Η κατ΄ άρθρο 11 ΚΑΑΑ διοικητική διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσης απαλλοτριώσεως επί ακινήτου κινείται από τον
ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη. Ο αιτούμενος την άρση απαλλοτριώσεως λόγω παρόδου απράκτων των χρονικών ορίων συντελέσεώς της, πρέπει με αίτησή
του προς τη Διοίκηση να υποβάλλει και τα στοιχεία, που αποδεικνύουν την ιδιοκτησία του. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι επίκαιρα, να τείνουν
δηλ. στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση μη επαρκούς αποδείξεως ή αμφισβήτησης της κυριότητας του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή από το τυχόν επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, το οποίο οφείλει να εξετάζει, αν ο αιτών είναι κύριος του επίμαχου ακινήτου, χωρίς όμως να επιλύει κατά την ως άνω δίκη οριστικά το ζήτημα της τυχόν ύπαρξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο ακίνητο, ζήτημα για το οποίο αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Σε περίπτωση που με το αυτό δικόγραφο ζητείται η ακύρωση παράλειψης άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, αρκεί η περιγραφή του απαλλοτριωθέντος ακινήτου με την αναγραφή των οδών ή πλατειών ή κοινοχρήστων εν γένει χώρων της συγκεκριμένης περιοχής, από τα οποία ρυμοτομείται, η δε προσκομιδή λεπτομερέστερων ως προς τη θέση αυτού στοιχείων, όπως τοπογραφικού διαγράμματος, επιτρέπεται να γίνει με το υπόμνημα

 

Πρόεδρος: Ν. Ρόζος, Προεδρεύων Σύμβουλος της Επικρατείας
Εισηγητής: Ρ. Γιαννουλάτου, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Μ. Μελισσηνός, Δ. Χριστόπουλος

[…] 2. Επειδή με την αίτηση αυτήν ζητείται η αναίρεση της 1937/2006 αποφάσεως του διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτήν είχε γίνει δεκτή προσφυγή των αναιρεσιβλήτων και είχε ακυρωθεί η σιωπηρά άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση επί ακινήτου, φερομένου ως ανήκοντος σε αυτές, ευρισκομένου μεταξύ των οικοδομικών τετραγώνων Χ και Ψ του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του αναιρεσείοντος Δήμου. Το ακίνητο αυτό είχε ρυμοτομηθεί για τη δημιουργία κοινοχρήστου χώρου μεταξύ των δύο ως άνω οικοδομικών τετραγώνων με το ΒΔ της 19.3.1892 (ΦΕΚ 93), όπως ετροποποιήθη με το ΠΔ της 5.5.1975 (ΦΕΚ Δ΄ 196). […]

4. Επειδή όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2129/2007) η κατ΄ άρθρο 11 του Κώδικος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ο οποίος εκυρώθη με το άρθ. πρώτο Ν 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17), διοικητική διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσεως απαλλοτριώσεως επί ακινήτου, αποβλέπουσα στην προστασία της ιδιοκτησίας από επιβαρύνσεις που υπερβαίνουν το κατά το Σύνταγμα ανεκτό όριο, κινείται κατ΄ αρχήν από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, υπέρ του οποίου και τάσσεται. Συνεπώς, ο αιτούμενος την άρση απαλλοτριώσεως λόγω παρόδου απράκτων των κατά νόμον χρονικών ορίων συντελέσεώς της, πρέπει με την προς την Διοίκηση αίτησή του να υποβάλλει και τα αποδεικτικά της ιδιοκτησίας του στοιχεία τα οποία, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά τυχόν υπάρχοντα σχετικά στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, άγουν στο συμπέρασμα ότι ο αιτών φέρεται κατ΄ αρχήν ως κύριος του αντιστοίχου ακινήτου και νομιμοποιείται επομένως στην υποβολή του αιτήματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι κατ΄ αρχήν επίκαιρα, να τείνουν δηλ. στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση δε μη επαρκούς αποδείξεως ή αμφισβητήσεως της κυριότητος του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή περαιτέρω από το τυχόν επιλαμβανόμενο της υποθέσεως αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Εν πάση εξ άλλου περιπτώσει, το τελευταίο αυτό δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατά νόμον υποχρεώσεώς του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, να εξετάζει εάν αυτός, με βάση τα προσκομιζόμενα ή υφιστάμενα στοιχεία, φέρεται ως κύριος του επιμάχου ακινήτου, υποχρεούμενο στην περίπτωση αυτή να συνεξετάσει και αντιστοίχους, καταλλήλως τεκμηριούμενους, αντιθέτους ισχυρισμούς των λοιπών διαδίκων (ΣτΕ 672/2006 με την αντίστοιχη διάταξη του άρθ. 11 ΝΔ 797/1971, ΦΕΚ Α΄ 1), χωρίς πάντως να επιλύει κατά την ως άνω δίκη οριστικώς το ζήτημα της τυχόν υπάρξεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο επίμαχο ακίνητο, για το οποίο κατά το Σύνταγμα τελικώς αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.

5. Επειδή εξ άλλου με το άρθ. 45 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθ. πρώτο Ν 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζεται ότι «1. Το δικόγραφο, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούν ειδικότερες διατάξεις, πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το είδος και το αντικείμενό του και να αναφέρει: α) το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, β) τον τόπο και το χρόνο της σύνταξής του και γ) …», με το άρθ. 46 του ιδίου Κώδικος ότι: «Δικόγραφο, που δεν περιέχει τα προβλεπόμενα από τις παρ. 1 και 5 του προηγούμενου άρθρου στοιχεία, είναι άκυρο …», με το άρθ. 64 του ευρισκομένου στο υπό τον τίτλο: «Προσφυγή» του κεφ. Α΄ του εβδόμου τμήματος του Κώδικος αυτού ότι: «1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον …», με το ευρισκόμενο στο αυτό κεφ. Α΄ άρθ. 68 ότι: «1.Το δικόγραφο της προσφυγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθ. 45, πρέπει ακόμη: α) να μνημονεύει με ακρίβεια: ι) την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, ιι) … β) να περιέχει σαφώς καθορισμένο αίτημα» και με το άρθ. 138 ότι: «1.Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση …».

Συμφώνως προς τις διατάξεις αυτές, στο δικόγραφο της προσφυγής αρκεί να γίνεται επίκληση της ιδιότητος, από την οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος και στοιχείων, από τα οποία αυτό προκύπτει και δεν απαιτείται πλήρης παράθεσή τους και προσκομιδή των σχετικών αποδεικτικών μέσων, η οποία επιτρέπεται να γίνει με το υπόμνημα. Περαιτέρω, εάν όπως εν προκειμένω με το αυτό δικόγραφο ζητείται η ακύρωση παραλείψεως άρσεως ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, αρκεί η περιγραφή του απαλλοτριωθέντος ακινήτου με την αναγραφή των οδών ή πλατειών ή κοινοχρήστων εν γένει χώρων της συγκεκριμένης περιοχής, από τα οποία ρυμοτομείται, ενώ η προσκομιδή λεπτομερέστερων ως προς τη θέση αυτού στοιχείων, όπως τοπογραφικού διαγράμματος, επιτρέπεται να γίνει με το υπόμνημα.

6. Επειδή εν προκειμένω, το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της προσφυγής των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι επεκαλέσθησαν στο δικόγραφο αυτής τα στοιχεία που κατά την άποψή τους εθεμελίωναν την κυριότητά τους στο επίδικο ακίνητο (κληρονομία του αδιαθέτως αποβιώσαντος πατρός τους …), συνεξετάζοντας δε και τους αντιστοίχους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Δήμου, ο οποίος επεκαλείτο μη απόδειξη της κυριότητος αυτών στο εν λόγω ακίνητο, εδέχθη την ενεργητική νομιμοποίησή τους στη δίκη. Ειδικώτερα, το δικαστήριο αφ΄ ενός μεν εδέχθη ότι οι αναιρεσίβλητοι προσεκόμισαν, παραδεκτώς, τη νομίμως μεταγραφείσα …/9.11.2004 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου … με την οποίαν απεδέχθησαν, κατά το ? εξ αδιαιρέτου, την καταληφθείσα σε αυτούς εξ αδιαθέτου διαδοχής κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός τους, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, καθώς και το …/1925 συμβόλαιο κτήσεως της κυριότητος του ακινήτου από τον πατέρα τους, αφ΄ ετέρου δε έκρινε, με αιτιολογία ερειδομένη στα ως άνω στοιχεία, ότι οι αναιρεσίβλητοι «φέρονται να διατηρούν εμπράγματα δικαιώματα (και μάλιστα κυριότητα) στο ακίνητο αυτό». Επίκληση δε και προσκομιδή των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων έγινε με το από 6.6.2006 υπόμνημα των ήδη αναιρεσιβλήτων. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου, εν όψει και της κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα φύσεώς της ως αρκουμένης σε πιθανολόγηση της θεμελιούσης την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κυριότητος και μη επιλυούσης διαφορά περί ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον επαναφέρεται ο προταθείς ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ισχυρισμός και προβάλλεται ότι η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων στο δικόγραφο της προσφυγής ήτο αόριστος και ότι λόγω της αοριστίας αυτής δεν ηδύνατο να συμπληρωθεί με τα παραδεκτώς προσκομισθέντα υπ΄ αυτών στοιχεία κυριότητος, όπως διατυπώνεται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7. Επειδή περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο εδέχθη ότι οι αναιρεσίβλητοι, προς απόδειξη της ακριβούς θέσεως του επιδίκου ακινήτου, προσεκόμισαν παραδεκτώς εκτός από την προαναφερθείσα δήλωση αποδοχής κληρονομίας και τον οικείο τίτλο κτήσεως του ακινήτου από τον κληρονομηθέντα πατέρα τους, το …/2003 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου, τοπογράφου μηχανικού … στο οποίο αναφέρονται τα όρια του ακινήτου (αριθμημένες κορυφές) «καθώς και τα ακίνητα και οι δρόμοι που συνορεύουν με αυτό», έκρινε δε με ειδική αιτιολογία, ερειδομένη κυρίως στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, ότι «στην προσφυγή αναφέρονται όλα τα προσδιοριστικά στοιχεία του ακινήτου», δεδομένου ότι σε αυτή διά παραπομπής στο εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα «αναφέρεται η περιοχή, στην οποία βρίσκεται το ακίνητο (Καστέλα), η έκταση αυτού (371,25 τ.μ.) και τα ακίνητα και οι δρόμοι, με τα οποία αυτό συνορεύει», το τοπογραφικό δε αυτό διάγραμμα «στο οποίο εμφαίνεται το ένδικο ακίνητο με τους αριθ. … συμφωνεί με το διάγραμμα ρυμοτομίας που είναι συνημμένο στο από 5.9.1975 πδ/μα «Περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Πειραιώς εις την περιοχήν Καστέλλας …». Εν όψει δε των ανωτέρω, απέρριψε ως αβασίμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Δήμου, με τους οποίους προεβάλλετο ότι η ασκηθείσα υπό των αναιρεσιβλήτων προσφυγή ήτο αόριστη, διότι «δεν εξατομικεύεται το ένδικο ακίνητο» εφ΄ όσον δεν «αναφέρεται το οικοδομικό τετράγωνο, στο οποίο βρίσκεται, οι δρόμοι που το περιβάλλουν, ενώ οι πλευρικές διαστάσεις του δεν προσδιορίζονται με γράμματα ή αριθμούς». Η κατά τα ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σχετικώς με την ταυτότητα και την ακριβή θέση του επιδίκου ακινήτου, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι και στο δικόγραφο της προσφυγής των αναιρεσιβλήτων γίνεται επίκληση των προαναφερομένου τοπογραφικού διαγράμματος και περιγραφή των ορίων του ακινήτου («βόρεια με κοινόχρηστο χώρο επί πλευράς 19,81 μ., ανατολικά με τον οδό … επί πλευράς 10,40 μ., νότια με ιδιοκτησία … επί πλευράς 16,38 μ. και δυτικά με την οδό … επί πλευράς 32,40 μ. αρχικά πριν την εφαρμογή της οδού και τώρα με πλευρά 29,63 μ.»), οι δε περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους επαναφέρονται οι προταθέντες ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ισχυρισμοί και προβάλλεται ότι μη νομίμως εκρίθη ότι η προσφυγή των αναιρεσιβλήτων δεν ενείχε αοριστία ως προς την ταυτότητα του επιδίκου ακινήτου, διότι: α) το προσαχθέν υπ΄ αυτών …/2003 τοπογραφικό διάγραμμα «αποτελεί απλά και μόνο αποδεικτικό στοιχείο και δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε να συμπληρώσει την ένδικη αίτηση και … να καλύψει την αοριστία αυτής» και β) δεν προκύπτει εάν το επίδικο ακίνητο κατέστη εξ αρχής κοινόχρηστος χώρος, ήτοι με το ΒΔ της 19.3.1892 περί εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής ή εν συνεχεία με το ΠΔ της 5.5.1975 περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Καθ΄ ο δε μέρος διά των λόγων τούτων πλήσσεται η κρίση του δικαστηρίου, ότι το προσαχθέν υπό των αναιρεσιβλήτων …/2003 τοπογραφικό διάγραμμα συμφωνεί με το διάγραμμα ρυμοτομίας, που συνοδεύει το ΠΔ της 5.5.1975 περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Πειραιώς στην περιοχή Καστέλλας, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση του προσαχθέντος ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς.

8. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

[Απορρίπτει την αίτηση.]

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *