Δημόσιοι υπάλληλοι. Αξιώσεις υπαλλήλων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά του δημοσίου που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή σε αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπόκειται σε διετή παραγραφή, με χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής τη γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης (το τέλος κάθε μήνα) και όχι το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄αριθ. 251/2006 απόφαση Αρείου Πάγου και αναιρεί την υπ΄αριθ. 3013/2003 Εφετείου Αθηνών.

Αριθμός 4/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ Α’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέττα Κυτέα και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Μαρία Βασιλάκη, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά, Αριστείδη Πελεκάνο, Χαράλαμπο Καλαματιανό – Εισηγητή, Αρτεμισία Παναγιώτου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Τζιούβα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του καθού η κλήση – αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Βασιλεία Πελέκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Του καλούντος – αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Ν., τέως κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Σκορδάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/8/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1285/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 3013/2003 του Εφετίου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 15-3-2004 αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η 251/2006 απόφαση του Β2’ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Με την από 5/5/2014 κλήση του καλούντος – αναιρεσιβλήτου η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ο κρινόμενος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης, να γίνει δεκτός. Kατά την 9η Ιουνίου 2015, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απούσα η Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά, η οποία δήλωσε κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 5-5-2014 κλήση του αναιρεσιβλήτου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο με την υπ’ αρ. 251/2006 απόφαση του Β2’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπεμφθείς στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 3 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., δεύτερος λόγος της κρινόμενης 339/2004 αίτησης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, διότι το εν λόγω Τμήμα, αφού απέρριψε ως αβάσιμο τον έτερο (πρώτο) λόγο αναίρεσης, έκρινε ότι ανέκυπτε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Με τον παραπεμφθέντα λόγο αναίρεσης τίθεται το ζήτημα εάν οι αξιώσεις κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε προσληφθεί από αυτό με άκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, και αφορούσαν σε αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 1-1- 1999 μέχρι 31-8-1999, υπέκυψαν στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, υπό την εκδοχή ότι η παραγραφή των εν λόγω αξιώσεων άρχιζε από το χρόνο γενέσεως κάθε μιας περιοδικής παροχής, ήτοι από το τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο αυτή ήταν καταβλητέα, ή όχι, υπό την εκδοχή ότι η παραγραφή αυτών άρχιζε από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν και, συνεπώς, αυτές κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες.

Κατά το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους” : “Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της”. Κατά το άρθρο 91 εδ. α’ του ίδιου νόμου: “Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή, είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α’ του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που υπάρχει στο άρθρο 91 εδ. α’ , και επομένως κατισχύει αυτής (Α.Ε.Δ. 32/2008, Ολ. Α.Π. 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις προαναφερθείσες διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή και δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου (Α.Ε.Δ. 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα) ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου) αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους (Α.Ε.Δ. 9/2009, Ολ.Α.Π. 38/2005, 22/2005, 31/2007). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 α’ (περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 (περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ. 1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος και υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και από τα παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκοπούμενα διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Το Εφετείο δικάζοντας την υπ’ αρ.εκθ.καταθ. 2838/2001 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, η οποία επιδόθηκε στις 31-8-2001, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι αυτός προσελήφθη από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με άκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Ελληνική Πρεσβεία της Σόφιας και ότι εδικαιούτο ως αδικαιολόγητο εις βάρος του πλουτισμό του Ελληνικού Δημοσίου τη διαφορά των αποδοχών του κλητήρα Α’ της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ και της μηνιαίας αποζημίωσης των 1200 δολλαρίων ΗΠΑ, που ελάμβανε από το Ελληνικό Δημόσιο, του χρονικού διαστήματος από 1- 1-1999 μέχρι 31- 5-2001. Έκρινε δε, ότι οι ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου από την αιτία αυτή του χρονικού διαστήματος από 1-1-1999 μέχρι 31-8-1999 δεν υπέκυψαν στην ως άνω διετή παραγραφή, για το λόγο ότι από του τέλους του έτους 1999, εντός του οποίου γεννήθηκαν, μέχρι την επίδοση της αγωγής δεν παρήλθε διετία. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ήτοι δεχόμενο ότι ο χρόνος παραγραφής των ένδικων αξιώσεων αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο αυτές γεννήθηκαν, και όχι από τη γένεση εκάστης περιοδικής εξ αυτών παροχής, και δη από το τέλος κάθε μήνα, από το οποίο ήταν καταβλητέα εκάστη, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 3 και 91 του ν. 2362/1995, του μεν πρώτου με την εσφαλμένη ερμηνεία και τη μη εφαρμογή του, ενώ συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις, του δε δευτέρου με το να το εφαρμόσει, ενώ δεν έπρεπε, και υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., όπως βάσιμα υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον παραπεμφθέντα δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, ο οποίος συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτός.

Κατά συνέπεια, πρέπει α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 3013/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρα 580 § § 3, 5 Κ.Πολ.Δ.) και γ) να συμψηφισθούν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τόσο της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2’ Τμήματος και τούτο λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3013/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Και

Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *