικής προστασίας που δεν πρόκειται να πολεοδομηθούν, β) τις περιοχές γύρω από πόλεις ή οικισμούς, για τις οποίες απαιτείται έλεγχος και περιορισμός της οικιστικής εξάπλωσης, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών, που καθορίσθηκαν ως ζώνες οικιστικού ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1337/1983, γ) τα ήδη εγκεκριμένα ΓΠΣ, δ) όλες τις πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση περιοχές (άρθρο 4 παρ. 3). Η έγκριση και αναθεώρηση ΓΠΣ γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας μετά από γνώμη του οικείου Περιφερειακού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, κατά τα λοιπά δε εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του άρθρου 3 του ν. 1337/1983 [όπου δε στις διατάξεις αυτές αναφέρεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος ή το αντίστοιχο Υπουργείο νοείται ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας ή η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας, άρθρο 4 παρ. 10]. Εξάλλου, στο άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 1337/1983, ορίζεται ότι ο Υπουργός (ήτοι ΓΓΠ), εκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλου, μπορεί είτε να εγκρίνει το γενικό πολεοδομικό σχέδιο είτε να απορρίψει με αιτιολογημένη απόφαση την πρόταση του Δήμου είτε να τροποποιήσει την πρόταση, εφόσον κρίνεται ότι θα προκαλέσει δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες για το Δημόσιο ή το Δήμο ή επιβλαβείς συνέπειες για την εθνική οικονομία ή την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους.
Επειδή, με την 26297/1.7-9.10.2003 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β΄ 1473), που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του ν. 2742/1999 (Α΄ 207), εγκρίθηκε το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Κατά το άρθρο 2 της απόφασης αυτής, το Περιφερειακό Πλαίσιο «στοχεύει: Στην εναρμόνιση με τα εγκεκριμένα ή υπό διαμόρφωση κείμενα του Γενικού ή των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και την εξειδίκευση και συμπλήρωση των βασικών προτεραιοτήτων και επιλογών τους, στο επίπεδο της Περιφέρειας. Στην προώθηση της αειφόρου, ισόρροπης και διαρκούς ανάπτυξης της Περιφέρειας σύμφωνα με τις φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητές της. Στην ενσωμάτωση των κατευθύνσεων του περιφερειακού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, των προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς και άλλων γενικών ή ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου της περιφέρειας. Στην εξασφάλιση της ικανότητάς τους να αποτελέσουν τη βάση αναφοράς για τον συντονισμό και την εναρμόνιση των επί μέρους πολιτικών, προγραμμάτων και επενδυτικών σχεδίων του Κράτους, των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή και ανάπτυξη του περιφερειακού χώρου
Στην εξασφάλιση της ικανότητάς τους να λειτουργούν ως κατευθυντήρια πλαίσια στα κατώτερα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΠΕΡΠΟ και ΖΟΕ) εξασφαλίζοντας την συνεκτική διαχείριση του χώρου
». Στο άρθρο 3 παρ. Β της ίδιας απόφασης επιχειρείται «αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης» και της προοπτικής της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, αναφέρονται δε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί κυρίαρχο στόχο, ισοδύναμο με αυτόν της άρσης της περιφερειακότητας και της απειλής της απομόνωσης και παρακμής
» (Β.1), «Τα περισσότερα αστικά κέντρα της Περιφέρεις περιλαμβάνουν ένα κεντρικό πυρήνα που είναι συνήθως, το θεσμοθετημένο ή μη, ιστορικό κέντρο και το οποίο υποφέρει από υποβάθμιση και συμφόρηση λειτουργιών και δραστηριοτήτων.
Στην περίμετρο των κέντρων αναπτύσσονται και οι σύγχρονες περιοχές κατοικίας, είτε εντός των ορίων των παλαιών σχεδίων ή των επεκτάσεων της Ε.Π.Α., είτε, ενίοτε, και σε περιοχές παλαιών αναπτύξεων. Οι επεκτάσεις και οι νέες περιοχές κατοικίας, ιδιαίτερα στη Μυτιλήνη, αναπτύσσονται με κατεύθυνση προς νότο, καταλαμβάνοντας τα κενά ανάμεσα σε εκτεταμένες περιοχές οικιστικών ενοτήτων του Ο.Ε.Κ.
Η εξέλιξη της Ε.Π.Α. στην Περιφέρεια δεν συνέβαλε στην επίλυση των προβλημάτων. Εκτός από τη θέσπιση των Γ.Π.Σ., ελάχιστες άλλες πολεοδομικής φύσης ρυθμίσεις έχουν προωθηθεί. Η διαδικασία συνάντησε σοβαρά προβλήματα, με αποτέλεσμα ελάχιστες μόνο επεκτάσεις να έχουν προχωρήσει προς θεσμοθέτηση. Εξαίρεση αποτελεί η θέσπιση σχεδίου αναθεώρησης της πόλης της Μυτιλήνης, που ενδεχομένως συνέβαλε στη διατήρηση και αποκατάσταση παλαιών κτιρίων και συνόλων.
» (Β.2.4.1), «Ο περιαστικός χώρος των μεγάλων αστικών κέντρων δέχεται πιέσεις αστικοποίησης οφειλόμενες στην εξάντληση των περιοχών κατοικίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ήδη έχουν εγκριθεί από τα Γ.Π.Σ.. Οι τάσεις αυτές αναπτύσσονται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις και άξονες (για παράδειγμα στη Μυτιλήνη, προς νότο και παραλιακά). Στις περιοχές αυτές, συγκροτείται ένας τύπος ανάπτυξης, προαστιακού χαρακτήρα, που αποτελεί νέο πρότυπο κατοίκησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην πόλη
της Μυτιλήνης, στις περιοχές αυτές εμφανίζονται φαινόμενα οικοδόμησης συγκροτημάτων κατοικιών για εμπορική εκμετάλλευση
Ο εξωαστικός χώρος δέχεται πιέσεις κυρίως στα πεδινά και στις παραθαλάσσιες περιοχές που συγκεντρώνουν τουριστικούς πόρους και, γενικότερα, χρήσεις αναψυχής. Σε αυτές τις περιοχές (
Μόλυβος) παρουσιάζονται πιέσεις για ανάπτυξη παραθεριστικής κατοικίας.
» (Β.2.4.2). Στην παράγραφο Γ του ίδιου άρθρου διατυπώνεται η πρόταση Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας, διαλαμβάνονται δε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Το πρότυπο χωρικής ανάπτυξης της Περιφέρειας υποστηρίζει, διατηρεί και αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, τα οποία είναι: η γεωγραφική θέση, το πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον και οι αναπτυξιακές δυνατότητές της, που συνδυάζουν το παραδοσιακό πρότυπο ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, με δυνατότητες ανάπτυξης ποιοτικού τουρισμού και υπηρεσιών συμβατών με το περιβάλλον
Σύμφωνα με το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης καθορίζονται οι στόχοι της ολοκληρωμένης διαχείρισης των νησιών, οι οποίοι είναι: -Η συγκράτηση / σταθεροποίηση του νησιωτικού πληθυσμού
-Η ολοκληρωμένη οικονομική ανάπτυξη, με διεύρυνση των δυνατοτήτων απασχόλησης και διαφοροποίηση της οικονομικής βάσης των νησιών
-Η προστασία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και της ποικιλότητας του τοπίου
Για την επίτευξη των στόχων αυτών υιοθετούνται οι κατωτέρω αρχές: -Η προστασία της φυσικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας κάθε νησιού πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα ενός Ολοκληρωμένου Νησιωτικού Σχεδιασμού -Ο σχεδιασμός των δραστηριοτήτων
θα πρέπει να σέβεται την φέρουσα ικανότητα των φυσικών οικοσυστημάτων και πόρων
Την πολεοδομική αναβάθμιση, ανάδειξη και προστασία των κέντρων πόλεων.
Την διάσωση των παραδοσιακών και αξιόλογων οικισμών, διατήρηση του τοπίου τους, προστασία και ανάδειξη του ιστού τους, προσέλκυση συμβατών δραστηριοτήτων. Την λήψη και εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων για την επίλυση των συγκρούσεων χρήσεων γης, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη διαφύλαξη του εξωαστικού χώρου που αποτελεί το σημαντικότερο πλούτο των νησιών (Γ.1), «Στον τομέα της οικιστικής ανάπτυξης, πρέπει να εξορθολογισθεί και περιορισθεί η επέκταση της οικιστικής χρήσης σε νέες περιοχές και η κατάληψη γεωργικών, δασικών ή άλλων εκτάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει: Να περιοριστεί δραστικά η εκτός σχεδίου δόμηση (κατάργηση παρεκκλίσεων, αναπροσαρμογή όρων δόμησης, επιβολή περιορισμών). Να εκπονηθούν Γ.Π.Σ. και Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., ώστε να γενικευθεί ο σχεδιασμός χρήσεων γης στην ύπαιθρο. Να υιοθετηθεί η αρχή της «συμπαγούς πόλης» και. Να αποκτήσουν σχέδιο και αναβαθμιστούν ποιοτικά τα οικιστικά κέντρα.
» (Γ.3.2.), «Ο καθορισμός επιτρεπόμενων χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης του εξωαστικού χώρου, της προστασίας του περιβάλλοντος και του τοπίου
» (Γ.3.4.).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, για την πόλη της Μυτιλήνης είχε εκπονηθεί μελέτη ΓΠΣ, η οποία εγκρίθηκε με την 78603/3262/12.11.1985 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 708/27.11.1985). Μετά τη διεύρυνση των διοικητικών ορίων του Δ. Μυτιλήνης (ν. 2539/1997, Α΄ 244, «Καποδίστριας») και προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα έντονα χωροταξικά και πολεοδομικά προβλήματα του Δήμου κρίθηκε επιβεβλημένη η αναθεώρηση και επέκταση του μέχρι τότε ισχύοντος ΓΠΣ, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου οικιστικού ν. 2508/1997. Ενόψει αυτού, με την 59/7.3.2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μυτιλήνης εγκρίθηκε η ανάθεση εκπόνησης της μελέτης «Αναθεώρηση επέκταση γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) του διευρυμένου Δήμου Μυτιλήνης», ενώ, περαιτέρω, συνήφθη η από 11.7.2000 σύμβαση μελέτης, στο πλαίσιο της οποίας εγκρίθηκε η Α΄ φάση της μελέτης αναθεώρησης (655/29.10.2001 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου), έγινε παραλαβή του Β1 σταδίου αυτής και ζητήθηκε κατάθεση απόψεων εκ μέρους των πολιτών (224/21.4.2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου). Με την 118/16.2.2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ο Δήμος Μυτιλήνης γνωμοδότησε επί των απόψεων των πολιτών και των τοπικών συμβουλίων του διευρυμένου, μετά το ν. 3852/2010, Δήμου, εξέφρασε δε τις απόψεις του για τη μελέτη, αφού έλαβε υπόψη και τις γνωμοδοτήσεις όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Κατόπιν τούτου, με το 4162/29.3.2005 έγγραφό του ο ήδη παρεμβαίνων Δήμος υπέβαλε στην Δ/νση ΠΕΧΩ Περιφέρειας Β. Αιγαίου το Β΄ στάδιο της μελέτης «Αναθεώρηση Επέκταση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Διευρυμένου Δήμου Μυτιλήνης» για έλεγχο και έγκριση, προκειμένου να ακολουθήσει το τρίτο και τελικό στάδιο. Περαιτέρω, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Β. Αιγαίου διαβίβασε στο Δήμο Μυτιλήνης την 60/1η/2η/2.3.2007 γνωμοδότηση του Περιφερειακού ΣΧΟΠ, η οποία ελήφθη ύστερα από την 1414/06/ΑΦ:5.23.2/23.10.2006 εισήγηση της Δ/νσης ΠΕΧΩ Περιφέρειας Β. Αιγαίου, προβαίνοντας σε επιμέρους τροποποιήσεις της (25538/1597/20.7.2007 έγγραφο του ΓΓΠ Β. Αιγαίου). Ακολούθως, με το 11424/23.7.2007 έγγραφο δόθηκε εντολή στους μελετητές για τροποποίηση και προσαρμογή της μελέτης στις ανωτέρω τροποποιήσεις. Εν συνεχεία, με το 11540/25.7.2007 έγγραφο υποβλήθηκε από τους μελετητές του Β2 σταδίου η οριστική πρόταση της μελέτης, η οποία εγκρίθηκε με την 504/25.7.2007 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Μυτιλήνης. Τελικώς, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του ΓΓΠ Β. Αιγαίου εγκρίθηκε η μελέτη για την αναθεώρηση και επέκταση του ΓΠΣ του (διευρυμένου) Δήμου Μυτιλήνης. Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και, ειδικώς, από την 60/1η/2η/2.3.2007 γνωμοδότηση του Π. ΣΧΟΠ (για την εν λόγω γνωμοδότηση έλαβαν χώρα οι διαδοχικές από 9.3.2007, 16.3.2007, 23.3.2007, 30.3.2007, 20.4.2007, 4.5.2007, 8.5.2007, 11.5.2007, 18.5.2007, 25.5.2007, 1.6.2007 και 8.6.2007 συνεδριάσεις του ΣΧΟΠ) καθώς και την μελέτη του προσβαλλομένου ΓΠΣ (βλ. υπό Π.1.1, σελ. 1-6, 1-7.), με το αρχικό ΓΠΣ της Μυτιλήνης (1985) είχαν οριοθετηθεί οι πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση περιοχές με Ζώνες Ενεργού Πολεοδόμησης (ΖΕΠ), Ζώνες Αστικού Αναδασμού (ΖΑΑ) και οι Ζώνες Ειδικών Ενισχύσεων (ΖΕΕ), πλην τα ως άνω πολεοδομικά εργαλεία δεν ενεργοποιήθηκαν, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν οι οικιστικές πιέσεις σε μη οριοθετημένες περιοχές επέκτασης (λ.χ. Βαρειά, Ακρωτήρι, Χάλικες), με συνέπεια την άναρχη οικιστική ανάπτυξη της Μυτιλήνης. Περαιτέρω, η διεύρυνση των ορίων του Δήμου με το ν. 2539/1997 σε συνδυασμό με τις οικιστικές πιέσεις, την έξαρση της οικοδομικής δραστηριότητας στην περιαστική περιοχή της πόλης, την χωρίς εγκεκριμένο σχεδιασμό χωροθέτηση ειδικών χρήσεων γης (βιοτεχνία, βιομηχανία, χονδρεμπόριο κλπ.), καθώς και την ενίσχυση του ρόλου της πόλης της Μυτιλήνης (μητρόπολη της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, διοικητικό κέντρο του Υπουργείου Αιγαίου και του Πανεπιστημίου Αιγαίου) είχε ως επακόλουθο να καταστεί η πόλη αυτή ένα «δυσλειτουργικό αστικό τοπίο». Ενόψει τούτου, θεωρήθηκε επιβεβλημένη η «άμεση αντιμετώπιση των έντονων χωροταξικών και πολεοδομικών προβλημάτων του Δήμου και η ορθολογική οργάνωση και ανάπτυξή του, μέσω της μελέτης ΄΄Αναθεώρηση Επέκταση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Διευρυμένου Δήμου Μυτιλήνη΄΄ με βάση τις Δ/ξεις το Ν. 2508/97
». Ήδη, με την προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπεται αναθεώρηση του προϊσχύσαντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Μυτιλήνης, όπως αυτό εγκρίθηκε με την 78603/3262/12.11.1985 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 708/27.11.1985), καθώς και επέκτασή του με ένταξη σε αυτό νέων, εκτός σχεδίου πόλεως, περιοχών. Ειδικότερα, με την προσβαλλομένη εγκρίνεται το ΓΠΣ του Δήμου Μυτιλήνης Νομού Λέσβου, του οποίου τα όρια συμπίπτουν με τα διοικητικά όρια του (διευρυμένου) Δήμου και προσδιορίζονται με πράσινη γραμμή στον Χάρτη Π-2.1. Η περιοχή ΓΠΣ του Δήμου Μυτιλήνης, με έδρα την πόλη της Μυτιλήνης, περιλαμβάνει τον αστικό και περιαστικό χώρο των Δημοτικών και Διαμερισμάτων Μυτιλήνης, Αγ. Μαρίνας, Αλυφαντών, Αφάλωνα, Λουτρών, Μόριας, Παμφίλων, Παναγιούδας και Ταξιαρχών, με όλους τους περιλαμβανόμενους σε αυτά οικισμούς, σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Στο σχέδιο αυτό περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων ο καθορισμός: «Δ. Περιοχών Ελέγχου και Περιορισμού Δόμησης Ε. Περιοχών Ειδικής Προστασίας (Π.Ε.Π.)», καθώς και «Ζ. γενικών και μεταβατικών διατάξεων
».
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, και αναφορικά με τις παρεκκλίσεις, το Περιφερειακό ΣΧΟΠ, αφού έλαβε υπόψη την πρόταση των μελετητών, την 1414/06/ΑΦ:5.23.2/23.10.2006 εισήγηση της Δ/νσης ΠΕΧΩ Περιφέρειας Β. Αιγαίου (εφεξής «εισήγηση ΔΙΠΕΧΩ») επί των γνωμοδοτήσεων του Δήμου και των συναρμοδίων φορέων, καθώς και των αιτήσεων πολιτών, σε ειδική μάλιστα προς τούτο συνεδρίαση (βλ. συν. 14η/13η επαναλ./8.6.2007), γνωμοδότησε (κατ άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 2508/1997) υπέρ της κατάργησης των παρεκκλίσεων του άρθρου 1 του π.δ. της 24.5.1985 για την εκτός σχεδίου δόμηση λόγω του ότι «
η κατάργησή τους προβλέπεται από το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο της Περιφέρειας και δεν είναι δυνατόν η Υπηρεσία αλλά και το ΣΧΟΠ να μη σεβαστεί διάταξη νόμου. Εξάλλου,
κατά τη δημοσιοποίηση της μελέτης δεν υπήρξε καμία διαφωνία ή ένσταση επί του συγκεκριμένου θέματος
». Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου αναφορικά με το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης, για την περιοχή με στοιχείο ΠΕΠΔ1, η οποία υπάγεται στις περιοχές ΠΕΠΔ ( Περιοχές περιμετρικά από την πόλη ή οικισμούς) το Περιφερειακό ΣΧΟΠ (βλ. συν. 8η/7η επαναλ./4.5.2007), αφού έλαβε υπόψη την εισήγηση ΔΙΠΕΧΩ και την πρόταση των μελετητών (βλ. υπό κεφ. Π.2.2.2.3, σελ. 2-8 έως 2-12) καθώς και ότι πρόκειται για οριοθέτηση περιοχών γύρω από πόλεις και οικισμούς (και ειδικότερα γύρω από το Πολεοδομικό Συγκρότημα Μυτιλήνης, τους οικισμούς Παμφίλων, Παναγιούδας, Αφάλωνα, Μόριας και τους οικισμούς Λουτρών και Σκάλας Λουτρών), γνωμοδότησε υπέρ ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου κατάτμησης 6 στρεμμάτων προκειμένου να υπάρξει έλεγχος και περιορισμός της οικιστικής επέκτασης. Για την περιοχή με στοιχείο ΓΥ1 (γεωργική γη μεγάλης παραγωγικότητας, κεφ. Δ2.1 της προσβαλλόμενης, στην οποία περιλαμβάνονται οι περιοχές Πληγωνίου Νεάπολης, Νεάπολης Αεροδρομίου Μυτιλήνης, η περιοχή εκατέρωθεν του χειμάρρου Καλαμιάρη και μεταξύ Παμφίλων και Παραλίας Παμφίλων, καθώς και η περιοχή δυτικά και νότια της άνω Χαραμίδας έως την παραλία), το Περιφερειακό ΣΧΟΠ (στην ίδια ως άνω συνεδρίαση), αφού έλαβε υπόψη την εισήγηση της ΔΙΠΕΧΩ, καθώς και την πρόταση των μελετητών, σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω περιοχές αποτελούν «
βαθύ καλλιεργήσιμο έδαφος, περιλαμβάνουν περιοχές ειδικών προγραμμάτων γεωργικής ανάπτυξης με την άρδευσή τους
αποτελούν σημαντικό παραγωγικό και περιβαλλοντικό πόρο του Δήμου
γη σημαντικής παραγωγικότητας» γνωμοδότησε υπέρ ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου κατάτμησης 8 στρεμμάτων. Για την περιοχή με στοιχείο Α2 (περιοχές μέσης προστασίας αρχαιολογικών χώρων μνημείων, στην οποία περιλαμβάνεται περιοχή μεταξύ των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων Αρχαίου Λατομείου και Υδραγωγείου Μόριας με βόρειο όριο τον οικισμό της Μόριας και τμήμα του οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή Λάρσος Λαρισαίες Πέτρες), συνεκτιμώντας την εισήγηση της ΔΙΠΕΧΩ και την πρόταση των μελετητών γνωμοδότησε (συν.3η/2η επαναλ./9.3.2007) υπέρ ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου κατάτμησης 8 στρεμμάτων. Τέλος, για την περιοχή με στοιχείο Φ2 (περιοχές μέσης προστασίας, κεφ. Ε4.2.3 της προσβαλλομένης, ήτοι περιοχές με σκοπό την προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή των οικιστικών περιοχών και ιδιαίτερα της πόλης της Μυτιλήνης), το Περιφερειακό ΣΧΟΠ, αφού έλαβε υπόψη την «
αναγκαιότητα προστασίας του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή των κατοικημένων περιοχών και ιδιαίτερα της πόλης της Μυτιλήνης
», την εισήγηση της ΔΙΠΕΧΩ η οποία έκρινε σκόπιμο να δημιουργηθεί ειδική ζώνη προστασίας, η οποία δεν προβλεπόταν μεν στη μελέτη, πλην υπαγορεύεται από τις τεχνικές προδιαγραφές σύνταξης μελετών ΓΠΣ και ΣΧΟΑΑΠ (βλ. σχετικά την 9572/1845/6.4.2000 απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ, Δ΄ 209 και τη διευκρινιστική εγκύκλιο 41/97 του ΥΠΕΧΩΔΕ), γνωμοδότησε (βλ. συν. 4η/3η επαναλ./16.3.2007, φύλ. 24) υπέρ ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου κατάτμησης 8 στρεμμάτων. Ακολούθως, για την περιαστική ζώνη της πόλης της Μυτιλήνης, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου αναφορικά με την κάλυψη και τη συνολική επιφάνεια ορόφων για την ειδικώς πληττόμενη περιοχή με στοιχείο Φ2, το Περιφερειακό ΣΧΟΠ (βλ. συν. 4η/3η επαναλ./16.3.2007, φύλ. 23-25), λαμβάνοντας υπόψη την «
αναγκαιότητα προστασίας του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή των κατοικημένων περιοχών και ιδιαίτερα της πόλης της Μυτιλήνης», όπως ετέθη στην εισήγηση της ΔΙΠΕΧΩ, αποδέχθηκε ομόφωνα την αναγκαιότητα θεσμοθέτησης «Π.Ε.Π. Περιαστικής Ζώνης Προστασίας Φυσιογνωμίας των Οικισμών», σε περιοχές που θα προτείνονταν από τους μελετητές με εντολή ΣΧΟΠ, γνωμοδότησε δε υπέρ της «
δυνατότητας ανέγερσης ισόγειων κατοικιών [στην εισήγηση της ΔΙΠΕΧΩ προτεινόταν ανέγερση «αγροικίας»] στην εν λόγω ζώνη μεγίστου εμβαδού 80,00 τ.μ., μεγίστου ύψους 4μ. + στέγη κλίσης ≤ 35%
». Ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Β. Αιγαίου, με την 255538/1597/20.7.2007 πράξη του, τροποποίησε τη γνωμοδότηση του Π. ΣΧΟΠ, μεταξύ άλλων, ως προς το ζήτημα των παρεκκλίσεων εμμένοντας στην ισχύ τους χωρίς ουδόλως να εκτίθενται συγκεκριμένοι λόγοι, πολεοδομικοί, περιβαλλοντικοί, αναπτυξιακοί ή άλλοι, που θα δικαιολογούσαν (κατ άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 2508/1997 και 3 παρ. 5 του ν. 1337/1983) την τροποποίηση αυτή, αλλά αναφερόμενος γενικώς σε αιτήματα «
που τέθηκαν από αρμόδιους φορείς και για λόγους προστασίας της τοπικής οικονομίας και των γενικότερων αναπτυξιακών στόχων της περιοχής του Δήμου Μυτιλήνης
». Εξάλλου, με την ίδια πράξη και με την ίδια αιτιολογία τροποποίησε τη γνωμοδότηση του Π. ΣΧΟΠ, και ως προς το ζήτημα των ορίων κατάτμησης μειώνοντάς τα αντιστοίχως για την περιοχή ΠΕΠΔ1 από 6 σε 4 στρ., για την ΓΥ1 από 8 σε 6 στρ., για την Α2 από 8 σε 6 στρ. και για την Φ2 από 8 σε 6 στρ., ομοίως, χωρίς και πάλι να εκτίθενται πολεοδομικοί λόγοι, που θα δικαιολογούσαν την μείωση αυτή, όπως άλλωστε τροποποίησε τη γνωμοδότηση του Π. ΣΧΟΠ και ως προς το τελευταίο ζήτημα της κάλυψης και συνολικής επιφάνειας ορόφων κατοικιών στην περιαστική ζώνη προστασίας φυσιογνωμίας οικισμών προτείνοντας για τις Π.Ε.Π. Περιαστικές Ζώνες Προστασίας Φυσιογνωμίας των Οικισμών το μέγιστο εμβαδόν κατοικίας να είναι 130 τ.μ., χωρίς, και στην περίπτωση αυτή, ουδόλως να εκτίθενται πολεοδομικοί λόγοι, που θα δικαιολογούσαν την εν λόγω αύξηση της δομούμενης επιφάνειας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, υιοθετήθηκαν οι ανωτέρω τροποποιήσεις σχετικά με τις παρεκκλίσεις του άρθρου 1 του π.δ. της 24.5.1985, τα όρια κατάτμησης, ως προς το τελευταίο δε θέμα προβλέφθηκε τελικώς «Ε4.2.4. Οι όροι και περιορισμοί δόμησης των επιτρεπόμενων χρήσεων καθορίζονται ως ακολούθως: α. Για τα κτίρια κατοικίας: Μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη και συνολική επιφάνεια ορόφων του κτιρίου 130 τ.μ. για γήπεδα εμβαδού μέχρι τέσσερα (4) στρέμματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 του από 24.5.1985 π.δ/τος (Δ΄ 270) οι οποίες κατισχύουν κατά περίπτωση.
- Μέγιστος αριθμός ορόφων των κτιρίων ένα (1) με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίου 4 μέτρα συν στέγη (κεραμοσκεπής ≤ 35%)
».
Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίδικη ρύθμιση, όπως τελικώς, σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Β. Αιγαίου, εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στα επιμέρους προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, είναι πλημμελής, διότι απέκλινε από τη γνωμοδότηση του Περιφερειακού ΣΧΟΠ, χωρίς η απόκλιση αυτή να αιτιολογείται ειδικώς, στηριζόμενη σε συγκεκριμένα πολεοδομικά, περιβαλλοντικά ή αναπτυξιακά κριτήρια, παρά μόνο με την αόριστη επίκληση της προστασίας της τοπικής οικονομίας και των γενικών αναπτυξιακών στόχων της περιοχής. ʼλλωστε, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη συγκεκριμένων πολεοδομικών ή άλλων λόγων, ένεκα των οποίων κατέστη επιβεβλημένη η μεταβολή του αρχικού σχεδιασμού ως προς τις ως άνω παρεκκλίσεις, το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης και την αύξηση της οικιστικής πυκνότητας στις επίδικες περιοχές (πρβλ. ΣτΕ 2877/2012, 4404/2010, 1553/2007, 1027/1999 κ.ά.) Πρέπει, επομένως, και ενόψει των κατευθύνσεων, που δίδονται στο άρθρο 3 κεφ. Γ.3.2. και Γ.3.4 του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, όπως εγκρίθηκε με την 26297/1.7-9.10.2003 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β΄ 1473), ως προς το δραστικό περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης και την υιοθέτηση της αρχής της «συμπαγούς πόλης» [ήτοι του περιορισμού επέκτασης της οικιστικής χρήσης σε νέες περιοχές], να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής που αφορά τη διατήρηση παρεκκλίσεων και το επιτρεπόμενο όριο κατάτμησης στις ανωτέρω ζώνες καθώς και την συνολική επιφάνεια ορόφων κατοικιών στην περιαστική ζώνη προστασίας φυσιογνωμίας των οικισμών μέσης προστασίας, σύμφωνα με τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση.
Επειδή, με το άρθρο 2 του π.δ. 209/1998 «Λήψη μέτρων για την ασφάλεια της υπεραστικής συγκοινωνίας», το οποίο εκδόθηκε κατ επίκληση του άρθρου 12 παρ. 2, εδ. β του ν. 3155/55 «Περί κατασκευής και συντηρήσεως των οδών» (Α 63), καθορίστηκαν οι ελάχιστες αποστάσεις των πάσης φύσης και χρήσης κτιρίων από τους άξονες των οδών ή τα όριά τους, σε εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμών περιοχές. Ειδικότερα, η ελάχιστη απόσταση των κτιρίων ορίστηκε, μεταξύ άλλων, στο Τριτεύον Εθνικό Οδικό Δίκτυο, στα 30 μέτρα από τον άξονα της οδού, στα τμήματα του Πρωτεύοντος Επαρχιακού Οδικού Δικτύου, τα κτίρια τοποθετούνται σε απόσταση 20 μέτρων από τον άξονα της οδού, στα τμήματα του Δευτερεύοντος Επαρχιακού Οδικού Δικτύου, σε απόσταση 15 μέτρων από τον άξονα αυτό (περ. δ΄, στ΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2). Κατ εξαίρεση οι αποστάσεις αυτές μπορεί να είναι διαφορετικές σύμφωνα με πολεοδομικές μελέτες, μεταξύ άλλων, επέκτασης εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων σε περιοχές που βρίσκονται εντός ορίων Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Γ.Π.Σ.) ή ένταξης σε σχέδιο πόλης σε περιοχές που βρίσκονται εντός ορίων οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους και οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923. Το καθοριζόμενο μέγεθος της απόστασης τεκμηριώνεται με την πολεοδομική μελέτη, η οποία στις περιπτώσεις αυτές εγκρίνεται μετά από γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων [παρ. 7 του άρθρου 2, όπως προστέθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 13 του ν. 3212/2003, Α΄ 308]. Οι ανωτέρω διατάξεις αποσκοπούν στην εξασφάλιση της οδικής ασφάλειας και της συναφούς δυνατότητας απρόσκοπτης ορατότητας, στην εξασφάλιση της δυνατότητας μελλοντικής διαπλάτυνσης των οδών της χώρας (διασφαλίζοντας τον απαιτούμενο χώρο διέλευσης της οδού και, όπου χρειάζεται, των παραπλεύρων οδών), στην ανεμπόδιστη εκτέλεση νέων έργων στο Εθνικό ή Επαρχιακό οδικό δίκτυο, καθώς και στη συνακόλουθη αύξηση της κυκλοφοριακής ικανότητας των οδικών δικτύων. Οι σκοποί δε αυτοί επιδιώκονται, μεταξύ άλλων, με την θέσπιση ελαχίστων αποστάσεων των πάσης φύσεως και χρήσεως κτιρίων από τους οδικούς άξονες. Κατ εξαίρεση οι αποστάσεις αυτές μπορεί να είναι διαφορετικές σύμφωνα με ειδικά αιτιολογημένες πολεοδομικές μελέτες, οι οποίες εγκρίνονται στις περιπτώσεις αυτές μετά από γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων (πρβλ. ΣτΕ 2510/2009, ΠΕ 121/2011, 67, 44/2010).
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου αναφορικά με τις αποστάσεις των κτιρίων από το οδικό δίκτυο, το Περιφερειακό ΣΧΟΠ (βλ. συν. 10η/9η επαναλ./11.5.2007, φύλ. 40-42), αφού έλαβε υπόψη την πρόταση των μελετητών (βλ. υπό Π.2.5, σελ. 2-44), καθώς και την εισήγηση ΔΙΠΕΧΩ γνωμοδότησε μειώνοντας την απόσταση των κτιρίων από το οδικό δίκτυο σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω π.δ. 209/1998. Ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Β. Αιγαίου, με την 255538/1597/20.7.2007 πράξη του, τροποποίησε τη γνωμοδότηση του Π. ΣΧΟΠ, μεταξύ άλλων, και ως προς το επίδικο ζήτημα της απόστασης κτιρίων για το οδικό δίκτυο προτείνοντας τα εξής: «6. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
. Οι αποστάσεις των οικοδομών από το εθνικό, επαρχιακό και δημοτικό οδικό δίκτυο να είναι σύμφωνα με το Π.Δ. 209/98 (ΦΕΚ-169/Α/15-7-98)». H πρόταση αυτή εγκρίθηκε τελικώς αυτούσια με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. υπό Ζ1.27). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίδικη ρύθμιση, όπως τελικώς εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προσβαλλόμενο συγκεκριμένο κεφάλαιο αυτής, δεν είναι πλημμελής, διότι οι προτεινόμενες με τη γνωμοδότηση του Περιφερειακού ΣΧΟΠ αποκλίσεις σε σχέση με τα προβλεπόμενα από το εφαρμοστέο Π.Δ. 209/98 δεν βασίσθηκαν σε συμπεράσματα μελέτης, συνταγείσας σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και από την αρμόδια κατά νόμο υπηρεσία και επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Επειδή, εφ όσον πρέπει να ακυρωθεί μερικώς η προσβαλλόμενη πράξη για τον κριθέντα βάσιμο με τη σκέψη 11 λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.